Υπέρβαση των διαχωριστικών τειχών ανάμεσα σε εκκλησιαστικές παραδόσεις, ομολογίες και λαούς και ανανέωση ήταν οι προσδοκίες που συνδέθηκαν με το ξεκίνημα της οικουμενικής πορείας. Βέβαια υπήρχαν διαφορετικοί οραματισμοί μεταξύ των οικουμενικών σκαπανέων και διαφορετικές αντιλήψεις για τον προορισμό της πορείας που άρχιζε. Κάποιοι οραματίστηκαν «τον ευαγγελισμό του κόσμου στην παρούσα γενεά», άλλοι την οικοδόμηση μιας διεθνούς τάξης με ειρήνη και δικαιοσύνη, βασισμένη στο χριστιανικό ήθος, ενώ άλλοι έθεσαν στόχο την ανανέωση της ζωής των εκκλησιών και τη χριστιανική ενότητα. Όλοι οι οραματισμοί μέσω της αλληλεπίδρασής τους και των κατά καιρούς εντάσεων τους διαμόρφωσαν την πορεία της οικουμένης.
Στις ιστορικές μελέτες για την οικουμενική κίνηση υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την αφετηρία της. Ολες δέχονται ότι αρχικά δεν ήταν οι εκκλησίες αυτές που ξεκίνησαν την οικουμενική κίνηση. Αυτή ξεπρόβαλε από την περιφέρεια των μεγάλων εκκλησιών και ομολογιών, από την περιοχή των διαφόρων διομολογιακών ομοσπονδιών και ενώσεων, οι οποίες είχαν ξεπηδήσει από το αναγεννητικό κίνημα εντός του προτεσταντικού κόσμου τον 19ο αιώνα. Αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία οικουμενικού κλίματος διαδραμάτισαν η Παγκόσμια Χριστιανική Φοιτητική Ομοσπονδία (WSCF, 1895), διάφορες Βιβλικές Εταιρίες, ενώσεις των ιεραποστολικών εταιριών και η Χριστιανική Αδελφότητα Νέων (ΥΜCΑ, 1844). Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιρροής που άσκησε η ΧΑΝ στην οικουμενική κίνηση είναι ότι το Α' Άρθρο Βάση του Π.Σ.Ε.,που ίσχυσε έως την Γ' Γενική συνέλευσή του στο Νέο Δελχί (1961) και αναφερόταν στην πίστη «στον Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα», διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο συνέδριο της στο Παρίσι το 1855. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι απο τους πρωτεργάτες της οικουμενικής κίνησης είχαν διασυνδέσεις σε όλες τις περιοχές δράσης που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Από αυτές τις περιοχές δράσης ο τομέας της ιεραποστολής θεωρείται ως ένα από τα κυριότερα αίτια για τη δημιουργία της οικουμενικής κίνησης. Εάν ο 20ός αιώνας σε ό,τι αφορά τις χριστιανικές εκκλησίες θεωρείται ως αιώνας της οικουμένης, ο 19ος αιώνας έχει χαρακτηριστεί ως αιώνας της ιεραποστολικής αφύπνισης σε όλα τα μέρη του κόσμου. Το κομβικό σημείο, στο οποίο οι δύο περίοδοι διασταυρώθηκαν, ήταν το Α' Παγκόσμιο Ιεραποστολικό Συνέδριο στο Εδιμβούργο το 1910. Με αυτό η ιεραποστολική κίνηση του 19ου αιώνα πέρασε στην οικουμενική της φάση. Κάτω από την πίεση της κριτικής των νέων εκκλησιών του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» του είχαν δεχθεί την ιεραποστολή, εξαιτίας της εικόνας που παρουσίαζε η πολυδιάσπαση της μιας χριστιανικής εκκλησίας, του ιεραποστολικού ανταγωνισμού και της παρεπόμενης έλλειψης αξιοπιστίας του Ευαγγελίου, καθώς επίσης και της σύνδεσης της χριστιανικής ιεραποστολής με την αποικιοκρατία, αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες προκειιένου να βρεθούν τρόποι για τη συνεργασία των εκκλησιών και την επανεξέταση και ανεύρεση της ενότητας της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιδέα της ενότητας όλων των χριστιανών σε κάθε τόπο, όπως αυτή θα τυπωθεί αργότερα στα πλαίσια του Π.Σ.Ε., θεμελιώνεται ήδη στο Ιεραποστολικό Συνέδριο του Εδιμβούργου. Η ιεραποστολική κίνηση από την εποχή αυτή θεωρήθηκε από τον πρώτο Γενικό Γραμματέα του Π.Σ.Ε. Visser΄τ Hooft ότι είχε βαθιά συναίσθηση των υποχρεώσεων της για μαρτυρία της «φύσης της χριστιανικής πίστης που αγκαλιάζει τον κόσμο» και για «επείγουσα χριστιανική αποστολή» του «παγκόσμιου ευαγγελισμού όλου του κόσμου».
Ωστόσο, θεολογικές και δογματικές διαφορές δεν συζητήθηκαν, γιατί μόνο εμπόδια θα δημιουργουσαν, όπως πιστευόταν, στην συνεργασία για την ιεραποστολή. Η ώθηση, όμως, για να δημιουρηθεί ένας οικουμενικός φορέας που θα αναλάμβανε το θεολογικό διάλογο και τη διευκρίνηση της φύσης της ενότητας σε ολόκληρη την οικουμένη είχε δοθεί.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου