Κυκλοφόρησε ενα άρθρο το οποίο έχει ως τίτλο ''ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ ΑΠΟΣΧΙΣΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΥΣ''. Το κείμενο αυτό, δυστυχώς, θα το χαρακτηρίζαμε ως παραπλανητικό διότι λέγει την μισή αλήθεια και όχι ολόκληρη.
Συγκεκριμένα αναφέρει
«Οι παλαιοημερολογίτες ισχυρίζονται ότι απεκόπησαν από την Εκκλησία της Ελλάδος λόγω του ότι από το 1920 κηρύσσεται δήθεν η αίρεσις του Νεοημερολογιτικού Οικουμενισμού, εφόσον δια της πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1920 «ομολογείται επίσημα πλέον και για πρώτη φορά ότι υπάρχουν και άλλες "εκκλησίες" εκτός της Ορθόδοξου».
Τούτο δεν είναι αληθές. Οι παλαιοημερολογίτες δεν διέκοψαν το μνημόσυνο διότι εκηρυσσόταν η αίρεσις του Οικουμενισμού, αλλά διότι το ημερολόγιο εχρησιμοποιήθη ως το ΠΡΩΤΟΝ ΒΗΜΑ πρός την ποθητή Κοινωνία των Εκκλησιών, όπως ομολογούσαν και οι ίδιοι (βλ.τα άρθρα μας Η ΣΧΕΣΙΣ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ). Η γνωστή Εγκύκλιος του 1920 εις το 1ο άρθρο της ανέφερε ότι το ημερολόγιον πρέπει να χρησιμοποιηθή δια τον ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟΝ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (εννοούσαν τις τότε δυτικές αιρέσεις) «δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών».
«Κατά τις πρώτες δεκαετίες του σχίσματος ο ηγέτης των Ζηλωτών πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (και φυσικά και οι ίδιοι) υποστήριζε, ότι διατελεί εν ακοινωνησία προς την «καινοτομήσασαν ιεραρχίαν προσωρινώς δια κανονικούς λόγους» -το εορτολογικό ζήτημα- και ποτέ για δογματικούς λόγους. Μέχρι δε τον θάνατό του (1955) ωμιλούσε για την παρανομία της αντικαταστάσεως του Ιουλιανού ημερολογίου και ποτέ για διακήρυξι αιρέσεως Οικουμενισμού η θεωρίας των κλάδων (δια της Εγκυκλίου του 1920). Είναι αδύνατο να εκηρύσσετο αίρεσις επί τριάντα έτη και να μη το είχε αντιληφθή! »
Τούτο πάλι δεν είναι αληθές. Ο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος πολλάκις εις τα άρθρα του ετόνιζε την πλευρά της ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ του ημερολογίου. Συχνά αναφερόταν εις τις Συνόδους των ετών 1583, 1587, 1593 διότι το εχαρακτήρισαν ως αίρεσιν και καινοτομία της Πρεσβυτέρας Ρώμης (βλ. τα άρθρα μας ''ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ''). Επίσης να τονίσουμε ότι ο πρ. Φλωρίνης συνεχώς ανέφερε ότι η καινοτομία του ημερολογίου προσκρούει και εις αυτό το Σύμβολον της Πίστεως και συγκεκριμένα εις το άρθρο ''ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ''.
Έγραφε ο ίδιος «ό Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος απέκρυψε από την Σύνοδον της Ιεραρχίας την διαμαρτυρίαν, ην άπηύθυνεν εις Αυτόν ως έμπνευστήν και πρωτεργάτην της ημερολογιακής καινοτομίας, ό αείμνηστος Πατριάρχης ‘Αλεξαν)ρείας Φώτιος, χαρακτηρίσας αυτήν ως Δογματικώς και Κανονικώς άποκρουστέαν και άπόβλητον», «ό Μακαριώτατος και οι οπαδοί του έχωρίσθησαν, παρά την ρητήν άπαγόρευσιν των θείων και ιερών Κανόνων (56ος της 6ης Οικ., 19ος της έν Γάγγρα και 17ος της έν Λαοδικεία) διά της αποδοχής του νέου ήμερολογίου άπό τους Όρθοδόξους και συνεορτάζουσι μετά των έτεροδόξων τάς έορτάς του Αγίου Δωδεκαημέρου και πάσας τάς ακίνητους τοιαύτας των Αγίων Άποστόλων και της Θεομήτορος» (ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ).
Ακόμη έγραφε ο ίδιος «Νύν προβαίνομεν εις τό νά άποδείξωμεν ότι τό Εκκλησιαστικόν ήμερολόγιον έχει άμεσον μέν σχέσιν μέ τάς παραδόσεις καί τήν θείαν λατρείαν, έμμεσον δέ τοιαύτην καί μέ τό Δόγμα τής μιας Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί τόν Πασχάλιον Κανόνα τής Εκκλησίας.
Έκκλησιαστικήν παράδοσιν βεβαίως άποκαλούμεν πάσαν άγραφον διδασκαλίαν ην παρελάβομεν παρά τών Πατέρων τής Εκκλησίας, ήτις διά μέσου τών αιώνων έτηρήθη ύπό πασών τών όρθοδόξων Εκκλησιών αλώβητος καί αναλλοίωτος, άποκτήσασα ούτω δύναμιν καί ισχύν νόμου έν τή συνειδήσει τών Εκκλησιών καί τών Χριστιανών. Ούτω καί ή καθιέρωσις τού Ιουλιανού ήμερολογίου έπί τή βάσει τής εαρινής ισημερίας τού οποίου συνετάχθη καί ο Πασχαλιάς Κανών ύπό τής Αης Οικουμενικής Συνόδου, ώς καί ό σεβασμός τούτου ύπό τών 7 Οικουμενικών Συνόδων καί τής αιωνοβίου πράξεως τής Εκκλησίας, απετέλεσε μίαν Έκκλησιαστικήν παράδοσιν ην έσεβάσθησαν και διετήρησαν άναλλοίωτον καθ' όλους τους διαρρεύσαντας αιώνας άπασαι αί ορθόδοξοι Έκκλησίαι. Τούτου ένεκα ή άθέτησις καί παραβίασις του Ιουλιανού εορτολογίου είναι άθέτησις καί παραβίασις μιας Εκκλησιαστικής παραδόσεως καί επομένως υπόκεινται οί άθετούντες αυτήν εις τό ανάθεμα τής Ζης Οικουμενικής Συνόδου, ορίζουσα έν τή 8η Αυτής πράξει τά εξής: «είτις παράδοσιν έκκλησιαστικήν έγγραφον ή άγραφον άθετεί ανάθεμα» καί άλλαχού «Μή καινοτομίαν καί άφαίρεσιν ποιείσθαι τής ευσεβώς εν ημιν κεκρατηκυίας συνήθειας. Τά γάρ παραδοθέντα έν τή Καθολική Εκκλησία ούτε προσθήκην ούτε μείωσιν επιδέχεται. Μεγίστη γάρ τόν προστιθέντα ή αφαιρούνται τιμωρία δεσμοί· έπικατάρατος γάρ φησίν ός μετατίθησιν όρια Πατέρων αυτού». (Ζη Οικ. Σύνοδος πράξις 8η). Τό ημερολόγιον έχει σχέσιν καί προς τόν ύπό τής Αης Οικουμενικής Συνόδου καθιερωθέντα Πασχάλιον Κανόνα, διότι όπως ούτος συνταχθή ελήφθη ώς βάσις καθώς καί ανωτέρω ελέχθη ή ισημερία τού Ιουλιανού ημερολογίου, έφ ω καί πάσα μεταβολή τού Ιουλιανού εορτολογίου θίγει κατ ανάγκην καί τόν ένιαύσιον κύκλον τών εορτών τών Ευαγγελικών καί Αποστολικών περικοπών καί τόν καθορισμόν τών νηστειών, καί δή τής τών Αγίων Αποστόλων, ήτις ενίοτε εξαφανίζεται τελείως μέ τήν έφαρμογήν τού νέου ημερολογίου. Ό καθορισμός δέ πάντων τούτων έγένετο ύπό τών Πατέρων τής Εκκλησίας έπί τή βάσει τού Πασχαλίου Κανόνος, όστις όσω καί αν δέν θίγεται βεβαίως εις τήν έορτήν τού Πάσχα καί τών έξ" αυτού εξαρτωμένων κινητών εορτών, αίτινες εορτάζονται καί ύπό τών νεοημερολογιτών κατά τό Ίουλιανόν ήμερολόγιον, ούχ' ήττον σαλεύεται εις αυτήν τήν βάσιν του διότι αί νεοημερολογιακαί Εκκλησίαι, εκτός του ότι αναγκάζονται νά έχωσι δυο ημερολόγια, ήτοι τό παλαιόν διά τό Πάσχα καί τάς κινητάς έορτάς, καί τό νέον διά τάς ακίνητους έορτάς, έορτάζουσι καί τό άγιον Πάσχα ουχί άπαξ τό έτος, ώς ορίζει ή Αη Οικουμενική Σύνοδος καί ό Πασχάλιος Κανών, άλλ' άπαξ εις έν έτος και 13 ημέρας, αφού αύται γεννώσι τον Χριστόν 13 ημέρας ενωρίτερον ημών καί τόν άνιστώσι μαζί μέ ημάς. Καί ούτω μετά πάροδον αιώνων, αύξανομένης της όιαφορας των ημερών αμφοτέρων τών ημερολογίων θά έλθη καιρός, καθ΄ όν αί καινοτομήσασαι Έκκλησίαι θά έορτάζωσι συγχρόνως Χριστούγεννα καί Πάσχα.
Τό ήμερολόγιον έχει άμεσον σχέσιν καί μέ τήν θείαν λατρείαν διότι, εκτός τής συγχύσεως, ην προκαλεί ή αλλαγή τούτου εις τήν τάξιν τής θείας λατρείας και τού Τυπικού τής Εκκλησίας, διά τής καταργήσεως ιερών ύμνων καί ιερών ακολουθιών, χωρίζει τάς ορθοδόξους Εκκλησίας εις τάς ημέρας τών εορτών καί τών νηστειών καί κάμνει τινάς έξ αυτών νά συνεορτάζωσι καί νά νηστεύωσιν ουχί μετά των άλλων άλλά μετά των Δυτικών Εκκλησιών των κακοδόξων, και Αιρετικών, παρά τήν παράδοσιν τής Μιας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί τους Ιερούς Κανόνας (156 τής ΣΤ. Οικουμενικής καί τόν 19ον τής έν Γάγγρα), (Ν Γ Άποστολ. Κανών 52, 56 καί 79ος τής ΣΤης Οικ. 37 καί 59 τής έν Λαοδικεία 50 καί 64 τής έν Καρθαγένη). Καί μάλιστα ό 56ος τής ΣΤης Οικ. καί ό 19ος τής έν Γάγγρα ρητώς παραγγέλλουσιν έπί ποινή καθαιρέσεως αφορισμού καί αναθέματος όπως έπικρατή ή αυτή τάξις εις όλας τάς Εκκλησίας, ίνα έορτάζωσι καί νηστεύωσιν όλαι ομού τάς ιδίας ημέρας. Ιδού λοιπόν ή σχέσις τού ημερολογίου καί προς τους ιερούς Κανόνας. Τό έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον όπερ, τό σοβαρώτατον πάντων έχει σχέσιν έμμεσον καί προς αυτό τό Δόγμα τής μιας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας συνεπεία τής μονομερούς τούτου μεταβολής.
Βεβαίως ή ένότης τού Δόγματος τούτου έγκειται κατ ούσίαν καί βάσιν εις τό ενιαίον τών Δογμάτων τής πίστεως καί τής θείας λατρείας. 'Αλλ' ή πίστις καί ή θεία λατρεία δέν είναι μόνον γνώσις καί θεωρία, άλλα καί βίωσις καί πράξις, καί έκδήλωσις. Δι' ό καί, έφ' όσον ή κατά θεωρίαν καί γνώσιν μία καί ή αυτή πίστις, καί λατρεία βιούται καί έκδηλούται ύπό τών χριστιανών ουχί κατά τόν αυτόν χρόνον καί τρόπον, άλλ' έτεροχρόνως καί άνομοιομόρφως ή ιδιότης τού ενιαίου τού Δόγματος μεριζομένου κατά χρόνον καί τρόπον δέν διασώζεται πλέον.
Διότι πώς δύνανται λογικώς καί ορθώς νά άνήκωσιν εις μίαν καί τήν αυτήν Έκκλησίαν οι έχοντες μέν τήν αυτήν πίστιν καί τήν αυτήν θείαν λατρείαν, άλλα μή βιούντες ταύτην καί έκδηλούντες ταυτοχρόνως καί όμοιομόρφως τινών έξ αυτών έορταζόντων καί πανηγυριζόντων διανυόντων εισέτι τό στάδιον τής μετανοίας καί τής νηστείας όπως μετά 13 ημέρας έορτάσωσι τάς έορτάς ταύτας;
Ούτος ακριβώς καί ό κυριώτερος λόγος, δι' όν οί Πατέρες τής Εκκλησίας, ώρισαν καί διά τών θείων καί ιερών Κανόνων καί έθέσπισαν όπως πάσα μεταβολή καί τροποποίησις ενός θεσμού γενικής Εκκλησιαστικής σημασίας καί εννοίας, μή γίνηται μονομερώς άλλα συγχρόνως ύφ' όλων τών Έκκλησιών συνερχομένων εις Σύνοδον. Καί τούτο ίνα μή διασπάται ή ένότης αυτών καί ό σύνδεσμος τής ειρήνης τών Χριστιανών» («Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας»).
Συγκεκριμένα αναφέρει
«Οι παλαιοημερολογίτες ισχυρίζονται ότι απεκόπησαν από την Εκκλησία της Ελλάδος λόγω του ότι από το 1920 κηρύσσεται δήθεν η αίρεσις του Νεοημερολογιτικού Οικουμενισμού, εφόσον δια της πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1920 «ομολογείται επίσημα πλέον και για πρώτη φορά ότι υπάρχουν και άλλες "εκκλησίες" εκτός της Ορθόδοξου».
Τούτο δεν είναι αληθές. Οι παλαιοημερολογίτες δεν διέκοψαν το μνημόσυνο διότι εκηρυσσόταν η αίρεσις του Οικουμενισμού, αλλά διότι το ημερολόγιο εχρησιμοποιήθη ως το ΠΡΩΤΟΝ ΒΗΜΑ πρός την ποθητή Κοινωνία των Εκκλησιών, όπως ομολογούσαν και οι ίδιοι (βλ.τα άρθρα μας Η ΣΧΕΣΙΣ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ). Η γνωστή Εγκύκλιος του 1920 εις το 1ο άρθρο της ανέφερε ότι το ημερολόγιον πρέπει να χρησιμοποιηθή δια τον ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟΝ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (εννοούσαν τις τότε δυτικές αιρέσεις) «δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών».
«Κατά τις πρώτες δεκαετίες του σχίσματος ο ηγέτης των Ζηλωτών πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (και φυσικά και οι ίδιοι) υποστήριζε, ότι διατελεί εν ακοινωνησία προς την «καινοτομήσασαν ιεραρχίαν προσωρινώς δια κανονικούς λόγους» -το εορτολογικό ζήτημα- και ποτέ για δογματικούς λόγους. Μέχρι δε τον θάνατό του (1955) ωμιλούσε για την παρανομία της αντικαταστάσεως του Ιουλιανού ημερολογίου και ποτέ για διακήρυξι αιρέσεως Οικουμενισμού η θεωρίας των κλάδων (δια της Εγκυκλίου του 1920). Είναι αδύνατο να εκηρύσσετο αίρεσις επί τριάντα έτη και να μη το είχε αντιληφθή! »
Τούτο πάλι δεν είναι αληθές. Ο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος πολλάκις εις τα άρθρα του ετόνιζε την πλευρά της ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ του ημερολογίου. Συχνά αναφερόταν εις τις Συνόδους των ετών 1583, 1587, 1593 διότι το εχαρακτήρισαν ως αίρεσιν και καινοτομία της Πρεσβυτέρας Ρώμης (βλ. τα άρθρα μας ''ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ''). Επίσης να τονίσουμε ότι ο πρ. Φλωρίνης συνεχώς ανέφερε ότι η καινοτομία του ημερολογίου προσκρούει και εις αυτό το Σύμβολον της Πίστεως και συγκεκριμένα εις το άρθρο ''ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ''.
Έγραφε ο ίδιος «ό Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος απέκρυψε από την Σύνοδον της Ιεραρχίας την διαμαρτυρίαν, ην άπηύθυνεν εις Αυτόν ως έμπνευστήν και πρωτεργάτην της ημερολογιακής καινοτομίας, ό αείμνηστος Πατριάρχης ‘Αλεξαν)ρείας Φώτιος, χαρακτηρίσας αυτήν ως Δογματικώς και Κανονικώς άποκρουστέαν και άπόβλητον», «ό Μακαριώτατος και οι οπαδοί του έχωρίσθησαν, παρά την ρητήν άπαγόρευσιν των θείων και ιερών Κανόνων (56ος της 6ης Οικ., 19ος της έν Γάγγρα και 17ος της έν Λαοδικεία) διά της αποδοχής του νέου ήμερολογίου άπό τους Όρθοδόξους και συνεορτάζουσι μετά των έτεροδόξων τάς έορτάς του Αγίου Δωδεκαημέρου και πάσας τάς ακίνητους τοιαύτας των Αγίων Άποστόλων και της Θεομήτορος» (ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ).
Ακόμη έγραφε ο ίδιος «Νύν προβαίνομεν εις τό νά άποδείξωμεν ότι τό Εκκλησιαστικόν ήμερολόγιον έχει άμεσον μέν σχέσιν μέ τάς παραδόσεις καί τήν θείαν λατρείαν, έμμεσον δέ τοιαύτην καί μέ τό Δόγμα τής μιας Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί τόν Πασχάλιον Κανόνα τής Εκκλησίας.
Έκκλησιαστικήν παράδοσιν βεβαίως άποκαλούμεν πάσαν άγραφον διδασκαλίαν ην παρελάβομεν παρά τών Πατέρων τής Εκκλησίας, ήτις διά μέσου τών αιώνων έτηρήθη ύπό πασών τών όρθοδόξων Εκκλησιών αλώβητος καί αναλλοίωτος, άποκτήσασα ούτω δύναμιν καί ισχύν νόμου έν τή συνειδήσει τών Εκκλησιών καί τών Χριστιανών. Ούτω καί ή καθιέρωσις τού Ιουλιανού ήμερολογίου έπί τή βάσει τής εαρινής ισημερίας τού οποίου συνετάχθη καί ο Πασχαλιάς Κανών ύπό τής Αης Οικουμενικής Συνόδου, ώς καί ό σεβασμός τούτου ύπό τών 7 Οικουμενικών Συνόδων καί τής αιωνοβίου πράξεως τής Εκκλησίας, απετέλεσε μίαν Έκκλησιαστικήν παράδοσιν ην έσεβάσθησαν και διετήρησαν άναλλοίωτον καθ' όλους τους διαρρεύσαντας αιώνας άπασαι αί ορθόδοξοι Έκκλησίαι. Τούτου ένεκα ή άθέτησις καί παραβίασις του Ιουλιανού εορτολογίου είναι άθέτησις καί παραβίασις μιας Εκκλησιαστικής παραδόσεως καί επομένως υπόκεινται οί άθετούντες αυτήν εις τό ανάθεμα τής Ζης Οικουμενικής Συνόδου, ορίζουσα έν τή 8η Αυτής πράξει τά εξής: «είτις παράδοσιν έκκλησιαστικήν έγγραφον ή άγραφον άθετεί ανάθεμα» καί άλλαχού «Μή καινοτομίαν καί άφαίρεσιν ποιείσθαι τής ευσεβώς εν ημιν κεκρατηκυίας συνήθειας. Τά γάρ παραδοθέντα έν τή Καθολική Εκκλησία ούτε προσθήκην ούτε μείωσιν επιδέχεται. Μεγίστη γάρ τόν προστιθέντα ή αφαιρούνται τιμωρία δεσμοί· έπικατάρατος γάρ φησίν ός μετατίθησιν όρια Πατέρων αυτού». (Ζη Οικ. Σύνοδος πράξις 8η). Τό ημερολόγιον έχει σχέσιν καί προς τόν ύπό τής Αης Οικουμενικής Συνόδου καθιερωθέντα Πασχάλιον Κανόνα, διότι όπως ούτος συνταχθή ελήφθη ώς βάσις καθώς καί ανωτέρω ελέχθη ή ισημερία τού Ιουλιανού ημερολογίου, έφ ω καί πάσα μεταβολή τού Ιουλιανού εορτολογίου θίγει κατ ανάγκην καί τόν ένιαύσιον κύκλον τών εορτών τών Ευαγγελικών καί Αποστολικών περικοπών καί τόν καθορισμόν τών νηστειών, καί δή τής τών Αγίων Αποστόλων, ήτις ενίοτε εξαφανίζεται τελείως μέ τήν έφαρμογήν τού νέου ημερολογίου. Ό καθορισμός δέ πάντων τούτων έγένετο ύπό τών Πατέρων τής Εκκλησίας έπί τή βάσει τού Πασχαλίου Κανόνος, όστις όσω καί αν δέν θίγεται βεβαίως εις τήν έορτήν τού Πάσχα καί τών έξ" αυτού εξαρτωμένων κινητών εορτών, αίτινες εορτάζονται καί ύπό τών νεοημερολογιτών κατά τό Ίουλιανόν ήμερολόγιον, ούχ' ήττον σαλεύεται εις αυτήν τήν βάσιν του διότι αί νεοημερολογιακαί Εκκλησίαι, εκτός του ότι αναγκάζονται νά έχωσι δυο ημερολόγια, ήτοι τό παλαιόν διά τό Πάσχα καί τάς κινητάς έορτάς, καί τό νέον διά τάς ακίνητους έορτάς, έορτάζουσι καί τό άγιον Πάσχα ουχί άπαξ τό έτος, ώς ορίζει ή Αη Οικουμενική Σύνοδος καί ό Πασχάλιος Κανών, άλλ' άπαξ εις έν έτος και 13 ημέρας, αφού αύται γεννώσι τον Χριστόν 13 ημέρας ενωρίτερον ημών καί τόν άνιστώσι μαζί μέ ημάς. Καί ούτω μετά πάροδον αιώνων, αύξανομένης της όιαφορας των ημερών αμφοτέρων τών ημερολογίων θά έλθη καιρός, καθ΄ όν αί καινοτομήσασαι Έκκλησίαι θά έορτάζωσι συγχρόνως Χριστούγεννα καί Πάσχα.
Τό ήμερολόγιον έχει άμεσον σχέσιν καί μέ τήν θείαν λατρείαν διότι, εκτός τής συγχύσεως, ην προκαλεί ή αλλαγή τούτου εις τήν τάξιν τής θείας λατρείας και τού Τυπικού τής Εκκλησίας, διά τής καταργήσεως ιερών ύμνων καί ιερών ακολουθιών, χωρίζει τάς ορθοδόξους Εκκλησίας εις τάς ημέρας τών εορτών καί τών νηστειών καί κάμνει τινάς έξ αυτών νά συνεορτάζωσι καί νά νηστεύωσιν ουχί μετά των άλλων άλλά μετά των Δυτικών Εκκλησιών των κακοδόξων, και Αιρετικών, παρά τήν παράδοσιν τής Μιας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί τους Ιερούς Κανόνας (156 τής ΣΤ. Οικουμενικής καί τόν 19ον τής έν Γάγγρα), (Ν Γ Άποστολ. Κανών 52, 56 καί 79ος τής ΣΤης Οικ. 37 καί 59 τής έν Λαοδικεία 50 καί 64 τής έν Καρθαγένη). Καί μάλιστα ό 56ος τής ΣΤης Οικ. καί ό 19ος τής έν Γάγγρα ρητώς παραγγέλλουσιν έπί ποινή καθαιρέσεως αφορισμού καί αναθέματος όπως έπικρατή ή αυτή τάξις εις όλας τάς Εκκλησίας, ίνα έορτάζωσι καί νηστεύωσιν όλαι ομού τάς ιδίας ημέρας. Ιδού λοιπόν ή σχέσις τού ημερολογίου καί προς τους ιερούς Κανόνας. Τό έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον όπερ, τό σοβαρώτατον πάντων έχει σχέσιν έμμεσον καί προς αυτό τό Δόγμα τής μιας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας συνεπεία τής μονομερούς τούτου μεταβολής.
Βεβαίως ή ένότης τού Δόγματος τούτου έγκειται κατ ούσίαν καί βάσιν εις τό ενιαίον τών Δογμάτων τής πίστεως καί τής θείας λατρείας. 'Αλλ' ή πίστις καί ή θεία λατρεία δέν είναι μόνον γνώσις καί θεωρία, άλλα καί βίωσις καί πράξις, καί έκδήλωσις. Δι' ό καί, έφ' όσον ή κατά θεωρίαν καί γνώσιν μία καί ή αυτή πίστις, καί λατρεία βιούται καί έκδηλούται ύπό τών χριστιανών ουχί κατά τόν αυτόν χρόνον καί τρόπον, άλλ' έτεροχρόνως καί άνομοιομόρφως ή ιδιότης τού ενιαίου τού Δόγματος μεριζομένου κατά χρόνον καί τρόπον δέν διασώζεται πλέον.
Διότι πώς δύνανται λογικώς καί ορθώς νά άνήκωσιν εις μίαν καί τήν αυτήν Έκκλησίαν οι έχοντες μέν τήν αυτήν πίστιν καί τήν αυτήν θείαν λατρείαν, άλλα μή βιούντες ταύτην καί έκδηλούντες ταυτοχρόνως καί όμοιομόρφως τινών έξ αυτών έορταζόντων καί πανηγυριζόντων διανυόντων εισέτι τό στάδιον τής μετανοίας καί τής νηστείας όπως μετά 13 ημέρας έορτάσωσι τάς έορτάς ταύτας;
Ούτος ακριβώς καί ό κυριώτερος λόγος, δι' όν οί Πατέρες τής Εκκλησίας, ώρισαν καί διά τών θείων καί ιερών Κανόνων καί έθέσπισαν όπως πάσα μεταβολή καί τροποποίησις ενός θεσμού γενικής Εκκλησιαστικής σημασίας καί εννοίας, μή γίνηται μονομερώς άλλα συγχρόνως ύφ' όλων τών Έκκλησιών συνερχομένων εις Σύνοδον. Καί τούτο ίνα μή διασπάται ή ένότης αυτών καί ό σύνδεσμος τής ειρήνης τών Χριστιανών» («Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας»).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου