Κεντρικό γεγονός και χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκκλησιαστικής ιστορίας του 20ού αιώνα αποτελεί η γένεση και η εξέλιξη της οικουμενικής κίνησης. Η Οικουμενική κίνηση, ως πραγματικότητα και ως τεχνικός όρος, ακόμη και ως πεδίο επιστημονικής έρευνας, είναι γεννήμα και θρέμμα του 20ού αιώνα. Αναφέρεται στην έντονη αυτοσυνείδηση, που εμφανίσθηκε κυρίως από τις αρχές το 20ού αιώνα,του χάσματος και των διαφορών μεταξύ των χριστιανικών ϊκκλησιών και ομολογιών γεγονός, που οδήγησε στις οργανωμένες σχέσεις και επαφές μεταξύ τους με σκοπό να υπερβούν την αντιπαλότητα, τις αντιδικίες, την αμυντική εσωστρέφεια και την εγωιστική αποκλειστικότητα. Ακόμη αναζήτησαν να βρουν έναν κοινό παρονομαστή στη διακονία και μαρτυρία προς τον κόσμο και να δημιουργήσουν βαθμιαία το κατάλληλο κλίμα που θα επιτρέψει την αποκατάσταση της ενότητάς τους. Η οικουμενική κίνηση έχει μια πολύπλευρη ιστορία, στην οποία διασταυρώνονται πολλές και διάφορες ρίζες, αφετηρίες, κινήσεις, γεγονότα και ρεύματα.
Πέρα από τη γεωγραφική και την παραδοσιακή εκκλησιαστική σημασία του, ο όρος «οικουμενικός» με τη νέα του έννοια, που φανερώνει τη διάθεση για προσέγγιση των χριστιανών και για υπέρβαση των διαφορών ανάμεσα σε έθνη, ομολογίες και τάξεις, εμφανίζεται στους κύκλους του Ευαγγελικού Συνδέσμου (Εvangelical Alliance) και της Χριστιανικής Αδελφότητας των Νέων (XΑΝ,YMCA). Χρησιμοποιήθηκε με την παρα3νω έννοια για πρώτη φορά από τον πάστορα της Γαλλικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας Α. Monod το 1846 και ταυτόχρονα στους ίδιους κύκλους από τον Η. Dumant, ο οποίος δεν ήταν μόνο ο ιδρυτής του Ερυθρού Σταυρού, αλλά και ένας από τους σκαπανείς της ΧΑΝ και Γραμματέας του παραρτήματος του Ευαγγελικού Συνδέσμου στη Γενεύη. Ωστόσο, ακόμη περιγράφεται και εκφράζεται περισσότερο μια προτεσταντική πραγματικότητα, αφού ο όρος «οικουμένη» υπονοούσε το διαιρεμένο προτεσταντικό κόσμο και ο όρος «οικουμενική κίνηση» αναφερόταν στην ανάγκη για υπέρβαση ων αντιθέσεων και την προσέγγιση των διαφόρων προτεσταντικών ομάδων.
Μια νέα φάση στην ιστορία της λέξης «οικουμενικός, ή, ό», στενά συνδεδεμένη με τη νέα κίνηση, ξεκίνησε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όταν άρχισαν να διαμορφώνονται οι παγκόσμιες προδρομικές κινήσεις της οικουμενικής κίνησης του 20ού αιώνα, «Ζωή και Εργασία» και «Πίστη και Τάξη». Σημαντική ώθηση έδωσε ο αρχιεπίσκοπος Ουψάλας Ν. Soderblom, όταν ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου σχεδίαζε «οικουμενικά» χριστιανικά συνέδρια για να ασχοληθούν με :α θέματα της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης και πρό:εινε το 1919 να δημιουργηθεί ένα μόνιμο «Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών». Έως το 1937, έτος σημαντικών παγκόσμιων συνεδρίων και των δύο κινήσεων «Ζωή και Εργασία» και «Πίστη και Τάξη», συνηθίζεται πλέον η χρησιμοποίηση του χαρακτηρισμού «οικουμενική κίνηση» για να εκφράσει τη σχέση μεταξύ διαφορετικών εκκλησιών και την οργανωμένη κινητικότητα και την επιθυμία τους για την αποκατάσταση της ενότητάς τους. Το ίδιο έτος ο ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Yves Cοngar εισήγαγε τον όρο «οικουμενισμός». Το βιβλίο του «Διηρημένοι Χριστιανοί» είχε τον υπότιτλο «αρχές ενός καθολικού οικουμενισμού». Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, αλλά απορρίπτεται από πολλούς, γιατί η κατάληξη «ισμός» φανερώνει ιδεολογικοποίηση ή θρησκειοποίηση του όρου, τον μειώνει και εκφράζει περισσότερο ένα στατικό φαινόμενο παρά μία δυναμική κίνηση.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο πρόεδρος του Α' Συνεδρίου της Ορθόδοξης θεολογίας στην Αθήνα το 1936 καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος υιοθετεί και χρησιμοποιεί σε διορθόδοξα πλαίσια - για πρώτη φορά απο οσο γνωρίζουμε τον όρο «οικουμενική κίνηση» με τη δυναμική του σημασία. Έχοντας συνείδηση ότι έληξε η εποχή της απομόνωσης και ότι ανέτειλε, όπως τονίζει, μια νέα εποχή ένωσης, ανασύνδεσης και εγρήγορσης της ενιαίας χριστιανικής συνείδησης, θεωρεί τη νέα κίνηση, «την κοινώς λεγομένην και δια του ελληνικού όρου οικουμενικήν» ως υπεράνθρωπη προσπάθεια «δια την επιτυχίαν αν μη της ενώσεως, δια πολλούς λόγους δυσχερέστατης και αδυνάτου επί των ημερών μας, τουλάχιστον της αμοιβαίας συνεννοήσεως των Χριστιανικών Εκκλησιών». Με τη λεγόμενη οικουμενική κίνηση, υπογραμμίζει ακόμη ο Αλιβιζάτος, καταβάλλεται ενωτική προσπάθεια ανασύνδεσης των αποκοπέντων συνδετικών κρίκων με σκοπό να συνεργαστούν όλες οι υφιστάμενες πνευματικές δυνάμεις και να δημιουργήσουν ενιαίο χριστιανικό μέτωπο εναντίον του ηθικού κακού, που απειλούσε να καταστρέψει τη θρησκευτική, ηθική και κοινωνική ζωή. Είναι φανερό ότι η αντίληψη που έχει ο Αλιβιζάτος για την έννοια της οικουμενικής κίνησης περιλαμβάνει τις σχέσεις των χριστιανικών εκκλησιών, το θεολογικό διάλογο και η συνεργασία σε πρακτικό επιπεδο. Η κατανόηση αυτή είναι δηλωτική της στάσης που θα τηρήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία εντός του Π.Σ.Ε. στο μέλλον.
Πέρα από τη γεωγραφική και την παραδοσιακή εκκλησιαστική σημασία του, ο όρος «οικουμενικός» με τη νέα του έννοια, που φανερώνει τη διάθεση για προσέγγιση των χριστιανών και για υπέρβαση των διαφορών ανάμεσα σε έθνη, ομολογίες και τάξεις, εμφανίζεται στους κύκλους του Ευαγγελικού Συνδέσμου (Εvangelical Alliance) και της Χριστιανικής Αδελφότητας των Νέων (XΑΝ,YMCA). Χρησιμοποιήθηκε με την παρα3νω έννοια για πρώτη φορά από τον πάστορα της Γαλλικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας Α. Monod το 1846 και ταυτόχρονα στους ίδιους κύκλους από τον Η. Dumant, ο οποίος δεν ήταν μόνο ο ιδρυτής του Ερυθρού Σταυρού, αλλά και ένας από τους σκαπανείς της ΧΑΝ και Γραμματέας του παραρτήματος του Ευαγγελικού Συνδέσμου στη Γενεύη. Ωστόσο, ακόμη περιγράφεται και εκφράζεται περισσότερο μια προτεσταντική πραγματικότητα, αφού ο όρος «οικουμένη» υπονοούσε το διαιρεμένο προτεσταντικό κόσμο και ο όρος «οικουμενική κίνηση» αναφερόταν στην ανάγκη για υπέρβαση ων αντιθέσεων και την προσέγγιση των διαφόρων προτεσταντικών ομάδων.
Μια νέα φάση στην ιστορία της λέξης «οικουμενικός, ή, ό», στενά συνδεδεμένη με τη νέα κίνηση, ξεκίνησε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όταν άρχισαν να διαμορφώνονται οι παγκόσμιες προδρομικές κινήσεις της οικουμενικής κίνησης του 20ού αιώνα, «Ζωή και Εργασία» και «Πίστη και Τάξη». Σημαντική ώθηση έδωσε ο αρχιεπίσκοπος Ουψάλας Ν. Soderblom, όταν ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου σχεδίαζε «οικουμενικά» χριστιανικά συνέδρια για να ασχοληθούν με :α θέματα της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης και πρό:εινε το 1919 να δημιουργηθεί ένα μόνιμο «Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών». Έως το 1937, έτος σημαντικών παγκόσμιων συνεδρίων και των δύο κινήσεων «Ζωή και Εργασία» και «Πίστη και Τάξη», συνηθίζεται πλέον η χρησιμοποίηση του χαρακτηρισμού «οικουμενική κίνηση» για να εκφράσει τη σχέση μεταξύ διαφορετικών εκκλησιών και την οργανωμένη κινητικότητα και την επιθυμία τους για την αποκατάσταση της ενότητάς τους. Το ίδιο έτος ο ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Yves Cοngar εισήγαγε τον όρο «οικουμενισμός». Το βιβλίο του «Διηρημένοι Χριστιανοί» είχε τον υπότιτλο «αρχές ενός καθολικού οικουμενισμού». Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, αλλά απορρίπτεται από πολλούς, γιατί η κατάληξη «ισμός» φανερώνει ιδεολογικοποίηση ή θρησκειοποίηση του όρου, τον μειώνει και εκφράζει περισσότερο ένα στατικό φαινόμενο παρά μία δυναμική κίνηση.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο πρόεδρος του Α' Συνεδρίου της Ορθόδοξης θεολογίας στην Αθήνα το 1936 καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος υιοθετεί και χρησιμοποιεί σε διορθόδοξα πλαίσια - για πρώτη φορά απο οσο γνωρίζουμε τον όρο «οικουμενική κίνηση» με τη δυναμική του σημασία. Έχοντας συνείδηση ότι έληξε η εποχή της απομόνωσης και ότι ανέτειλε, όπως τονίζει, μια νέα εποχή ένωσης, ανασύνδεσης και εγρήγορσης της ενιαίας χριστιανικής συνείδησης, θεωρεί τη νέα κίνηση, «την κοινώς λεγομένην και δια του ελληνικού όρου οικουμενικήν» ως υπεράνθρωπη προσπάθεια «δια την επιτυχίαν αν μη της ενώσεως, δια πολλούς λόγους δυσχερέστατης και αδυνάτου επί των ημερών μας, τουλάχιστον της αμοιβαίας συνεννοήσεως των Χριστιανικών Εκκλησιών». Με τη λεγόμενη οικουμενική κίνηση, υπογραμμίζει ακόμη ο Αλιβιζάτος, καταβάλλεται ενωτική προσπάθεια ανασύνδεσης των αποκοπέντων συνδετικών κρίκων με σκοπό να συνεργαστούν όλες οι υφιστάμενες πνευματικές δυνάμεις και να δημιουργήσουν ενιαίο χριστιανικό μέτωπο εναντίον του ηθικού κακού, που απειλούσε να καταστρέψει τη θρησκευτική, ηθική και κοινωνική ζωή. Είναι φανερό ότι η αντίληψη που έχει ο Αλιβιζάτος για την έννοια της οικουμενικής κίνησης περιλαμβάνει τις σχέσεις των χριστιανικών εκκλησιών, το θεολογικό διάλογο και η συνεργασία σε πρακτικό επιπεδο. Η κατανόηση αυτή είναι δηλωτική της στάσης που θα τηρήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία εντός του Π.Σ.Ε. στο μέλλον.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου