Tου κ. Δημήτριου Τσελεγγίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Η ενότητα της Εκκλησίας, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, δεν αποτελεί μια αυτονομημένη και αφηρημένη δογματική αλήθεια ανεξάρτητη από τη ζωή της, αλλά εκφράζει την αυτοσυνειδησία και την αγιοπνευματική εμπειρία της. Το μυστηριακό σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, γίνεται ο χαρισματικός χώρος, όπου συγκροτείται, βιώνεται και φανερώνεται η ενότητα των πιστών ως εικόνα της ενότητας του Τριαδικού Θεού. Η ενότητα των πιστών αποτελεί καρπό της μεθέξεώς τους στην άκτιστη Χάρη του Τριαδικού Θεού και συνιστά έκφραση ζωής της ΜΙΑΣ και πάντοτε ενιαίας Εκκλησίας, ως αδιάσπαστης ενότητας και τελείας κοινωνίας προσώπων. Κατά συνέπεια, οι θεολογικές-οντολογικές προϋποθέσεις για την αναφορά των πιστών στην Τριαδική ενότητα βρίσκονται στην ίδρυση και σύσταση της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, στο οποίο αρμόζονται οι πιστοί ως οργανικά μέλη του.
Οι πιστοί ως κατοικητήριο των θείων προσώπων, χαρισματικώς, καλούνται να ζουν κατά το πρότυπο της Τριαδικής ενότητας και να εκφράζουν με τον τρόπο αυτό την κοινωνία και μετοχή τους στη ζωή του Τριαδικού Θεού. Άλλωστε, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, η πραγμάτωση της ενότητας των πιστών κατά το πρότυπο της ενότητας των θείων προσώπων αποτελεί και τη μαρτυρία τους στον κόσμο: «ίνα πάντες εν ώσιν, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας»[3].
Στην παραπάνω Αρχιερατική προσευχή ο Χριστός, κατά τον Μέγα Αθανάσιο, ζητεί από τον Πατέρα του την ενότητα των πιστών κατά το υπόδειγμα της δικής τους ενότητας. Βέβαια, εδώ η ενότητα των πιστών δεν αναφέρεται στη φύση του Τριαδικού Θεού, γιατί «μόνη τη φύσει πάντα μακράν εστιν αυτού»[4]. Η ενότητα των πιστών ως μελών της μίας και μοναδικής Εκκλησίας θεμελιώνεται όχι στη φύση αλλά στην άκτιστη θεοποιό ενέργεια και δόξα του Τριαδικού Θεού. Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας η τεκμηρίωση της θέσεως αυτής, αφού η ίδια η υποστατική Αλήθεια, στην άμεση συνέχεια της Αρχιερατικής προσευχής, το διατυπώνει απερίφραστα: «Καγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν· εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσιν τετελειωμένοι εις εν, ίνα γινώσκει ο κόσμος ότι συ με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας»[5]. Στο χωρίο αυτό βρίσκεται συμπυκνωμένα το ερμηνευτικό «κλειδί» κατανοήσεως της αγιοπνευματικής βάσεως της ενότητας της Εκκλησίας . Εκείνο που ενοποιεί τους πιστούς στην Εκκλησία, η εκείνο που κάνει την Εκκλησία ένα και αδιάσπαστο, οργανικό, Θεανθρώπινο σώμα, είναι η ίδια η άκτιστη θεοποιός δόξα και Χάρη του Τριαδικού Θεού. Η άκτιστη αυτή θεότητα, που συνέχει και τελειοποιεί το σώμα της Εκκλησίας, οικειώνεται χαρισματικά και παραμένει εσαεί λειτουργικά στην Εκκλησία, μυστηριακώς, χάριν του Χριστού, που είναι και η κεφαλή του ενός Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας[6]. Στο σώμα αυτό πραγματώνεται οντολογικώς και χαρισματικώς το «εγώ εν αυτοίς» του Χριστού.
Κατά συνέπεια, ο αναγκαίος όρος της ενότητάς μας με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ είναι η χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα μας ενεργώς. Με άλλα λόγια, η ενότητά μας με τον Τριαδικό Θεό δεν οφείλεται σε προσόν της φύσεώς μας, αλλά στο Άγιο Πνεύμα[7]. Πρακτικώς, η χαρισματική αυτή ενότητα της Εκκλησίας φανερώνεται με τη συμφωνία της γνώμης και την ύπαρξη ενιαίου φρονήματος σε μας[8].
Αν όμως η ενότητα της Εκκλησίας ως μυστηριακού και Θεανθρωπίνου σώματος, αλλά και η ενότητα των επιμέρους πιστών ως μελών της Εκκλησίας μεταξύ τους, κατά το πρότυπο της ενότητας του Τριαδικού Θεού, πραγματοποιείται άμεσα και προσωπικά από τον ίδιο τον Τριαδικό Θεό δια της ακτίστου ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, τότε γίνεται εύκολα κατανοητό ότι οι ετερόδοξοι -Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες- που σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν Εκκλησίες αλλά θρησκευτικές κοινότητες με εκκλησιαστικό όνομα, αλλοιώνοντας δια του Filioque την αποστολική πίστη της Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό και πρακτικώς μη κάνοντας τη διάκριση ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας στο Θεό, καθιστούν ανέφικτη την οντολογικού και χαρισματικού χαρακτήρα ενότητά τους με τον Τριαδικό Θεό και μαζί μας εν Χριστώ.
Αλλά και κάθε άλλη επιδιωκόμενη μορφή ενότητας με τους ετεροδόξους, που παρακάμπτει τις παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις για την «άπαξ παραδοθείσαν πίστιν», είναι στην πραγματικότητα ανέφικτη. Ωστόσο όμως, οι «εκπρόσωποι» των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών με το συντονιστικό κέντρο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εμφανίζονται να έχουν άλλη θεώρηση για την ενότητα της Εκκλησίας. Είναι επ’ αυτού ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι στην πρώτη παράγραφο του υποβληθέντος Προσχεδίου της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς στην Κύπρο, τον Οκτώβριο του 2009, μνημονεύεται ότι στο συμφωνηθέν κοινό Κείμενο της Ραβέννας (2007) Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι κάνουν λόγο για «την εποχή της αδιαίρετης Εκκλησίας»[9]. Είναι σαφές ότι η διατύπωση αυτή προϋποθέτει για τα μέλη της Μ.Δ.Ε. πως σήμερα δεν υφίσταται η αδιαίρετη Εκκλησία. Και επομένως, σήμερα η Εκκλησία είναι διηρημένη, παρά την πίστη της Εκκλησίας, που ομολογούμε λεκτικά στο Σύμβολο της Πίστεώς μας. Αυτό όμως σημαίνει έκπτωση από την Εκκλησία όλων εκείνων, που συνειδητά υποστηρίζουν όσα το Κείμενο της Ραβέννας διαλαμβάνει για την ταυτότητα της Εκκλησίας, επειδή έμμεσα πλήν σαφώς δεν αποδέχονται μέρος της δογματικής διδασκαλίας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Αλλά, ήδη πολύ νωρίτερα, οι Ρωμαιοκαθολικοί διαφοροποιήθηκαν από τη δογματική διδασκαλία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου με την προσθήκη του Filioque. Το Filioque κυοφορήθηκε και φανερώθηκε στη Δύση, όταν υποχώρησε η βίωση της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στο εκκλησιαστικό πλήρωμα της δικαιοδοσίας του πάπα. Ουσιαστικά το Filioque απετέλεσε την αποκρυστάλλωση της αποξενώσεως από την βιωματική εμπειρία της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Τριαδικού Θεού, μέσω της οποίας πραγματοποιείται η άμεση και αληθινή κοινωνία με τον άνθρωπο στον κατεξοχήν φορέα της ενότητας Θεού και ανθρώπου, δηλαδή στην Εκκλησία.
Κατά συνέπεια, εξαιτίας της δογματικής διαφοροποιήσεως των Ρωμαιοκαθολικών από την πίστη της Εκκλησίας, δεν μπορεί να υφίσταται ούτε ουσιαστικά ούτε τυπικά ενότητα μαζί τους. Ωστόσο όμως, το δογματικώς και εκκλησιολογικώς παράδοξο είναι, ότι το Κείμενο της Ραβέννας –συνεπές προς τα προηγούμενα κοινά Κείμενα του Μονάχου, του Bari, του Βάλαμο και του Balamand– κάνει λόγο για κοινή αποστολική πίστη, κοινά μυστήρια και εκκλησιακό χαρακτήρα των ετεροδόξων. Έτσι, δίνεται η εσφαλμένη και βλάσφημη εντύπωση ότι με το κοινό αυτό Κείμενο της Ραβέννας διαψεύδεται ο Χριστός, ο οποίος μας διαβεβαίωσε ότι τα αποκομμένα από την άμπελο κλήματα δεν μπορούν να φέρουν καρπό. Τα μέλη της Μ.Δ.Ε. δηλαδή διαβεβαιώνουν στα κοινά Κείμενά τους, ότι παρά τις αιρετικές αποκλίσεις τους οι Ρωμαιοκαθολικοί συνιστούν Εκκλησία και ότι έχουν γνήσια μυστήρια. Είναι θεολογικώς αλλά και λογικώς όντως παράδοξο, πως οι «αντιπρόσωποι» των Ορθοδόξων τοπικών Εκκλησιών προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται η πως συνειδητά παραβλέπουν το κολοσιαίο δογματικό σφάλμα των Ρωμαιοκαθολικών για τον κτιστό χαρακτήρα των μυστηρίων τους, το οποίο σφάλμα ακυρώνει κυριολεκτικά τον παραπάνω ισχυρισμό των Ρωμαιοκαθολικών, που προσυπογράφουν και οι Ορθόδοξοι «αντιπρόσωποι». Οι ίδιοι οι Ρωμαιοκαθολικοί μας πιστοποιούν με τη δογματική διδασκαλία τους για την κτιστή Χάρη, ότι είναι εμπειρικώς άμοιροι της αγιοπνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και του Θεανθρώπινου χαρακτήρα της αγιοπνευματικής ενότητάς της. Κατά συνέπεια, με τις υφιστάμενες προϋποθέσεις είναι θεολογικώς τελείως άστοχο και άσκοπο να επιχειρείται εκκλησιαστικού χαρακτήρα ενότητα μαζί τους. Είναι πρακτικώς, άλλωστε, και τελείως ανέφικτη αυτή η ενότητα, επειδή αντίκειται στις θεολογικές προϋποθέσεις της Εκκλησίας και στο οντολογικό περιεχόμενο του χαρακτήρα της.
ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΩΝΗ''
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου