TO ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, του Υιού και Λόγου του Θεού, είναι το κέντρον όλης της Αγίας Γραφής, τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης. Ή Άγια Γραφή είναι βιβλίο διαχρονικό, αιώνιο και ενιαίο, ανεξαρτήτως του σε ποιά εποχή και άπό ποιόν συγγραφέα έχουν συγγραφή τα διάφορα τμήματα ή βιβλία, τά όποια τήν απαρτίζουν. Βεβαίως εχρειάσθησαν αιώνες πολλοί, προκειμένου να συντελεσθή ή συγγραφή της. Άπό τότε πού συνεγράφη ή Πεντάτευχος (Γένεσις, "Εξοδος, Λευϊτικόν, Αριθμοί, Δεύτερονόμιον) μέχρι τό 95/96 μ.Χ., οπότε ό ευαγγελιστής Ιωάννης συνέγραψε τήν Άποκάλυψιν στην νήσο Πάτμο, έπέρασαν περίπου 15-16 αιώνες. Και οί μεν συγγραφείς τοΰ ενιαίου και διαχρονικού τούτου Βιβλίου τών βιβλίων υπήρξαν πολλοί, ό νους όμως ό όποιος και κατηύθυνε τήν συγγραφή ήταν Ένας, το Πανάγιον Πνεύμα. Σε όλα δε τά βιβλία αυτά, τά όποια αποτελούν Γήν Αγία Γραφή, «συνυφαίνεται συνεχώς ώς χρυσούν τι νήμα συγκρατούν τήν όλην ύφήν είτε ύπό τήν μορφήν προφητειών είτε ύπό τήν άφήγησιν γεγονότων Ιστορικών τό "όνομα τό υπέρ πάν όνομα" (Φιλιπ. β ' 9), τό όνομα τού Χριστού, τού Υιού τοϋ Θεού. Και μολονότι διάφοροι και κατά διαφόρους έποχάς λαλούσιν έν αυτή, έξηχούν τάν^τες μίαν και τήν αυτήν άρμονικήν μαρτυρίαν, "καθώς τό Πνεύμα έδίδου αύτοίς άποφθέγγεσθαι"» (Πράξ. β' 4) (ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, "Υπόμνημα εις τό κατά Ίωάννην Εύαγγέλιον, έκδ. «Ό Σωτήρ», 'Αθηναι 1990 σελ. 715 (σχόλια εις "Ιω. κ' 31).
Τό ότι τόσο στην Παλαιά όσο καί στην Καινή Διαθήκη τό κυριαρχούν πρόσωπο είναι ό Κύριος Ιησούς Χριστός μας τό διδάσκει άριστα ή χρυσή γλώσσα τής Εκκλησίας. Σε ομιλία του στην Κωνσταντινούπολι έλεγε στό εκκλησίασμα:
Άπό πού θέλετε νά αρχίσω τήν ομιλία μου; Αρχίζω άπ' όπου θέλετε, είτε άπό τήν Καινή Διαθήκη είτε άπό τήν Παλαιά. Διότι μπορεί κανείς νά ίδή τήν δόξα τού μονογενούς Υιού και Λόγου τού Θεού νά διαλάμπη κατά τρόπο περίλαμπρο όχι μόνον στά ευαγγελικά και στά αποστολικά κείμενα, άλλα καΐ στά προφητικά και σε όλη τήν Παλαιά Διαθήκη. Γι΄ αυτό καί άπ' εδώ έκρινα νά βάλω εναντίον τών αΙρετικών. Διότι όταν αντλώ τους λόγους μου άπό τήν Άγίαν Γραφήν, Παλαιάν και Καινήν, θά μπορέσω νά κατανικήσω όχι μόνον αυτούς, άλλα και πολλούς άλλους αιρετικούς, τόν Μαρκίωνα, τόν Μανιχαΐον, τόν Ούαλεντίνον και όλα τά συγκροτήματα {«συστήματα») τών Ιουδαίων. "Οπως ακριβώς στην περίπτωσι τού Δαβίδ ό μεν Γολιάθ έπεσε κάτω νεκρός, τό δε στράτευμα τών Φιλισταίων ολόκλήρο έδραπέτευσε (βλ. Α' Βασ. ιζ' [17] 51), καί ό μέν θάνατος συνέβη σέ ένα μόνο σώμα και τό πλήγμα τό είχε δεχθή μία κεφαλή (εκείνη του Γολιάθ), ή δέ φυγή και ό πανικός ήσαν κοινά σέ όλο τό στράτευμα, κατά τόν ίδιο τρόπο και τώρα στην περίπτωσί μας, έδώ θά κτυπηθή μέν και θά καταπέση μία αίρεσι, άλλα θά τραπούν είς φυγήν όλοι μαζί οι αιρετικοί πού απαρίθμησα (...). "Οταν λοιπόν μέ τήν χάρι τού Θεού αποδείξω ότι στην Παλαιά Διαθήκη προφητεύεται πλουσίως ή δόξα τού Μονογενούς, θά μπορέσω τότε νά καταισχύνω όλα αυτά τά θεομάχα στόματα και νά άποστομώσω όλες τΙς βλάσφημες γλώσσες. Διότι όταν ή Παλαιά Διαθήκη φαίνεται νά κηρύττη τόν Χριστόν, ποια απολογία θά έχουν νά προβάλουν οί Μανιχαίοι καΐ οί όμόφρονές των, οί όποιοι ατιμάζουν αυτήν ή όποια προλέγει τόν κοινόν Δεσπότην όλων; Ποία δέ συγγνώμη και απαλλαγή θά ύπαρξη γιά τους Ιουδαίους, όταν δεν παραδέχωνται Αυτόν ο όποιος αναγγέλλεται και κηρύττεται άπό τους Προφήτες; (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Προς Ανoμοίους περί ακατάληπτου, και ότι σύμφωνος ή Νέα τη Παλαιά..., 1 Ρ.G. 48, 797-798).
Πρός άπόδειξιν τών ισχυρισμών του ό θεοφόρος Χρυσόστομος παραθέτει τά ακόλουθα επιχειρήματα:
α) Ό «Μωϋσής περί τού Χριστού πολλά φησιν», παρατηρεί. "Αλλωστε τό επιβεβαιώνει ό Κύριος, ό Όποιος είπε: «Εί έπιστεύετε Μωϋσεϊ, έπιστεύετε αν έμοί περί γάρ εμού εκείνος έγραψεν» (Ίω. ε' 46).
β) Προκειμένου νά προβή στή δημιουργία τού άνθρωπου ό Θεός Πατήρ, είπε: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ΄ εικόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσιν» (Γεν. α' 26). Προς ποίον ομιλεί; ερωτά ό Ιερός Πατήρ. Και απαντά: Είναι ολοφάνερο ότι απευθύνεται «προς τόν Μονογενή τόν εαυτού», προς τόν μονογενή Υιόν του. Και ό Θεός Πατήρ δεν είπε «ποίησον», γιά νά μή νομίσης ότι είναι προσταγή πού απευθύνεται πρός τόν δούλον, άλλα «ποιήσωμεν», ώστε μέ τό σχήμα, μέ τή μορφή τών λόγων αυτών, πού φανερώνουν σύσκεψι, νά δείξη τήν όμοτιμία των δύο προσώπων. Διότι άλλοτε μέν λέγεται ότι ό Θεός έχει «σύμβουλον», άλλοτε δέ ότι δέν έχει, χωρίς βεβαίως μέ αυτό νά άντιφάσκη ή 'Αγία Γραφή, άλλα θέλοντας νά απόδειξη μέ τους δύο αυτούς τρόπους της εκφράσεως απόρρητες αλήθειες. Διότι, όταν μέν θέλη νά παραστήση ότι δέν έχει ανάγκην άπό κανένα και άπό τίποτε, λέγει ότι αυτός δέν έχει σύμβουλον όταν δέ θέλη νά δείξη «τό όμότιμον τού Μονογενούς», τότε «σύμβουλον καλεί τόν ΥΙόν τού Θεού».
ΚαΙ γιά νά πληροφορηθής και γιά τά δύο αυτά, συνεχίζει ό ιερός Χρυσόστομος, ότι οι Προφήται «σύμβουλον τόν Υίόν καλούσιν», όχι διότι ό Πατήρ χρειάζεται συμβουλήν, άλλα γιά νά μάθωμε «τού Μονογενούς τήν τιμήν», καί πάλιν ότι δέν έχει ανάγκην άπό «σύμβουλον», άκουσε τόν απόστολο Παύλο, πού λέγει: "Ω άκατάληπτόν βάθος πλούσιας αγαθότητας και σοφίας Θεού, διά τής οποίας οδηγούνται όλα στό άριστο τέλος των! "Ω πλούτος γνώσεως Θεού, δια της όποιας προγνωρίζει τό τέλος όλων! Πόσον ανεξερεύνητες είναι οί κρίσεις και οι αποφάσεις του, και πόσον ανεξιχνίαστα τά ίχνη τών σοφών και αγαθών μεθόδων του, μέ τις όποίες σώζει τούς ανθρώπους! Διότι ποιος έγνώρισε τήν σκέψι και τις βουλές τού Κυρίου; "Η ποιος έγινε σύμβουλος του; (Ρωμ. ια' [11] 33-34).
Αυτά γράφει ό απόστολος Παύλος, διότι, όπως είπα προηγουμένως, παρατηρεί ό χρυσολόγος Πατήρ, θέλει νά φανέρωση και παραστήση ότι ό Θεός Πατήρ δέν έχει ανάγκην άπό κανένα και άπό τίποτε, ένώ ό προφήτης Ησαΐας αναφερόμενος στον Μονογενή Υίόν τού Θεοΰ εκφράζεται ώς εξής: Και θά θελήσουν τά στρατιωτικά λάφυρα τών κατοικιών πού θά κατασυντριβούν νά παραδοθούν στή φωτιά. "Ολα δέ αυτά θά συμβούν ασφαλώς, διότι θά γεννηθή γιά μας «παιδίον», θά μας δοθή «υιός», του οποίου η εξουσία και ή δύναμις θά υπάρχουν επάνω στόν ώμο του· και αυτό τό «παιδίον», αυτός ό «υιός» θά ονομάζεται αγγελιοφόρος τής μεγάλης καί σωτήριας βουλής τοΰ Θεού, «θαυμαστός σύμβουλος» (Ήσ. θ' 5-6). Άφού όμως είναι σύμβουλος θαυμαστός, πώς τότε ό απόστολος Παύλος λέγει- ποιος έγνώρισε τήν σκέψι και τις βουλές του Κυρίου; ή ποιος έγινε σύμβουλός του; Ή άπάντησι, λέγει ό άγιος Ιωάννης, είναι ή εξής: Ό μέν Παύλος, όπως ανέφερα προηγουμένως, θέλει νά παραστήση καΐ νά τονίση ότι ό Πατέρας δέν έχει ανάγκην από κανένα και άπό τίποτε, ό δέ προφήτης Ησαΐας θέλει νά παραστήση και νά υπογράμμιση «τό όμότιμον τού Μονογενούς» προς τόν Πατέρα. Γι' αυτό καί στήν περίπτωσι τής δημιουργίας του ανθρώπου δέν είπε «ποίησον», άλλα «ποιήσωμεν». Διότι τό «ποίησον» είναι «επιταγή», ή όποια απευθύνεται προς δούλον. Τούτο δέ γίνεται σαφές καί άπό τόν διάλογο τού έκατοντάρχου μέ τόν Κύριον Ίησούν, όταν ό έκατόνταρχος του έζήτησε νά θεραπεύση τόν κατάκοιτο δούλο του (βλ. Ματθ. η' 5-9) (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ένθ' άνωτ., ΡG 48, 798-799).
Βλέπεις λοιπόν, συμπεραίνει ό θεόσοφος Χρυσόστομος, πώς η Καινή Διαθήκη είναι σύμφωνος μέ τήν Παλαιάν; Πώς ή κάθε μία «τήν αύθεντίαν (=τήν αυθεντική εξουσία) έπιδείκνυται τού Χριστού;» Τί γίνεται όμως (λέγει ό αιρετικός) αν έδημιουργούσε μέν τόν άνθρωπο, τόν έδημιουργούσε όμως ώς «υπουργός» (=ύπηρέτης, βοηθός); τότε λοιπόν, άπαντα ό άγιος Ιωάννης, άκουσε την συνέχεια και άφησε κατά μέρος τήν «άκαιρον φιλονεικίαν». Διότι ό Θεός Πατήρ είπε «ποιήσωμεν (τόν) άνθρωπον», δέν έπρόσθεσε «κατά τήν εικόνα τήν ίδικήν σου, τήν κατώτερη»· ούτε «κατά τήν εικόνα τήν ίδικήν μου, τήν ανώτερη», άλλα τί είπε; «Κατ΄ εικόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσιν», δηλώνοντας μέ τά λόγια αυτά ότι μία είναι ή εικόνα «Πατρός καί Υιού». Διότι δέν είπε «εικόνας, άλλ' εικόνα ήμετέραν». Διότι δέν είναι δύο κάποιες εικόνες «ανώμαλοι», άνισες, «άλλα μία καί αύτη ίση Υιού καί Πατρός η εικών»· μια εικόνα καί αυτή έξίσου τού Υιού και τού Πατρός (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ένθ' άνωτ., ΡG 48, 799-800).
γ) Στήν συνέχεια ό άγιος Ιωάννης αναφέρεται σέ τρία άλλα χωρία τής Παλαιάς Διαθήκης, τά όποία ομιλούν περί τού Υιού και φανερώνουν πάλιν τό «όμότιμον» τού Πατρός και Υιού. Γράφει:
Διά τούτο λέγεται ότι ό Υιός και Λόγος κάθεται στά δεξιά τού Πατρός, γιά νά μάθης «τό όμότιμον καί τής εξουσίας τό άπαράλλακτον». «Υπουργός γάρ ού συγκάθηται, άλλα πορέστηκε»· ο υπηρέτης δέν κάθεται μαζί μέ τόν κύριον, άλλα στέκεται κοντά του, δίπλα του. Και διά τό ότι τό νά κάθεται δίπλα του είναι γνώρισμα τής ισοτιμίας καί τής απαράλλακτης δεσποτικής εξουσίας, ένώ τό νά παραστέκεται είναι γνώρισμα «δουλικής καί ύποτεταγμένης» εξουσίας, άκουσε τί λέγει ό προφήτης Δανιήλ: «Παρατηρούσα όλα αυτά μέ προσοχή, μέχρις ότου έστήθησαν δικαστικοί θρόνοι καί ό Παλαιός τών ήμερων, ό προαιώνιος καί άναρχος Θεός Πατήρ, έκάθισε στόν θρόνο Του (...). Χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων τόν υπηρετούσαν καί μυριάδες μυριάδων (άπειρα πλήθη, ανυπολόγιστος αριθμός) άγγέλων έστέκοντο πλησίον Του» (Δαν. ζ' 9,10). Επίσης ό Ησαΐας λέγει: «Είδα μέ τά μάτια τής διανοίας, σέ έκστασι προφητική, τόν Κύριον νά κάθεται επάνω σέ θρόνο υψηλό καί μετέωρο (μεγαλοπρεπή) (...). Καί τά Σεραφίμ, δυνάμεις αγγελικές, παρίσταντο τριγύρω άπό τόν θρόνο Του» (Ήσ. ς' 1, 2), Ό προφήτης Μιχαίας λέγει: «Είδα μέ τά μάτια τής διανοίας, σέ έκστασι προφητική, τόν Θεόν τού Ισραηλιτικού λαού νά κάθεται επάνω στόν θρόνο του καί όλες οί ουράνιες αγγελικές δυνάμεις νά στέκωνται γύρω άπό τόν θρόνο του, στά δεξιά καί στά αριστερά του» (Γ' Βασ. κβ' [22] 19).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου