Το τελευταίο ερώτημα που έθεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης προς τους Ορθόδοξους Προκαθημένους αφορά το ζήτημα της μεταρρύθμισης του Ιουλιανού ημερολογίου ή της αποδοχής του Γρηγοριανού. Ο ίδιος, αφού πρώτα ανέφερε τις διισταμένες για το θέμα γνώμες, επιζήτησε λόγω και της εντεινόμενης συζήτησης, την ανταλλαγή απόψεων, «άτε δη του ζητήματος τούτου συν τη επιστημονική μορφή προφανή έχοντος σημασίαν εκκλησιαστικήν, (...) ίνα και περί τούτου διαμορφωθή κοινόν εν αυταίς φρόνημα, μία δε γνώμη και απόφασις της καθόλου ορθοδόξου Εκκλησίας, η μόνη απόκειται η περί τούτου κρίσις και η εξεύρεσις, εν ανάγκη, τρόπου συνδυάζοντος κατά το εφικτόν την επιζητούμενην σχετικήν επιστημονικήν ακρίβειαν προς την ποθούμενην τήρησιν καθιερωμένων εκκλησιαστικών ορισμών».
Είναι προφανές από την διατύπωση του ερωτήματος οτι αυτό που απασχολούσε τον Ιωακείμ τον Γ' ήταν πρωτίστως η διαμόρφωση μιας κοινής από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες απόφασης επάνω στο θέμα της αλλαγής του ημερολογίου. Ιδιαίτερη όμως βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί και στην αναφορά της εκζήτησης της γνώμης των επιστημόνων και στη πρόθεση του συνδυασμού ακριβούς επιστημονικής γνώσης και εκκλησιαστικών ορισμών, πράγμα που άλλωστε ήταν σύμφωνο και με τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου, καθώς την εποχή αυτή σε άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και παραδόσεις επικρατούσε ακόμη μια συγκρουσιακή τάση σχετικά με το ζήτημα της σχέσης μεταξύ «πίστης» και «επιστήμης», ανεξάρτητα από το θέμα που εξεταζόταν...
Από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες που έλαβαν την Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο απάντησαν σχεδόν όλες μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν απάντησαν μόνο το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, για άγνωτο μέχρι στιγμής λόγο, και η Εκκλησία της Κύπρου λόγω της μη ύπαρξης κανονικού Αρχιεπισκόπου.
Δύο χρόνια μετά την εξαπόλύση της «Εγκυκλίου του 1902» το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε την «Ανταπάντηση» του με μια νέα Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο, στις 12 Μαΐου 1904, η οποία παρέμεινε έκτοτε γνωστή ως «Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1904». Και για αυτήν την Εγκύκλιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο ακολούθησε την ίδια, όπως και το 1902, συνοδική διαδικασία και επεξεργασία μέχρι την τελική σύνταξη του κειμένου της.
Μετά την έκθεση των απόψεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τις διορθόδοξες σχέσεις Ιωακείμ ο Γ προχώρησε στην διατύπωση ορισμένων παρατηρήσεων και για τα υπόλοιπα θέματα που είχαν θιχτεί προ διετίας και όφειλαν να λυθούν με πανορθόδοξη συνεννόηση, δηλαδή αυτά των διαχριστιανικών σχέσεων και του ημερολογίου. Αναφορικά με το πρώτο ο Πατριάρχης εξέφρασε την συμφωνία του με τους Προκαθημένους των Ορθόδοξων Εκκλησιών ότι πράγματι υπήρχαν πολλές δυσχέρειες, οι οποίες αυξάνογταν από τις προσηλυτιστικές τάσεις και πρακτικές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και των Διαμαρτυρομένων. Αφού λοιπόν πρώτα καταδίκασε τις τάσεις αυτές, τις
«επεγειρομένας και όλως έριδας και διχοστασίας πανταχού δημιουργημένας επί βλασφημία του υπερτίμου χριστιανικού ονόματος εν τοις έθνεσιν»,
κάλεσε τους Προκαθημένους πριν από όλα να φυλάττουν άγρυπνα τους εαυτούς και τα ποίμνιά τους από την επήρεια των εναντίων, αλλά συγχρόνως τόνισε πως
«σκοπείν οφείλομεν και τα των άλλων, και όλη τη ψυχή δεόμενοι υπέρ της των πάντων ενώσεως, μη αποδυσπετείν προς τας δυσχερείας, μηδέ ανεπίδεκτον σκέψεως ή δυσέφικτον όλως υπολαμβάνειν το πράγμα, ανασκοπείν δε τα δυνάμενα προοδοποιείν τω θεοφιλεί έργω της των πάντων ενώσεως, εν σοφία περιπατούντες και εν πνεύματι πραότητος προς τους διισταμένους, εκείνο ενθυμούμενοι, ότι τη Παναγία Τριάδι και αυτοί πιστεύοντες και τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σεμνυνόμενοι, τη χάριτι του θεού σωθήναι ελπίζουσιν».
Εντούτοις, σημείωσε οτι όφειλαν να διατηρούν περισσότερες και καλύτερες ελπίδες, καθώς και μεγαλύτερη σπουδή για τις σχέσεις τους με τους Παλαιοκαθολικούς και την Αγγλικανική Εκκλησία, καθώς αυτοί εξέφραζαν ιδιαίτερη τιμή και αναγνώριση προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ιδιαίτερα μάλιστα για τους πρώτους τόνισε την υποχρέωση των Ορθόδοξων να τους βοηθήσουν να συνεχίσουν τον αγώνα που επιχειρούσαν για προσέγγιση της Ορθοδοξίας και να τους διατηρούσαν προσανατολισμένους προς αυτήν, ενώ
«ίνα δε μη εγκαλώμεθα αδιαφορίαν προς τους αδελφούς, το ορθόν και θεοπαράδοτον ζητούντας και την μεθ' ημών εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν και ένωσιν επιποθούντας, μηδέ παρανοώμέθα, ότι αδικούμεν αυτούς εκ φημών και διαδόσεων κρίνοντες τα κατ' αυτούς, ουχί δε εξ αυθεντικών και επίσημων ομολογιών, προύργου αν είη αιτήσαι αυτούς λόγον περί της εν αυτοίς ελπίδος, ήτοι σαφή τινα και ακριβή και επίσημον ομολογίαν της πίστεως αυτών, εν συνόδω και υπό των επισκόπων και ποιμένων αυτών εκδεδομένην και υπογεγραμμένην, όπως ούτως η (να είναι) δυνατή συζήτησις και διασάφησις και συνεννόησις και, Θεού συναιρομένου, εκπλήρωσις του κοινού πόθου».
Για την Αγγλικανική Εκκλησία ζήτησε να συνεχίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία να εκφράζει μια εξίσου σημαντική συμπάθεια και διάθεση, όπως έδειχνε άλλωστε και η πρώτη.
Στη συνέχεια, υιοθετώντας την πρόταση που διατύπωσαν στις απαντήσεις τους ορισμένοι Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι, συμφώνησε ότι κι οι χριστιανοί της Ανατολής, εννοώντας αυτούς των Μη Χαλκηδόνιων Εκκληών, ήταν εξίσου άξιοι της ίδιας θετικής συμπάθειας και διάθεσης, καθώς αυτοί είναι εγγύτερα στους Ορθόδοξους,
«είς τε τους τύπους και τα ήθη και την καθόλου διδασκαλίαν και την εκκλησιαστικήν διοίκησιν και την θείαν λατρείαν».
Είναι προφανές από την διατύπωση του ερωτήματος οτι αυτό που απασχολούσε τον Ιωακείμ τον Γ' ήταν πρωτίστως η διαμόρφωση μιας κοινής από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες απόφασης επάνω στο θέμα της αλλαγής του ημερολογίου. Ιδιαίτερη όμως βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί και στην αναφορά της εκζήτησης της γνώμης των επιστημόνων και στη πρόθεση του συνδυασμού ακριβούς επιστημονικής γνώσης και εκκλησιαστικών ορισμών, πράγμα που άλλωστε ήταν σύμφωνο και με τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου, καθώς την εποχή αυτή σε άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και παραδόσεις επικρατούσε ακόμη μια συγκρουσιακή τάση σχετικά με το ζήτημα της σχέσης μεταξύ «πίστης» και «επιστήμης», ανεξάρτητα από το θέμα που εξεταζόταν...
Από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες που έλαβαν την Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο απάντησαν σχεδόν όλες μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν απάντησαν μόνο το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, για άγνωτο μέχρι στιγμής λόγο, και η Εκκλησία της Κύπρου λόγω της μη ύπαρξης κανονικού Αρχιεπισκόπου.
Δύο χρόνια μετά την εξαπόλύση της «Εγκυκλίου του 1902» το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε την «Ανταπάντηση» του με μια νέα Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο, στις 12 Μαΐου 1904, η οποία παρέμεινε έκτοτε γνωστή ως «Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1904». Και για αυτήν την Εγκύκλιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο ακολούθησε την ίδια, όπως και το 1902, συνοδική διαδικασία και επεξεργασία μέχρι την τελική σύνταξη του κειμένου της.
Μετά την έκθεση των απόψεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τις διορθόδοξες σχέσεις Ιωακείμ ο Γ προχώρησε στην διατύπωση ορισμένων παρατηρήσεων και για τα υπόλοιπα θέματα που είχαν θιχτεί προ διετίας και όφειλαν να λυθούν με πανορθόδοξη συνεννόηση, δηλαδή αυτά των διαχριστιανικών σχέσεων και του ημερολογίου. Αναφορικά με το πρώτο ο Πατριάρχης εξέφρασε την συμφωνία του με τους Προκαθημένους των Ορθόδοξων Εκκλησιών ότι πράγματι υπήρχαν πολλές δυσχέρειες, οι οποίες αυξάνογταν από τις προσηλυτιστικές τάσεις και πρακτικές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και των Διαμαρτυρομένων. Αφού λοιπόν πρώτα καταδίκασε τις τάσεις αυτές, τις
«επεγειρομένας και όλως έριδας και διχοστασίας πανταχού δημιουργημένας επί βλασφημία του υπερτίμου χριστιανικού ονόματος εν τοις έθνεσιν»,
κάλεσε τους Προκαθημένους πριν από όλα να φυλάττουν άγρυπνα τους εαυτούς και τα ποίμνιά τους από την επήρεια των εναντίων, αλλά συγχρόνως τόνισε πως
«σκοπείν οφείλομεν και τα των άλλων, και όλη τη ψυχή δεόμενοι υπέρ της των πάντων ενώσεως, μη αποδυσπετείν προς τας δυσχερείας, μηδέ ανεπίδεκτον σκέψεως ή δυσέφικτον όλως υπολαμβάνειν το πράγμα, ανασκοπείν δε τα δυνάμενα προοδοποιείν τω θεοφιλεί έργω της των πάντων ενώσεως, εν σοφία περιπατούντες και εν πνεύματι πραότητος προς τους διισταμένους, εκείνο ενθυμούμενοι, ότι τη Παναγία Τριάδι και αυτοί πιστεύοντες και τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σεμνυνόμενοι, τη χάριτι του θεού σωθήναι ελπίζουσιν».
Εντούτοις, σημείωσε οτι όφειλαν να διατηρούν περισσότερες και καλύτερες ελπίδες, καθώς και μεγαλύτερη σπουδή για τις σχέσεις τους με τους Παλαιοκαθολικούς και την Αγγλικανική Εκκλησία, καθώς αυτοί εξέφραζαν ιδιαίτερη τιμή και αναγνώριση προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ιδιαίτερα μάλιστα για τους πρώτους τόνισε την υποχρέωση των Ορθόδοξων να τους βοηθήσουν να συνεχίσουν τον αγώνα που επιχειρούσαν για προσέγγιση της Ορθοδοξίας και να τους διατηρούσαν προσανατολισμένους προς αυτήν, ενώ
«ίνα δε μη εγκαλώμεθα αδιαφορίαν προς τους αδελφούς, το ορθόν και θεοπαράδοτον ζητούντας και την μεθ' ημών εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν και ένωσιν επιποθούντας, μηδέ παρανοώμέθα, ότι αδικούμεν αυτούς εκ φημών και διαδόσεων κρίνοντες τα κατ' αυτούς, ουχί δε εξ αυθεντικών και επίσημων ομολογιών, προύργου αν είη αιτήσαι αυτούς λόγον περί της εν αυτοίς ελπίδος, ήτοι σαφή τινα και ακριβή και επίσημον ομολογίαν της πίστεως αυτών, εν συνόδω και υπό των επισκόπων και ποιμένων αυτών εκδεδομένην και υπογεγραμμένην, όπως ούτως η (να είναι) δυνατή συζήτησις και διασάφησις και συνεννόησις και, Θεού συναιρομένου, εκπλήρωσις του κοινού πόθου».
Για την Αγγλικανική Εκκλησία ζήτησε να συνεχίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία να εκφράζει μια εξίσου σημαντική συμπάθεια και διάθεση, όπως έδειχνε άλλωστε και η πρώτη.
Στη συνέχεια, υιοθετώντας την πρόταση που διατύπωσαν στις απαντήσεις τους ορισμένοι Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι, συμφώνησε ότι κι οι χριστιανοί της Ανατολής, εννοώντας αυτούς των Μη Χαλκηδόνιων Εκκληών, ήταν εξίσου άξιοι της ίδιας θετικής συμπάθειας και διάθεσης, καθώς αυτοί είναι εγγύτερα στους Ορθόδοξους,
«είς τε τους τύπους και τα ήθη και την καθόλου διδασκαλίαν και την εκκλησιαστικήν διοίκησιν και την θείαν λατρείαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου