Στή μετάνοια, τό αμάρτημα δέν αποτελεί τό αντικείμενο μιας αφηρημένης αναγνώρισης, καθώς ή μετάνοια συνεπάγεται πραγματικά τήν επώδυνη συναίσθηση της αμαρτητικής κατάστασης στήν οποία βρίσκεται ό άνθρωπος. Μ' αυτή τήν έννοια ό Άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος τή χαρακτηρίζει ώς «ψυχής πλήξιν έν αίσθήσει κραταιά». Μιά τέτοια στάση απαιτεί, σύμφωνα μέ τούς λόγος του Ψαλμωδού, «πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50,19). «'Άνευ κόπου καρδίας καί συντριβής, ουδείς δύναται σωθήναι έκ τών παθών» διδάσκει ό Άγιος Βαρσανούφιος. Ωστόσο ή οδύνη αυτή δέν έχει σχέση μ' εκείνη πού δημιουργεί τίς τύψεις, μιά παθολογική κατάσταση όπου ό αμαρτωλός παραμένει κλεισμένος στήν αμαρτία του, μέ τά μάτια καρφωμένα πάνω του, καί στέκεται παθητικά έναντι αυτής. Στίς τύψεις, ό άνθρωπος διαιωνίζει τήν αμαρτία διαφορετικά, νοσεί μέ άλλο τρόπο. Επικεντρώνεται στό παράπτώμα πού διέπραξε καί στήν κατάστασή του, δέν καταφέρνει ν' απομακρυνθεί άπό αυτό. Αντίθετα στή μετάνοια ό αμαρτωλός έχει υπόψη του τό Θεό καί υπολογίζει σ' Αυτόν. Ή οδύνη πού νιώθει δέν οφείλεται στό αμάρτημα καθεαυτό, ή λύπη πού δείχνει δέν αφορά στό πληγωμένο «εγώ» του· άν υποφέρει, αυτό συμβαίνει, γιατί, άπό υπαιτιότητά του, βρίσκεται χωρισμένος άπό τό Θεό καί γιατί ή άμαρτητική του κατάσταση τόν κρατεί μακριά άπό Αυτόν. Συνεπώς ή μετάνοια αποκλείει κάθε παθολογικό αίσθημα ενοχής, πού θά οδηγούσε όποιον διακατέχεται άπό αυτό στήν αγωνία ή τήν παραλυσία.
Ταυτόχρονα μέ τήν αναγνώριση τής αμαρτίας του, ό «έν μετανοία» άνθρωπος, ζητεί τή συγχώρηση άπό τό Θεό καί εκδηλώνει τη βούλησή του νά ενωθεί άπό τήν αρχή μαζί του. Ή μετάνοια λοιπόν έκδηλώνεται ώς στάση υπέρβασης τής αμαρτίας· απέχει προφανώς άπό τό νά περιορίζεται στήν απλή διαπίστωση κάποιας αποτυχίας ή στήν εμμονή σ' αυτήν. Αντίθετα, εμφανίζεται ώς ένα βασικό κίνητρο πνευματικής προόδου καί πορείας τού άνθρωπου προς τήν υγεία. Μέσω αυτής, ό άνθρωπος αποστρέφεται τό παρελθόν του, αυτό του παλαιού άνθρωπου καί τείνει προς τό μέλλον, αυτό του καινού άνθρωπου πού καλείται νά γίνει. Μέ τή μετάνοια, συνεχίζει νά υπερβαίνει τίς ατέλειες του καί τόν ίδιο τόν εαυτό του γιά τό Θεό. Ό Απόστολος Παύλος εμπιστεύεται: «τά οπίσω έπιλανθανόμενος, τοις δέ έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. 3,13). Ό άνθρωπος μπορεί νά λάβει τή θεραπεία καί τή σωτηρία τείνοντας προς ό,τι οφείλει νά γίνει «κατά Θεόν» καί όχι παραμένοντας καθηλωμένος προς ό,τι συνέβη ή ήταν στήν κατάσταση του πεπτωκότος ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου