Η ευχή του Ιησού κατέχει ουσιαστική θέση στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Θεωρείται ώς ή τελειότερη μορφή προσευχής, πού περιλαμβάνει τά χαρακτηριστικά όλων τών υπολοίπων. Στό συγκεκριμένο τύπο προσευχής οι Πατέρες αποδίδουν τό όνομα «προσευχή» με τή στενή έννοια, τοποθετώντας αυτήν πάνω άπό τά υπόλοιπα σχήματα προσευχής καί μάλιστα της ψαλμωδίας.
Καταλαμβάνει θέση στην κορυφή της πνευματικής ζωής, εμφανίζεται ώς μία άπό τίς βάσεις της, ώς ένα άπό τά κυριότερα μέσα πού επιτρέπουν στον άνθρωπο, μέ τή χάρη του Θεού, νά εξαγνιστεί άπό τίς αμαρτίες του, νά θεραπευτεί άπό τά πάθη καί ν' αποκτήσει τίς αρετές. Είναι όπως λέγουν οι Άγιοι Κάλλιστος καί Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι, «αρχή πάσης θεοφιλούς εργασίας». Νά λοιπόν γιατί δέν είναι απλώς εύλογο, άλλ' επιβάλλεται νά ομιλήσουμε γι' αυτήν άπό τώρα.
Ή συγκεκριμένη προσευχή έχει τήν αρχή της σέ μιά πρακτική πού ανάγεται στίς απαρχές τοϋ μοναχισμού (όρισμένοι Πατέρες αναγνωρίζουν σ' αυτήν ακόμη καί αποστολική προέλευση) τήν αδιάκοπη νοερή επανάληψη μιας συνοπτικής διατύπωσης προσευχής· ή συντομία αυτή διευκολύνει καί ευνοεί τή συνέχεια της προσευχής καί ταυτόχρονα δημιουργεί τήν αναγκαία κατάνυξη, ώστε νά είναι καθαρή.
Διάφορες συνοπτικές διατυπώσεις της προσευχής χρησιμοποιήθηκαν γι' αυτή τήν πρακτική· μιά άπ' αυτές προοδευτικά επιβλήθηκε κατά τους 5ο καί 6ο αί. ωσότου καταστεί ή παραδοσιακή διατύπωση της προσευχής του Ίησού: «Κύριε Ίησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησόν με».
Άν τελικά ή συγκεκριμένη οριστική μορφή «κατέκτησε τό μονοπώλιο», τούτο οφείλεται στό γεγονός ότι συνδυάζει πολλά πλεονεκτήματα: α) Αποτελεί μιά πληρέστατη αίτηση βοήθειας, ελέους καί συγχώρησης άπό τό Θεό (ή λέξη "έλέησόν" στην ελληνική γλώσσα έχει ευρύτατο νόημα σέ σχέση μέ τή γαλλική λέξη: "ait pitie" [Σ.τ.μ.: σημαίνει "σπλαγχνίσθητι", "φανού εύσπλαγχνικός"])· περικλείει ουσιαστικά τό περιεχόμενο τών προσευχών τών 10 λεπρών (πρβλ. Λουκ. 17,13) του τυφλού τής Ιεριχώ (Λουκ. 18,38. Μάρκ. 1θ,47) καί τών δύο τυφλών (Ματθ. 20,31). όπως διασώζονται στα Ευαγγέλια.
β) Διαθέτει κάποιο συγκεκριμένο χαρακτήρα μετάνοιας, πού επιτείνεται όταν προστίθενται στό τέλος τής προσευχής οί λέξεις «τόν άμαρτωλόν», σύμφωνα μέ τό παράδειγμα του Τελώνη (Λουκ. 18,13): επιτρέπει έτσι τήν έμπρακτη έφαρμογή του περιεχομένου, όπως έχουμε δει, μιας άπό τίς πρώτες εντολές του Χριστού: «Μετανοείτε»!
γ) Συνιστά ομολογία πίστης, καθώς περικλείει τίς κύριες αλήθειες τής χριστιανικής πίστης· τήν κατάφαση ότι στό μοναδικό θείο πρόσωπο του Χριστού ενώνονται ή θεία καί ή ανθρώπινη φύση, τήν αποδοχή ότι ό Θεός είναι Τριάδα καί τή διαβεβαίωση ότι ό Ιησούς Χριστός είναι ό Σωτήρας. Πραγματικά, ονομάζοντάς τόν Ίησού Χριστό «Κύριο», ή προσευχή ομολογεί τήν ενότητα του προσώπου του καί τής θεότητας Του· ονομάζοντάς Τον «Ίησού», ομολογεί την ανθρώπινη φύση Του· ονομάζοντάς Τον «Χριστό» ομολογεί τίς δύο φύσεις Του, τή θεία καί τήν ανθρώπινη σ' ένα μόνο πρόσωπο καί μία μόνη ύπόσταση· ονομάζοντάς Τον «Υιόν του Θεού», Τόν ομολογεί ώς τόν μοναδικό Υιό του Πατρός καί καταφάσκει εξαρχής τή θεότητά Του· μέ τήν τελευταία αυτή φράση επικαλείται τόν Πατέρα· καί ταυτόχρονα περιλαμβάνει τό Άγιο Πνεύμα, καθώς «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ίησοϋν ει μή έν Πνεύματι Αγίω» (Α' Κορ. 12,3). Τέλος λέγοντας «έλέησόν με», ομολογεί έμμεσα ότι ό Ιησούς Χριστός είναι ό μόνος Σωτήρας. Νά γιατί, σύμφωνα μέ παρατήρηση του ρωσικού Όδοιπορικού, οι Πατέρες λέγουν ότι ή (προσ)ευχή του Ίησού αποτελεί σύνοψη όλου του Εύαγγελίου.
δ) Διά μέσου τής ίδιας τής ομολογίας, ή προσευχή γίνεται δοξολογία καί λατρεία.
ε) Περικλείει τό όνομα του Ίησού. Αυτό συνάπτεται μέ τό ίδιο τό πρόσωπο του Χριστού, μετέχει στή δύναμη Του, κάνει κοινωνία τής παρουσίας Του καί καθιστά μέτοχο στην ένέργεια Του, εκείνον πού Τόν επικαλείται όπως πρέπει· κατά τόν ίδιο τρόπο πού μιά εικόνα, κάνει εκείνον πού τήν προσκυνεί κοινωνό του προσώπου που αναπαριστά και μέτοχο τών ενεργειών πού αυτό εκδηλώνει.
στ) Γιά τό λόγο αυτό, τό όνομα τούτο, «τό υπέρ πάν όνομα», διαθέτει μιά ιδιαίτερη ενέργεια καί αποτελεσματικότητα, πού μάχεται τους πνευματικούς εχθρούς του άνθρώπου. Γνωρίζουμε τήν περίφημη εντολή του Αγίου Ιωάννου του Σιναίτου «Ίησού ονόματι μάστιζε πολεμίους· ού γάρ έστιν εν τώ ούρανώ καί έπί τής γης ίσχυρότερον όπλον». Διαθέτει όμως τήν ίδια ενέργεια ώστε ν' ανάγει καί ν' ανυψώνει τόν άνθρωπο στίς κορυφές τής πνευματικής ζωής.
Λόγω τής συντομίας της ή προσευχή του Ίησού έχει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα:
α) Ή ευχερής απομνημόνευσή της καθιστά δυνατή τή νοερή, εύκολη, ταχεία καί σέ κάθε περίσταση αναφορά τής προσευχής· επιτρέπει συνεπώς ευκολότερα νά εκτελεστεί ή έντολή τοϋ Χριστού «προσεύχεσθαι καί μή έκκακείν» (Λουκ. 18,1) καί ή αντίστοιχη εντολή του Αποστόλου: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α' Θεσ. 5,17). Οι Πατέρες έχουν πάρει κατά γράμμα τίς εντολές αυτές, αναζητώντας οι ίδιοι νά πετύχουν καί νά κάνουν πραγματικότητα τή μόνιμη καί αποτελεσματική κατάσταση προσευχής, πού συνίσταται στην αδιάλειπτη προσευχή.
Ή προσευχή του Ίησού στην πράξη γίνεται μέ τήν έπανάληψή της όσο τό δυνατόν περισσότερες φορές, ωσότου ή συχνότητά της φθάσει τήν αντίστοιχη τών αναπνευστικών κινήσεων ή τών καρδιακών παλμών καί γίνει κατ' αυτό τόν τρόπο, μέχρι ακόμη καί στον ύπνο συνεχής «μνήμη Θεού», σύμφωνα μέ τό όνομα πού τής δίνουν συνήθως οι Πατέρες. Νά γιατί ό Άγιος Ιωάννης Σιναίτης συμβουλεύει: «Αναλαβού σύν τή πνοή [Σ.τ.μ.: αναπνοή] σου άχωρίστως τόν λόγον τόν φάσκοντα: "ό ύπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται" (Ματθ. 10,22)· «Ίησού μνήμη ένωθήτω τή πνοή σου». Ό Άγιος Ησύχιος ό Ίεροσολυμίτης συχνά επαναλαμβάνει τήν τελευταία αυτή έντολή καί παρατηρεί ακόμη ότι στή συγκεκριμένη προσευχή ή ψυχή «Χριστόν Ίησούν τόν Υιόν του Θεού καί Θεόν άεί καί αενάως καί αδιαλείπτως μόνον Αυτόν αναπνέει καί έπικαλειται». Καί γράφει: «Μακάριος όντως ω ούτω κεκόλληται Ίησού ευχή έν διανοία, καί φωνεί αυτόν άδιαλείπτως έν καρδία, ώσπερ ήνωται ό άήρ τοις ημών σώμασιν ή ώς φλόξ κηρώ· [...] τό Κυρίου Ίησού άγιόν έστιν όνομα καί σεβάσμιον έν διανοία λάμπον τή συνεχεία».
Ή συγκεκριμένη επανάληψη, αρχικά μέ φθόγγους καί κατόπιν νοερά, γίνεται στην τέλεια μορφή της αυθόρμητα άπό τήν ίδια τήν καρδιά· αυτή είναι ή προέλευση του όνόματος «καρδιακή προσευχή», πού ορισμένες φορές τής αποδίδεται.
β) Ό άνθρωπος έχει καθήκον, σύμφωνα μέ τήν εντολή του Αποστόλου, έκτός άπό τήν αδιάλειπτη προσευχή (Α' Θεσ. 5,17), νά προσφέρει στό Θεό επίκληση «έκ καθαράς καρδίας» (πρβλ. Β' Τιμ. 2,22). Αυτός είναι ό σκοπός πού οι Πατέρες προσδιορίζουν γιά τήν άσκηση συνολικά· όπως θά δούμε παρακάτω, αυτός [Σ.τ.μ.: ό σκοπός], σέ μιά τέτοια προσευχή μέ τήν οποία συνδέεται ή γνώση / θέαση του Θεού, είναι ό υπέρτατος καί ανώτατος στόχος όλης τής χριστιανικής ζωής.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου