Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, μετά απο την σύνταξη της Εγκυκλίου του 1901 (που δεν αναλύουμε διότι δεν είναι επί του παρόντος), προχώρησε εις την σύνταξη από μέρους του όχι μιας νέας ακόμη πρότασης, αλλά ενός υπομνήματος-πατριαρχικής εισήγησης, με συγκεκριμένες προτάσεις και θέσεις. Αυτό το κατέθεσε στην Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις αρχές του 1902. Με το κείμενό του ο Πατριάρχης πρότεινε στα μέλη της Ιεράς Συνόδου να συσκεφτούν απο κοινού το ενδεχόμενο της σύνταξης μιας Πατριαρχικής Επιστολής προς τις αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες, με την οποία αυτές θα προσκαλούνταν να εγκαινιάσουν μια διορθόδοξη συζήτηση με την κατάθεση των προτάσεων τους στα θέματα που θα θίγονταν στην Επιστολή. Σε πρώτη φάση αυτά θα αφορούσαν την εξεύρεση των κατάλληλων μέσων και τρόπων για την προαγωγή και εμπέδωση της σύγχρονης διορθόδοξης ενότητας, για μια ενδεχόμενη εξομάλυνση των σχέσεων των Ορθοδόξων Εκκλησιών με τις Εκκλησίες της Δύσης, για την υποστήριξη και περαιτέρω ανάπτύξη του μοναχισμού και για την ρύθμιση του ημερολογιακού ζητήματος και των κωλυμάτων γάμου.
Οι προτάσεις του Πατριάρχη τροκάλεσαν έντονο ενθουσιασμό στην πατριαρχική Ιερά Σύνοδο, η οποία αποφάσισε και την περαιτέρω συνοδική επεξεργασία τους. Αποκορύφωμα της διαδικασίας αυτής ήταν η πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη σύνταξη της περίφημης «Πατριαρχικής και Συνοδικής Εγκυκλίου του 1902» και η αποστολή της στις 12 Ιουνίου 1902 προς τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και προς τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες στην Κύπρο, Ρωσία, Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβούνιο (η Εγκύκλιος δεν στάλθηκε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, καθώς είχε διακοπεί η εκκλησιαστική κοινωνία με αυτό). Η θεματολογία της Εγκυκλίου περιορίστηκε στις διορθόδοξες, τις διαχριστιανικές σχέσεις και το ημερολογιακό ζήτημα. (Δια να αναγνώσετε την Εγκύκλιο του 1902 πατήστε ΕΔΩ
Όσον αφορά τις διαχριστιανικές σχέσεις, ο Πατριάρχης διευκρίνισε εξαρχής ότι επιζητούσε να πληροφορηθεί τις απόψεις των υπόλοίπων Ορθόδοξων Προκαθημένων για τις σύγχρονες και τις μελλοντικές σχέσεις της Ορθοδοξίας «μετά των δύο μεγάλων του χριστιανισμού αναδενδράδων, της Δυτικής δηλονούν και της των Διαμαρτυρομένων Εκκλησίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεοαι στο κείμενο της Εγκυκλίου. Ακολούθως υπενθύμισε με χαρακτηριστικο τρόπο,
«ότι διηνεκούς ευχής και δεήσεως υποκείμενον διατελεί εν τη καθ' ημάς Εκκλησία και παντός γνήσιου χριστιανού τη ευαγγεη της ενότητος διδασκαλία στοιχούντος πόθος ευσεβής και εγκάρδιος η εν τη ορθοδόξω πίστει μεθ' ημών ένωσις αυτών και πάντων των εις Χριστόν πιστευόντων»
και αφού στη συνέχεια περιέγράψε τις δυσκολίες που υπάρχουν για μια συνεννόηση ανάμεσα στις Εκκλησίες, τόνισε ότι
«η Εκκλησία μία εστί πράγματι εν ταυτότητι πίστεως και ομοιότητι ηθών και εθίμων συνωδά ταις αποφάσεσι των επτά Οικουμενικών Συνόδων, και μία οφείλει είναι, αλλ' ου πολλαί και διαφέουσαι προς αλλήλας κατά τε τα δόγματα και τους θεμελιώδεις θεσμούς της εκκλησιαστικής διακυβερνήσεως».
Ο Πατριάρχης δεν παρέλειψε επίσης να υπενθυμίσει ότι καθώς υα πάντα είναι δυνατά για τον Θεό έτσι,
«και περί της των πάντων ενώσεως ελπίζειν ένεστιν ως δυνατής ποτέ εσομένης, της θείας μεν χάριτος επιφοιτώσης και συνερομένης, των ανθρώπων δ' εις τρίβους ευαγγελικής αγάπης και ειρήνης κατευθυνόμενων».
Για τον λόγο λοιπόν αυτό επιζήτησε από τους Προκαθημένους να σκεφτούν και φροντίσουν,
«κατά το ενόν, πώς αν είη δυνα:όν προλειάναι την προς τοιούτο τέρμα άγουσαν ανώμαλον, το γε νυν, οδόν, εξευρείν τε σημεία συναντήσεως και επαφής, ή και αμοιβαίων θεμιτών παροράσεων, μέχρι της δια του χρόνου του όλου έργου τελειώσεως, δι ης πληρωθήσεται προς κοινήν ευφροσύνην και ωφέλειαν η περί μιας ποιμνης και ενός ποιμένος ρήσις του Κυρίου».
Τέλος, ο Ιωακείμ ο Γ' κατέθεσε και την πρόταση - ερώτημα, εαν έκριναν επίκαιρο να πραγματοτοιηθεί μια προδιάσκεψη για να προπαρασκευαστεί ένα ομαλό πεδίο φιλικής αμοιβαίας προσπελάσεως και να καθοριστούν με πανορθόδοξη ομοφωνία οι βάσεις και τα καλύτερα μέτρα και μέσα για την προσέγγιση με τίς συγκεκριμένες Εκκλησίες.
Αναφορικά προς το ζήτημα των σχέσεων της Ορθόδοξης με την Παλαιοκαθολική Εκκλησία, ο Ιωακείμ ο Γ' επαίνεσε τον ζήλο των μελών της δεύτερης για την εξεύρεση της αλήθειας και την αποκατάσταση της ευαγγελικής αλήθειας, αλλά υπογράμμισε παράλληλα ότι διάφοροι ορθόδοξοι που είχαν μελετήσει την διδασκαλία τους, είχαν καταλήξει σε διιστάμενα συμπεράσματα. Ορισμένοι είχαν υποστηρίξει ότι υφίσταντο σημαντικές δογματικές αποκλίσεις και άλλοι ότι οι διαφορές δεν ήταν ικανές να σταθούν εμπόδιο για την ενότητα στην πίστη και την μυστηριακή επικοινωνία. Εξαιτίας αυτής της αμφιταλάντευσης ο Πατριάρχης ζήτησε να πληροφορηθεί την γνώμη των Ορθόδοξων Προκαθημένων για το αν εύρισκαν επίκαιρο το θέμα και ποιον τρόπο είχαν να προτείνουν,
«επί τω διευκολύναι την πραγμάτωσιν του προς την μεθ' ημών τελείαν ένωσιν πόθου των περί ων ο λόγος χριστιανών, ως ευοίωνον απαρχήν της ελπιζομένης και ποθητής παγκοσμίου χριστιανικής ενότητος».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Οι προτάσεις του Πατριάρχη τροκάλεσαν έντονο ενθουσιασμό στην πατριαρχική Ιερά Σύνοδο, η οποία αποφάσισε και την περαιτέρω συνοδική επεξεργασία τους. Αποκορύφωμα της διαδικασίας αυτής ήταν η πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη σύνταξη της περίφημης «Πατριαρχικής και Συνοδικής Εγκυκλίου του 1902» και η αποστολή της στις 12 Ιουνίου 1902 προς τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και προς τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες στην Κύπρο, Ρωσία, Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβούνιο (η Εγκύκλιος δεν στάλθηκε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, καθώς είχε διακοπεί η εκκλησιαστική κοινωνία με αυτό). Η θεματολογία της Εγκυκλίου περιορίστηκε στις διορθόδοξες, τις διαχριστιανικές σχέσεις και το ημερολογιακό ζήτημα. (Δια να αναγνώσετε την Εγκύκλιο του 1902 πατήστε ΕΔΩ
Όσον αφορά τις διαχριστιανικές σχέσεις, ο Πατριάρχης διευκρίνισε εξαρχής ότι επιζητούσε να πληροφορηθεί τις απόψεις των υπόλοίπων Ορθόδοξων Προκαθημένων για τις σύγχρονες και τις μελλοντικές σχέσεις της Ορθοδοξίας «μετά των δύο μεγάλων του χριστιανισμού αναδενδράδων, της Δυτικής δηλονούν και της των Διαμαρτυρομένων Εκκλησίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεοαι στο κείμενο της Εγκυκλίου. Ακολούθως υπενθύμισε με χαρακτηριστικο τρόπο,
«ότι διηνεκούς ευχής και δεήσεως υποκείμενον διατελεί εν τη καθ' ημάς Εκκλησία και παντός γνήσιου χριστιανού τη ευαγγεη της ενότητος διδασκαλία στοιχούντος πόθος ευσεβής και εγκάρδιος η εν τη ορθοδόξω πίστει μεθ' ημών ένωσις αυτών και πάντων των εις Χριστόν πιστευόντων»
και αφού στη συνέχεια περιέγράψε τις δυσκολίες που υπάρχουν για μια συνεννόηση ανάμεσα στις Εκκλησίες, τόνισε ότι
«η Εκκλησία μία εστί πράγματι εν ταυτότητι πίστεως και ομοιότητι ηθών και εθίμων συνωδά ταις αποφάσεσι των επτά Οικουμενικών Συνόδων, και μία οφείλει είναι, αλλ' ου πολλαί και διαφέουσαι προς αλλήλας κατά τε τα δόγματα και τους θεμελιώδεις θεσμούς της εκκλησιαστικής διακυβερνήσεως».
Ο Πατριάρχης δεν παρέλειψε επίσης να υπενθυμίσει ότι καθώς υα πάντα είναι δυνατά για τον Θεό έτσι,
«και περί της των πάντων ενώσεως ελπίζειν ένεστιν ως δυνατής ποτέ εσομένης, της θείας μεν χάριτος επιφοιτώσης και συνερομένης, των ανθρώπων δ' εις τρίβους ευαγγελικής αγάπης και ειρήνης κατευθυνόμενων».
Για τον λόγο λοιπόν αυτό επιζήτησε από τους Προκαθημένους να σκεφτούν και φροντίσουν,
«κατά το ενόν, πώς αν είη δυνα:όν προλειάναι την προς τοιούτο τέρμα άγουσαν ανώμαλον, το γε νυν, οδόν, εξευρείν τε σημεία συναντήσεως και επαφής, ή και αμοιβαίων θεμιτών παροράσεων, μέχρι της δια του χρόνου του όλου έργου τελειώσεως, δι ης πληρωθήσεται προς κοινήν ευφροσύνην και ωφέλειαν η περί μιας ποιμνης και ενός ποιμένος ρήσις του Κυρίου».
Τέλος, ο Ιωακείμ ο Γ' κατέθεσε και την πρόταση - ερώτημα, εαν έκριναν επίκαιρο να πραγματοτοιηθεί μια προδιάσκεψη για να προπαρασκευαστεί ένα ομαλό πεδίο φιλικής αμοιβαίας προσπελάσεως και να καθοριστούν με πανορθόδοξη ομοφωνία οι βάσεις και τα καλύτερα μέτρα και μέσα για την προσέγγιση με τίς συγκεκριμένες Εκκλησίες.
Αναφορικά προς το ζήτημα των σχέσεων της Ορθόδοξης με την Παλαιοκαθολική Εκκλησία, ο Ιωακείμ ο Γ' επαίνεσε τον ζήλο των μελών της δεύτερης για την εξεύρεση της αλήθειας και την αποκατάσταση της ευαγγελικής αλήθειας, αλλά υπογράμμισε παράλληλα ότι διάφοροι ορθόδοξοι που είχαν μελετήσει την διδασκαλία τους, είχαν καταλήξει σε διιστάμενα συμπεράσματα. Ορισμένοι είχαν υποστηρίξει ότι υφίσταντο σημαντικές δογματικές αποκλίσεις και άλλοι ότι οι διαφορές δεν ήταν ικανές να σταθούν εμπόδιο για την ενότητα στην πίστη και την μυστηριακή επικοινωνία. Εξαιτίας αυτής της αμφιταλάντευσης ο Πατριάρχης ζήτησε να πληροφορηθεί την γνώμη των Ορθόδοξων Προκαθημένων για το αν εύρισκαν επίκαιρο το θέμα και ποιον τρόπο είχαν να προτείνουν,
«επί τω διευκολύναι την πραγμάτωσιν του προς την μεθ' ημών τελείαν ένωσιν πόθου των περί ων ο λόγος χριστιανών, ως ευοίωνον απαρχήν της ελπιζομένης και ποθητής παγκοσμίου χριστιανικής ενότητος».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου