Ο Ώριγένης υπενθυμίζει στον εθνικό φιλόσοφο Κέλσο ότι ή αρχή του Ευαγγελίου είναι ό νόμος της Παλαιάς Διαθήκης. 'Αφού και αυτός ό Κύριος Ίησούς έλεγε προς τους Ιουδαίους πού δεν έπίστευαν εις Αυτόν: Έάν έπιστεύατε στον Μωϋσή, θα έπιστεύατε και είς έμέ. Διότι περί έμού εκείνος έγραψε προφητικώς και σέ πολλά μέρη των συγγραμμάτων του, είτε με τύπους και εικόνες είτε με σαφείς προρρήσεις, προλέγεται ό ερχομός μου. Έάν δε δέν πιστεύετε σέ όσα έχει γράψει εκείνος, πού τόσον πολύ τον εκτιμάτε και τόν ύπολήπτεσθε, πώς θά πιστεύσετε στά λόγια πού σας λέω έγώ, τόν όποίον γιά πρώτη φορά βλέπετε και άκούετε; (Ίω. ε' 46-47).
'Αλλά και ό ευαγγελιστής Μάρκος γράφει: «Αρχή του ευαγγελίου Ίησού Χριστού, υιού του Θεού», σύμφωνα μέ εκείνο που έχει προφητευθή και είναι γραμμένο στους προφήτες Μαλαχίαν και Ήσαΐαν (Μάρκ. α' 1-3). Μέ αυτό δεικνύει ότι «ή τοϋ ευαγγελίου αρχή των Ιουδαϊκών γραμμάτων ήρτηται» (= έχει άμεση έξάρτησι άπό τά Ιουδαϊκά γράμματα, δηλαδή τήν Παλαιά Διαθήκη).
Παρόμοιο επιχείρημα έφερε στους Μανιχαίους και ό Τίτος, επίσκοπος Βόστρων,
Ό Μέγας Αθανάσιος, γιά νά άποδείξη ότι οί αιρετικοί πού αρνούνται τήν Παλαιά Διαθήκη δέν έχουν καμμία σχέσι μέ τήν Αγία Γραφή («ουδέν κοινόν έχει προς τάς Γραφάς»), διδάσκει: Άπό που παρέλαβαν τό Εύαγγέλιον ό Μαρκίων και ό Μανιχαίος, άφού αρνούνται τόν νόμο της Παλαιάς Διαθήκης; Διότι «εκ των παλαιών τά νέα, και τά νέα τοίς παλαιοίς μαρτυρεί». Εκείνοι λοιπόν πού αρνούνται τά παλαιά, δηλαδή τήν Παλαιά Διαθήκη, πώς .θά παραλάβουν εκείνα πού κατάγονται εξ αυτών; Διότι ό Παύλος ώνομάσθη απόστολος του Ευαγγελίου, τό όποιον ύπεσχέθη πρό πολλού ό Θεός διά μέσου τών Προφητών, μέ προφητείες πού υπάρχουν γραμμένες στίς Άγιες Γραφές (Ρωμ. α' 1-2). Αυτός δέ ό Κύριος έλεγε: Ερευνάτε τις Άγιες Γραφές, επειδή εκείνες είναι πού μαρτυρούν δι' έμέ (Ίω. ε' 39). Πώς λοιπόν θά ομολογήσουν τον Κύριον, έάν δέν ερευνήσουν προηγουμένως τις Γραφές, οί όποίες μαρτυρούν περί Αυτού; "Αλλωστε και οι μαθηταί λέγουν οτι εύρήκαν Εκείνον διά τόν όποιον έγραψαν ό Μωϋσής και οι Προφήται (βλ. Ίω. α' 46). Τί δέ σημαίνει ό Μωσαϊκός νόμος γιά τούς Σαδουκαίους, έάν αύτοι δέν παραδέχωνται τούς Προφήτας; Διότι ό Θεός, ό Όποίος έχει δώσει τόν Νόμον, ό Ίδιος ύπεσχέθη ότι θά δώση «και προφήτας», ώστε νά είναι Αυτός ό ίδιος κύριος και του Νόμου και τών Προφητών εκείνος δέ πού αρνείται ένα άπο τους δύο, αρνείται οπωσδήποτε και τόν άλλον. Επομένως, συνεχίζει ό στύλος της Όρθοδοξίας Μέγας Αθανάσιος, τί μπορεί νά σημαίνη και γιά τούς Ιουδαίους ή Παλαιά Διαθήκη, άφού δέν έγνώρισαν τόν Κύριον Ίησούν, τού Όποίου ό ερχομός στον κόσμο αναμένεται σύμφωνα μέ όσα λέγει αυτή; Διότι, άν οι Ιουδαίοι έπίστευαν σέ όσα έχουν γραφή άπό τόν Μωϋσή, θά έπίστευαν και στά λόγια του Κυρίου. Διότι «περί έμού εκείνος έγραψε», λέγει ό Κύριος (Ίω. ε' 46). Έπι πλέον ποία σημασία έχουν γιά τόν αίρετικόν Παύλον Σαμοσατέα όσα προφητεύονται άπό τις Άγιες Γραφές, έφ' όσον αυτός αρνείται «τόν του Θεού Λόγον» και «τήν ένσαρκον του Λόγου παρουσίαν», ή οποία προσημαίνεται και αποδεικνύεται και άπό τις δύο Διαθήκες, τήν Παλαιά και τήν Καινή; (Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Προς τούς Επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης, Επιστολή έγκύκλιος κατά 'Αρειανών, 4 ΒΕΠΕΣ 31, 222 (31) - 223 (11).
Ό ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος στις προφητείες τής Παλαιάς Διαθήκης τις σχετικές μέ τήν γέννησι του Σωτήρος Χριστού καΐ τήν έξάπλωσι τής βασιλείας του είς πάσαν τήν οίκουμένην, κάμνει τό ακόλουθο σχόλιο: «Προέλαβε τήν Καινήν ή Παλαιά, και ήρμήνευσε τήν Παλαιάν ή Καινή. Και πολλάκις είπον, ότι δύο Διαθήκαι, και δύο παιδίσκαι, και δύο αδελφοί, τόν ένα Δεσπότην δορυφορούσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται· Χριστός έν Καινή κηρύσσεται· ού καινά τά καινά· προέλαβε γάρ τά παλαιά· ούκ έσβέσθη τά παλαιά· ήρμηνεύθη γάρ έν τη Καινή» (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Είς τό «Έξηλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου...» ΡG 50, 796). Δηλαδή: Έπρόλαβε και προεδήλωσε τήν Καινή Διαθήκη ή Παλαιά, και ήρμήνευσε τήν Παλαιά ή Καινή. 'Έχω είπεί πολλές φορές ότι δύο Διαθήκες (Παλαιά και Καινή) και δύο νεαρές κόρες και δύο αδελφές ακολουθούν ώς δορυφόροι τόν ένα Δεσπότην. Κύριος κηρύσσεται και αναγγέλλεται άπό τούς Προφήτες τής Παλαιάς Διαθήκης· Χριστός κηρύσσεται στην Καινή Διαθήκη. Δέν είναι καινούργια τά νέα κηρύγματα πού εξαγγέλλονται στην Καινή Διαθήκη. Διότι ελέχθησαν προηγουμένως σκιωδώς τά παλαιά. Δέν έσβησαν και δέν κατηργήθησαν τά παλαιά, πού έδιδάχθησαν κατά τούς χρόνους τής Παλαιάς Διαθήκης· διότι ήρμηνεύθησαν στην Καινή Διαθήκη.
Στην ίδια γραμμή ευρίσκονται και τά όσα διδάσκει ό όσιος Ίσίδωρος ό Πηλουσιώτης. Σέ επιστολή του προς τόν «άναγνώστην» Τιμόθεον γράφει μεταξύ άλλων: Ό Υιός του Θεού κανένα καινούργιο δόγμα δέν εισήγαγε έκ τών υστέρων στον Νόμο και τούς Προφήτας, άλλ' έπεσφράγισε τήν έκπλήρωσι τών όσων είχαν προφητευθή. ΚαΙ πράγματι· μέ τήν σοφή μελέτη καΐ άνάπτυξι τής Παλαιάς Διαθήκης μπορείς νά εύρης όλα όσα λέγονται και κηρύσσονται στην Καινή Διαθήκη. Επομένως, σέ όσους νομίζουν ότι στηρίζονται στον Μωσαϊκό νόμο και ότι τό Ευαγγέλιο (ή Καινή Διαθήκη) είναι ξένο προς αυτόν, ό νόμος διατρανώνει μέ αυτόν τόν τρόπο τήν αλήθεια τών δογμάτων της χάριτος. 'Έτσι θά ίδούν τήν εσωτερική συμφωνία καΐ τών δύο Διαθηκών (τής Καινής μέ τήν Παλαιά) (ΙΣΙΔΩΡΟΥ Πηλουσιώτου, Έπιστολαί, Βιβλ. Α', Έπιστ. ΡΖ' [107], Τιμοθέω Άναγνώστη ΡG 78, 256Α).
O ίδιος όσιος σέ άλλη επιστολή του αναφέρει: Ή νομοθεσία τοy Ευαγγελίου δέν μάς παρέδωκε διδασκαλία αντίθετη, ανάρμοστη ή ξένη προς τήν εντολή τοy νόμου τής Παλαιάς Διαθήκης. Διότι, ένώ ό νόμος τής Παλαιάς Διαθήκης έτιμωρούσε τό αποτέλεσμα και τήν αμαρτωλή πράξι, τό Ευαγγέλιο εμπόδισε τήν επιθυμία, τήν ίδια τήν αρχή του κακού, διότι πιό εύκολα πέφτει κάνεις σ' αυτήν άπ' ό,τι στην πράξι· και επειδή μέ τήν κατάργησι τής επιθυμίας ούτε και ή πράξι συντελείται (ΙΣΙΔΩΡΟΥ Πηλουσιώτου, ένθ' άνωτ., Έπιστ. ΥΝΗ' [458], Θεοφίλω ΡG 78,433D).
Σχετικώς μέ τό θέμα μας γράφει ό Καθηγητής Παναγιώτης Μπρατσιώτης: «Είναι αδύνατον νά έννοήση τις τήν διά του Ίησού Χριστού καταγγελθείσαν και πραγματοποιηθείσαν βασιλείαν του Θεοϋ, έάν μή γνωρίζη τάς άπαρχάς και τάς ρίζας αυτής έν τη Παλαιά Διαθήκη. Επίσης όμως αδύνατον είναι νά κατανόηση τις τήν Παλαιάν Διαθήκην, έάν μή έχη πρό οφθαλμών τήν έν τη Καινή Διαθήκη πλήρωσιν αύτής» (ΠΑΝ. Ι. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ, Επίτομος είσαγωγή είς τήν Παλαιάν Διαθήκην, έν Άθήναις 1955, σελ. 3).
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (1ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (2ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (3ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (4ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (5ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (6ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (7ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (8ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (9ο ΜΕΡΟΣ
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (10ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (11ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (12ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (13ο ΜΕΡΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου