Γράφει ο π. Άγγελος:
«Αλλά και άλλοι Πατέρες, όπως οι άγιοι Μάρκος, Αθανάσιος Πάριος, Μελέτιος Γαλησιώτης, Βρυέννιος, Μακάριος Πάτμιος αγωνίσθηκαν μεν κατά των λατινοφρόνων και λοιπών κακοδοξιών, αλλά δεν διέκοπταν την μετ’αυτών εκκλησιαστική κοινωνία. Αυτό το έπραξαν μόνο εξ αιτίας των δύο ενώσεων (1274 και 1439) ή σε περιπτώσεις προφανών αιρετικών (π.χ. Ιωάννου Καλέκα). Δεν προσχώρησαν στις τοτε υπάρχουσες παρεκκλησιαστικές ζηλωτικές ομάδες (Αρσενιάτες) ούτε ίδρυσαν ‘Εκκλησίες Γ.Ο.Χ.’, επειδή ορισμένοι σύγχρονοί τους δεν διέθεταν Ορθόδοξη ευαισθησία, συμπροσεύχονταν με αιρετικούς και αναγνώριζαν έμμεσα ή άμεσα αυτούς και τα μυστήριά τους, προσβάλλοντας έτσι την εκκλησιολογική, μυστηριολογική και σωτηριολογική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αντιθέτως, έκαναν υποδειγματικό αγώνα, για να μεταδώσουν κάποιο πνευματικό φως στον Ορθόδοξο λαό και να τον προφυλάξουν από την παπική προπαγάνδα, η οποία οργίαζε με σκοπό την αποπλάνηση των απλουστέρων. Τα γεγονότα αυτά δικαιολογούν απολύτως την στάση μας, την στιγμή μάλιστα που δεν κηρύσσεται επισήμως και ανεγνωρισμένως καμμία αίρεση».
Δια να μην κουράζουμε τους αναγνώστες θα ασχολήθουμε με τους δυο πατέρες άγιο Μάρκο τον Ευγενικό και Ιωσήφ Βρυέννιο που ανέφερε ο π. Άγγελος.
Ὑπάρχει λοιπόν μία ὁμιλία τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται: «Μελέτη περί τῆς τῶν Κυπρίων πρός τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μελετηθείσης ἑνώσεως», «εἴρηται δέ ἐν τῷ περιωνύμῳ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ναῷ ἐν τῷ συνο- δικῷ, πρός τήν σύνοδον». Αὐτή ἡ ὁμιλία τοῦ Ἰωσήφ ἀφορᾶ τήν ἀποτείχισι.
Ὡς γνωστόν ἡ Κύπρος κατακτήθηκε ἀπό τούς Φράγγους περί τά τέλη τοῦ 12ου αἰῶνος (τό 1191) κατά τήν διάρκεια τῆς τρίτης Σταυροφορίας. Ἡ θρησκευτική ἐγκυκλοπαίδεια ἀναφέρει δι’ αὐτό τά ἑξῆς: «Ἀπό τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Φραγγοκρατίας ἐγκατεστάθησαν εἰς τήν νῆσον τέσσαρες Λατῖνοι ἐπίσκοποι, ὁ δέ ἀριθμός τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων περιωρίσθη ἀπό 14 εἰς 4. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι διά βούλας τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου τοῦ Γ΄ (1198-1216) ὑπετάγησαν βιαίως εἰς τούς τέσσαρας Λατίνους ἐπισκόπους καί ἡ ἐκκλησιαστική κτημοσύνη ἀφηρέθη ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων ναῶν καί μονῶν καί ἐδόθη εἰς τά λατινικά ἐκκλησιατικά
ἱδρύματα» (Θ.Η.Ε., τόμ. 7, 1129).
Αὐτή λοιπόν ἡ ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων στούς Παπικούς μετεβλήθη σύν τῷ χρόνῳ σέ τυραννία ἐξ αἰτίας τῶν καταπιέσεων καί περιορισμῶν. Ἐκ τούτου δέ ἠναγκάσθη τό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά διακόψη τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, διότι οἱ Κύπριοι Ἐπίσκοποι πρό τῆς χειροτονίας των ἠναγκάζοντο νά δώσουν ἔγγραφον ὁμολογία εἰς τούς Παπικούς ἀναγνωρίζοντες τόν Πάπα ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος στήν ὁμιλία του αὐτή μεταφέρει τό κείμενο τό ὁποῖο ὑπέγραφε ὁ ὑποψήφιος Ἐπίσκοπος καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «“ Ἐγώ ὁ δεῖνα ἐπίσκοπος τῆσδε τῆς πόλεως, ἀπό ταύτης τῆς ὥρας καί εἰς τό ἑξῆς, ὑποτάσσομαι τῷ θρόνῳ τῆς ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησίας · ὁμολογῶ τόν πάπαν ἅγιον, καί ὑποτάσσομαι καί τῷ κυρίῳ μου τῷδε ἀρχιεπισκόπῳ τῆς Λευκωσίας, καί τοῖς αὐτοῦ διαδόχοις τοῖς κανονικῶς εἰσιοῦσι · τόν ἁγιώτατον πάπαν τῆς ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησίας, καί τήν ἐν Λευκωσίᾳ τῶν Λατίνων ἀρχιερωσύνην, καί πάντας τούς αὐτῶν Κανόνας, παντί τρόπῳ σπουδάσω δεφενδεύειν καί βοηθεῖν, σάλβῳ ὄρδινε μέῳ, salvo ordine meo · ἤτοι σῳζομένης τῆς τάξεώς μου · καί ὡς ἄν αὐτῷ ἐγώ βοηθήσω, οὕτως ἐμοί βοηθήσει ὁ Θεός, καί τά ἅγια Εὐαγγέλια”. Αὕτη ρητῶς οὑτωσί, καί εἰς τήν Ἀλεξανδρίναν ἐγγέγραπται ἡ ὁμολογία, καί ὁ ὑποψήφιος ταύτην ἐνώπιον πάντων ὁμολογεῖ, καί διά νοταρίου Λατίνου γραφομένη καθάπαξ, καί μάρτυσι τοῖς παρατυχοῦσι, διά τό στερεόν, ὡς ἔθος βεβαιουμένη, τῷ ὑποψηφίῳ χειρίζεται · ἡ δέ που καί γράμμασι τοῖς ἐκείνου ἐπικυροῦται, οἰκειοχείρως αὐτήν ὑπογράφοντος, καί ὑπό δύο νομιμαρίων, ταῖς ἡμερησίαις διατυπώσεσι καταστρώννυται · ὡς ἄν μηδέ βουλομένῳ αὐτήν ἀπαρνήσασθαι τῷ ταλαιπώρῳ ἐξῇ» (Τά εὑρεθέντα, τόμ. Β΄, σελ. 14).
Οἱ Παπικοί ὅμως δέν ἠρκοῦντο εἰς αὐτήν τήν ὑπογραφή. Ἔκαναν ἐν συνεχείᾳ τελετή εἰς τόν παπικό ναό καί ἐκεῖ ὁρκίζετο ὁ ὑποψήφιος Ἐπίσκοπος ἐπάνω στό Εὐαγγέλιο, ὅτι θά ἐφύλαττε ἰσόβιο ὑπακοή, αὐτός καί τό ποίμνιό του, εἰς τούς Παπικούς. Τό φοβερό αὐτό γεγονός περιγράφει ὁ Ἰωσήφ στήν ἴδια ὁμιλία: «Ὅτι δέ ὀρθοδοξίας ἀθέτησις ταῦτα, καί πρός τούς σχισματικούς φανερά συγκατάβασις, καί τό παρ’ αὐτῶν γινόμενον ἔθος σαφῶς μαρτυρεῖ. Προκαθήμενος γάρ συνοδικῶς ὁ τῶν Λατίνων ἐπίσκοπος, παρεστῶτα τόν ὑποψήφιον ἐρωτᾷ · “ὑποτάσσῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρώμης ὁ δεῖνα;” ὁ δέ παρρησίᾳ εὐθύς ἀποκρίνεται · “ναί δέσποτά μου ἅγιε · τούτου γάρ ἕνεκεν πάρειμι”. Εἶτα μικρᾶς σιγῆς γενομένης, πάλιν τοῦ προβιβαζομένου πυνθάνεται ρητῶς οὑτωσί · ὁμολογεῖς τόν τῆς Ρώμης πάπαν ἅγιον, καί τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης ὀρθόδοξον καί καθολικήν Ἐκκλησίαν;” ὁμολογεῖ καί ταῦτα ὁ ὑποψήφιος· διό καί αὖθις ἀκούει · “ὁμολογεῖς ἀληθείᾳ τοῦ λοιποῦ πιστός εἶναι, τοῦ τῶν Λατίνων ἐπισκόπου τῆς Λευκωσίας ἐν πᾶσι, καί ἔχειν αὐτόν κατά πάντα, καί τιμᾶν ὡς οἰκεῖον μητροπολίτην, καί πρός τούτοις ὅταν κληθῇς εἰς σύνοδον ἀπαντᾶν ἀκωλύτως · εἰ δ’ οὖν, ὑποκεῖσθαι ἐπιτιμίοις; καί ὅταν ἔλθῃ ὁ λεγᾶτος ἀπό τοῦ πάπα τιμᾶν ἐκεῖνον μετά λιτῆς ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι αὐτόν καί ἐξέρχεσθαι, σύ τε καί πάντες οἱ ὑπό σέ; Συνοδεύειν τε αὐτῷ, καί συμπράττειν, καθ’ ὅ ἄν χωρήσῃ τά δυνατά, ὥσπερ ἄρα καί οἱ πρό σοῦ;” συγκατατίθεται ταῦτα πάντα, καί στέργειν ἀπαραβάτως ὁμολογεῖ πάντων ἐνώπιον · καί εἰς πίστωσιν προφανῆ τῶν λεγομένων τό τηνικαῦτα καί πραττομένων, τῶν θείων ἐκεῖ προκειμένων Εὐαγγελίων, πάντων ὁρώντων, ἐκτείνας τήν χεῖρα, καί τιθείς ὕπερθεν τῶν ἱερῶν ἐκείνων γραμμάτων, ὀμνύει παρά πᾶσαν αὐτοῦ τήν ζωήν, πάντα φυλάττειν αὐτός τε καί πάντες οἱ ὑπ’ αὐτόν, ὅσα ρητῶς, ἐγγράφως τε, καί ἐμπράκτως ἐκεῖ παρών ἐπαγγέλλεται.
»Οὕτω γοῦν τελεσθέντος ἀριδήλως τοῦ ὅρκου, ἱερολογίας χρῄζων καί προβιβάσεως ἐπί τοιούτοις, οἰκειότερον δέ εἰπεῖν χειρουργίας λατινικῆς, ὁ μέν αὐτίκα κλίνει τήν κεφαλήν, εἰς γόνατα τοῦ Λατίνου, ὁ δέ θέμενος βίβλον οἰκείαν, ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ὑποψηφίου, τελεσιουργῶν αὐτόν ἱερολογεῖ, ψάλλοντος μέν μετ’ ᾠδῆς φιλοτίμου, τό δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, τοῦ τῶν Λατίνων κλήρου, διιόντος δέ, τήν ἐν τῇ βίβλῳ εὐχήν μυστικῶς τοῦ Φραγκεπισκόπου · ἧς ὀψέ τελεσθείσης, προσκυνῶν μετ’ αἰδοῦς τόν ἐπίσκοπον, καί ἀσπαζόμενος αὐτόν εἰς τήν χεῖρα, καί εἰς τό στόμα, καί εὐλογούμενος παρ’ αὐτοῦ, δύο παραλαβόντων αὐτόν ἱερέων Λατίνων, καί διαβασταζόντων ἔνθεν κἀκεῖθεν, καί νοταρίου προτρέχοντος, ληψόμενος ἄπεισι τήν Ἐκκλησίαν, ἧς ὑποψήφιος γέγονε · πλήν οἱ ὀψικεύσαντες τοῦτον ἄχρι τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Ρωμαίων Λατῖνοι, κλείσαντες ταύτης τάς θύρας, καί ἱστάμενοι πρό πυλῶν, στρεφόμενοι λέγουσι πρός αὐτόν · “λάβε τήν Ἐκκλησίαν ταύτην, ἥν ἐγχειρίζει σοι δι’ ἡμῶν ὁ δεῖνα τῶν Λατίνων ἐπίσκοπος, ὑποψήφιε”. Οὕτω γοῦν προβιβάζονται πάντες οἱ τῆς ἐν Κύπρῳ Ἐκκλησίας τῶν Ρωμαίων ἐπίσκοποι» (ὅπ. ἀν. σελ. 15).
Ὅλα αὐτά, ὅπως εἴδαμε, τά ὀνομάζει ὁ Ἰωσήφ «ὀρθοδοξίας ἀθέτησι». Δηλαδή ἐπρόδιδον τήν Ὀρθοδοξία οἱ Κύπριοι Ἐπίσκοποι, χωρίς νά ἀρνηθοῦν κάποιο δόγμα της, ἀλλά μόνο μέ τήν ἀναγνώρισι τοῦ Πάπα. Καί το φοβερώτερο ἦτο ὅτι ὡρκίζοντο καί ἐκ μέρους τοῦ ποιμνίου των, ὅτι καί αὐτό θά συμπεριφέρεται ἔτσι πρός τόν Πάπα: «ὀμνύει παρά πᾶσαν αὐτοῦ τήν ζωήν, πάντα φυλάττειν αὐτός τε καί πάντες οἱ ὑπ’ αὐτόν, ὅσα ρητῶς, ἐγγράφως τε, καί ἐμπράκτως ἐκεῖ παρών ἐπαγγέλλεται». Δηλαδή οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί ὡδηγοῦσαν στόν γκρεμό, διά τῆς προδοσίας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅλο τό ποίμνιο, τό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός διά νά τό ὁδηγήσουν εἰς τήν σωτηρία καί τό ὡδηγοῦσαν μέ μόνη τήν σιωπηλή συμφωνία καί ἀφωνία του.
Ἀπό αὐτά δέ, τά ὁποῖα περιγράφει ὁ Ἰωσήφ στήν συγκλονιστική αὐτή ὁμιλία, γίνεται φανερό ὅτι μόλις κατακτήθηκε ἡ Κύπρος ἀπό τούς Φράγκους καί οἱ Ἐπίσκοποι ὑπετάγησαν ἐγγράφως καί ἐνόρκως στούς Παπικούς, τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Ἀπό τότε μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου παρῆλθον διακόσια καί πλέον ἔτη, χωρίς νά ὑπάρχη ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Φαίνεται λοιπόν ὅτι κατ’ αὐτήν τήν ἐποχή τοῦ Βρυεννίου ἐζήτησαν οἱ Κύπριοι τήν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τήν Κωνστατινούπολι. Τό Πατριαρχεῖο τότε ἔστειλε στήν Κύπρο τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο διά νά διαπιστώση ἄν οἱ Κύπριοι Ἐπίσκοποι ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ὑποταγμένοι στούς Παπικούς καί ἀναγνωρίζουν τόν Πάπα. Ὁ Ἰωσήφ ἔμεινε στήν Κύπρο ἕνα ἤ δύο χρόνια καί διεπίστωσε ἰδίοις ὄμμασι ὅτι, ναί μέν οἱ Κύπριοι Ἐπίσκοποι ἐζήτουν τήν ἀποκατάστασι τῆς διακοπείσης πρό διακοσίων καί πλέον ἐτῶν ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, πλήν ὅμως ἐσυνέχιζον νά εἶναι ὑποτεταγμένοι στούς Παπικούς καί ἐγγράφως καί ἐνόρκως νά τό ὁμολογοῦν. Ὅταν λοιπόν ἐπέστρεψε εἰς τήν Κωνστατινούπολι διά τῆς ὁμιλίας του αὐτῆς πρός τήν Σύνοδο, ἐνημερώνει τούς Ἐπισκόπους καί ἀντιτίθεται δριμύτατα πρός τήν μελετωμένη διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἕνωσι τοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Αὐτήν τήν θέσι του τήν περιγράφει ὁ Ἰωσήφ ὡς ἑξῆς:
«Εἴ δή ταῦτ’ ἀληθῆ καί οὐκ ἐνδέχεται ἄλλως τά πράγματα γίνεσθαι, ἤ τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τῶν ἁγίων αὐτοῦ ἀπεφήνατο, ἀδύνατόν μου πάντως δοκεῖ, ἔθος διακόσια ἔτη ψυχῶν τοσούτων κατακρατῆσαν, γράμμασιν ἐκκοπῆναι ψιλοῖς. Διά τοι τοῦτο προσήκει μάλιστα ξυρᾶν λέοντα, ἤ τοξεύειν πρός οὐρανόν, ἤ ταῖς χερσί τῶν νεφῶν ἅπτεσθαι, ἤ τάς ὄρνιθας ἀμέλγειν, ἤ τυφλῷ διανεύειν, ἤ νεκρῷ διαλέγεσθαι, ἤ ᾄδειν πρός ὄνον... ἤ Κυπρίους εἰς κοινωνίαν ὀρθοδόξων προσδέχεσθαι · τί δήποτε; ὅτι ἀφ’ οὗ Κύπριοι τοῖς Λατίνοις ὑπέκυψαν, τεσσαράκοντα ἔτη πρός τοῖς διακοσίοις παρῆλθε · δύο καί τριάκοντα πατριάρχαι τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων ταυτησί, καί ἑπτά καί δέκα βασιλεῖς, οἷς πᾶσιν οὐδ’ ὄναρ ἐπῆλθε Κυπρίους προσδέξασθαι. Οὕς τοίνυν τοσοῦτοι καί τοιοῦτοι, ὡς ἀναξίους εἰς κοινωνίαν τῶν ὀρθοδόξων παρεῖδον, ἡμεῖς ἀρτίως παραδεξόμεθα, ὡς δῆθεν πάντων ἐκείνων καί ἁγιώτεροι καί σοφώτεροι; ἄπαγε τῆς τοσαύτης ἀγνοίας, ἵνα μή λέγω πωρώσεως! τό γάρ προσδέξασθαι τούτους, οὕς αὐτοί παρῃτήσαντο, ἀπραξίαν μέν πάντων ἐκείνων κατηγορεῖ τήν ἐσχάτην, ἡμῶν δέ πάλιν ἄκραν ἐλέγχει ἀπόνοιαν. Ὡς ἔγωγε μυριάκις ἄν ἑλοίμην θανάτῳ παραδοθῆναι, ἤ τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν (ἥτις γε μόνῃ τῇ οὐρανίῳ τῶν πρωτοτόκων συνάπτεται) τῇ τῶν Κυπρίων ἡνωμένην ἰδεῖν, ἥτις οὐδέ Ἐκκλησία ἐστί, κατά τόν τῆς ἀληθείας λόγον αὐτόνομος, ἀλλ’ ὑποτεταγμένη ἑτέρᾳ κατά πολλά» (ὅπ. ἀν., σελ. 13). Ὁ Ἰωσήφ λοιπόν προτιμοῦσε τόν θάνατο, σύμφωνα μέ τά ἴδια του τά λόγια, παρά τήν ἐκκλησιαστική ἕνωσι μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου.
Τόν λόγο διά τόν ὁποῖο ὁ Ἰωσήφ δέν ἀποδέχεται αὐτή τήν ἐκκλησιαστική ἕνωσι τόν ἀναφέρει ἐν συνεχείᾳ: «Ὁ νεύματι μόνῳ τόν Θεόν ἀπαρνούμενος, ἀπωλείᾳ ὑπόκειται· καί ὁ λόγοις καί τρόποις καί γράμμασι κινδυνεύων περί τήν πίστιν, πῶς ἔσται ὀρθόδοξος; πῶς δέ καί ἕνωσις ἔσται δυοῖν, μυρίων μεσεμβολούντων ἀμφοῖν;» (ὅπ. ἀν., σελ. 14).
Στήν ἔνστασι δέ πού κάποιοι ἔθετον ὅτι οἱ Κύπριοι δέν μνημονεύουν τόν Πάπα, ὁ Ἰωσήφ ἀπαντᾶ: «Εἰ δέ τις λέγει, ἐπεί μή μνημονεύουσι τόν πάπαν ρητῶς οὐδέν ἡμῶν διαφέρουσι, σύμφημι · πλήν, ὅ πολλῷ τούτου χεῖρον, ἐγγράφως αὐτόν, καί μεθ’ ὅρκου ἁγιώτατον εἶναι κηρύττουσι, καί τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου μόνον διάδοχον ἀληθῆ, καί παρά πᾶσαν αὐτῶν τήν ζωήν ὑποττάσσεσθαι τούτῳ, καί μόνοις τοῖς ὑπ’ αὐτόν ἐπισκόποις, αὐτοί τε, καί πάντες οἱ ὑπ’ αὐτούς ἐπαγγέλονται» (ὅπ. ἀν., σελ. 14). Δηλαδή ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἔκαναν οἱ Ἐπίσκοποι ἦσαν μέ ἄλλα λόγια πανηγυρική μνημόνευσις καί ἀναγνώρισις τοῦ Πάπα.
Στήν ἔνστασι ἐπίσης κάποιων ὅτι, ἐπειδή βασανίζονται, κάνουν αὐτές τίς ὑποχωρήσεις οἱ Κύπριοι Ἐπίσκοποι, ὁ Ἰωσήφ ἀπαντᾶ: «Εἰ δ’ ὅτι τυραννούμενοι πάσχουσι ταῦτα, καί οὐχ ἑκόντες, διά τοῦτο κοινωνίας εἰσίν ἄξιοι, κοινωνητέον λοιπόν Καλαβροῖς τε, καί Σικελοῖς, καί πᾶσιν ἁπλῶς τοῖς ὁπωσοῦν ὑπό τοῦ, περί τό δόγμα τῆς εὐσεβείας τυραννουμένοις· καί γάρ κἀκεῖνοι οὐ θέλοντες πάσχουσιν, ἀλλά πάσχοντες θέλουσιν · ἀλλ’ οὐδείς ὀρθοδόξων ἐστίν, ὅς τόν μή αἱρούμενον ἀποστῆναι τῆς πλάνης εἰς ἑαυτοῦ κοινωνίαν αἱρήσεται · ὅτι πλάνη κακίας αἰτία, καί τῆς προτέρας ἡ δευτέρα καρπός · μᾶλλον δέ ταύτης ἐκείνη προτρέχει, κἀκείνη ταύτῃ συμπλέκεται, καθάπερ μάλα σαφῶς, αὐτή τε τῶν πραγμάτων ἡ πεῖρα διδάσκει, καί οἱ τῆς Ἐκκλησίας ὧδε διδάσκαλοι ἀποφαίνονται · ὅτι φασίν, οὔτε ἀπό διεφθαρμένων δογμάτων, δυνατόν ἀνενεγκεῖν βίον ὄντα τοιοῦτον, οὔτε μένειν ἐν ὑγιαινούσῃ τῇ πίστει διεφθαρμένον βιοῦντα βίον · διεφθαρμένος γάρ βίος πονηρά τίκτει δόγματα · καί δόγματα φαῦλα, φαῦλον βίον ἀπογεννᾷ» (ὅπ. ἀν., σελ. 12). Δέν δέχεται λοιπόν καί αὐτήν τήν δικαιολογία, διότι ἀναφέρει οὐδείς ὀρθόδοξος δέχεται κάποιον σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἄν δέν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν πλάνη «ἀλλ’ οὐδείς ὀρθοδόξων ἐστίν, ὅς τόν μή αἱρούμενον ἀποστῆναι τῆς πλάνης εἰς ἑαυτοῦ κοινωνίαν αἱρήσεται».
Ἕνα βασικό σημεῖο, τό ὁποῖο τονίζει ὁ Ἰωσήφ εἶναι ὅτι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως καί κοινωνίας μέ τούς Κυπρίους, θά γίνουν καί αὐτοί κοινωνοί καί τῆς ἁμαρτίας των καί προδοσίας τῆς πίστεως, ἐφ’ ὅσον αὐτοί εἶναι ἀμετανόητοι. «Κεφάλαιον τοῦ λόγου · εἰ μέν ἁπάντων ἐκείνων, μετά τήν πρός ἡμᾶς ἕνωσιν, ἀποστῆναι δύνανται, δι’ ὧν τόσα καί διακόσια ἔτη τῆς ἡμῶν κοινωνίας ἀφίσταντο, πᾶς ὁ μή προσδεχόμενος τούτους ἐπικατάρατος τῷ Κυρίῳ, καί ἤτω ἀνάθεμα · εἰ δέ ταὐτά τοῖς προτέροις καί χείρω, τά μέν ἑκόντες, καί τῇ μακρᾷ συνηθείᾳ ἑπόμενοι, τά δ’ ἄκοντες, καί τῷ ἐγγράφῳ νόμῳ τῷ πρός Λατίνους παντί τρόπῳ καταδουλούμενοι πράξουσι πάλιν, τί καί ἡμᾶς αὐτούς ἀπατῶμεν, καί βιαζόμεθα μιγνῦναι τά ἄμικτα; οὐκ ἔστιν ἕνωσις αὕτη οὐκ ἔστιν, οὐδέ μετάνοιά τις, οὐδ’ ἐπιστροφή πρός ἡμᾶς τῶν Κυπρίων, ἀλλ’ ἐπήρεια δαίμονος μόνη, καί διαίρεσις χείρων τῆς πρώτης, καί σχίσμα ὁλικόν, οὐχί μερικόν, καί προσθήκη τῆς αὐτῶν ἁμαρτίας ἐσχάτη · ὅτι οὐ μόνον οὐκ ἀφίστανται τῶν ἐφ’ οἷς τόσα ἔτη ἡμάρτανον, ἀλλά καί ἡμᾶς κοινωνούς ἑαυτῶν εἰς αὐτά προσλαβεῖν δοκιμάζουσιν» (ὅπ. ἀν., σελ. 24).
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἕνωσι, ὅπως βλέπομε τήν ὀνομάζει ἐπήρεια δαιμονική, διαίρεσι χειροτέρα τῆς πρώτης, σχίσμα ὁλικόν καί προσθήκη ἁμαρτιῶν «οὐκ ἔστιν ἕνωσις αὕτη οὐκ ἔστιν, οὐδέ μετάνοιά τις, οὐδ’ ἐπιστροφή πρός ἡμᾶς τῶν Κυπρίων, ἀλλ’ ἐπήρεια δαίμονος μόνη, καί διαίρεσις χείρων τῆς πρώτης, καί σχίσμα ὁλικόν, οὐχί μερικόν, καί προσθήκη τῆς αὐτῶν ἁμαρτίας ἐσχάτης».
Ἄν θά θέλαμε νά δείξωμε τό μεγαλεῖο ὅλο τῆς θεολογίας τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως καί τό ἀκοινώνητον τῆς αἱρέσεως θά ἔπρεπε νά ἀντιγράψωμε ὁλόκληρη αὐτήν τήν ὁμιλία του ἤ μᾶλλον ὅλες τίς ὁμιλίες του καί εἰδικά αὐτές οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν ἐκπόρευσι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ἐπειδή ὅμως τοῦτο θά ὑπερέβαινε τά μέτρα τῆς παρούσης μελέτης, καθώς ἐπίσης καί τά ἰδικά μας πνευματικά μέτρα, ἀρκούμεθα μόνο εἰς αὐτές τίς ἀναφορές διά νά ἐπιδείξωμε τό φρόνημα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πατρός, στό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως, ὡσάν νά ἐπιδεικνύωμε ἐκ τοῦ ὄνυχος τόν λέοντα.
Μία ὅμως τελευταία ἔνστασις τῶν θελόντων νά εὕρουν προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, κατά τό δή λεγόμενο, πρέπει νά ἀναφερθῆ, ἐπειδή ἔχει σχέσι μέ τήν σημερινή νοοτροπία μας, νά λέγομε δηλαδή, αὐτό δέν εἶναι τίποτε, τό ἄλλο δέν πειράζει καί ἔτσι σιγά-σιγά νά ἰσοπεδώνωμε τά πάντα:
«Ἀλλά τοῦτο, φησί, τό διεῖργον αὐτούς ἀφ’ ἡμῶν, οὐδέν ἐστιν · ἤ τί τῶν ὀρθοδόξων ὀχλεῖ εἰς ὀρθοδοξίαν, τό τόν πάπαν καλεῖν αὐτούς ἅγιον; καί τό εἰς κηδείαν, ἤ μνημόσυνα Λατίνων, ἤ εἰς τάς λειτουργίας αὐτῶν συμφοραίνειν ἱερέα ὀρθόδοξον; οὐκοῦν ἀκεραίων τῶν συνήθων φυλαττομένων, ὧν οἱ Κύπριοι πρός τούς Λατίνους ὀφείλουσι, συλλειτουργῆσαι ἡμῖν αὐτούς βούλεσθε; λοιπόν μηχανᾶσθε λαθραίως λατινίσαι ἡμᾶς; ἤ οὐκ ἴστε ὡς ἕκαστον μέγα κακόν, ἀπό μικροῦ ἄρχεται, καί οὕτω γίνεται μέγα; καί ἀεί ἐκ τῶν δοκούντων ἀδιαφόρων ἡ πλάνη γίνεται, καί ἐκ τοῦ συγκατατίθεσθαι τοῖς δοκοῦσι μικροῖς παραπτώμασιν, ἐρχόμεθα καί εἰς τό περιπίπτειν ἐν τοῖς μεγάλοις; καί ἔστιν ὁδός, ἤ δοκεῖ παρ’ ἀνθρώποις ὀρθή εἶναι, τά δέ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ᾅδου; οὐδέν ἐστι τοῦτο, οὐδέν ἐκεῖνο · οὐκοῦν πάντα συγχωρητέα; οὔκουν · ἀπόστα · ἄπαγε τῆς ὀλεθρίου ταύτης βουλῆς · ὡς ἀπόλοιτο αὕτη ἡ γνώμη μετά τῶν συνιστώντων αὐτήν!» (ὅπ. ἀν., σελ. 28).
Ἀμέσως μετά ξεσπᾶ σέ μία ὁμολογία πίστεως, μία ἀγάπη ἄμετρη πρός τήν Ὀρθοδοξία καί μία διάθεσι θυσίας χάριν τῆς πίστεως: «οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη ὀρθοδοξία · οὐ ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας · οὐκ ἀφιστάμεθά σου, μῆτερ εὐσέβεια · ἐν σοί ἐγεννήθημεν, καί σοί ζῶμεν, καί ἐν σοί κοιμηθησόμεθα · εἰ δέ καλέσει καιρός, καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ τεθνηξόμεθα · τῶν τοῦ Χριστοῦ ἀποστόλων ἐσμέν μαθηταί, τῶν λεγόντων “ὁ τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καί αὐτός ἀκοινώνητος · καί εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, καί οὗτος ἀφοριζέσθω”» (ὅπ. ἀν., σελ. 28).
Θά μεταφέρωμε από τήν ἴδια ὁμιλία ἕνα χωρίο τό ὁποῖο ἔχει ἄμεσο σχέσι μέ τήν ἀποτείχισι «Ἔστί κακή ὁμόνοια, καί καλή διαφωνία · ἔστι σχισθῆναι καλῶς, καί ὁμονοῆσαι κακῶς· οἷς γάρ ἡ φιλία ἀπωλείας πρόξενος, τούτοις τό μῖσος ἀρετῆς ὑπόθεσις γίνεται · καί κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας, ἡ ὑπέρ ἀπαθείας διάστασις · καλόν τό εἰρηνεύειν πρός πάντας, ἀλλ’ ὁμονοοῦντας πρός τήν εὐσέβειαν· ἡ γάρ εἰρήνη μετά μέν τοῦ δικαίου καί πρέποντος, κάλλιστόν ἐστι κτῆμα καί λυσιτελέστατον, μετά δέ κακίας, ἤ δουλείας ἐπονειδίστου, πάντων αἴσχιστον τε καί βλαβερώτατον. Ἐπεί οὐδείς δύναται κτήσασθαι τήν ἀγάπην τῶν πονηρῶν καί κακῶν, χωρίς κακίας καί πονηρίας · μεγάλη δέ ἀρετή τοῦ δικαίου, ὅταν ἔχῃ τούς τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς, ἐχθρούς · καί τούς αὐτοῦ φίλους, φίλους · ὥσπερ μεγάλη κακία ἁμαρτωλοῦ, ὅταν τούς τοῦ Θεοῦ φίλους ἔχῃ ἐχθρούς, καί τούς ἐχθρούς αὐτοῦ φίλους» (ὅπ. ἀν. σελ. 22). Ἐδῶ ὁ Ἰωσήφ δεικνύει καθαρά τόν λόγο διά τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποτειχιζώμεθα ἀπό τούς αἱρετικούς καί τήν αἵρεσι. Ἀπό ὅλα αὐτά πειθόμεθα ὅτι εἰς τά τῆς πίστεως δέν ὑπάρχει καιρός καταλλαγῆς, συμφιλιώσεως, εἰρήνης καί ἀγάπης, ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές σήμερα φλυαροῦν, ἀλλά ὅλα γίνονται μόνο μέ τήν ἀληθινή μετάνοια καί ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου