Τό σώμα δεν στερείται των θεραπευτικών αποτελεσμάτων της προσευχής. Πράγματι συμμετέχει σ αυτήν μαζί μέ την ψυχή, της δανείζει τίς δυνάμεις του, υιοθετεί τις στάσεις που αρμόζουν στη συγκεκριμένη δραστηριότητα, ασκεί τίς διάφορές δυνάμεις του γιά νά τη διευκολύνει· προσεύχεται όμως και τό ίδιο κατά τό μέτρο του καί σύμφωνα μέ τίς δυνατότητες τής ιδιαίτερης φύσης του ειδικότερα μέ τίς μετάνοιες. Κλήμης ό Άλεξανδρεύς παρατηρεί: «Επακολουθεί τη προθυμία του πνεύματος τή νοητή ουσία» (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Στρωματείς, 7,40,3). Ή προσευχή συμβάλλει ώστε νά πραγματοποιηθεί ή σύσταση του Αποστόλου Παύλου: «Παρακαλώ υμάς αδελφοί, διά τών οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τά σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, άγίαν, ευάρεστον τώ Θεώ» (Ρωμ. 12,1). Ή προσευχή λοιπόν αποτελεί μια από τίς κοινές ενέργειες ψυχής καί σώματος, ιδιαίτερα στην ήσυχαστική προσευχή, τήν «προσευχήν τον Ιησού», όπου τό σώμα καί ιδιαίτερα τό κέντρο του, δηλαδή ή καρδιά, διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο. Ή επιθυμία τού Θεoύ, πού εκδηλώνεται στην προσευχή εξαγνίζει όλες τίς δυνάμεις τής ψυχής καί του σώματος. Μέσω τής κάθαρσης τής ψυχής καί ιδιαίτερα τοϋ παθητικού μέρους της, έπιτυγχάνεται πραγματικά ή κάθαρση του σώματος: «Τό σώμα θεουργεί ουκ από τών σωματικών καί προσύλων παθημάτων τούτ΄ αυτό κινούμενον [...] άλλ' αυτό μάλλον προς εαυτό τό σώμα έπιστρέφον καί τή προς τά χείρω σχέσεως άπάγον» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Τριάδες, 2,2,12)· όπως η ψυχή «κτάται τήν άπραξίαν τών κακών». Άπό τότε ό άνθρωπος γίνεται ολόκληρος, -ψυχή καί σώμα-, δεκτικός τή χάρη. «Ή του Πνεύματος χάρις, διά μέσης ψυχής προς τό σώμα διαπορθμευομένη, πάσχειν καί αυτώ τά θεία δίδωσι καί μακαρίως συμπάσχειν τή ψυχή τή τά θεία πεπονθυία, ήτις έπεί πάσχει τά θεία, καί παθητικόν έχει τι δήπουθεν έπαινετον και θείον» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Τριάδες, 2,2,12). Το σώμα συμμετέχει άμεσα, κατ αυτό τον τρόπο, στην τάξη, τήν ενοποίηση και τήν ειρήνευση, που ή προσευχή εγκαθιστά στην ψυχή. Εισάγοντας ή προσευχή τό σώμα στή διαδικασία, ενεργοποιεί τίς διάφορες δυνάμεις του γιά ένα μόνο καί τόν αυτό σκοπό: τό Θεό. Επομένως τό κάνει ενιαίο, δπως επίσης το ενοποιεί μέ τήν ψυχή: χάρη σ' αυτή, ό άνθρωπος βρίσκει καί πάλι τήν αρμονική ενότητα τής φυσικής ψυχοσωματικής του σύστασης· έτσι καταργείται σ' αυτόν ή κατάσταση του χωρισμού ψυχής και σώματος, που χαρακτηρίζει τήν πεπτωκυία φύση. Στην προσευχή, τό σώμα παύει νά υποδουλώνεται στον αισθητό κόσμο. Ή φράση «προς εαυτό επιστρέφει [Σ.τ.μ.: Τό σώμα]», πού αναφέρει ό Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, σημαίνει ότι δέν είναι πλέον αποξενωμένο καί άρρωστο ενεργώντας παρά φύση· ξαναβρίσκει τήν αληθινή του φύση, έπανακτά τήν πνευματική του ευεξία, ασκώντας τίς διάφορες δυνάμεις του γιά τό Θεό, τόν πραγματικό τους σκοπό. Μέ τή συγκέντρωση πού απαιτεί, ή προσευχή επάγει «φυλακήν τών αισθήσεων» πού τελικά τίς μεταστρέφει απο την κατά σάρκα λειτουργία. Η προσευχή θεραπεύει καί όλες τίς υπόλοιπες δυνάμεις του σώματος· ενω δρούσαν ανεξάρτητα άπό τό Θεό τίς «οδηγεί» στην κατά Θεό λειτουργία. Έτσι αξιώνει τή γλώσσα νά ομιλεί στό Θεό, για τό Θεό καί έν τω Θεώ μέ ειρήνη, γλυκύτητα, θάρρος, σεμνότητα· «ώτα δ' υπόκειται τοίς θείοις διδάγμασιν, ουχ ώστε άκούσαι μόνον αυτών, άλλ' ώστε κατά το δαβιδικόν μεμνήσθαι τών εντολών του Θεού του ποιήσαι αύτάς" (Ψαλμ. 102,18), ούκ άκροατήν έπιλησμονής γενόμενον» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Τριάδες, 2,2,20). Χάρη στην προσευχή επίσης «γλώσσα, χείρες τε καί πόδες ύπηρετώσιτοις θείοις θελήμασιν» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Τριάδες).
Άπ' όσα μέχρι τώρα προηγήθηκαν, συνάγεται ότι ή προσευχή καθιστά τόν άνθρωπο πραγματικά ελεύθερο. Τόν απελευθερώνει άπό τήν περιοριστική καί δουλόφρονα σφαίρα επιρροής του πεπτωκότος εγώ του, γιά νά τόν οδηγήσει σέ άνοιγμα στο άπειρο του Θεού. Θεραπεύοντας τον άνθρωπο άπό τήν αμαρτία καί τά πάθη του, τόν απελευθερώνει από τη δουλεία τους καί από όλα τά παθολογικά αποτελέσματα τους. Σύμφωνα μέ τό λόγο του 'Αποστόλου Παύλου, ό άνθρωπος «έλευθερούται άπό τής δουλείας τής φθοράς» (Ρωμ. 8,21). Ή προσευχή τόν εξάγει άπό τήν αποξένωση πού τόν είχε οδηγήσει ή αμαρτία. Σταματά νά κινείται μέ τήν επιρροή ξένων δυνάμεων, νά υποτάσσεται εις «τήν οικούσαν έν αυτώ άμαρτίαν» (Ρωμ. 7,17· 20,23)· βρίσκει καί πάλι στό Θεό τό πραγματικό είναι του καί ενεργεί έτσι αληθινά διά του εαυτού του. Τό μοναδικό γεγονός ν' αποκτήσει καί πάλι έν τώ Θεώ τή φύση του του προσφέρει τήν ελευθερία, γιατί, όπως υπενθυμίζει ό 'Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αυτή συνίσταται στην ταύτιση μέ τή δική του φύση και τή συμμόρφωση μ΄ αύτή. Ή προσευχή καθιστά τόν άνθρωπο ελεύθερο, γιατί προσανατολίζει καί πάλι τήν επιθυμία καί τή θέλησή του προς τό Θεό, τό φυσικό τους σκοπό, καί γιατί, όπως τήν όρίζει ό 'Άγιος Διάδοχος Φωτικής, ή ελευθερία συνιστά «ψυχής λογικής θέλησιν ετοίμως κινουμένην εις όπερ αν καί θέλοι» (ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγoς ασκητικός, 5). Τέλος ή προσευχή ελευθερώνει τόν άνθρωπο, γιατί δι' αυτής λαμβάνει τό φώς του Αγίου Πνεύματος· αυτό φωτίζοντας τή διάνοια του τόν απελευθερώνει όχι μόνο άπό τά λάθη του, καί άπό τίς ψευδαισθήσεις, τά φαντάσματα καί τά παραληρήματα, που επιβάλλονται στίς γνωστικές του δυνάμεις από τήν αμαρτία καί τά πάθη· επίσης αντίστοιχα του έπιτρέπει νά γνωρίσει, -καί τό έχουμε δει-, σύμφωνα μέ τήν ύψιστη μορφή νόησης, τήν αλήθεια πού ελευθερώνει (Ίωάν. 8,31). Καθώς ό άνθρωπος στην προσευχή γνωρίζει τό αληθές Αγαθό, καί τείνει προς αυτό, χωρίς σκέψη ή διχασμό, ή έλευθερία του σ' αυτή τήν περίπτωση δέν είναι αυτή ή ατελής, πού άμφιταλαντεύεται· είναι ή τέλεια, πού κινείται αμέσως καί αυθόρμητα προς τόν Άγαθό. Ενωμένος μέ τό Θεό διά τής προσευχής, γίνεται μέτοχος Άυτού· έτσι ό άνθρωπος εισέρχεται «εις τήν έλευθερίαν τής δόξης τών τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,21), δηλαδή γίνεται μέ ενεργό (συμ)μετοχή, ελεύθερος στην ελευθερία του ίδιου του Θεού.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου