Τοῦ πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΝΕΑ ἐπίθεση δέχθηκε προσφάτως ὁ ὑπογραφόμενος ἀπὸ τοὺς «Καθολικούς» τῆς Ἑλλάδος μὲ ἀφορμὴ ἕνα ἄρθρο του στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» (12–10–2012) μὲ τίτλο «Διὰ νὰ μὴ ξεχνᾶμε».
Τὸ κείμενο προσφέρει τὴν ἀναγκαία καὶ κατάλληλη τεκμηρίωση, ὁπότε τὸ μόνο ποὺ θὰ ἀνέμενε κανεὶς εἶναι ἡ σιωπὴ τῆς ἐλεγχόμενης πλευρᾶς. Ἡ ἐπίκριση τῶν «Ρωμαιοκαθολικῶν» δημοσιεύθηκε στὸν «Πυλώνα ἐκκλησιαστικῶν εἰδήσεων» Amen.gr. Ἔχω δὲ τὴν τιμὴ νὰ συγκαταλέγομαι μαζί μὲ τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, στοὺς «ὑβρεολόγους καὶ συκοφάντες» τῶν ἐν Ἑλλάδι «καθολικῶν». Βέβαια ἐδῶ ἰσχύει ἡ ἀρχαία παροιμία «ἡ πόρνη, τὴν σώφρονα», ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ μέθοδος δυστυχῶς τῆς παπικῆς ἡγεσίας URΒI ET ORBI. Παρόλο ποὺ τὸ ἄρθρο μου ἔχει τὴν ἀναγκαία βιβλιογραφικὴ τεκμηρίωση καὶ ἡ ἁρμόζουσα στάση τῶν ὑβριστῶν μας θὰ ὤφειλε νὰ εἶναι ἡ σιωπή, προετιμήθη ἡ ἰησουϊτικὴ (καὶ γκεμπελική) μέθοδος τῆς ἐπιθέσεως γιὰ τὴν μετάθεση τῆς εὐθύνης. Δὲν εἶναι, ἄλλωστε, ἡ πρώτη φορά, σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὴν ταπεινότητά μου, ποὺ δέχομαι παρόμοιες ἐπιθέσεις χωρὶς ἀπάντηση στὶς θέσεις μου. Τὴν μέθοδο αὐτὴ εἶχε ἐφαρμόσει γιὰ τὸ πρόσωπό μου ἐπανειλημμένα τὸ ὄργανο τῆς Οὐνίας στὴν Ἑλλάδα «Καθολική».
Αὐτὸ ποὺ ἐξοργίζει κάθε ἔντιμο ἀναγνώστη τοῦ παπικοῦ κειμένου εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἐπιτίθενται στὸν «ἀπὸ παλαιότερα γνωστὸ Πρωτοπρεσβύτερο», δηλαδὴ στὸν π. Γεώργιο Μεταλληνό, ἀλλὰ δὲν τολμοῦν νὰ ἐλέγξουν τὰ ἱστορικὰ – ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματά του.
Γράμματα γνωρίζουν, τοὐλάχιστον οἱ τῆς ἐν Ἑλλάδι παπικῆς ἡγεσίας, προτιμοῦν ὅμως τὴν ἀστήρικτη ἐπίθεση μόνο καὶ μόνο, γιὰ νὰ δημιουργήσουν ἐντυπώσεις, δεχόμενοι, ὅπως καὶ στὸ παρελθόν, ὡς ἠλιθίους καὶ ἀστοιχειώτους ὅσους διαβάζουν τὶς συκοφαντίες τους. Διότι ὁ ὑπογραφόμενος, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἰδιαιτέρως σέβεται καὶ τηρεῖ ὡς ἱστορικὸς ἐρευνητής, καὶ μάλιστα πιστὸς στὴν ἐπιστημονικὴ δεοντολογία, εἶναι ἡ τεκμηρίωση τῶν λόγων του μέχρι σχολαστικότητος.
Εἶναι δυνατὸν λοιπὸν κάποιος νὰ μὴ ἀνέχεται τὴν δίκαιη σὲ κρίσιμους καιροὺς κριτικὴ τοῦ πάπα Γιώργη, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ὁμιλεῖ γιὰ «ἀνακρίβειες, ἐπανειλημμένα ψεύδη σὲ ἐπίπεδο δόγματος, ἐκκλησιολογίας, ἱστορίας κ.λπ.». Ἐπειδὴ δὲ πολλὲς φορὲς ἀκούω ἢ διαβάζω τέτοια σχόλια γιὰ τὰ κείμενά μου ἀπὸ τοὺς ἴδιους κύκλους, σὲ μιὰ στιγμὴ πίστευσα ὅτι τὰ γράφουν αὐτὰ ἀγοραῖοι καὶ ἄγευστοι ἐπιστημονικῆς γνώσεως, γρήγορα ὅμως διεπίστωσα ὅτι ἡ γενικότητα καὶ ἀοριστολογία εἶναι καρπὸς ὑπουλότητας καὶ διαθέσεως ἐμμονῆς στὴν πλάνη καὶ τὸ ψεῦδος. Αὐτὴ ἡ μέθοδος ἀκολουθεῖται καὶ στὸν «κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος», θεολογικὸ Διάλογο.
Θὰ χαρῶ, συνεπῶς, καὶ θὰ βοηθηθῶ σημαντικά, ἂν ἀναιρέσουν τὶς παραπομπές μου καὶ παρουσιάσουν στοιχεῖα ἀντίθετα τῶν ὅσων ἔγραψα. Ἐπειδὴ δὲ ἀσχολοῦμαι μὲ σοβαρὰ ἐπιστημονικὰ θέματα, παρότι διαθέτω πληθώρα στοιχείων, καὶ μάλιστα ἀρχειακῶν ἀπέφυγα νὰ προσθέσω στὸ ἄρθρο μου ἀναφορὲς καὶ ὑπαρκτὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ στάση τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τοῦ Ἰταλικοῦ Φασιμοῦ καὶ τοῦ γερμανικοῦ Ναζισμοῦ (οἱ ἴδιοι οἱ ἰταλογερμανοὶ παρουσιάζουν στὰ σχολικὰ βιβλία φωτογραφίες «καθολικῶν» κληρικῶν, ποὺ χαιρετοῦν φασιστικὰ τὶς φασιστοναζιστικὲς Ἀρχές τους) καὶ περιορίσθηκα στὰ ἐν Ἑλλάδι συμβάντα, ἀπαντώντας σὲ ὀρθοδόξους πιστούς, ποὺ μοῦ ἐζήτησαν σχετικὴ πληροφόρηση. Δὲν μποροῦσα λοιπόν, ἔστω γιὰ λόγους διπλωματίας ἢ καὶ ἰδιοτελείας νὰ ἀποφύγω τὴν μέθοδο, μὲ τὴν ὁποία ἔχω ἐκ νεόητός μου ταυτισθεῖ, δηλαδὴ τὴν καθαρὰ ἐπιστημονική.
Ἐξ ἄλλου, δὲν ἀπέρριψα συλλήβδην τὸν ρωμαιοκαθολικὸ κόσμο τῆς Ἑλλάδος καὶ ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔγραψα: «Δὲν ἀπορρίπτουμε φυσικά, ὅλο τὸν ρωμαιοκαθολικὸ κόσμο, διότι ὑπάρχουν σ᾽ αὐτὸν κάποια ἐλεύθερα πνεύματα, ποὺ διαφωνοῦν μὲ τὸ παπικὸ κέντρο (κράτος)». Καὶ εἶχα ὑποχρέωση νὰ τὸ πράξω αὐτὸ λόγῳ τῶν ἐμπειριῶν, ποὺ ἀπέκτησα στὰ χρόνια τῶν ἐν Γερμανίᾳ (Βόννῃ καὶ Κολωνίᾳ) σπουδῶν μου. Σὲ μία δημόσια συζήτηση – θεολογικὸ διάλογο στὴν πόλη Μύνστερ ὁ μακαρίτης συνάδελφος Βασίλειος Στογιάννος καὶ ἐγὼ (νεαροὶ τότε μεταπτυχιακοί), μὲ δύο «ρωμαιοκαθολικοὺς» καθηγητάς, (τὸν ἱστορικὸ J. REMMERS καὶ ἕνα κανονολόγο, ποὺ δὲν ἐνθυμοῦμαι τώρα τὸ ὄνομά του), ἀκούσαμε στὸ διάλειμμα «unter vier AUGEN» (ἰδιαιτέρως) νὰ μᾶς λέγουν ὁ μὲν πρῶτος, ὅτι οὐδεὶς ἐχέφρων ρωμαιοκαθολικὸς δέχεται σήμερα τὰ περὶ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου δόγματα. Διδακτικότερος ὅμως γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἦταν ὁ Κανονολόγος, ποὺ μᾶς εἶπε τὰ ἑξῆς: «Παρακολουθῶ μὲ ἐνδιαφέρον τὴ μάχη, ποὺ δίνετε γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς πίστεώς σας. Ὁμοιάζετε ὅμως μὲ δύο σκυλάκια, ποὺ γαυγίζουν, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ δαγκώσουν, διότι πίσω σας τὰ “μαντρόσκυλά” σας εἶναι ξεδοντιασμένα»! Ὁ Καθηγητὴς εἶχε δίκιο. «Φταῖνε τὰ μαντρόσκυλά μας», ποὺ ἀντὶ νὰ μᾶς προστατεύουν, μᾶς παραδίδουν στοὺς ἐπιβουλευομένους τὴν πίστη μας.
(πρβλ. Πράξ. 20, 29 – 30).
ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ'' ΑΡ. ΦΥΛ. 1949
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου