«Η αντικανονικώς πραγματοποιηθείσα μονομερής εισαγωγή τού διορθωμένου Γρηγοριανού ημερολογίου εις τήν καθ’ ημάς αγιωτάτην Εκκλησίαν, μεθ’ όλων τών επί τρείς καί πλέον δεκαετηρίδας θλιβερών συνεπειών, παρέσχεν εις αυτήν καί έν πολυτιμότατον δίδαγμα. Τό δίδαγμα τού σεβασμού εις τάς παραδόσεις τής Εκκλησίας, διδασκόντων αυτών τών μή μετακινηθέντων από αυτάς παλαιοημερολογιτών.
Η Εκκλησία, είτε ως δόγμα, είτε ως λειτουργική παράδοσις, είτε ως ιδιάζουσα πνευματικότης, είτε ως γραπτή νομοθεσία, είτε ως άγραφος παράδοσις, αποτελεί από αιώνων έν ολοκληρωμένον σύνολον, μή υποκείμενον εις ουδεμίαν αλλοίωσιν εκ τής υποψίας, τάχα, ότι δείται τελειώσεως. Είναι εν Αγίω Πνεύματι πλήρης, κεκορεσμένη, ανενδεής εξ ανθρώπων. Ήδη είναι συντηρουμένη καί κατευθυνομένη υπό τού Αγίου Πνεύματος, εν τή πνευματική αυτής στρατεία πρός τάς αρχάς τού σκότους.
Η παράδοσις τής Εκκλησίας ευρίσκει έκφρασιν εν τώ συνδυασμώ τών Ι. Συνόδων καί τών Αγίων Πατέρων. Η διατυπωθείσα αλήθεια εν ταίς Ι. Συνόδοις καί η διδασκαλία τών αγίων πατέρων, συνιστούν τήν Παράδοσιν, τήν αλήθειαν τής Ορθοδοξίας.
Όσοι αποδέχονται τήν Παράδοσιν τής Εκκλησίας ως ισόκυρον μέ τάς Αγίας Γραφάς καί αγωνίζονται δι’ αυτήν, είναι μάρτυρες τή προαιρέσει. Διά τούτο φρονούμεν, ότι οι καλούμενοι παλαιοημερολογίται προσέφερον ανυπολόγιστον υπηρεσίαν εις τής Εκκλησίαν διά τής εμμονής αυτών εις τό παλαιόν εορτολόγιον. Τό ισχυρότερον επιχείρημα τών παλαιοημερολογιτών, είναι αυτή η αντικανονική εισαγωγή τού ημερολογίου εις τήν Εκκλησίαν, ήτις διέσπασε τήν εξωτερικήν ενότητα, πράξις υποκειμένη κατά τούς Ι. Κανόνας εις ποινήν, μήπω εισέτι λαβούσαν χώραν. Διά τό «μήπω» λοιπόν, τούτο, η Εκκλησία τής Ελλάδος ουκ εξέπεσε εκ τής στάσεως αυτής ως αδελφής ομοτίμου καί ορθοτομούσης τόν λόγον τής αληθείας ταίς λοιπαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις. Ναί, αλλ’ εσκανδάλισε, καί η αντικανονικότης παραμένει εισέτι αθεράπευτος, αντικανονικότης εξικνουμένη, υπό τινας προϋποθέσεις, μέχρι σχίσματος.
Πολλάκις κατηγορήθησαν οι παλαιοημερολογίται ως απειθείς τή Εκκλησία. Είναι άδικος η κατηγορία, εφ’ όσον πρόκειται περί θέματος σχετιζομένου μέ τήν θρησκευτικήν των συνείδησιν, ωκοδομημένην εν τώ σεβασμώ τών Ορθοδόξων παραδόσεων. Καί άν διά τήν απείθειάν των αυτήν θελήσωμεν νά τοίς προσάψωμεν μομφήν, εξ ίσου υποχρεούμεθα νά τιμήσωμεν αυτούς, ως θά γίνη ασφαλώς κάποτε υπό τής ιστορίας, διότι ηρνήθησαν νά ακολουθήσουν τάς περιπετειώδεις ανθρωπίνους ιδιοτροπίας. Η Εκκλησία τής Ελλάδος ούσα ακάλυπτος κανονικώς, δέν δικαιούται νά αξιοί υπακοήν, επειδή τό ζήτημα τελεί εν υποδικία.
Όταν εμηχανεύοντο τά περί Ημερολογίου καί Πασχαλίου Κανόνος εν Κων/λει, Πατριάρχης τού Οικουμενικού Θρόνου ήτο ο μοιραίος Μελέτιος Μεταξάκης, όστις συνεκινείτο περισσότερον από τόν προοδευτικόν Αγγλικανισμόν ή τά «απηρχαιωμένα» δόγματα τής Ορθοδοξίας.
Αλλ’ εκείνο όμως, τό οποίον επιβάλλεται νά προσέξωμεν ιδιαιτέρως, δέν είναι μόνον η σταθερά στάσις τών παλαιοημερολογιτών έναντι τού εορτολογικού προβλήματος, αλλ’ η εκφραστική διάθεσις τής τοποθετήσεως των έναντι τών εκκλησιαστικών παραδόσεων, ων εμφανίζονται αυτοί ως πιστοί φύλακες καί ακαταίσχυντοι τηρηταί. Εάν είχομεν ζωοποιώσαν Εκκλησίαν καί συνεχομένην εκ τής αγωνίας διά τήν διαφύλαξιν καί προάσπισιν τών εριτίμων υποθηκών τής αμωμήτου Ορθοδοξίας μας, θά έπρεπε νά περιβάλλη μέ σεβασμόν, στοργήν καί αγάπην, τούς αγνούς τούτους καί ενθουσιώδεις πιστούς.
Ιδού, διατί τό διχάσαν τήν Εκκλησίαν ημερολογιακόν ζήτημα δέν πρέπει νά τό βλέπωμεν μόνον εν τοίς στενοίς ορίοις τών δέκα καί τριών ημερών, αλλ’ εν συσχετίσει μέ τήν καθολικήν ζωήν τής Εκκλησίας, η οποία, διά τής αντικανονικής ενεργείας της, εστερήθη χιλιάδων πιστών, γνησιωτάτων καί πιστωτάτων εις τάς παραδόσεις καί βιούντων θαυμαστώς τό ιδιάζον ημίν ορθόδοξον μοναστικόν πνεύμα.
Ιδού διατί κατά μείζονα λόγον η Εκκλησία, πρός διατήρησιν τής υπερουσίου πνευματικότητός της, επιβάλλεται νά οικειωθή αυτά τά απλά εν Κυρίω καί ωραία τέκνα της, άτινα μακράν αυτής εσθίουν τό ουράνιον μάνα τής πατερικής σοφίας. Ζώντα ασκητικώς εν τώ κόσμω καί νηστεύοντα πολύ, καί προσευχόμενα διά τής νοεράς προσευχής καί συνεχίζοντα τήν παράδοσιν τής εν θλίψει καί πένθει Χριστού διαπορευομένης ασκητικής Ορθοδοξίας μας.Εάν η Εκκλησία αποφασίση νά ανασυνδέση τόν διακοπέντα δεσμόν της μέ τούς Αγίους Πατέρας, είναι απαραίτητον όπως εγκολπωθή τούς ασκητικούς παλαιοημερολογίτας, οίτινες αποτελούν ζώσαν πραγματικότητα, ως εκείνη τής αρχαίας Εκκλησίας, από τε απόψεως ορθοδόξων φρονημάτων, ηθικού βίου καί ιδιαζούσης πνευματικότητος. Κατόπιν τών ανωτέρω καθίσταται πρόδηλος η αναγκαιότης τής επιλύσεως τής εκκρεμότητος τού ημερολογιακού θέματος, η παράτασις τής οποίας θά διαιωνίζη τήν σύγχυσιν εν τή Εκκλησία. Θά κλονίζει εκκλησιολογικώς τάς ορθοδόξους βάσεις τής άνευ ικανότητός τινος αμύνης, θά νοθεύη τό πνευματικόν περιεχόμενόν της, θά ματαιώνη τούς σκοπούς της, θά στερείται τών θετικών υπηρεσιών τών ευλαβεστάτων τέκνων της παλαιοημερολογιτών, ών τό πνεύμα καί ο βίος εγγυώνται τήν αναγέννησιν τής Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, «δι’ ήν Χριστός απέθανε».
ΠΗΓΗ ''ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ''/
'ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ
''ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΙΤΗΣ'' ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1957
Η Εκκλησία, είτε ως δόγμα, είτε ως λειτουργική παράδοσις, είτε ως ιδιάζουσα πνευματικότης, είτε ως γραπτή νομοθεσία, είτε ως άγραφος παράδοσις, αποτελεί από αιώνων έν ολοκληρωμένον σύνολον, μή υποκείμενον εις ουδεμίαν αλλοίωσιν εκ τής υποψίας, τάχα, ότι δείται τελειώσεως. Είναι εν Αγίω Πνεύματι πλήρης, κεκορεσμένη, ανενδεής εξ ανθρώπων. Ήδη είναι συντηρουμένη καί κατευθυνομένη υπό τού Αγίου Πνεύματος, εν τή πνευματική αυτής στρατεία πρός τάς αρχάς τού σκότους.
Η παράδοσις τής Εκκλησίας ευρίσκει έκφρασιν εν τώ συνδυασμώ τών Ι. Συνόδων καί τών Αγίων Πατέρων. Η διατυπωθείσα αλήθεια εν ταίς Ι. Συνόδοις καί η διδασκαλία τών αγίων πατέρων, συνιστούν τήν Παράδοσιν, τήν αλήθειαν τής Ορθοδοξίας.
Όσοι αποδέχονται τήν Παράδοσιν τής Εκκλησίας ως ισόκυρον μέ τάς Αγίας Γραφάς καί αγωνίζονται δι’ αυτήν, είναι μάρτυρες τή προαιρέσει. Διά τούτο φρονούμεν, ότι οι καλούμενοι παλαιοημερολογίται προσέφερον ανυπολόγιστον υπηρεσίαν εις τής Εκκλησίαν διά τής εμμονής αυτών εις τό παλαιόν εορτολόγιον. Τό ισχυρότερον επιχείρημα τών παλαιοημερολογιτών, είναι αυτή η αντικανονική εισαγωγή τού ημερολογίου εις τήν Εκκλησίαν, ήτις διέσπασε τήν εξωτερικήν ενότητα, πράξις υποκειμένη κατά τούς Ι. Κανόνας εις ποινήν, μήπω εισέτι λαβούσαν χώραν. Διά τό «μήπω» λοιπόν, τούτο, η Εκκλησία τής Ελλάδος ουκ εξέπεσε εκ τής στάσεως αυτής ως αδελφής ομοτίμου καί ορθοτομούσης τόν λόγον τής αληθείας ταίς λοιπαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις. Ναί, αλλ’ εσκανδάλισε, καί η αντικανονικότης παραμένει εισέτι αθεράπευτος, αντικανονικότης εξικνουμένη, υπό τινας προϋποθέσεις, μέχρι σχίσματος.
Πολλάκις κατηγορήθησαν οι παλαιοημερολογίται ως απειθείς τή Εκκλησία. Είναι άδικος η κατηγορία, εφ’ όσον πρόκειται περί θέματος σχετιζομένου μέ τήν θρησκευτικήν των συνείδησιν, ωκοδομημένην εν τώ σεβασμώ τών Ορθοδόξων παραδόσεων. Καί άν διά τήν απείθειάν των αυτήν θελήσωμεν νά τοίς προσάψωμεν μομφήν, εξ ίσου υποχρεούμεθα νά τιμήσωμεν αυτούς, ως θά γίνη ασφαλώς κάποτε υπό τής ιστορίας, διότι ηρνήθησαν νά ακολουθήσουν τάς περιπετειώδεις ανθρωπίνους ιδιοτροπίας. Η Εκκλησία τής Ελλάδος ούσα ακάλυπτος κανονικώς, δέν δικαιούται νά αξιοί υπακοήν, επειδή τό ζήτημα τελεί εν υποδικία.
Όταν εμηχανεύοντο τά περί Ημερολογίου καί Πασχαλίου Κανόνος εν Κων/λει, Πατριάρχης τού Οικουμενικού Θρόνου ήτο ο μοιραίος Μελέτιος Μεταξάκης, όστις συνεκινείτο περισσότερον από τόν προοδευτικόν Αγγλικανισμόν ή τά «απηρχαιωμένα» δόγματα τής Ορθοδοξίας.
Αλλ’ εκείνο όμως, τό οποίον επιβάλλεται νά προσέξωμεν ιδιαιτέρως, δέν είναι μόνον η σταθερά στάσις τών παλαιοημερολογιτών έναντι τού εορτολογικού προβλήματος, αλλ’ η εκφραστική διάθεσις τής τοποθετήσεως των έναντι τών εκκλησιαστικών παραδόσεων, ων εμφανίζονται αυτοί ως πιστοί φύλακες καί ακαταίσχυντοι τηρηταί. Εάν είχομεν ζωοποιώσαν Εκκλησίαν καί συνεχομένην εκ τής αγωνίας διά τήν διαφύλαξιν καί προάσπισιν τών εριτίμων υποθηκών τής αμωμήτου Ορθοδοξίας μας, θά έπρεπε νά περιβάλλη μέ σεβασμόν, στοργήν καί αγάπην, τούς αγνούς τούτους καί ενθουσιώδεις πιστούς.
Ιδού, διατί τό διχάσαν τήν Εκκλησίαν ημερολογιακόν ζήτημα δέν πρέπει νά τό βλέπωμεν μόνον εν τοίς στενοίς ορίοις τών δέκα καί τριών ημερών, αλλ’ εν συσχετίσει μέ τήν καθολικήν ζωήν τής Εκκλησίας, η οποία, διά τής αντικανονικής ενεργείας της, εστερήθη χιλιάδων πιστών, γνησιωτάτων καί πιστωτάτων εις τάς παραδόσεις καί βιούντων θαυμαστώς τό ιδιάζον ημίν ορθόδοξον μοναστικόν πνεύμα.
Ιδού διατί κατά μείζονα λόγον η Εκκλησία, πρός διατήρησιν τής υπερουσίου πνευματικότητός της, επιβάλλεται νά οικειωθή αυτά τά απλά εν Κυρίω καί ωραία τέκνα της, άτινα μακράν αυτής εσθίουν τό ουράνιον μάνα τής πατερικής σοφίας. Ζώντα ασκητικώς εν τώ κόσμω καί νηστεύοντα πολύ, καί προσευχόμενα διά τής νοεράς προσευχής καί συνεχίζοντα τήν παράδοσιν τής εν θλίψει καί πένθει Χριστού διαπορευομένης ασκητικής Ορθοδοξίας μας.Εάν η Εκκλησία αποφασίση νά ανασυνδέση τόν διακοπέντα δεσμόν της μέ τούς Αγίους Πατέρας, είναι απαραίτητον όπως εγκολπωθή τούς ασκητικούς παλαιοημερολογίτας, οίτινες αποτελούν ζώσαν πραγματικότητα, ως εκείνη τής αρχαίας Εκκλησίας, από τε απόψεως ορθοδόξων φρονημάτων, ηθικού βίου καί ιδιαζούσης πνευματικότητος. Κατόπιν τών ανωτέρω καθίσταται πρόδηλος η αναγκαιότης τής επιλύσεως τής εκκρεμότητος τού ημερολογιακού θέματος, η παράτασις τής οποίας θά διαιωνίζη τήν σύγχυσιν εν τή Εκκλησία. Θά κλονίζει εκκλησιολογικώς τάς ορθοδόξους βάσεις τής άνευ ικανότητός τινος αμύνης, θά νοθεύη τό πνευματικόν περιεχόμενόν της, θά ματαιώνη τούς σκοπούς της, θά στερείται τών θετικών υπηρεσιών τών ευλαβεστάτων τέκνων της παλαιοημερολογιτών, ών τό πνεύμα καί ο βίος εγγυώνται τήν αναγέννησιν τής Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, «δι’ ήν Χριστός απέθανε».
ΠΗΓΗ ''ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ''/
'ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ
''ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΙΤΗΣ'' ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1957
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου