Ό Θεός, «ό πάνσοφος τεχνίτης της κτίσεως», με εικόνες πολλές σκιαγραφεί στην Παλαιά Διαθήκη το έργο της θείας οικονομίας, πού επρόκειτο νά έργασθή διά του Υιού και Λόγου του στον κόσμο κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Τοιουτοτρόπως: Επρόκειτο το πάθος και ό σταυρικός θάνατος του Χριστού νά σκορπίση τήν σωτηρία στους ανθρώπους. Γι' αυτό ό Θεός, προτού γίνουν όλα αυτά, έπρόλαβε και έπρόβαλε διά των προτυπώσεων τά θαύματα. Έτσι ό πρεσβύτης Αβραάμ λαμβάνει εντολή όπως διά των ιδικών του φρικτών ψυχικών πόνων μιμηθή τό σωτήριον πάθος τού Χριστού. Διά τούτο και «τό θύμα (ό Ισαάκ) τήν θυσίαν συνεμερίμνα (=βοηθούσε)» προετοιμάζοντάς την μαζί μέ τόν πατέρα του. Τελικώς όμως άντι τού Ισαάκ έθυσιάσθη αμνός κρεμάμενος άπό (παρακείμενο) θάμνο καί (μέ αυτό τόν τρόπο) τό πρόβατο προσεφέρετο προς θυσίαν άντί τής σφαγής τού μονάκριβου υιού. Και ό μέν Ισαάκ έμενε άβλαβης, ή θυσία όμως συνετελείτο. «΄Ιδε γάρ, φησίν, ό Αμνός του Θεού, ό αίρων τήν άμαρτίαν του κόσμου» (Ίω. α' 29). Διότι τό πάθος (τού Σταυρού) ήταν πάθημα «τής φαινομένης σαρκός» και όχι «τής νοουμένης θεότητος» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Σελευκείας, ένθ' άνωτ., ΡG 85, 173ΒCD).
O ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει τόν λόγο τού Κυρίου προς τους Ιουδαίους, «Ο Αβραάμ, ό πατέρας σας, γεμάτος ελπίδα, πού έπροκαλοϋσε μεγάλη χαρά, έπεθύμησε νά ίδη τις ήμερες τής ενανθρωπήσεώς μου, και τις είδε τώρα άπό τόν τόπο τής μακαριότητoς, όπου ζή, και έχάρη» (Ίω. η' 56), και λέγει: Πώς τiς είδε ό Άβρααμ, ο όποιος είχε γεννηθή πρίν άπό τόσους πολλούς χρόνους; Τις είδε «διά του τύπου, τής σκιάς». Διότι, όπως ακριβώς εδώ προσεφέρθη τό πρόβατο άντί τού Ισαάκ, έτσι «ό λογικός αμνός», ο Χριστός, προσεφέρθη «υπέρ τής οικουμένης». Διότι έπρεπε ή αλήθεια νά διατυπωθή προηγουμένως μέ σκιώδη μορφή. Διότι, πρόσεξε, αγαπητέ, πώς όλα ανεξαιρέτως διατυπώθησαν μέ σκιώδη μορφή, πριν νά συμβούν. «Μονογενής έκεί», στην περίπτωσι τού Ισαάκ, «μονογενής και ένταύθα», στην περίπτωσι τού Κυρίου Ιησού. «Αγαπητός έκεί και γνήσιος», στην περίπτωσι τού Ισαάκ, «αγαπητός και ένταϋθα και γνήσιος», στην περίπτωσι του Κυρίου. «Αυτός είναι ό Υιός μου ό αγαπημένος στον όποίον εύαρεστήθηκα» (Ματθ. γ' 17) είπεν ό Θεός Πατήρ για τόν Κύριον (...). Είδες τήν ύπεροχήν τής αληθείας; Είδες τι είναι ή σκιά, τι δέ είναι ή άλήθεια; (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις Γένεσιν, Όμ. 47, 3,4 ΡG 54,432· 434).
Επρόκειτο νά γέννηση θαυματουργικώς ή Παρθένος Μαρία τόν /Ιόν καΐ Λόγον τού Θεού. Γιά νά μή λέγουν λοιπόν ότι είναι άπίστευτη ή γέννησι, ξένο και πρωτοφανές, παράδοξο γεγονός της φύσεως, διά τούτο πριν άπό τήν σάρκωσι τού Χριστού στείρες γυναΐκες έπρόλαβαν και προεικόνισαν τό θαύμα. "Ετσι ή Σάρρα μαζί μέ τά γηρατειά και τήν αδυναμία της έφερε στόν κόσμο και τήν πίστι στή μέλλουσα (θεία) γέννησι. Επρόκειτο πάλι νά χαρίση ό Θεός αίμα σωστικό στους ανθρώπους· γιά νά μή γίνη λοιπόν τό παράδοξο τού θαύματος αφορμή απιστίας, (γι' αυτό) αίμα προβάτου, μέ τό όποιο άλειφαν τις θύρες τών οικιών (οί Εβραίοι στην Αίγυπτο), κατηνάγκαζε τόν όλοθρευτή άγγελο νά μένη έξω άπό τά σπίτια τών Εβραίων και τοιουτοτρόπως εκείνος πού έθέριζε τά πρωτότοκα των Αιγυπτίων ούτε άγγιζε καν, όπου άνεγνώριζε τη σφραγίδα (μέ τό αίμα τού προβάτου). Τά γεγονότα αυτά ήσαν «πάντα τύπος, πάντα σκιά, πάντα τής αληθείας προμηνύματα» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Σελευκείας, ένθ' άνωτ, ΡG 85, 17300-176ΑC)· τής αληθείας, ή οποία επρόκειτο νά λάμψη στα χρόνια τής Καινής Διαθήκης.
Ό ζωηφόρος Σταυρός τού Κυρίου προτυπούται όχι μόνον μέ τήν ύψωσι τού χάλκινου φιδιού άπό τόν Μωϋσή στήν έρημο, όπως ανεπτύξαμε σέ προηγούμενη παράγραφο, αλλά και σέ άλλα σημεία τής Παλαιάς Διαθήκης. Αναφέρουμε μερικές τέτοιες προτυπώσεις πολύ χαρακτηριστικές:
1. Στήν πρώτη ώδή τού Κανόνος τής εορτής τού Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) ψάλλουμε: Ό Μωϋσής έχάραξε τό σημείο τού Σταυρού, όταν έκτύπησε μέ τό ραβδί του κατ' ευθείαν τήν Ερυθρά Θάλασσα και τήν έχώρισε οτά δύο χάριν τού Ισραηλιτικού λαού, πού έπέρασε τήν θάλασσα πεζός. Αφού δέ τήν έκτύπησε πάλι, ώστε νά επιστρέψουν τά χωρισμένα νερά, τήν ένωσε, καταποντίζοντας τόν Φαραώ μέ τά πολεμικά του άρματα. Μέ αυτή δέ τήν κίνησι έσχημάτισε τό αήττητο όπλο, τόν Σταυρό, σέ όλη τήν επιφάνεια τής Ερυθράς Θαλάσσης («Σταυρόν χαράξας Μωσής έπ ευθείας ράβδω τήν Έρυθράν διέτεμε, τω Ισραήλ πεζεύσαντί· τήν δέ έπιστρεπτικώς Φαραώ τοις άρμασι κροτήσας ήνωσεν· έπ εύρους διάγράψας τό αήττητον όπλον...»). Σχολιάζει ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης: Ό Μωϋσής «έσχημάτισεν επάνω εις τό πλάτος τής θαλάσσης τό άνίκητον άρμα τών Χριστιανών, ήτοι τόν Σταυρόν. Ό Σταυρός γάρ άπό δύο ξύλα σύγκειται, άπό τό ορθόν και τό ίσον, και άπό τό πλάγιον (...). Ή Αγία Γραφή δέν φανερώνει ότι ό Μωϋσής έκτύπησε τήν θάλασσαν, τήν δευτέραν φοράν, μέ πλάγιον σχήμα τής ράβδου· άλλα ό Μελωδός (ό άγιος Κοσμάς) συμπεραίνει τούτο· ίσως δέ το είχεν εκ παραδόσεως» (ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ τοϋ Άγιορείτου, Έορτοδρόμιον, Ερμηνεία είς τόν Κανόνα τής Υψώσεως τού Σταυρού, Ώδή α', εν Βενετία, Τυπ. Νικ. Γλυκύ, 1836, σελ. 3).
2. Ό ερμηνευτής Θεοδώρητος θεωρεί ότι «τό ξύλον» πού «έδειξεν» ό Κύριος στόν Μωύσή νά βάλη στό «πικρόν ύδωρ» τής Μερράς ήταν και αυτό προεικόνισι τής σωτηρίας, ή οποία μας εδόθη διά τού Σταυρού. «Διά του ξύλου τό πικρόν ύδωρ είς γλυκείαν μετεβλήθη ποιότητα. Και τούτο τήν ήμετέραν πρόδηλοι σωτηρίαν. Τό γάρ σωτήριον του σταυρού ξύλον τήν πικράν τών εθνών έγλύκανε θάλατταν» (ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ Κύρου, Άπορα, Είς τήν Έξοδον, Έρώτ. Κς' [26] ΡG 80, 256D. Βλ. και ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Έκδοσις ακριβής της Όρθοδόξου Πίστεως, Βιβλ. Δ', 11 [84] ΡG 94, 1133Α).
3. Στό δεύτερο κεφάλαιο τού βιβλίου τών Αριθμών αναφέρεται ότι ό Κύριος έδωσε εντολή στόν Μωυσή και τόν Ααρών, όταν ό Ισραηλιτικός λαός στρατοπεδεύη κατά τήν πορεία του προς τήν γή Χαναάν, νά έχη πάντοτε στό μέσον του στρατοπέδου τήν Σκηνή τού Μαρτυρίου μέ τους Λευΐτες. Στά ανατολικά τής Σκηνής (εμπρός άπό αυτήν) έπρεπε νά στρατοπεδεύουν ώς έμπροσθοφυλακή οι τρεις φυλές τών Ιούδα, Ίσσάχαρ και Ζαβουλών. Στά νότια (δεξιά) τής Σκηνής έστρατοπέδευαν οι τρεις φυλές τών Ρουβήμ, Συμεών και Γάδ. Στά δυτικά (πίσω άπό τήν Σκηνή) έστρατοπέδευαν οι τρεις φυλές τών Έφραίμ, Μανασσή και Βενιαμίν. Στά βόρεια (αριστερά) τής Σκηνής οι τρείς φυλές τών Δάν, Άσήρ και Νεφθαλείμ. Μέ τήν διάταξι αυτή του στρατοπέδου έσχηματίζετο ένας τεράστιος Σταυρός — τό μετέπειτα σωτήριον σύμβολον, πού αγνοούσαν τότε οί Εβραίοι — ό όποιος έπροστάτευε μέ τόν τρόπο αυτό τόν λαό τοΰ Θεού!
4. Ό ιερός Δαμασκηνός διδάσκει ότι «τόν τίμιον σταυρόν προετύπωσε» επίσης καί «τό ξύλον τής ζωής», πού είχε φυτευθή άπό τόν Θεό στόν παράδεισο (βλ. Γεν. β' 8, γ' 3). «Επειδή γάρ διά ξύλου ό θάνατος, έδει (=έπρεπε) διά ξύλου δωρηθήναι τήν ζωήν και την άνάστασιν» (ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ένθ' άνωτ., ΡG 94,1132C).
5. Ό ίερός υμνογράφος τής Εκκλησίας διαβλέπει στήν ευλογία τού Ιακώβ προς τά δύο εγγόνια του, τόν Μανασσή καί τόν Έφραίμ, τους υίούς του Ιωσήφ, τόν τύπο τού Σταυρού. Διότι ό πατριάρχης Ιακώβ έσταύρωσε τά χέρια του καί έβαλε τό μέν δεξί στόν Έφραίμ, πού έστέκετο στά αριστερά του, τό δέ αριστερό στόν Μανασσή, πού έστέκετο στά δεξιά του (Γεν. μη' [48] 12-22). Γράφει ό ίερός υμνογράφος: Ό άοίδιμος Ιακώβ, υπαινισσόμενος «τόν τύπον του Σταυρού», άπλωσε σταυροειδώς τά χέρια του επάνω στά εγγόνια του, «έπευλογών και σημαίνων» μέ τήν κίνησι αυτή «τήν σωτήριον εύλογίαν πάντας έφ' ημάς διαβαίνουσαν».
6. Ό ίδιος υμνογράφος, όπως και οί ίεροί έρμηνευταί, διαβλέπουν τόν τύπο του Τιμίου Σταυρού καί στήν άξίνη, τήν οποίαν ό προφήτης Έλισαίος ανέσυρε άπό τόν Ιορδάνη ποταμό (βλ. Δ' Βασ.ς 1-7). Γράφει: Τό τσεκούρι πού άνέσυρεν ό Έλισαίος άπό τόν Ίορδάνη. Χριστέ, έδήλωνε τόν Σταυρό, διά τού οποίου ανέσυρες άπό τόν βυθό της ματαιότητος τά ειδωλολατρικά έθνη. (Βλ. ΤΡΙΩΔΙΟΝ, Τη Τετάρτη της Δ΄ Εβδομάδος, είς τόν ΄Ορθρον, Ώδή ζ', Τροπάριον α'. Επίσης, τη Τετάρτη της Δ' ΄Εβδομάδος, είς τόν ΄Ορθρον, Ώδή θ' (Τά Τριώδια, Ειρμός άλλος), Τροπάριον α').
7. Ό ίερός Χρυσόστομος βλέπει προτύπωσι τού Σταυρού καί στά δύο «ξυλάρια» πού έμάζευσε ή πτωχή χήρα τών Σαρεπτών (βλ. Γ' Βασ. ιζ' [24] 12), προκειμένου νά ψήση λαγάνα γιά τόν εαυτό της καί τά παιδιά της. Γράφει ό άγιος Ιωάννης: «Είσελθών ό προφήτης (Ηλίας) είς τόν οίκον τής χήρας, εύρεν αληθώς της Εκκλησίας ημών τήν ένθήκην (= άποταμίευσιν, περιουσίαν)· εύρεν ύδωρ και έλαιον και άλευρον και τά δύο ξυλάρια· ύδωρ τό Βάπτισμα· έλαιον τό Χρίσμα· άλευρον ό ΄Αρτος· δύο ξυλάρια, του Σταυρού τό κατόρθωμα» (Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ τοΰ Άγιορείτου, ένθ. άνωτ., σελ. 62, ύποσ. 1. Άνάλυσι και ερμηνεία τοϋ περιστατικού του προφήτου Ηλία μέ τήν χήρα τών Σαρεπτών βλ. είς: Ή Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, ένθ' άνωτ., σελ. 231-236).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου