Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012
Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012
ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡ.ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
Έλαβα γνώση από το διαδίκτυο της από 27-9-2012 δήλωσης του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννη, ύστερα από δική μου απάντηση σε επιστολή του, η οποία προηγήθηκε. Λυπάμαι που εξαναγκάζομαι να ακολουθήσω τον δικό του τρόπο και να απαντήσω στην ασυνήθιστη τακτική του Σεβασμιωτάτου και στον ασυνήθιστο τρόπο που ενεργεί στην παρούσα περίπτωση, και μάλιστα όταν δεν έχη απαντήσει μέχρι τώρα στις αρνητικές κριτικές που έχουν εξασκήσει ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι και συνάδελφοί του για θέσεις που κατά καιρούς υποστηρίζει.
Θα υπογραμμίσω τέσσερα συγκεκριμένα σημεία που εκείνος θέτει με την δήλωσή του.
Θα υπογραμμίσω τέσσερα συγκεκριμένα σημεία που εκείνος θέτει με την δήλωσή του.
1. Η βούληση είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου
Στην γνωστή εισήγησή μου σε Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς ασχολούμαι με το θέμα της «οντολογίας του προσώπου» και σημειώνω ότι το θέμα αυτό συνιστά μια «μεταπατερική θεολογία». Στην συγκεκριμένη δε παράγραφο εντόπιζα την κακόδοξη άποψη ότι «η δήθεν ελευθερία του προσώπου έχει αξία, διότι υπερβαίνει την αναγκαιότητα της φύσης, ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη και η βούληση με το πρόσωπο». Μέσα σε αυτήν την προοπτική παρέθεσα δύο φράσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννη για την άποψή του περί του «ελευθέρου θελήματος του Πατρός» και για «τήν έννοια της βουλήσεως». Τίς καταγράφω:
«Το ελεύθερο θέλημα του Πατρός είναι αυτό από το οποίο πηγάζει η τριαδική υπόσταση του Θεού, υποστασιάζεται η ουσία σε τριαδικό Θεό... Η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης με επιστολή του εκφράζει «τήν κατάπληξή» του γιατί έγινε παραποίηση του κειμένου του. Όμως, τα όσα έγραψα στην προηγούμενη επιστολή μου προς τον Σεβασμιώτατο Περγάμου ισχύουν απολύτως και τα επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά για να γίνουν κατανοητά:
«Την φράση που επισημαίνετε (έγραφα στον Σεβασμιώτατο Περγάμου) "η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής" την αποδίδετε στους ανθρώπους, δηλαδή στην δυνατότητα επιλογής που γίνεται από τους ανθρώ¬πους. Όμως, στο συγκεκριμένο κείμενό μου με ενδιέφερε πολύ και το τονίζω εμφαντικά, ότι η θέληση-βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή –η οποία δεν υπάρχει στον Θεό, αλλά μόνον στους ανθρώπους– ανήκει στην υπόσταση-πρόσωπο. Αυτό είναι το καίριας σημασίας θέμα, ότι και στους ανθρώπους η βούληση δεν είναι επιλογή, αλλά όρεξη της φύσεώς τους. Η επιλογή συνδέεται με την προαίρεση».
Μέ αυτήν την επισήμανση δεν έκανα κάποια υπεκφυγή, όπως ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος στην δήλωσή του, αλλά υπογράμμιζα ότι δεν μπορούμε από ορθοδόξου απόψεως να κάνουμε λόγο για το «ελεύθερο θέλημα του Πατρός», ούτε για ότι «η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» στον Θεό και στους ανθρώπους. Και οι δύο αυτές φράσεις είναι άστοχες από ορθοδόξου πλευράς, όπως φαίνεται στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, και έχω αναλύσει σε ένα προηγούμενο κείμενό μου. Η βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η επιλογή στον άνθρωπο είναι γνώρισμα της προαιρέσεως και όχι της βουλήσεως.
Αυτό ήταν το βασικό θέμα που με ενδιέφερε στην περίπτωση αυτή. Σε αυτό δεν έγινε καμμία παραποίηση και καταλαβαίνω καλά τους λόγους για τους οποίους ενοχλήθηκε ο Σεβασμιώτατος Περγάμου και έχασε την ψυχραιμία του. Και αν ακόμη έθετα τις δύο αυτές φράσεις του ξεχωριστά –χωρίς τα αποσιωπητικά– η ουσία του θέματος δεν θα άλλαζε, αφού η βούληση-θέληση στον Θεό και τους ανθρώπους είναι όρεξη της φύσεως και όχι επιλογή του προσώπου. Μήν προσπαθή ο Σεβασμιώτατος να θέτη διλήμματα για να ξεφύγη από την ουσία του θέματος. Αυτό δεν έγινε ούτε εκ παραδρομής (μέ την έννοια της απροσεξίας) ούτε εσκεμμένως (μέ την έννοια της σκόπιμης παραποίησης). Ήθελα να αναφερθώ στην κακόδοξη διδασκαλία ότι η βούληση κάνει επιλογή.
Ακόμη, στην δήλωση του Σεβασμιωτάτου φαίνεται η αντιφατικότητά του, διότι αφ' ενός μεν αρνείται την δική μου πρόθεση να μη παραποιήσω κείμενό του –όταν έγραφα «δέν είχα καμμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο»– με την αιτιολογία «σάν να έχη σημασία η πρόθεση και όχι η πράξη», αφ' ετέρου δε ο ίδιος στην επόμενη παράγραφο της δήλωσής του αναφέρεται στην δική του πρόθεση: «πρόθεσή μου, ειλικρινά, δεν ήταν, ούτε είναι να δυσχεράνω την θέση του Σεβασμιωτάτου». Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτήν την διπλή συμπεριφορά ως προς τις «προθέσεις» αμφοτέρων.
Επομένως, για όσα ανέφερα μέχρι τώρα και κυρίως για όσα θα αναφερθώ στην συνέχεια με σεβασμό παρακαλώ τον Σεβασμιώτατο να ανακαλέση τα περί «παραποιήσεως των θέσεών» του, γιατί είναι προσβλητικό για το πρόσωπό μου.
Στην γνωστή εισήγησή μου σε Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς ασχολούμαι με το θέμα της «οντολογίας του προσώπου» και σημειώνω ότι το θέμα αυτό συνιστά μια «μεταπατερική θεολογία». Στην συγκεκριμένη δε παράγραφο εντόπιζα την κακόδοξη άποψη ότι «η δήθεν ελευθερία του προσώπου έχει αξία, διότι υπερβαίνει την αναγκαιότητα της φύσης, ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη και η βούληση με το πρόσωπο». Μέσα σε αυτήν την προοπτική παρέθεσα δύο φράσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννη για την άποψή του περί του «ελευθέρου θελήματος του Πατρός» και για «τήν έννοια της βουλήσεως». Τίς καταγράφω:
«Το ελεύθερο θέλημα του Πατρός είναι αυτό από το οποίο πηγάζει η τριαδική υπόσταση του Θεού, υποστασιάζεται η ουσία σε τριαδικό Θεό... Η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης με επιστολή του εκφράζει «τήν κατάπληξή» του γιατί έγινε παραποίηση του κειμένου του. Όμως, τα όσα έγραψα στην προηγούμενη επιστολή μου προς τον Σεβασμιώτατο Περγάμου ισχύουν απολύτως και τα επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά για να γίνουν κατανοητά:
«Την φράση που επισημαίνετε (έγραφα στον Σεβασμιώτατο Περγάμου) "η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής" την αποδίδετε στους ανθρώπους, δηλαδή στην δυνατότητα επιλογής που γίνεται από τους ανθρώ¬πους. Όμως, στο συγκεκριμένο κείμενό μου με ενδιέφερε πολύ και το τονίζω εμφαντικά, ότι η θέληση-βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή –η οποία δεν υπάρχει στον Θεό, αλλά μόνον στους ανθρώπους– ανήκει στην υπόσταση-πρόσωπο. Αυτό είναι το καίριας σημασίας θέμα, ότι και στους ανθρώπους η βούληση δεν είναι επιλογή, αλλά όρεξη της φύσεώς τους. Η επιλογή συνδέεται με την προαίρεση».
Μέ αυτήν την επισήμανση δεν έκανα κάποια υπεκφυγή, όπως ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος στην δήλωσή του, αλλά υπογράμμιζα ότι δεν μπορούμε από ορθοδόξου απόψεως να κάνουμε λόγο για το «ελεύθερο θέλημα του Πατρός», ούτε για ότι «η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» στον Θεό και στους ανθρώπους. Και οι δύο αυτές φράσεις είναι άστοχες από ορθοδόξου πλευράς, όπως φαίνεται στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, και έχω αναλύσει σε ένα προηγούμενο κείμενό μου. Η βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η επιλογή στον άνθρωπο είναι γνώρισμα της προαιρέσεως και όχι της βουλήσεως.
Αυτό ήταν το βασικό θέμα που με ενδιέφερε στην περίπτωση αυτή. Σε αυτό δεν έγινε καμμία παραποίηση και καταλαβαίνω καλά τους λόγους για τους οποίους ενοχλήθηκε ο Σεβασμιώτατος Περγάμου και έχασε την ψυχραιμία του. Και αν ακόμη έθετα τις δύο αυτές φράσεις του ξεχωριστά –χωρίς τα αποσιωπητικά– η ουσία του θέματος δεν θα άλλαζε, αφού η βούληση-θέληση στον Θεό και τους ανθρώπους είναι όρεξη της φύσεως και όχι επιλογή του προσώπου. Μήν προσπαθή ο Σεβασμιώτατος να θέτη διλήμματα για να ξεφύγη από την ουσία του θέματος. Αυτό δεν έγινε ούτε εκ παραδρομής (μέ την έννοια της απροσεξίας) ούτε εσκεμμένως (μέ την έννοια της σκόπιμης παραποίησης). Ήθελα να αναφερθώ στην κακόδοξη διδασκαλία ότι η βούληση κάνει επιλογή.
Ακόμη, στην δήλωση του Σεβασμιωτάτου φαίνεται η αντιφατικότητά του, διότι αφ' ενός μεν αρνείται την δική μου πρόθεση να μη παραποιήσω κείμενό του –όταν έγραφα «δέν είχα καμμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο»– με την αιτιολογία «σάν να έχη σημασία η πρόθεση και όχι η πράξη», αφ' ετέρου δε ο ίδιος στην επόμενη παράγραφο της δήλωσής του αναφέρεται στην δική του πρόθεση: «πρόθεσή μου, ειλικρινά, δεν ήταν, ούτε είναι να δυσχεράνω την θέση του Σεβασμιωτάτου». Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτήν την διπλή συμπεριφορά ως προς τις «προθέσεις» αμφοτέρων.
Επομένως, για όσα ανέφερα μέχρι τώρα και κυρίως για όσα θα αναφερθώ στην συνέχεια με σεβασμό παρακαλώ τον Σεβασμιώτατο να ανακαλέση τα περί «παραποιήσεως των θέσεών» του, γιατί είναι προσβλητικό για το πρόσωπό μου.
2. Παρερμηνεία του χωρίου του Μ. Αθανασίου
Μελετώντας περισσότερο το θέμα που θίγει ο Σεβασμιώτατος Περγάμου στην επιστολή του και στην εν συνεχεία δήλωσή του φαίνεται μεν ότι δεν δέχεται την αιρετική άποψη των Αρειανών ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση-θέληση του Πατρός και επομένως είναι κτίσμα, μάλιστα δε επισημαίνει ότι είναι «κακόδοξη αντίληψη» το να εκλαμβάνεται ότι «η θέληση του Θεού είναι απόφαση επιλογής», αλλά θεωρώ ότι παρερμηνεύει το σχετικό χωρίο του Μ. Αθανασίου με κάποιους σχολαστικούς ελιγμούς για να φθάση σε δύο συμπεράσματα που αποκλείνουν από την ορθόδοξη πατερική παράδοση.
Το πρώτον είναι ότι «Το ελεύθερο θέλημα του Πατρός είναι αυτό από το οποίο πηγάζει η τριαδική υπόσταση του Θεού, υποστασιάζεται η ουσία σε τριαδικό Θεό...». Και το δεύτερον είναι ότι παρουσιάζει τον Μ. Αθανάσιο να θέλη «μία ελεύθερη βούληση, αιώνια, αΐδια» του Πατρός, «η οποία να μήν είναι βούληση εκλογής μεταξύ δύο δυνατοτήτων», και ομιλεί για την «κακόδοξη αντίληψη όταν η θέληση του Θεού είναι απόφαση επιλογής μεταξύ δυνατοτήτων» και για την «ευσεβή έννοια της θελήσεως», που είναι «η ορθόδοξη έννοια της θελήσεως», σύμφωνα με το σχετικό χωρίο του Μ. Αθανασίου, το οποίο παρερμηνεύει κατά την γνώμη μου.
Ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας στην Δογματική του επισημαίνει αυτό το λάθος του Σεβασμιωτάτου Περγάμου. Γράφει ότι ο Μ. Αθανάσιος «εγκαινιάζει καταρχήν» «καί ακολουθούν οι μετέπειτα ορθόδοξοι πατέρες» την διάκριση της «κατά φύσιν γεννήσεως» και της «κατά βούλησιν δημιουργίας». Αυτήν την πατερική θέση, όπως επισημαίνει ο Νίκος Ματσούκας «φαίνεται να αρνείται» κείμενο του Ιωάννου Ζηζιούλα «προφανώς από αστοχία ή κάποια παραδρομή». Στην συνέχεια παραθέτει το σχετικό κείμενο του Σεβασμιωτάτου:
«Αναλυτικώτερα αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως Πατήρ και όχι ως "ουσία", με το να "είναι" διαρκώς επιβεβαιώνει την ελευθέραν θέλησίν του να υπάρχη, και την διαβεβαίωσιν αυτήν συνιστά ακριβώς η Τριαδική Του ύπαρξις: ο Πατήρ από αγάπην –δηλαδή ελεύθερα– γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα. Άν υπάρχη Θεός, υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ, δηλαδή Εκείνος, ο οποίος από αγάπην ελευθέραν γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα».
Και στην συνέχεια σχολιάζει ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας:
«Αλλά το "κατά φύσιν" δεν υπόκειται στην ελευθερία της θέλησης παρά μονάχα το "κατά βούλησιν". Ο Άρειος σε τούτη ακριβώς την κακοδοξία είχε περιπέσει, την οποία πολέμησε ο Μ. Αθανάσιος ισχυριζόταν ότι ο Λόγος είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του Πατέρα, πράγμα που κατά τον Μ. Αθανάσιο ισχύει μονάχα για τη δημιουργία της κτίσης. Επομένως ο Μ. Αθανάσιος κάνει διάκριση μεταξύ αίδιας και οικονομικής Τριάδας, ενώ ο Άρειος δεν κάνει τούτη τη διάκριση. Κατά τον Άρειο είναι δυνατή η διάκριση θείας ουσίας και θείας ενέγειας του Πατέρα, αλλά τα δύο άλλα πρόσωπα, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, δεν κατατάσσονται στην οικογένεια της άκτιστης και ομοούσιας Τριάδας. Και αυτό συμβαίνει, γιατί ο Λόγος, κατά τον Άρειο πάντοτε, προέρχεται από τη βουλητική ενέργεια του Πατέρα, και φυσικά όχι από μια "κατά φύσιν" σχέση του Πατέρα προς τον Υιό. Όπως θα δούμε αργότερα, οι επιπτώσεις αυτές είναι αλλοτριωτικές στην εμπειρία και τη διδασκαλία της απολύτρωσης» (Ν.Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β': Έκθεση της Ορθόδοξης Πίστης σε αντιπαράθεση με τη Δυτική Χριστιανοσύνη, Φ.Θ.Β. 3, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 96-97, υπ. 56).
Επομένως, πρόκειται για παρερμηνεία που κάνει ο Σεβασμιώτατος Περγάμου του χωρίου του Μ. Αθανασίου για να φθάση στην ελευθερία του προσώπου του Πατρός και στην διάκριση μεταξύ των δύο αντιλήψεων περί της θελήσεως, η μία «κακόδοξη αντίληψη» και η άλλη «η ευσεβής έννοια της θελήσεως».
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα πώς έχει το θέμα αυτό, για να διαπιστωθή η παρερμηνεία του πατερικού κειμένου ή «από αστοχία» ή από «κάποια παραδρομή», όπως επισημαίνει με ακαδημαϊκή ευπρέπεια ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας. Ετοιμάζω δε ειδική μελέτη για να εντοπίσω την εσφαλμένη ερμηνευτική μεθοδολογία του. Απλώς εδώ θα κάνω μια ευσύνοπτη παρουσίαση του θέματος.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το σχετικό κείμενο του Μ. Αθανασίου, καθώς επίσης και όσα προηγούνται και έπονται αυτού, διαπιστώνει ότι ο Μ. Αθανάσιος αντιμετώπισε το δίλημμα που του έθεταν οι Αρειανοί, εάν ο Υιός γεννήθηκε από την ουσία του Πατρός, που γι' αυτούς ήταν κατ' ανάγκη, ή δημιουργήθηκε κατά την βούληση του Πατρός, κάτι το οποίο πίστευαν οι ίδιοι, και είναι κτίσμα. Ο Μ. Αθανάσιος με ισχυρά επιχειρήματα εξουδετέρωσε την άποψη των Αρειανών ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση του Πατρός, γιατί τότε θα ήταν κτίσμα, και υποστήριξε την εκ της ουσίας του Πατρός γέννηση του Υιού. Μάλιστα δε το κεντρικότερο σημείο του συγκεκριμένου χωρίου του Μ. Αθανασίου είναι ότι θεωρεί παράφρονα εκείνον που θέτει μεταξύ του Πατρός και του Υιού βούληση και σκέψη, και γι' αυτό γράφει: «Μαίνοιτο γάρ αν τις μεταξύ τιθείς Πατρός και Υιού βούλησιν και σκέψιν. Και γάρ έτερόν εστι λέγειν, Βουλήσει γέγονεν, έτερον δε ότι Ίδιον φύσει τον Υιόν αυτού αγαπά και θέλει αυτόν».
Συγχρόνως ο Μ. Αθανάσιος υποστήριξε ότι το κατ' ουσία δεν είναι κατ' ανάγκη, γι' αυτό γράφει: «ώσπερ γάρ της ιδίας υποστάσεώς εστι θελητής (ενν. ο Πατήρ) ούτω και ο Υιός, ίδιος ών αυτού της ουσίας, ουκ αθέλητός εστιν αυτώ». Το «θελητής» χρησιμοποιήθηκε από τον Μ. Αθανάσιο για να απορρίψη το «αθέλητος», το «κατ' ανάγκην» της ουσίας, το οποίο πρέσβευαν οι Αρειανοί, και να εκφράση ότι είναι θελητής της ουσίας Του και όχι αθέλητος.
Η λέξη «θελητής» δεν ερμηνεύεται με την έννοια της θελήσεως, την οποία θέληση προηγουμένως ο Μ. Αθανάσιος είχε απορρίψει για την ύπαρξη του Υιού, αλλά με την έννοια του επιθυμητός (θελητός=επιθυμητός, κατά το Liddel-Scott), αγαπητός. Έτσι μετέφρασε το χωρίο του Μ. Αθανασίου ο μεταφραστής στις «Πατερικές Εκδόσεις» (Μ. Αθανασίου, Έργα 3, Κατά Αρειανών Γ', 66, ΕΠΕ, Εισαγ.-Κείμ.-Μετφρ.-Σχολ. Σοφοκλέους Τοκατλίδη, "Γρηγόριος Παλαμάς", Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 193) που μάλλον προσεγγίζει καλύτερα το θέμα. Μεταφράζει: «Διότι όπως (ο Πατήρ) επιθυμεί την ιδικήν Του υπόστασιν, τοιουτοτρόπως και ο Υιός, ο οποίος έχει κοινήν προς τον Πατέρα ουσίαν, δεν είναι ανεπιθύμητος εις αυτόν».
Αυτή η ερμηνεία είναι ορθή, γιατί φαίνεται από το ότι ο Μ. Αθανάσιος συνδέει το «θελητής» με την αγάπη, παραπέμποντας στον λόγο του Χριστού: «ο γάρ πατήρ φιλεί τον υιόν και πάντα δείκνυσιν αυτώ ά αυτός ποιεί» (Ιω. ε', 20).
Και επισημαίνει: «Θελέσθω και φιλεέσθω τοίνυν ο Υιός παρά του Πατρός και ούτω το θέλειν και το μη αβούλητον του Θεού τις ευσεβώς λογιζέσθω. Και γάρ ο Υιός τη θελήσει ή θέλεται παρά του Πατρός, ταύτη και αυτός αγαπά, και θέλει, και τιμά τον Πατέρα και έν εστι θέλημα το εκ Πατρός εν Υιώ, ως και εκ τούτου θεωρείται τον Υιόν εν τώ Πατρί, και τον Πατέρα εν τώ Υιώ».
Φαίνεται σαφέστατα ότι στο χωρίο αυτό γίνεται λόγος για την κοινή φυσική ενέργεια των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, αφού τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή φύση και κοινή ενέργεια και ό,τι θέλει ο Πατήρ θέλει και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Δεν υφίσταται διαφορετική θέληση στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος καί, βεβαίως, δεν υφίσταται διαφορετική ελευθερία των Προσώπων.
Και για να μη νομισθή ότι αυτό το «θελητής» αναφέρεται στο «θέλημα του Πατρός» με το οποίο δήθεν ήλθε στην ύπαρξη ο Υιός, ο Μ. Αθανάσιος συμπεραίνει: «Ουκούν μη λεγέσθω θελήματος δημιούργημα ο Υιός, μηδέ τα Ουαλεντίνου επεισαγέσθω τη Εκκλησία, αλλά βουλή ζώσα, και αληθώς φύσει γέννημα, ως του φωτός το απαύγασμα». Όπως το απαύγασμα (η λάμψη) «φύσει αυτού (τού φωτός) γέννημα θελόμενον παρά του φωτός και γεννήσαντος αυτό» και δεν γίνεται «εν σκέψει βουλήσεως, αλλά φύσει και αληθεία», έτσι, θα μπορούσε να πή κανείς, ότι συμβαίνει και με το Πατέρα και τον Υιό, «ότι ο Πατήρ αγαπά και θέλει τον Υιόν, και ο Υιός αγαπά και θέλει τον Πατέρα». Επομένως, δεν θέλει μόνον ο Πατήρ τον Υιό, αλλά και ο Υιός τον Πατέρα. Το ίδιο γίνεται και με το Άγιον Πνεύμα.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Μ. Αθανάσιος σε άλλο σημείο του ιδίου λόγου του κατά Αρειανών σαφώς αποφαίνεται ότι «τού βούλεσθαι το κατά φύσιν υπέρκειται, και η φύσις ουχ υπόκειται τη βουλήσει». Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφερόμενος σε αυτό το χωρίο του Μ. Αθανασίου γράφει ότι ο Υιός γεννήθηκε εκ της φύσεως του Πατρός και όχι εκ της θελήσεως και αποφαίνεται: «η γέννησις ευδοκία και θέλησις ουκ έστιν, αλλ' υπέρ ευδοκίαν και θέλησιν –φύσει γάρ δείκνυσιν εκ Πατρός όντα τον Υιόν ως αυτώ γνήσιον και ομοούσιον, αλλ' ου θελήσει καθά τα κτίσματα». Το ίδιο συμβαίνει και με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός (Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, εκδ. Παναγιώτη Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 98-99).
Η οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία της φράσεως του Μ. Αθανασίου: «τής ιδίας υποστάσεώς εστι θελητής», παραπέμπει σε κακόδοξη άποψη ότι δήθεν ο Πατήρ είναι θελητής και της δικής Του υπάρξεως, δηλαδή του εαυτού Του!
Πάντως, συνιστά έντονο θεολογικό πρόβλημα το γιατί η φράση «τής ιδίας υποστάσεώς εστι θελητής» (ο Πατήρ) που από τον Μ. Αθανάσιο τίθεται για να αντιμετωπισθή το «κατ' ανάγκην» της φύσεως των Αρειανών και να δείξη ότι ο Υιός γεννήθηκε κατά φύσιν από τον Πατέρα, από τον Σεβασμιώτατο Περγάμου επεκτείνεται στην «μία ελεύθερη βούληση, αιώνια, αΐδια» του Θεού και στην ελευθερία του Θεού Πατρός, ότι «τό αίτιο της ελευθερίας του τριαδικού Θεού» δεν είναι «η ελευθερία που πηγάζει από την ουσία, είναι η ελευθερία του αιτίου, του Πατρός».
Επομένως, ναί μεν ο Σεβασμιώτατος δεν δέχεται ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση του Πατρός, κατά τον τρόπο που ομιλούσαν οι Αρειανοί, αλλά όταν ομιλή για «τό ελεύθερο θέλημα του Πατρός» και όταν γράφη σε άλλο κείμενό του ότι «Αλλ' εάν ο λόγος της οντολογικής ελευθερίας του Θεού έγκειται απλώς εις την "φύσιν" του, εις το ότι δηλαδή εκ φύσεως είναι άκτιστος, ενώ εμείς εκ φύσεως κτιστοί, τότε καμμιά ελπίς, καμμιά δυνατότης δεν υπάρχει δια τον άνθρωπον να γίνη ποτέ πρόσωπον, με την έννοιαν που είναι ο Θεός, δηλαδή όντως πρόσωπον. Αλλ' όχι ο λόγος της οντολογικής ελευθερίας του Θεού δεν έγκειται εις την φύσιν Του, αλλά εις την προσωπικήν Του ύπαρξιν, δηλαδή εις τον "τρόπον υπάρξεως" με το οποίον υφίσταται ως θεία φύσις (υποσημ.: Εάν, άλλωστε, συνδέσωμε την απόλυτον ελευθερίαν του Θεού με την φύσιν Του, αυτόματα, όπως δείξαμε προ ολίγου, την αναιρούμε!)» (Ιω. Ζηζιούλα, Από το προσωπείον εις το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου, εν Ιμάτια Φωτός Αρρήτου: Διεπιστημονική Προσέγγιση του Προσώπου, επιμ. Λ. Χρ. Σιάσου, Πουρναράς: Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 94) καθώς επίσης όταν υποστηρίζη ότι «ο τρόπος με τον οποίον ασκεί ο Θεός την οντολογικήν ελευθερίαν Του, εκείνο ακριβώς που Τόν κάνει να είναι οντολογικά ελεύθερος, είναι το ότι υπερβαίνει και καταργεί την οντολογικήν αναγκαιότητα της ουσίας με το να είναι Θεός ως Πατήρ, δηλαδή ως Εκείνος που "γεννά" τον Υιόν και "εκπορεύει" το Πνεύμα», αυτό οδηγεί σε αποκλίσεις από την ορθόδοξη διδασκαλία.
Υπογραμμίζω και πάλι ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ βούλησης-θέλησης και προαίρεσης. Η βούληση-θέληση, στον Θεό και τον άνθρωπο, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, και γι' αυτό η θέληση-βούληση δεν έχει δυνατότητα επιλογών, όπως διδάσκει η δυτική φιλοσοφία, ενώ η προαίρεση στον άνθρωπο –όχι στον Θεό, που δεν έχει προαίρεση– συνδέεται με τις επιλογές που κάνει. Αλλά και η προαίρεση αυτή στον άνθρωπο συνιστά ατέλεια, γιατί ο εν Χριστώ αναγεννημένος άνθρωπος, ο άγιος εν Χριστώ αποκτά και την ατρεψία της προαιρέσεως. Αυτό διδάσκει ο άγιος Μάξιμος και θα το αναλύσω σε νέο εκτενές κείμενό μου. Μήν προσπαθεί, λοιπόν, ο Σεβασμιώτατος Περγάμου να ξεπερνά τα σοβαρά αυτά θέματα με την δήθεν παραποίηση των θέσεών του.
Ο ιερομόναχος π. Μάξιμος Λαυριώτης ήδη το 1990, πριν 22 χρόνια, πολύ ευφυώς ασχολήθηκε με το σοβαρό αυτό θέμα και παρουσίασε την διδασκαλία της Εκκλησίας. Σε άρθρο του με τίτλο «Ελευθερία και σωτηρία», στο πρώτο μέρος ασχολείται με το «σωτηριώδες κεφάλαιον», και στο δεύτερο μέρος ασχολείται με το περί της «αιρετικής ελευθερίας». Αναφερόμενος σε απόψεις «ωρισμένων αθεράπευτα ρομαντικών Ρώσων "θεολόγων" και φιλοσόφων» και αναλύοντας απόψεις του Ευδοκίμωφ για την σχέση ελευθερίας και προσώπου, σε σύγκριση με πατερικά χωρία, παρατηρεί:
«Είχαν πάθει σύγχυση λοιπόν όλοι οι Πατέρες; "Το γάρ αυτεξούσιον, θέλησιν ωρίσαντο" και την θέληση "φυσικήν και αυτεξούσιον ορεκτικήν του νού κίνησιν". Δεν υπάρχει καμμία αναφορά του αυτεξουσίου στό... "πρόσωπο" από κανένα Πατέρα της Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως πολλές από πολλούς αιρετικούς (Ευνο¬μια-νούς, Νεστοριανούς, Ωριγενιστές και προπαντός Μονοθε¬λήτες και Μονοενεργήτες), των οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι "τό μη ειδέναι την διαφοράν του φυσικού και του υποστατικού θελήματος", δηλαδή ότι "η μεν θέλησις τουτέστιν η θελητική δύναμις και αυτό το απλώς θέλειν, φυσικόν, το δε θελητόν, τουτέστιν το τί θέλειν, γνωμικόν και υποστατικόν".
Σε άλλο σημείο παρατηρεί:
«Είναι λοιπόν η ελευθερία ουσία προσωπική και όχι φυσική ενέργεια, ή –έστω– υποστατική; Και διαθέτει το ανθρώπινο πρόσωπο άραγε ως ιδιαίτερη δική του ουσία την ελευθερία, ξεχωριστά από την φύση ή ουσία που υποστασιάζει; Στούς είκοσι αιώνες του Χριστιανισμού δεν εμφανίσθηκαν ποτέ φοβερώτερες πλάνες απ' αυτές, παρμένες όλες από περιλάλητο έργο "Ορθοδοξία", με το οποίο έγινε διδάκτωρ και καθηγητής στον Άγιο Σέργιο των Παρισίων ο Ευδοκίμωφ».
Πιό κάτω γράφει:
«Κανένας Πατήρ δεν συνέδεσε ποτέ πρόσωπο και ελευθερία, ή φύση και αναγκαιότητα. Κανείς δεν μίλησε ποτέ για υποστατική ελευθερία. Είναι των Μονοθελητών και Μονοενερ¬γητών αυτό το δόγμα και έχει καταδικασθή από την ΣΤ' Οικουμ. Σύνοδο. Αλλά και οι Μονοθελήτες ακόμη ευρίσκοντο σε πολύ καλύτερη θέση απ' τους Ρώσους Σλαυοφίλους καθότι συμφωνούσαν απόλυτα με τους ορθοδόξους αντιπάλους των στο ότι: θέλησις-αυτεξούσιον-ελευθερία σήμαιναν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Καμμία διάκρισις μεταξύ "ψυχολογικών" και "μεταφυσικών" ρόλων σ' αυτούς τους όρους. Ακόμη και η "βούλησις" ορίζεται απ' τους ορθοδόξους παρά τον γνωμικό της χαρακτήρα ως "ποιά φυσική θέλησις", απλούστατα διότι γίνεται κατανοητό, πώς και το γνωμικό θέλημα δεν είναι παρά προσωπικός τρόπος χρήσεως της φυσικής θελήσεως, και επ' ουδενί λόγω μια ιδιαίτερη θελητική ενέργεια, που πηγάζει από το πρόσωπο σε αντιδιαστολή προς όσες πηγάζουν από την φύση». (βλ. Ορθόδοξος Τύπος, 23-3-1990 και 30-3-1990).
Όλα αυτά με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης οφείλει να αποκαταστήση τα πράγματα και να ανακαλέση όχι μόνο τα αφορώντα το πρόσωπό μου, αλλά κυρίως τα αφορώντα τον Μ. Αθανάσιο, τον οποίο παρουσιάζει να δέχεται εσφαλμένες απόψεις.
Αυτά προς το παρόν για το θέμα της βουλήσεως-θελήσεως.
Μελετώντας περισσότερο το θέμα που θίγει ο Σεβασμιώτατος Περγάμου στην επιστολή του και στην εν συνεχεία δήλωσή του φαίνεται μεν ότι δεν δέχεται την αιρετική άποψη των Αρειανών ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση-θέληση του Πατρός και επομένως είναι κτίσμα, μάλιστα δε επισημαίνει ότι είναι «κακόδοξη αντίληψη» το να εκλαμβάνεται ότι «η θέληση του Θεού είναι απόφαση επιλογής», αλλά θεωρώ ότι παρερμηνεύει το σχετικό χωρίο του Μ. Αθανασίου με κάποιους σχολαστικούς ελιγμούς για να φθάση σε δύο συμπεράσματα που αποκλείνουν από την ορθόδοξη πατερική παράδοση.
Το πρώτον είναι ότι «Το ελεύθερο θέλημα του Πατρός είναι αυτό από το οποίο πηγάζει η τριαδική υπόσταση του Θεού, υποστασιάζεται η ουσία σε τριαδικό Θεό...». Και το δεύτερον είναι ότι παρουσιάζει τον Μ. Αθανάσιο να θέλη «μία ελεύθερη βούληση, αιώνια, αΐδια» του Πατρός, «η οποία να μήν είναι βούληση εκλογής μεταξύ δύο δυνατοτήτων», και ομιλεί για την «κακόδοξη αντίληψη όταν η θέληση του Θεού είναι απόφαση επιλογής μεταξύ δυνατοτήτων» και για την «ευσεβή έννοια της θελήσεως», που είναι «η ορθόδοξη έννοια της θελήσεως», σύμφωνα με το σχετικό χωρίο του Μ. Αθανασίου, το οποίο παρερμηνεύει κατά την γνώμη μου.
Ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας στην Δογματική του επισημαίνει αυτό το λάθος του Σεβασμιωτάτου Περγάμου. Γράφει ότι ο Μ. Αθανάσιος «εγκαινιάζει καταρχήν» «καί ακολουθούν οι μετέπειτα ορθόδοξοι πατέρες» την διάκριση της «κατά φύσιν γεννήσεως» και της «κατά βούλησιν δημιουργίας». Αυτήν την πατερική θέση, όπως επισημαίνει ο Νίκος Ματσούκας «φαίνεται να αρνείται» κείμενο του Ιωάννου Ζηζιούλα «προφανώς από αστοχία ή κάποια παραδρομή». Στην συνέχεια παραθέτει το σχετικό κείμενο του Σεβασμιωτάτου:
«Αναλυτικώτερα αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως Πατήρ και όχι ως "ουσία", με το να "είναι" διαρκώς επιβεβαιώνει την ελευθέραν θέλησίν του να υπάρχη, και την διαβεβαίωσιν αυτήν συνιστά ακριβώς η Τριαδική Του ύπαρξις: ο Πατήρ από αγάπην –δηλαδή ελεύθερα– γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα. Άν υπάρχη Θεός, υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ, δηλαδή Εκείνος, ο οποίος από αγάπην ελευθέραν γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα».
Και στην συνέχεια σχολιάζει ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας:
«Αλλά το "κατά φύσιν" δεν υπόκειται στην ελευθερία της θέλησης παρά μονάχα το "κατά βούλησιν". Ο Άρειος σε τούτη ακριβώς την κακοδοξία είχε περιπέσει, την οποία πολέμησε ο Μ. Αθανάσιος ισχυριζόταν ότι ο Λόγος είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του Πατέρα, πράγμα που κατά τον Μ. Αθανάσιο ισχύει μονάχα για τη δημιουργία της κτίσης. Επομένως ο Μ. Αθανάσιος κάνει διάκριση μεταξύ αίδιας και οικονομικής Τριάδας, ενώ ο Άρειος δεν κάνει τούτη τη διάκριση. Κατά τον Άρειο είναι δυνατή η διάκριση θείας ουσίας και θείας ενέγειας του Πατέρα, αλλά τα δύο άλλα πρόσωπα, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, δεν κατατάσσονται στην οικογένεια της άκτιστης και ομοούσιας Τριάδας. Και αυτό συμβαίνει, γιατί ο Λόγος, κατά τον Άρειο πάντοτε, προέρχεται από τη βουλητική ενέργεια του Πατέρα, και φυσικά όχι από μια "κατά φύσιν" σχέση του Πατέρα προς τον Υιό. Όπως θα δούμε αργότερα, οι επιπτώσεις αυτές είναι αλλοτριωτικές στην εμπειρία και τη διδασκαλία της απολύτρωσης» (Ν.Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β': Έκθεση της Ορθόδοξης Πίστης σε αντιπαράθεση με τη Δυτική Χριστιανοσύνη, Φ.Θ.Β. 3, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 96-97, υπ. 56).
Επομένως, πρόκειται για παρερμηνεία που κάνει ο Σεβασμιώτατος Περγάμου του χωρίου του Μ. Αθανασίου για να φθάση στην ελευθερία του προσώπου του Πατρός και στην διάκριση μεταξύ των δύο αντιλήψεων περί της θελήσεως, η μία «κακόδοξη αντίληψη» και η άλλη «η ευσεβής έννοια της θελήσεως».
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα πώς έχει το θέμα αυτό, για να διαπιστωθή η παρερμηνεία του πατερικού κειμένου ή «από αστοχία» ή από «κάποια παραδρομή», όπως επισημαίνει με ακαδημαϊκή ευπρέπεια ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας. Ετοιμάζω δε ειδική μελέτη για να εντοπίσω την εσφαλμένη ερμηνευτική μεθοδολογία του. Απλώς εδώ θα κάνω μια ευσύνοπτη παρουσίαση του θέματος.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το σχετικό κείμενο του Μ. Αθανασίου, καθώς επίσης και όσα προηγούνται και έπονται αυτού, διαπιστώνει ότι ο Μ. Αθανάσιος αντιμετώπισε το δίλημμα που του έθεταν οι Αρειανοί, εάν ο Υιός γεννήθηκε από την ουσία του Πατρός, που γι' αυτούς ήταν κατ' ανάγκη, ή δημιουργήθηκε κατά την βούληση του Πατρός, κάτι το οποίο πίστευαν οι ίδιοι, και είναι κτίσμα. Ο Μ. Αθανάσιος με ισχυρά επιχειρήματα εξουδετέρωσε την άποψη των Αρειανών ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση του Πατρός, γιατί τότε θα ήταν κτίσμα, και υποστήριξε την εκ της ουσίας του Πατρός γέννηση του Υιού. Μάλιστα δε το κεντρικότερο σημείο του συγκεκριμένου χωρίου του Μ. Αθανασίου είναι ότι θεωρεί παράφρονα εκείνον που θέτει μεταξύ του Πατρός και του Υιού βούληση και σκέψη, και γι' αυτό γράφει: «Μαίνοιτο γάρ αν τις μεταξύ τιθείς Πατρός και Υιού βούλησιν και σκέψιν. Και γάρ έτερόν εστι λέγειν, Βουλήσει γέγονεν, έτερον δε ότι Ίδιον φύσει τον Υιόν αυτού αγαπά και θέλει αυτόν».
Συγχρόνως ο Μ. Αθανάσιος υποστήριξε ότι το κατ' ουσία δεν είναι κατ' ανάγκη, γι' αυτό γράφει: «ώσπερ γάρ της ιδίας υποστάσεώς εστι θελητής (ενν. ο Πατήρ) ούτω και ο Υιός, ίδιος ών αυτού της ουσίας, ουκ αθέλητός εστιν αυτώ». Το «θελητής» χρησιμοποιήθηκε από τον Μ. Αθανάσιο για να απορρίψη το «αθέλητος», το «κατ' ανάγκην» της ουσίας, το οποίο πρέσβευαν οι Αρειανοί, και να εκφράση ότι είναι θελητής της ουσίας Του και όχι αθέλητος.
Η λέξη «θελητής» δεν ερμηνεύεται με την έννοια της θελήσεως, την οποία θέληση προηγουμένως ο Μ. Αθανάσιος είχε απορρίψει για την ύπαρξη του Υιού, αλλά με την έννοια του επιθυμητός (θελητός=επιθυμητός, κατά το Liddel-Scott), αγαπητός. Έτσι μετέφρασε το χωρίο του Μ. Αθανασίου ο μεταφραστής στις «Πατερικές Εκδόσεις» (Μ. Αθανασίου, Έργα 3, Κατά Αρειανών Γ', 66, ΕΠΕ, Εισαγ.-Κείμ.-Μετφρ.-Σχολ. Σοφοκλέους Τοκατλίδη, "Γρηγόριος Παλαμάς", Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 193) που μάλλον προσεγγίζει καλύτερα το θέμα. Μεταφράζει: «Διότι όπως (ο Πατήρ) επιθυμεί την ιδικήν Του υπόστασιν, τοιουτοτρόπως και ο Υιός, ο οποίος έχει κοινήν προς τον Πατέρα ουσίαν, δεν είναι ανεπιθύμητος εις αυτόν».
Αυτή η ερμηνεία είναι ορθή, γιατί φαίνεται από το ότι ο Μ. Αθανάσιος συνδέει το «θελητής» με την αγάπη, παραπέμποντας στον λόγο του Χριστού: «ο γάρ πατήρ φιλεί τον υιόν και πάντα δείκνυσιν αυτώ ά αυτός ποιεί» (Ιω. ε', 20).
Και επισημαίνει: «Θελέσθω και φιλεέσθω τοίνυν ο Υιός παρά του Πατρός και ούτω το θέλειν και το μη αβούλητον του Θεού τις ευσεβώς λογιζέσθω. Και γάρ ο Υιός τη θελήσει ή θέλεται παρά του Πατρός, ταύτη και αυτός αγαπά, και θέλει, και τιμά τον Πατέρα και έν εστι θέλημα το εκ Πατρός εν Υιώ, ως και εκ τούτου θεωρείται τον Υιόν εν τώ Πατρί, και τον Πατέρα εν τώ Υιώ».
Φαίνεται σαφέστατα ότι στο χωρίο αυτό γίνεται λόγος για την κοινή φυσική ενέργεια των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, αφού τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή φύση και κοινή ενέργεια και ό,τι θέλει ο Πατήρ θέλει και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Δεν υφίσταται διαφορετική θέληση στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος καί, βεβαίως, δεν υφίσταται διαφορετική ελευθερία των Προσώπων.
Και για να μη νομισθή ότι αυτό το «θελητής» αναφέρεται στο «θέλημα του Πατρός» με το οποίο δήθεν ήλθε στην ύπαρξη ο Υιός, ο Μ. Αθανάσιος συμπεραίνει: «Ουκούν μη λεγέσθω θελήματος δημιούργημα ο Υιός, μηδέ τα Ουαλεντίνου επεισαγέσθω τη Εκκλησία, αλλά βουλή ζώσα, και αληθώς φύσει γέννημα, ως του φωτός το απαύγασμα». Όπως το απαύγασμα (η λάμψη) «φύσει αυτού (τού φωτός) γέννημα θελόμενον παρά του φωτός και γεννήσαντος αυτό» και δεν γίνεται «εν σκέψει βουλήσεως, αλλά φύσει και αληθεία», έτσι, θα μπορούσε να πή κανείς, ότι συμβαίνει και με το Πατέρα και τον Υιό, «ότι ο Πατήρ αγαπά και θέλει τον Υιόν, και ο Υιός αγαπά και θέλει τον Πατέρα». Επομένως, δεν θέλει μόνον ο Πατήρ τον Υιό, αλλά και ο Υιός τον Πατέρα. Το ίδιο γίνεται και με το Άγιον Πνεύμα.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Μ. Αθανάσιος σε άλλο σημείο του ιδίου λόγου του κατά Αρειανών σαφώς αποφαίνεται ότι «τού βούλεσθαι το κατά φύσιν υπέρκειται, και η φύσις ουχ υπόκειται τη βουλήσει». Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφερόμενος σε αυτό το χωρίο του Μ. Αθανασίου γράφει ότι ο Υιός γεννήθηκε εκ της φύσεως του Πατρός και όχι εκ της θελήσεως και αποφαίνεται: «η γέννησις ευδοκία και θέλησις ουκ έστιν, αλλ' υπέρ ευδοκίαν και θέλησιν –φύσει γάρ δείκνυσιν εκ Πατρός όντα τον Υιόν ως αυτώ γνήσιον και ομοούσιον, αλλ' ου θελήσει καθά τα κτίσματα». Το ίδιο συμβαίνει και με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός (Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, εκδ. Παναγιώτη Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 98-99).
Η οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία της φράσεως του Μ. Αθανασίου: «τής ιδίας υποστάσεώς εστι θελητής», παραπέμπει σε κακόδοξη άποψη ότι δήθεν ο Πατήρ είναι θελητής και της δικής Του υπάρξεως, δηλαδή του εαυτού Του!
Πάντως, συνιστά έντονο θεολογικό πρόβλημα το γιατί η φράση «τής ιδίας υποστάσεώς εστι θελητής» (ο Πατήρ) που από τον Μ. Αθανάσιο τίθεται για να αντιμετωπισθή το «κατ' ανάγκην» της φύσεως των Αρειανών και να δείξη ότι ο Υιός γεννήθηκε κατά φύσιν από τον Πατέρα, από τον Σεβασμιώτατο Περγάμου επεκτείνεται στην «μία ελεύθερη βούληση, αιώνια, αΐδια» του Θεού και στην ελευθερία του Θεού Πατρός, ότι «τό αίτιο της ελευθερίας του τριαδικού Θεού» δεν είναι «η ελευθερία που πηγάζει από την ουσία, είναι η ελευθερία του αιτίου, του Πατρός».
Επομένως, ναί μεν ο Σεβασμιώτατος δεν δέχεται ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση του Πατρός, κατά τον τρόπο που ομιλούσαν οι Αρειανοί, αλλά όταν ομιλή για «τό ελεύθερο θέλημα του Πατρός» και όταν γράφη σε άλλο κείμενό του ότι «Αλλ' εάν ο λόγος της οντολογικής ελευθερίας του Θεού έγκειται απλώς εις την "φύσιν" του, εις το ότι δηλαδή εκ φύσεως είναι άκτιστος, ενώ εμείς εκ φύσεως κτιστοί, τότε καμμιά ελπίς, καμμιά δυνατότης δεν υπάρχει δια τον άνθρωπον να γίνη ποτέ πρόσωπον, με την έννοιαν που είναι ο Θεός, δηλαδή όντως πρόσωπον. Αλλ' όχι ο λόγος της οντολογικής ελευθερίας του Θεού δεν έγκειται εις την φύσιν Του, αλλά εις την προσωπικήν Του ύπαρξιν, δηλαδή εις τον "τρόπον υπάρξεως" με το οποίον υφίσταται ως θεία φύσις (υποσημ.: Εάν, άλλωστε, συνδέσωμε την απόλυτον ελευθερίαν του Θεού με την φύσιν Του, αυτόματα, όπως δείξαμε προ ολίγου, την αναιρούμε!)» (Ιω. Ζηζιούλα, Από το προσωπείον εις το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου, εν Ιμάτια Φωτός Αρρήτου: Διεπιστημονική Προσέγγιση του Προσώπου, επιμ. Λ. Χρ. Σιάσου, Πουρναράς: Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 94) καθώς επίσης όταν υποστηρίζη ότι «ο τρόπος με τον οποίον ασκεί ο Θεός την οντολογικήν ελευθερίαν Του, εκείνο ακριβώς που Τόν κάνει να είναι οντολογικά ελεύθερος, είναι το ότι υπερβαίνει και καταργεί την οντολογικήν αναγκαιότητα της ουσίας με το να είναι Θεός ως Πατήρ, δηλαδή ως Εκείνος που "γεννά" τον Υιόν και "εκπορεύει" το Πνεύμα», αυτό οδηγεί σε αποκλίσεις από την ορθόδοξη διδασκαλία.
Υπογραμμίζω και πάλι ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ βούλησης-θέλησης και προαίρεσης. Η βούληση-θέληση, στον Θεό και τον άνθρωπο, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, και γι' αυτό η θέληση-βούληση δεν έχει δυνατότητα επιλογών, όπως διδάσκει η δυτική φιλοσοφία, ενώ η προαίρεση στον άνθρωπο –όχι στον Θεό, που δεν έχει προαίρεση– συνδέεται με τις επιλογές που κάνει. Αλλά και η προαίρεση αυτή στον άνθρωπο συνιστά ατέλεια, γιατί ο εν Χριστώ αναγεννημένος άνθρωπος, ο άγιος εν Χριστώ αποκτά και την ατρεψία της προαιρέσεως. Αυτό διδάσκει ο άγιος Μάξιμος και θα το αναλύσω σε νέο εκτενές κείμενό μου. Μήν προσπαθεί, λοιπόν, ο Σεβασμιώτατος Περγάμου να ξεπερνά τα σοβαρά αυτά θέματα με την δήθεν παραποίηση των θέσεών του.
Ο ιερομόναχος π. Μάξιμος Λαυριώτης ήδη το 1990, πριν 22 χρόνια, πολύ ευφυώς ασχολήθηκε με το σοβαρό αυτό θέμα και παρουσίασε την διδασκαλία της Εκκλησίας. Σε άρθρο του με τίτλο «Ελευθερία και σωτηρία», στο πρώτο μέρος ασχολείται με το «σωτηριώδες κεφάλαιον», και στο δεύτερο μέρος ασχολείται με το περί της «αιρετικής ελευθερίας». Αναφερόμενος σε απόψεις «ωρισμένων αθεράπευτα ρομαντικών Ρώσων "θεολόγων" και φιλοσόφων» και αναλύοντας απόψεις του Ευδοκίμωφ για την σχέση ελευθερίας και προσώπου, σε σύγκριση με πατερικά χωρία, παρατηρεί:
«Είχαν πάθει σύγχυση λοιπόν όλοι οι Πατέρες; "Το γάρ αυτεξούσιον, θέλησιν ωρίσαντο" και την θέληση "φυσικήν και αυτεξούσιον ορεκτικήν του νού κίνησιν". Δεν υπάρχει καμμία αναφορά του αυτεξουσίου στό... "πρόσωπο" από κανένα Πατέρα της Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως πολλές από πολλούς αιρετικούς (Ευνο¬μια-νούς, Νεστοριανούς, Ωριγενιστές και προπαντός Μονοθε¬λήτες και Μονοενεργήτες), των οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι "τό μη ειδέναι την διαφοράν του φυσικού και του υποστατικού θελήματος", δηλαδή ότι "η μεν θέλησις τουτέστιν η θελητική δύναμις και αυτό το απλώς θέλειν, φυσικόν, το δε θελητόν, τουτέστιν το τί θέλειν, γνωμικόν και υποστατικόν".
Σε άλλο σημείο παρατηρεί:
«Είναι λοιπόν η ελευθερία ουσία προσωπική και όχι φυσική ενέργεια, ή –έστω– υποστατική; Και διαθέτει το ανθρώπινο πρόσωπο άραγε ως ιδιαίτερη δική του ουσία την ελευθερία, ξεχωριστά από την φύση ή ουσία που υποστασιάζει; Στούς είκοσι αιώνες του Χριστιανισμού δεν εμφανίσθηκαν ποτέ φοβερώτερες πλάνες απ' αυτές, παρμένες όλες από περιλάλητο έργο "Ορθοδοξία", με το οποίο έγινε διδάκτωρ και καθηγητής στον Άγιο Σέργιο των Παρισίων ο Ευδοκίμωφ».
Πιό κάτω γράφει:
«Κανένας Πατήρ δεν συνέδεσε ποτέ πρόσωπο και ελευθερία, ή φύση και αναγκαιότητα. Κανείς δεν μίλησε ποτέ για υποστατική ελευθερία. Είναι των Μονοθελητών και Μονοενερ¬γητών αυτό το δόγμα και έχει καταδικασθή από την ΣΤ' Οικουμ. Σύνοδο. Αλλά και οι Μονοθελήτες ακόμη ευρίσκοντο σε πολύ καλύτερη θέση απ' τους Ρώσους Σλαυοφίλους καθότι συμφωνούσαν απόλυτα με τους ορθοδόξους αντιπάλους των στο ότι: θέλησις-αυτεξούσιον-ελευθερία σήμαιναν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Καμμία διάκρισις μεταξύ "ψυχολογικών" και "μεταφυσικών" ρόλων σ' αυτούς τους όρους. Ακόμη και η "βούλησις" ορίζεται απ' τους ορθοδόξους παρά τον γνωμικό της χαρακτήρα ως "ποιά φυσική θέλησις", απλούστατα διότι γίνεται κατανοητό, πώς και το γνωμικό θέλημα δεν είναι παρά προσωπικός τρόπος χρήσεως της φυσικής θελήσεως, και επ' ουδενί λόγω μια ιδιαίτερη θελητική ενέργεια, που πηγάζει από το πρόσωπο σε αντιδιαστολή προς όσες πηγάζουν από την φύση». (βλ. Ορθόδοξος Τύπος, 23-3-1990 και 30-3-1990).
Όλα αυτά με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης οφείλει να αποκαταστήση τα πράγματα και να ανακαλέση όχι μόνο τα αφορώντα το πρόσωπό μου, αλλά κυρίως τα αφορώντα τον Μ. Αθανάσιο, τον οποίο παρουσιάζει να δέχεται εσφαλμένες απόψεις.
Αυτά προς το παρόν για το θέμα της βουλήσεως-θελήσεως.
3. Το Συνέδριο για την «μεταπατερική θεολογία»
Όσον αφορά την εισήγησή μου, η οποία προκάλεσε τον Σεβασμιώτατο, θέλω να υπογραμμίσω ότι συμμετείχα στο Συνέδριο το οποίο διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς για την μεταπατερική θεολογία ύστερα από πρόσκληση του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ και διατύπωσα την άποψή μου για την «μεταπατερική θεολογία», ένα σοβαρό θέμα που μπορεί να υπονομεύση τα θεμέλια της συγχρόνου θεολογίας, γιατί αποτελεί μια «ψευδομόρφωση» στην σύγχρονη θεολογία και έχει εκκλησιολογικές και ποιμαντικές προεκτάσεις. Γιατί, μεταξύ των άλλων, το να χωρίζεται η εκκλησιολογία σε «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» και «θεραπευ¬τική εκκλησιο¬λογία», ότι δηλαδή οι Πατέρες των πρώτων αιώνων εξέφραζαν την πρώτη και οι μεταγενέστεροι Πατέρες εξέφραζαν την δεύτερη, επηρεασθέντες από τον Ωριγένη και τον Ευάγριο, και αργότερα έγινε η σύνθεση το να υποστηρίζεται ότι η «θεραπευτική εκκλησιολογία» των Πατέρων υπήρξε «ανατροπή» της «ευχαριστιακής-εσχατολογικής εκκλησιο¬λογίας» κλπ. είναι νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας.
Πάντως, στο συγκεκριμένο Συνέδριο συμμετείχα και διατύπωσα νομίζω με νηφαλιότητα και θεολογική ευκρίνεια τις απόψεις μου και μάλιστα στο τέλος αναφέρθηκα και σε λόγο του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ότι «Το μέλλον ανήκει εις μίαν αυθεντικήν "πατερικήν" θεολογίαν, πέραν από τον νεοπατερισμόν και τον μεταπατερισμόν, εις μίαν εκκλησιαστικήν θεολογίαν, η οποία ζωογονείται από την έντασιν μεταξύ του "ήδη" και του "όχι ακόμη" της Βασιλείας του Θεού».
Όμως, με προβληματίζει η σκοπιμότητα της ανάμειξης του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου, όσον με αφορά. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου δεν πρέπει να διεκδική το απόλυτο και το μοναδικό στην αγάπη προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Και η ελαχιστότητά μου το έχει αποδείξει στην πράξη και είναι μεμαρτυρημένο.
Έπειτα, δεν συμμετείχα σε ένα Συνέδριο αιρετικών. Το διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, και ο Σεβ. Μητροπολίτης της κ. Σεραφείμ, εκπροσωπούνταν Ορθόδοξες Εκκλησίες και φορείς του Ποιμνίου του Οικουμενικού Θρόνου και ετέθησαν θέματα που αφορούν την ορθόδοξη θεολογία. Άλλωστε, σε ένα Συνέδριο ο καθένας φέρει την ευθύνη των δικών του απόψεων. Ασφαλώς το γνωρίζει αυτό ο Σεβασμιώτατος από τα Συνέδρια στα οποία συμμετέχει.
4. Ο «επίσημος διάλογος των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς»
Το θέμα του «επισήμου διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς» το αντιμετωπίζει ο Σεβ. Περγάμου πολύ επιφανειακά. Στην επιστολή που του απέστειλα έθεσα σοβαρά ζητήματα, τα οποία παρακάμπτει. Άλλωστε, δεν ευθύνεται ο ίδιος γι' αυτά. Έγραφα ότι δεν ελήφθη απόφαση από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος πριν το 2008 για το θέμα αυτό, και δεν εννοούσα την Διαρκή Ιερά Σύνοδο.
Πάντως, η συγκεκριμένη εξουσιοδότηση που του δόθηκε από τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, αφορούσε στο να συνεχισθή ο διάλογος με τους «Ρωμαιοκαθολικούς», σε συνδυα¬σμό με το μεγάλο θέμα της Ουνίας. Γράφει η σχετική εξουσιο¬δότηση:
«Παρά τις υφισταμένας δυσκολίας, αίτινες πηγάζουν εκ της συνεχίσεως της προσηλυτιστικής δράσεως της Ουνίας εις βάρος του ποιμνίου της Ορθοδόξου εκκλησίας, ο εν λόγω Θεολογικός Διάλογος δέον, όπως συνεχισθή. Πεποίθαμεν, ότι δέον όπως οριστικώς και απεριφράστως καταδικασθή η Ουνία ως μέθοδος, η οποία, όπου εφηρμόσθη, απέτυχε να υπηρετήση τον σκοπόν της προσεγγίσεως των Εκκλησιών. Αντιθέτως, προεκάλεσε νέας διαιρέσεις και ελειτούργησεν ως μέθοδος προσηλυτισμού των Ορθοδόξων εις την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν. Η Ουνία αποτελεί Εκκλησιαστικήν, Νομοκανονικήν, και Δογματικήν εκτροπήν και βιαίαν απόσπασιν και απόσχισιν πιστών από την Μητέρα Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και ως εκ τούτου πρέπει οπωσδήποτε να καταδικασθή και να καταργηθή.
Ως προς την θεματολογίαν του Διαλόγου, η Εκκλησία της Ελλάδος φρονεί, ότι πρέπει να συνεχισθή η συζήτησις επί του θέματος της Ουνίας, όπερ ουδόλως έχει εξαντληθή, δεδομένου, ότι συνεχίζει να υπάρχη και να δρά εις βάρος της Ορθοδοξίας. Η συζήτησις αυτή, προς διευκόλυνσιν της πορείας του Διαλόγου, δύναται να διεξαχθή εντός των πλαισίων της εκκλησιολογίας υπό το πρίσμα του πρωτείου».
Δεν γνωρίζω όμως εάν στον διάλογο έγινε συζήτηση για την Ουνία.
Όμως, για το θέμα του διαλόγου ισχύει κατά πάντα η απόφαση της Ιεραρχίας του έτους 2010, επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ των άλλων:
«1. Διεπιστώθη η ανάγκη περαιτέρω πληρεστέρας ενημερώσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, στα σημαντικά αυτά ζητήματα. (σημ. Γνωρίζω καλά ότι αυτό διατυπώθηκε πολύ ευγενικά). Δηλώθηκε δε ότι εφεξής η Ιεραρχία θα λαμβάνη γνώση όλων των φάσεων των Διαλόγων, διαφορετικά κανένα κείμενο δεν δεσμεύει την Εκκλησία. Άλλωστε αυτό συνιστά το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας.
2. Ο Διάλογος πρέπει να συνεχισθεί, μέσα όμως στα ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια, πάντοτε ύστερα από συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως πανορθοδόξως έχει αποφασισθεί».
Η απόφαση αυτή της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι σαφέστατη και δείχνει την επιθυμία της να ενημερώνεται πλέον αρκούντως για το θέμα των διαλόγων και ότι ο «επίσημος διάλογος των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς» πρέπει να γίνεται σε ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια.
Όσον αφορά την εισήγησή μου, η οποία προκάλεσε τον Σεβασμιώτατο, θέλω να υπογραμμίσω ότι συμμετείχα στο Συνέδριο το οποίο διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς για την μεταπατερική θεολογία ύστερα από πρόσκληση του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ και διατύπωσα την άποψή μου για την «μεταπατερική θεολογία», ένα σοβαρό θέμα που μπορεί να υπονομεύση τα θεμέλια της συγχρόνου θεολογίας, γιατί αποτελεί μια «ψευδομόρφωση» στην σύγχρονη θεολογία και έχει εκκλησιολογικές και ποιμαντικές προεκτάσεις. Γιατί, μεταξύ των άλλων, το να χωρίζεται η εκκλησιολογία σε «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» και «θεραπευ¬τική εκκλησιο¬λογία», ότι δηλαδή οι Πατέρες των πρώτων αιώνων εξέφραζαν την πρώτη και οι μεταγενέστεροι Πατέρες εξέφραζαν την δεύτερη, επηρεασθέντες από τον Ωριγένη και τον Ευάγριο, και αργότερα έγινε η σύνθεση το να υποστηρίζεται ότι η «θεραπευτική εκκλησιολογία» των Πατέρων υπήρξε «ανατροπή» της «ευχαριστιακής-εσχατολογικής εκκλησιο¬λογίας» κλπ. είναι νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας.
Πάντως, στο συγκεκριμένο Συνέδριο συμμετείχα και διατύπωσα νομίζω με νηφαλιότητα και θεολογική ευκρίνεια τις απόψεις μου και μάλιστα στο τέλος αναφέρθηκα και σε λόγο του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ότι «Το μέλλον ανήκει εις μίαν αυθεντικήν "πατερικήν" θεολογίαν, πέραν από τον νεοπατερισμόν και τον μεταπατερισμόν, εις μίαν εκκλησιαστικήν θεολογίαν, η οποία ζωογονείται από την έντασιν μεταξύ του "ήδη" και του "όχι ακόμη" της Βασιλείας του Θεού».
Όμως, με προβληματίζει η σκοπιμότητα της ανάμειξης του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου, όσον με αφορά. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου δεν πρέπει να διεκδική το απόλυτο και το μοναδικό στην αγάπη προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Και η ελαχιστότητά μου το έχει αποδείξει στην πράξη και είναι μεμαρτυρημένο.
Έπειτα, δεν συμμετείχα σε ένα Συνέδριο αιρετικών. Το διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, και ο Σεβ. Μητροπολίτης της κ. Σεραφείμ, εκπροσωπούνταν Ορθόδοξες Εκκλησίες και φορείς του Ποιμνίου του Οικουμενικού Θρόνου και ετέθησαν θέματα που αφορούν την ορθόδοξη θεολογία. Άλλωστε, σε ένα Συνέδριο ο καθένας φέρει την ευθύνη των δικών του απόψεων. Ασφαλώς το γνωρίζει αυτό ο Σεβασμιώτατος από τα Συνέδρια στα οποία συμμετέχει.
4. Ο «επίσημος διάλογος των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς»
Το θέμα του «επισήμου διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς» το αντιμετωπίζει ο Σεβ. Περγάμου πολύ επιφανειακά. Στην επιστολή που του απέστειλα έθεσα σοβαρά ζητήματα, τα οποία παρακάμπτει. Άλλωστε, δεν ευθύνεται ο ίδιος γι' αυτά. Έγραφα ότι δεν ελήφθη απόφαση από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος πριν το 2008 για το θέμα αυτό, και δεν εννοούσα την Διαρκή Ιερά Σύνοδο.
Πάντως, η συγκεκριμένη εξουσιοδότηση που του δόθηκε από τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, αφορούσε στο να συνεχισθή ο διάλογος με τους «Ρωμαιοκαθολικούς», σε συνδυα¬σμό με το μεγάλο θέμα της Ουνίας. Γράφει η σχετική εξουσιο¬δότηση:
«Παρά τις υφισταμένας δυσκολίας, αίτινες πηγάζουν εκ της συνεχίσεως της προσηλυτιστικής δράσεως της Ουνίας εις βάρος του ποιμνίου της Ορθοδόξου εκκλησίας, ο εν λόγω Θεολογικός Διάλογος δέον, όπως συνεχισθή. Πεποίθαμεν, ότι δέον όπως οριστικώς και απεριφράστως καταδικασθή η Ουνία ως μέθοδος, η οποία, όπου εφηρμόσθη, απέτυχε να υπηρετήση τον σκοπόν της προσεγγίσεως των Εκκλησιών. Αντιθέτως, προεκάλεσε νέας διαιρέσεις και ελειτούργησεν ως μέθοδος προσηλυτισμού των Ορθοδόξων εις την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν. Η Ουνία αποτελεί Εκκλησιαστικήν, Νομοκανονικήν, και Δογματικήν εκτροπήν και βιαίαν απόσπασιν και απόσχισιν πιστών από την Μητέρα Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και ως εκ τούτου πρέπει οπωσδήποτε να καταδικασθή και να καταργηθή.
Ως προς την θεματολογίαν του Διαλόγου, η Εκκλησία της Ελλάδος φρονεί, ότι πρέπει να συνεχισθή η συζήτησις επί του θέματος της Ουνίας, όπερ ουδόλως έχει εξαντληθή, δεδομένου, ότι συνεχίζει να υπάρχη και να δρά εις βάρος της Ορθοδοξίας. Η συζήτησις αυτή, προς διευκόλυνσιν της πορείας του Διαλόγου, δύναται να διεξαχθή εντός των πλαισίων της εκκλησιολογίας υπό το πρίσμα του πρωτείου».
Δεν γνωρίζω όμως εάν στον διάλογο έγινε συζήτηση για την Ουνία.
Όμως, για το θέμα του διαλόγου ισχύει κατά πάντα η απόφαση της Ιεραρχίας του έτους 2010, επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ των άλλων:
«1. Διεπιστώθη η ανάγκη περαιτέρω πληρεστέρας ενημερώσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, στα σημαντικά αυτά ζητήματα. (σημ. Γνωρίζω καλά ότι αυτό διατυπώθηκε πολύ ευγενικά). Δηλώθηκε δε ότι εφεξής η Ιεραρχία θα λαμβάνη γνώση όλων των φάσεων των Διαλόγων, διαφορετικά κανένα κείμενο δεν δεσμεύει την Εκκλησία. Άλλωστε αυτό συνιστά το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας.
2. Ο Διάλογος πρέπει να συνεχισθεί, μέσα όμως στα ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια, πάντοτε ύστερα από συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως πανορθοδόξως έχει αποφασισθεί».
Η απόφαση αυτή της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι σαφέστατη και δείχνει την επιθυμία της να ενημερώνεται πλέον αρκούντως για το θέμα των διαλόγων και ότι ο «επίσημος διάλογος των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς» πρέπει να γίνεται σε ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια.
Λυπάμαι που και στην «δήλωση» του Σεβασμιωτάτου διέκρινα τον αιχμηρό και υπεροπτικό τρόπο, με τον οποίον έγραψε και την επιστολή του. Γνωρίζω ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν «παπίζουμε», όλοι είμαστε «διδακτοί Θεού», κατά την αναλογία της πίστεως, μέσα στην βιβλικοπατερική παράδοση, όταν ερμηνεύεται ορθώς, και το θεολογείν είναι έργο του Επισκόπου, το οποίο δεν μπορεί να ασκήται μονομερώς από ακαδημαϊκούς διδασκάλους. Όλοι μετέχουμε, κατά διαφόρους βαθμούς, στο μυστήριο της Εκκλησίας και της ορθοδόξου θεολογίας, οπωσδήποτε όμως η ορθόδοξη θεολογία είναι εμπειρία των θείων και οι αληθινοί θεολόγοι ομιλούν κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «αλιευτικώς και ουκ αριστοτελικώς».
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
ΘΑ ΤΟ ΔΟΥΜΕ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΔΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ;
Διαβάζουμε εις το ανακοινωθέν της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου του Οικ. Πατριαρχείου τα εξής:
«Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εκφράζει την βαθείαν λύπην του καθώς η ανθρωπότης εισέρχεται εις περίοδον συγχύσεων και ρευστότητος, χαρακτηριζομένην δια τας θρησκευτικάς εξάρσεις, αποτέλεσμα των οποίων είναι η εκδήλωσις βίας, και διακρινομένην δια την έλλειψιν σεβασμού προς την θρησκευτικήν διαφορετικότητα. Όταν ενεργώμεν κατά τρόπον αναιδή και βίαιον εν ονόματι των θρησκευτικών προκαταλήψεων η των θρησκευτικών μας πεποιθήσεων, τότε υποτιμώμεν αυτήν ταύτην την ζωήν και την πίστιν μας, ενώ ταυτοχρόνως δημιουργούμεν κλίμα θυμού, μίσους και δυσπιστίας το οποίον φθείρει τους από της συστάσεως του κόσμου συνεκτικούς δεσμούς της ανθρωπότητος.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εξέδωκε τον Αύγουστον Ανακοινωθέν ‘’Περι της αναζωπυρώσεως της βίας και της εξαπλώσεώς της ανά την υφήλιον’’ και εκάλεσεν όλους τους ανθρώπους τους εμπλεκομένους εις καταστάσεις βίας να καταθέσουν τα όπλα των. Λαμβανομένων υπ’ όψιν των όσων συνέβησαν κατά τας τελευταίας εβδομάδας, η ως άνω έκκλησις δια την ανάληψιν δεσμεύσεων προς επικράτησιν της ειρήνης και του αμοιβαίου σεβασμού δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα, καθίσταται περισσότερον κρίσιμος παρά ποτέ.
Η Αγία Γραφή εις το Βιβλίον των Παροιμιών (10.12) μας διδάσκει ότι «μίσος εγείρει νείκος, πάντας δε τους μη φιλονεικούντας καλύπτει φιλία». Συνεπώς, ας αγαπήσωμεν αλλήλους επειδή γνωρίζομεν ότι η αληθινή αγάπη προέρχεται από τον Θεόν, ο Οποίος εδημιούργησε πάντα άνθρωπον και αγαπά έκαστον πρόσωπον εν τη Θεία Αυτού Προνοία. Ημείς, οι οποίοι επαγγελλόμεθα ότι γνωρίζομεν τον Θεόν, πρέπει να αναγνωρίσωμεν το θεόσδοτον δώρον της ζωής εις ένα έκαστον των ανθρώπων και να σεβασθώμεν το Θείον τούτο δημιούργημα. Ημείς, οι οποίοι ονομάζομεν τον Θεόν Κύριον ημών, πρέπει να περιφρουρήσωμεν την ανθρωπίνην ζωήν και να προσεγγίσωμεν μετά τιμής ακόμη και το πρόσωπον με το οποίον διαφωνούμεν.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον φρονεί ότι είναι υποχρέωσίς μας να συνδιαλεγώμεθα με όσους είναι διαφορετικοί από ημάς, με σκοπόν την εξοικείωσίν μας προς τα σύμβολα, τας προτεραιότητας και τον τρόπον σκέψεως των ‘’άλλων’’. Τα σύμβολα αποτελούν εξωτερικάς χαρακτηριστικάς απεικονίσεις, προς τας οποίας όλοι οι άνθρωποι συνδέουν τας εσωτερικάς των εννοίας και αξίας. Δια της αναπτύξεως της κατανοήσεως των συμβόλων, δυνάμεθα να κατανοήσωμεν το ανθρώπινον πρόσωπον. Η καταστροφή των συμβόλων αντιστοιχεί προς την πρόκλησιν πόνου εις τους ανθρώπους οι οποίοι τιμούν τα σύμβολα ταύτα και τας παραδόσεις που φέρουν εντός των καρδιών των.
Η Α. Θ. Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος επανειλημμένως έχει καλέσει ολόκληρον την ανθρωπότητα να υιοθετήση ‘’μίαν ριζικήν αλλαγήν στάσεως, συνηθειών και πρακτικών’’ και να φθάση εις τοιούτον επίπεδον δεσμεύσεως ώστε να ‘’είμεθα έτοιμοι να μοιρασθώμεν όλα τα αγαθά με όλους τους συνανθρώπους μας‘’. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπενθυμίζει το ρηθέν υπό του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ειπόντος ότι ‘’τό μυστήριον του πλησίον μας δεν δύναται να απομονωθή από το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας’’. Δια την εκπλήρωσιν των ανωτέρω αληθειών και δια την διακριτικήν αναγνώρισιν της εικόνος του Θεού εις έκαστον των ανθρώπων, η Α. Θ. Παναγιότης ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον αποκηρύσσουν την αντιμετώπισιν των συνανθρώπων μας με έλλειψιν σεβασμού, περιφρόνησιν και καταστροφικόν μίσος. Εν κατακλείδι, ουδένα ωφελούν οι λόγοι, οι πλήρεις μισαλλοδοξίας, αι αβάσιμοι κατηγορίαι, η αδυναμία κατανοήσεως των πολιτιστικών διαφορών και η κατάκρισις του άλλου η οποία αποσκοπεί εις την αποφυγήν των ευθυνών. Ανεξαρτήτως της οδού την οποίαν ο καθείς από ημάς ενσυνειδήτως επέλεξε να ακολουθήση, οι πάντες είμεθα αρρήκτως συνδεδεμένοι προς αλλήλους, ως τα νήματα του ιδίου τάπητος, δημιουργήματος του Θεού, και πρέπει να αναγνωρίσωμεν το κάλλος και την εσωτέραν αξίαν εκάστου και να παύσωμεν την καταστροφήν οποιουδήποτε τμήματος του συλλογικού ημών κάλλους».
Εν τοις Πατριαρχείοις, τη 29η Σεπτεμβρίου 2012
Ωραία ως εδώ! Θα το δούμε εις την πράξη δια όλους;
Ας κάνουμε έναν παραλληλισμό με το ζήτημα της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου!
Το Πατριαρχείο αναφέρει ότι «Όταν ενεργώμεν κατά τρόπον αναιδή και βίαιον εν ονόματι των θρησκευτικών προκαταλήψεων η των θρησκευτικών μας πεποιθήσεων, τότε υποτιμώμεν αυτήν ταύτην την ζωήν και την πίστιν μας, ενώ ταυτοχρόνως δημιουργούμεν κλίμα θυμού, μίσους και δυσπιστίας το οποίον φθείρει τους από της συστάσεως του κόσμου συνεκτικούς δεσμούς της ανθρωπότητος».
Πολύ καλά τα λέτε! Τότε σταματήστε να ενοχλείτε τους Εσφιγμενίτες και παραδώστε τους ότι τους έχετε στερήσει εως τώρα δια να μην δημιουργείτε «κλίμα θυμού, μίσους και δυσπιστίας»!
«Η Αγία Γραφή εις το Βιβλίον των Παροιμιών (10.12) μας διδάσκει ότι «μίσος εγείρει νείκος, πάντας δε τους μη φιλονεικούντας καλύπτει φιλία». Συνεπώς, ας αγαπήσωμεν αλλήλους επειδή γνωρίζομεν ότι η αληθινή αγάπη προέρχεται από τον Θεόν, ο Οποίος εδημιούργησε πάντα άνθρωπον και αγαπά έκαστον πρόσωπον εν τη Θεία Αυτού Προνοία»
Πολύ σωστά!
«Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον φρονεί ότι είναι υποχρέωσίς μας να συνδιαλεγώμεθα με όσους είναι διαφορετικοί από ημάς, με σκοπόν την εξοικείωσίν μας προς τα σύμβολα, τας προτεραιότητας και τον τρόπον σκέψεως των ‘’άλλων’’»
Πολύ ωραία! ΣΥΝΔΙΑΛΕΧΘΕΙΤΕ λοιπόν με τους Εσφιγμενίτες ΔΗΜΟΣΙΩΣ και ας είναι διαφορετικοί απο εσάς (εις το φρόνημα), δια να δώσετε ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ εις τις σκέψεις των ''άλλων''!
«Δια την εκπλήρωσιν των ανωτέρω αληθειών και δια την διακριτικήν αναγνώρισιν της εικόνος του Θεού εις έκαστον των ανθρώπων, η Α. Θ. Παναγιότης ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον αποκηρύσσουν την αντιμετώπισιν των συνανθρώπων μας με έλλειψιν σεβασμού, περιφρόνησιν και καταστροφικόν μίσος»
Έτσι ακριβώς είναι! Ας σταματήσετε λοιπόν να φέρεστε εις τους Εσφιγμενίτες με έλλειψη σεβασμού και περιφρόνησιν, στερώντας τους τα αγαθά που απολαμβάνει ο κάθε ελεύθερος άνθρωπος εις τούτον τον κόσμο!
«Εν κατακλείδι, ουδένα ωφελούν οι λόγοι, οι πλήρεις μισαλλοδοξίας, αι αβάσιμοι κατηγορίαι, η αδυναμία κατανοήσεως των πολιτιστικών διαφορών και η κατάκρισις του άλλου η οποία αποσκοπεί εις την αποφυγήν των ευθυνών»
Συμφωνούμε απόλυτα και αυτό ας ισχύσει και δια τις δυο πλευρές!
ΟΣΟ ΑΝΑΜΕΝΕΤΕ ΤΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' ΛΑΒΕΤΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΓΕΥΣΗ (3ο ΜΕΡΟΣ)
ΔΙΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΕΤΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΤΟΞΑΚΙ ΔΕΞΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ''ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΕ ΝΕΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ (3ο ΜΕΡΟΣ)
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (3ο ΜΕΡΟΣ)
Το έδαφος για την έναρξη της οικουμενικής κίνησης είχε προλειανθεί. Έτσι, ο πρώτος ταγκόσμιος πόλεμος και τα επακόλουθά του, ο κόσμος που αναζητούσε νέο προσανατολισμό, η ίδρυση της κοινωνίας των εθνών (1919), η αναμέτρηση με τα ολοκληρωτικά συστήματα, ειδικά με το φασισμό, ενίσχυσαν την άποψη ότι οι εκκλησίες έπρεπε να βγουν από τη θεσμική τους απομόνωση και να κάνουν την οικουμενική υπόθεση δική τους.
Σε αυτή την πρώτη φάση, που κατά τους ιστορικούς αρχίζει το 1910 και καταλήγει το 1938 με την πρόταση να ιδρυθεί ένα Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιων, η οικουμενική κίνηση κατανοείται ως μια προσπάθεια να δοθεί «ψυχή» στο «σώμα» της Κοινωνίας των Εθνών. Φορείς αυτής της προσπάθειας έγιναν τρεις παγκόσμιες κινήσεις: Ι) ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος για την Προώθηση Διεθνούς Φιλίας μέσω των Εκκλησιών (The World Alliance for Promoting International Friendship through the Churches), 2) η Παγκόσμια Κίνηση Ζωής και Εργασίας ή Παγκόσμια Κίνηση για τον Πρακτικό Χριστιανισμό (Universal Christian Conference or Movement on Life and Work) και 3) η Παγκόσμια Κίνηση Πίστης και Τάξης (World Conference on Faith and Order). Oi τρεις αυτές κινήσεις εργάστηκαν επιτυχώς και αποδοτικά για την επίτευξη των σκοπών της οικουμενικής κίνησης μέσω παγκόσμιων συνεδρίων, διασκέψεων, συναντήσεων, θεολογικοενωτικών διαβουλεύσεων, ίδρυσης οικουμενικών ινστιτούτων, ίδρυσης επιτροπών νεολαίας, καθιέρωσης διδασκαλίας του μαθήματος της οικουμενικής κίνησης σε διάφορες χώρες και συγγραφικής παραγωγής με περιεχόμενο την οικουμενική κίνηση.
Ο «Παγκόσμιος Σύνδεσμος Διεθνούς Φιλίας μέσω των Εκκλησιών» ιδρύθηκε στην Κωνσταντία της Ελβετίας στις 2 Αυγούστου του 1914, την ημέρα που κηρύθηκε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Βασικό στόχο είχε ικριβώς αυτό που δηλώνεται στον τίτλο του, δηλαδή τη δημιουργία καλών και φιλικών σχέσεων ανάμεσα στα έθνη «ώστε ταραπλεύρως προς τον φιλειρηνικό πολιτισμό να επιτευχθεί η παγκόσμια ειρήνη, την οποία δίδαξε ο Χριστός στην ανθρωτότητα». Για το Σύνδεσμο η ένωση των εκκλησιών δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την ειρήνευση του κόσμου. Η κοινωνία και συνεργασία των εκκλησιών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Μετά από πολλά συνέδρια και συσκέψεις για την πραγματοποίηση των στόχων του ο Σύνδεσμος διαλύθηκε το 1948 κυρίως λόγω της υποκατάστασης του από άλλες κινήσεις.
Η δεύτερη Παγκόσμια Κίνηση Ζωή και Εργασία» συνδέεται με τις αρχές και τα θέματα που απασχόλησαν τον Παγκόσμιο Συνδεσμό Διεθνούς Φιλίας, αλλά οιστόχοι της ήταν ευρύτεροι, είχε παγχριστιανικό χαρακτήρα (συμμετείχαν ορθόδοξες, αρχαίες ανατολικές, παλαιοκαθολικές, αγγλικανικές και προτεσταντικές εκκλησίες) και στηριζόταν απευθείας από τις εκκλησίες, χωρίς όμως να εξαρτάται από αυτές. Κύριος παράγοντας και εμπνευστής για τη γένεση και την περαιτέρω οργάνωση της Κίνησης αυτής υπήρξε ο λουθηρανός Αρχιεπίσκοπος Ουψάλας Ν. Soderblom. Καθοριστική ήταν η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εγκύκλιο του 1920, για την οποία θα γίνει ιδιαίτερη μνεία παρακάτω.
Ο Soderblom προσπαθησε πολύ, χωρίς όμως επιτυχία, να πείσει τις εκκλησίες να εκδώσουν μια κοινή Διακήρυξη για την ειρήνη. Αργότερα στα πλαίσια ενός συνεδρίου του Παγκόσμιου συνδέσμου για Διεθνή Φιλία το 1919 ανέπτυξε ένα σχέδιο για τη σύσταση ενός «Οικουμενικού Συμβουλίου» το οποίο ως «φωνή της χριστιανικής συνείδησης» θα έπρεπε να ταχθεί υπέρ της ειρήνης και υπέρ μιας δίκαιης κοινωνικής παγκόσμιας τάξης.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα συγκλήθηκε με δική του πρωτοβουλία το A' Παγκόσμιο Συνέδριο «Ζωής και Εργασίας» το 1925 στη Στοκχόλμη. To συνέδριο αποτέλεσε το αρχιμήδειο σημείο εκκίνησης μα την ανάπτυξη μιας νέας παράδόσης οικουμενικής κοινωνικής σκέψης κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Θεωρήθηκε τόσο σημαντικό από τους σύγχρονους του χριστιανούς που χαρακτηρίστηκε «Νίκαια της ηθικής», παραλληλίζοντας το με την A' Οικουμενική Σύνοδο της αδιαίρετης εκκλησίας. Η Κίνηση «Ζωή και Εργασία» είχε σκοπό τη συνεργασία των χριστιανικών εκκλησιών σε ζητήματα ηθικής, εκπαιδευτικής, θρησκευτικής, κοινωγικής και πολιτικής φύσης και επίδρασης του Ευαγγελίου στον κόσμο. Απώτερος σκοπός ήταν μέσω της συνεργασίας και της κοινωνίας των εκκλησιών σε πρακτικό επίπεδο να προετοιμαστεί το κατάλληλο έδαφος για :ις επαφές τους σε δογματικό επίπεδο και για την επίτευξη της ορατής ενότητας. Η συζήτηση πάντως ζητημάτων δογματικής φύσης αποφεύχθηκε συστηματικά.
Η δημιουργία της Κίνησης «Ζωή και Εργασία» χαιρετίστηκε εκείνη την εποχή από τους ορθόδοξους γιατί ανταποκρινόταν στο πνεύμα του Διαγγέλματος του Οικουμενιικού Πατριαρχείου (1920). Κατά την ορθόδοξη αντίληψη η κοινωνία των εκκλησιών και η συνεργασία σε κοινωνικά και ηθικά ζητήματα αποτελούσε το πρώτο και σταθερό βήμα και την προπαρασκευαστική βαθμίδα προς την ένωση στην πίστη.
Σε αυτή την πρώτη φάση, που κατά τους ιστορικούς αρχίζει το 1910 και καταλήγει το 1938 με την πρόταση να ιδρυθεί ένα Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιων, η οικουμενική κίνηση κατανοείται ως μια προσπάθεια να δοθεί «ψυχή» στο «σώμα» της Κοινωνίας των Εθνών. Φορείς αυτής της προσπάθειας έγιναν τρεις παγκόσμιες κινήσεις: Ι) ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος για την Προώθηση Διεθνούς Φιλίας μέσω των Εκκλησιών (The World Alliance for Promoting International Friendship through the Churches), 2) η Παγκόσμια Κίνηση Ζωής και Εργασίας ή Παγκόσμια Κίνηση για τον Πρακτικό Χριστιανισμό (Universal Christian Conference or Movement on Life and Work) και 3) η Παγκόσμια Κίνηση Πίστης και Τάξης (World Conference on Faith and Order). Oi τρεις αυτές κινήσεις εργάστηκαν επιτυχώς και αποδοτικά για την επίτευξη των σκοπών της οικουμενικής κίνησης μέσω παγκόσμιων συνεδρίων, διασκέψεων, συναντήσεων, θεολογικοενωτικών διαβουλεύσεων, ίδρυσης οικουμενικών ινστιτούτων, ίδρυσης επιτροπών νεολαίας, καθιέρωσης διδασκαλίας του μαθήματος της οικουμενικής κίνησης σε διάφορες χώρες και συγγραφικής παραγωγής με περιεχόμενο την οικουμενική κίνηση.
Ο «Παγκόσμιος Σύνδεσμος Διεθνούς Φιλίας μέσω των Εκκλησιών» ιδρύθηκε στην Κωνσταντία της Ελβετίας στις 2 Αυγούστου του 1914, την ημέρα που κηρύθηκε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Βασικό στόχο είχε ικριβώς αυτό που δηλώνεται στον τίτλο του, δηλαδή τη δημιουργία καλών και φιλικών σχέσεων ανάμεσα στα έθνη «ώστε ταραπλεύρως προς τον φιλειρηνικό πολιτισμό να επιτευχθεί η παγκόσμια ειρήνη, την οποία δίδαξε ο Χριστός στην ανθρωτότητα». Για το Σύνδεσμο η ένωση των εκκλησιών δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την ειρήνευση του κόσμου. Η κοινωνία και συνεργασία των εκκλησιών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Μετά από πολλά συνέδρια και συσκέψεις για την πραγματοποίηση των στόχων του ο Σύνδεσμος διαλύθηκε το 1948 κυρίως λόγω της υποκατάστασης του από άλλες κινήσεις.
Η δεύτερη Παγκόσμια Κίνηση Ζωή και Εργασία» συνδέεται με τις αρχές και τα θέματα που απασχόλησαν τον Παγκόσμιο Συνδεσμό Διεθνούς Φιλίας, αλλά οιστόχοι της ήταν ευρύτεροι, είχε παγχριστιανικό χαρακτήρα (συμμετείχαν ορθόδοξες, αρχαίες ανατολικές, παλαιοκαθολικές, αγγλικανικές και προτεσταντικές εκκλησίες) και στηριζόταν απευθείας από τις εκκλησίες, χωρίς όμως να εξαρτάται από αυτές. Κύριος παράγοντας και εμπνευστής για τη γένεση και την περαιτέρω οργάνωση της Κίνησης αυτής υπήρξε ο λουθηρανός Αρχιεπίσκοπος Ουψάλας Ν. Soderblom. Καθοριστική ήταν η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εγκύκλιο του 1920, για την οποία θα γίνει ιδιαίτερη μνεία παρακάτω.
Ο Soderblom προσπαθησε πολύ, χωρίς όμως επιτυχία, να πείσει τις εκκλησίες να εκδώσουν μια κοινή Διακήρυξη για την ειρήνη. Αργότερα στα πλαίσια ενός συνεδρίου του Παγκόσμιου συνδέσμου για Διεθνή Φιλία το 1919 ανέπτυξε ένα σχέδιο για τη σύσταση ενός «Οικουμενικού Συμβουλίου» το οποίο ως «φωνή της χριστιανικής συνείδησης» θα έπρεπε να ταχθεί υπέρ της ειρήνης και υπέρ μιας δίκαιης κοινωνικής παγκόσμιας τάξης.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα συγκλήθηκε με δική του πρωτοβουλία το A' Παγκόσμιο Συνέδριο «Ζωής και Εργασίας» το 1925 στη Στοκχόλμη. To συνέδριο αποτέλεσε το αρχιμήδειο σημείο εκκίνησης μα την ανάπτυξη μιας νέας παράδόσης οικουμενικής κοινωνικής σκέψης κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Θεωρήθηκε τόσο σημαντικό από τους σύγχρονους του χριστιανούς που χαρακτηρίστηκε «Νίκαια της ηθικής», παραλληλίζοντας το με την A' Οικουμενική Σύνοδο της αδιαίρετης εκκλησίας. Η Κίνηση «Ζωή και Εργασία» είχε σκοπό τη συνεργασία των χριστιανικών εκκλησιών σε ζητήματα ηθικής, εκπαιδευτικής, θρησκευτικής, κοινωγικής και πολιτικής φύσης και επίδρασης του Ευαγγελίου στον κόσμο. Απώτερος σκοπός ήταν μέσω της συνεργασίας και της κοινωνίας των εκκλησιών σε πρακτικό επίπεδο να προετοιμαστεί το κατάλληλο έδαφος για :ις επαφές τους σε δογματικό επίπεδο και για την επίτευξη της ορατής ενότητας. Η συζήτηση πάντως ζητημάτων δογματικής φύσης αποφεύχθηκε συστηματικά.
Η δημιουργία της Κίνησης «Ζωή και Εργασία» χαιρετίστηκε εκείνη την εποχή από τους ορθόδοξους γιατί ανταποκρινόταν στο πνεύμα του Διαγγέλματος του Οικουμενιικού Πατριαρχείου (1920). Κατά την ορθόδοξη αντίληψη η κοινωνία των εκκλησιών και η συνεργασία σε κοινωνικά και ηθικά ζητήματα αποτελούσε το πρώτο και σταθερό βήμα και την προπαρασκευαστική βαθμίδα προς την ένωση στην πίστη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
- Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (1ο ΜΕΡΟΣ)
- Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (2ο ΜΕΡΟΣ)
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (14ο ΜΕΡΟΣ)
Ή Παναγία αφού θαύμασε κι εκείνη πώς γνώριζε ή Έλισάβετ τήν τιμή, τήν οποία Της έκανε ό Θεός, όχι μόνο δεν έπηρεάστηκε, καί δεν αύτοεπαινέθηκε περιαυτολογώντας -όπως θά ήταν ίσως φυσικό- αλλά απεναντίας βρίσκει τήν ευκαιρία νά μεγα\.ύνει καί νά δοξάσει τό Θεό γι' ολα όσα Της χάρισε. Και μέσα άπό αυτή τήν πνευματέμφορη καί δοξολογητική προσευχή Της αφήνει αυθόρμητα νά λάμψει τό μεγάλείο της Παρθενικής καί εύγνώμονης καρδίας Της.
"Καί είπε ή Μαριάμ· Άνυμνεί καί δοξάζει ή ψυχή μου τό μεγαλείο του Κυρίου. Καί χάρηκε πολύ τό βάθος της καρδιάς μου γιά τό Θεό, πού έσωσε καί έμενα μαζί μέ όλο τό άνθρώπινο γένος" (Λουκ.Α'46-47).
Ωστε, καί άπό τήν ωδή της Θεοτόκου, βεβαιωνόμαστε οτι ή σάρκωση του Θεού Λόγου ήταν καί γιά τήν Παρθένο άναγκαία, διότι δι΄αυτής σώθηκε καί Εκείνη, όπως καί όλη ή άνθρωπότητα.
Στή συνέχεια ή προσευχή της Παναγίας αποπνέει άφ' ενός μέν τή βαθειά Της ταπεινοφροσύνη, άφ' ετέρου δέ τήν ακλόνητη πίστη Της στην παντοδυναμία του Θεού, ή οποία βρίικεται σέ πλήρη αρμονία μέ τήν εύσπλαγχνία καί τήν αγιότητά Του. Αυτές οί θείες ιδιότητες προς αυτήν έγιναν ή πηγή της μακαριότητάς Της. Καί προβαίνει ή Κεχαριτωμένη στον πασίγνωοτο ύμνο-όμολογία:
"Άνυμνεί ή ψυχή μου τόν Κύριο, διότι έρριψε ευμενές βλέμμα στή μικρότητα καί άσημότητα εμού, πού είμαι δούλη Του. Καί γι αυτό, νά, άπό τώρα θά μέ μακαρίζουν όλες οί γενεές των πιστών. Καί θά μέ μακαρίζουν, διότι εφόσον μέ άξίωσε νά γίνω μητέρα του Σωτήρα, έκανε σέ μένα μεγάλα καί θαυμαστό έργα Αυτός, του Όποίου είναι απεριόριστη ή δύναμη καί άγιο τό όνομα αύτού. Καί έτσι μέ τά καταπληκτικά σέ δύναμη καί αγιότητα έργα Του όχι μόνο ανυψώνει, αλλά καί αγιάζει τους ταπεινούς Του δούλους. Καί τό έλεος Του δέν δείχθηκε μόνο σέ μένα, αλλά είναι παντοτεινό καί μεταβιβάζεται άπό γενεά σέ γενεά σ' όλους εκείνους πού Τόν φοβούνται" (Λουκ. Α'48-50).
Ή Μαρία εξύμνησε ήδη τή θεία συγκατάβαση, όπως αυτή φανερώθηκε στην εκλογή καί τήν υψίστη αποστολή πού της εμπιστεύθηκε ο Θεός. Στους υπολοίπους στίχους της Θ' ωδής -στην οποία προσδίδει καθολικό πλέον χαρακτήρα- προφητεύει τίς διαχρονικές εκδηλώσεις της παντοδυναμίας του Θεού. Καί "έχουσα θεοδόχον ή Παρθένος τήν μήτραν", διακηρύττει ότι ή θεία δύναμη γίνεται αισθητή στή ζωή των ανθρώπων, άλλοτε ώς παιδαγωγική ράβδος καί άλλοτε ώς παρακλητική βακτηρία, άναλόγως της διαθέσεως καί της πνευματικής καταστάσεως αυτών.
Γι' αυτό καί εξακολουθεί νά αναπέμπει τήν ωδή Της λέγουσα: "Πάντοτε καί στό παρελθόν, αλλά πρό παντός τώρα μέ τήν αποστολή του Μεσσία, έκανε έργα κραταιά καί δυνατά μέ τό παντοδύναμο χέρι Του· κατανίκησε καί διασκόρπισε αυτούς, πού υπερηφανεύονται μέ τίς πράξεις καί τά φαντασμένα σχέδια της ψυχής τους" (Λουκ. Α' 51).
Ό άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας μας βοηθεί στην κατανόηση του ανωτέρου χωρίου αναφερόμενος ίδιαίτερα στό περ ιεχόμενο των λέξεων "έν βραχίονι'' καί "υπερηφάνους", σημειώνει: "Υπονοεί τό βραχίονα, πού γεννήθηκε άπό τήν Παρθένο, τό Λόγο του Θεού. Υπερήφανους δέ λέει τους πονηρους δαίμονες μετά του αρχηγού τους, πού εξέπεσαν εξαιτίας της υπερηφάνειας, καί τους Έλληνες σοφούς, καί τους Ιουδαίους, πού δέν θέλησαν νά πιστεύσουν, καί οί οποίοι διασκορπίσθηκαν, διότι σκέφθηκαν οτι είναι ανάξια της προσοχής τους, τά όσα ελέχθησαν γιά τόν Υιό του Θεού'' (Έλλ. Πατρολογία ΚΕΠΕ 72, 479).
Πράγματι, μέ τά λόγια Της αυτά ή παρθένος εννοεί όλους εκείνους, οί οποίοι υπερτιμούν τους εαυτούς τους καί θεωρούν ότι είναι κάτι, είτε Ιουδαίοι είναι αυτοί είτε είδωλολάτρες. Διότι, δυστυχώς, οί υπερήφανοι άνθρωποι φαντάζονται ότι μπορούν νά έπιτύχουν τά πάντα, όταν έπιβάλλουν τά σχέδια τους καί τίς θελήσεις τους. 'Αλλά ό Θεός διασκορπίζει καί ματαιώνει τίς υπερήφανες διανοητικές συλλήψεις τους, μέ τίς ίδιες τίς δικές τους σκέψεις καί ενέργειες, μέ τίς όποίες έκείνοι φαντάζονταν ότι θά προωθούσαν τους εαυτούς τους καί θά επιβάλλονταν. Παράδειγμα κλασσικό αποτελούν έκείνοι πού αποπειράθηκαν νά ανεγείρουν τόν πύργο της Βαβέλ, επειδή επιζητούσαν νά ενώσουν τή γη μέ τόν ουρανό. Ό Θεός όμως κατέστρεψε τά αλαζονικά σχέδιά τους προκαλώντας τή σύγχυση των γλωσσών.
Καί επειδή ή αλαζονεία καί ή υπερηφάνεια έχει πολλή στενή σχέση μέ τήν εξουσία, όμολογεί στή συνέχεια ή Θεοτόκος: "Έρριψε κάτω άπό τους θρόνους τους άρχοντες κραταιούς καί δυνατούς καί ανύψωσε ταπεινούς καί περιφρονημένους" (Λουκ.Α' 52).
Είναι δυνατόν οί αλήθειες αυτές νά γεννήθηκαν στό νού της Παρθένου μετά τήν υπόσχεση του αγγέλου, ότι ό Υιός Της θά καθίσει στό θρόνο του Δαβίδ. Πάντως τά λόγια της Κόρης της Ναζαρέτ είναι προφητικά καί αναφέρονται στή νέα κατάσταση τήν οποία θά εγκαθιστούσε στον κόσμο ο Χριστός. Όλους εκείνους δηλαδή, πού επιδιώκουν τίς πρωτοκαθεδρίες -όπως ήταν στην εποχή Του οί Γραμματείς καί οί Φαρισαίοι- θά τους ανατρέπει άπό τά αλαζονικά βάθρα τους. Αντιθέτως, τους ταπεινούς θά τους τιμά μέ τή δική Του θεϊκή δόξα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (1ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (2ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (3ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (4ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (5ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (6ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (7ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (8ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (9ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (10ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (11ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (12ο ΜΕΡΟΣ)
- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (13ο ΜΕΡΟΣ)
Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012
ΟΣΟ ΑΝΑΜΕΝΕΤΕ ΤΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' ΛΑΒΕΤΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΓΕΥΣΗ (2ο ΜΕΡΟΣ)
ΔΙΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΕΤΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΤΟΞΑΚΙ ΔΕΞΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ''ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΕ ΝΕΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ (2ο ΜΕΡΟΣ)
ΑΤΥΧΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΔΕΝ μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε τὴ σκέψη καὶ νὰ κατανοήσουμε τὶς ἐνέργειες ὁρισμένων ἐπισκόπων μας. Τὸν περασμένο Αὔγουστο ἐπισκέφτηκε μία ὁμάδα Γαλλοεβραίων τὴν Ἀλεξανδρούπολη. Ὁ τοπικὸς ἐπίσκοπος κ. Ἄνθιμος ἔσπευσε νὰ τοὺς ὑποδεχτεῖ μὲ τιμὲς καὶ δῶρα. Τοὺς δώρισε ἀπὸ ἕνα ψηφιακὸ δίσκο μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὰ ἑβραϊκά. Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε μόνο στὶς ἁβρότητες καὶ τὰ δῶρα. Προχώρησε καὶ σὲ ἀπαράδεκτες (κατὰ τὴ γνώμη μας) ἢ τουλάχιστον ἀτυχεῖς δηλώσεις. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τόνισε πὼς «Στὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεό, ὅλοι ἔχουμε ἕνα Ἑβραῖο μέσα μας, μέχρι σήμερα. Ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ λησμονήσει ποτὲ τὴν ὀφειλή της στὴν Π.Δ. καὶ στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ὡς “παιδαγωγὸν εἰς Χριστόν”. Ὑπῆρξαν ἀκραῖες ἐποχὲς, ποὺ τὴν λησμόνησε καὶ τότε ἔπραξε ἀντιχριστιανικὰ καὶ ἀπάνθρωπα»! Μπορεῖ ὁ Σεβασμιώτατος νὰ μᾶς ἐξηγήσει τί ἐννοεῖ μὲ τὴ φράση του «ὅλοι ἔχουμε ἕνα Ἑβραῖο μέσα μας»; Ἐμεῖς δὲ γνωρίζουμε κανέναν Ἑβραῖο νὰ ἔχουμε μέσα μας, ἀλλὰ ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι φέρουμε τὸν σαρκωμένο Θεό μας, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, Αὐτὸν ποὺ θανάτωσαν οἱ Ἑβραῖοι. Ὁ ρόλος τῶν Ἑβραίων καὶ τῆς θρησκείας τους ἔληξε τὸ ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὅταν ὁ Χριστὸς μας σύνηψε νέα διαθήκη αἰώνιας ἰσχύος μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ καὶ ἡ παλαιὰ μωσαϊκὴ «διαθήκη» σχίστηκε ὡς ἄχρηστη, μὲ τὸ σχίσιμο τοῦ καταπετάσματος τοῦ Ναοῦ. Μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξηγήσει ἐπίσης, γιατί διαμέλισε τὴν ἀδιαίρετη Ἁγία Γραφὴ καὶ προσέφερε μόνο τὴν Παλαιὰ Διαθήκη στοὺς ἐπισκέπτες του; Δὲ νομίζει ὅτι μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ δίνει προβάδισμα στὴ «σκιὰ τοῦ νόμου» καὶ ὑποτιμᾶ τὴν «ἐλευθερία τῆς χάριτος», πού εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη; Μπορεῖτε ἐπίσης Σεβασμιώτατε νὰ μᾶς ἀναφέρετε περιπτώσεις, ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ «ἀκραῖες ἐποχὲς» «λησμόνησε καὶ ἔπραξε ἀντιχριστιανικὰ καὶ ἀπάνθρωπα»; Πότε ἔγιναν αὐτὰ καὶ δὲν τὰ γνωρίζουμε; Μήπως ἀπολογεῖστε γιὰ τὴν διαβόητη «ἱερὴ ἐξέταση» τῶν παπικῶν καὶ δὲν τὸ διευκρινίζετε; Θὰ περιμένουμε ἐναγωνίως τὶς ἐπαρκεῖς ἐξηγήσεις σας!
ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ'' ΑΡ. ΦΥΛ. 1943
ΟΣΟ ΑΝΑΜΕΝΕΤΕ ΤΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' ΛΑΒΕΤΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΓΕΥΣΗ
ΔΙΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΕΤΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΤΟΞΑΚΙ ΔΕΞΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ''ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΕ ΝΕΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ (1ο ΜΕΡΟΣ)
ΠΡΟΣΕΧΩΣ!
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ'' ΠΡΟΧΩΡΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΕ ΜΟΡΦΗ PDF ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΤΟΜΩΝ ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ'' ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΙΟΥ Π. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ.
ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΔΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΟΣ ΜΑΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΕΙΣ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ.
ΖΗΤΑΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ
Πας όστις ακολουθεί ορθοδόξως τον Χριστό ως κατέδειξεν η πείρα των αιώνων διέρχεται πλήθος δοκιμασιών, διότι «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζήν εν Χριστώ διωχθήσονται» (Τιτ.Β΄ γ΄ 12). Ακριβώς υλικόν απο την θαυμαστήν περίοδον των δοκιμασιών και των θαρραλέων αγώνων των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος φιλοξενεί να περιλάβη η έκδοσις των ''Πατρίων''.
Τα «Πάτρια» επιχειρούντα ιστορικήν αναδρομήν και χρόνον του ιερού Αγώνος θα έχουν ως κύριον μέλημά των να φέρουν εις φώς, να προβάλλουν ιεράς μορφάς αγωνιστών και αφανών Πατέρων και Αδελφών ομολογητών της Πίστεώς μας, αναμνήσεις συγχρόνων πατέρων και αδελφών ημών, ιστορικά γεγονότα, ηρωικάς σκηνάς απο τους κατά καιρούς και κατά τόπους «Νερωνείους» διωγμούς ους υπέστησαν οι πιστοί της μαρτυρικής ημών Εκκλησίας, ιστορικάς εκδόσεις βιβλίων, αφισσών, εφημερίδων και περιοδικών, δικαστικάς αποφάσεις, ιστορικάς φωτογραφίας, γνωματεύσεις και άρθρα μεγάλων ανδρών του επιστημονικού κόσμου και άλλων.
Άμεσος μεν σκοπός των να αφυπνίσουν ευσεβείς συνειδήσεις γεροντοτέρων και να κεντρίσουν τον ζήλο εις τους νεωτέρους και νεοφωτίστους υπέρ της γλυκυτάτης και μαρτυρικής ημών Ορθοδοξίας πρός επικράτησιν των Πατρίων Παραδόσεων και των θείων και ιερών Κανόνων.
Απώτερος δε να κινήσουν εις μίμησιν και να ικανοποιήσουν τους τυχόν αναζητούντας την αληθή και ατόφιαν πίστιν.
Έχομεν και την ελπίδαν, Θεού συνεργούντος, ότι θα αποβή η έκδοσις των «Πατρίων» εις ωφέλειαν και των πολλών που αγνοούν τον πλούτον της ανοθεύτου Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Τέλος επικαλούμεθα την βοήθειαν του Θεού και τας ευχάς των αγίων Ιεραρχών μας, των εν Χριστώ αδελφών και συλλειτουργών, των Μοναχών και Μοναζουσσών και πάντων των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, των ανηκόντων εις την στρατευομένην και χειμαζομένην Εκκλησίαν των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος.
Πειραιεύς, Ιανουάριος 1976
Ελάχιστος
Αρχιμανδρίτης Καλλιόπιος Π. Γιαννακουλόπουλος
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (2ο ΜΕΡΟΣ)
Υπέρβαση των διαχωριστικών τειχών ανάμεσα σε εκκλησιαστικές παραδόσεις, ομολογίες και λαούς και ανανέωση ήταν οι προσδοκίες που συνδέθηκαν με το ξεκίνημα της οικουμενικής πορείας. Βέβαια υπήρχαν διαφορετικοί οραματισμοί μεταξύ των οικουμενικών σκαπανέων και διαφορετικές αντιλήψεις για τον προορισμό της πορείας που άρχιζε. Κάποιοι οραματίστηκαν «τον ευαγγελισμό του κόσμου στην παρούσα γενεά», άλλοι την οικοδόμηση μιας διεθνούς τάξης με ειρήνη και δικαιοσύνη, βασισμένη στο χριστιανικό ήθος, ενώ άλλοι έθεσαν στόχο την ανανέωση της ζωής των εκκλησιών και τη χριστιανική ενότητα. Όλοι οι οραματισμοί μέσω της αλληλεπίδρασής τους και των κατά καιρούς εντάσεων τους διαμόρφωσαν την πορεία της οικουμένης.
Στις ιστορικές μελέτες για την οικουμενική κίνηση υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την αφετηρία της. Ολες δέχονται ότι αρχικά δεν ήταν οι εκκλησίες αυτές που ξεκίνησαν την οικουμενική κίνηση. Αυτή ξεπρόβαλε από την περιφέρεια των μεγάλων εκκλησιών και ομολογιών, από την περιοχή των διαφόρων διομολογιακών ομοσπονδιών και ενώσεων, οι οποίες είχαν ξεπηδήσει από το αναγεννητικό κίνημα εντός του προτεσταντικού κόσμου τον 19ο αιώνα. Αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία οικουμενικού κλίματος διαδραμάτισαν η Παγκόσμια Χριστιανική Φοιτητική Ομοσπονδία (WSCF, 1895), διάφορες Βιβλικές Εταιρίες, ενώσεις των ιεραποστολικών εταιριών και η Χριστιανική Αδελφότητα Νέων (ΥΜCΑ, 1844). Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιρροής που άσκησε η ΧΑΝ στην οικουμενική κίνηση είναι ότι το Α' Άρθρο Βάση του Π.Σ.Ε.,που ίσχυσε έως την Γ' Γενική συνέλευσή του στο Νέο Δελχί (1961) και αναφερόταν στην πίστη «στον Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα», διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο συνέδριο της στο Παρίσι το 1855. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι απο τους πρωτεργάτες της οικουμενικής κίνησης είχαν διασυνδέσεις σε όλες τις περιοχές δράσης που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Από αυτές τις περιοχές δράσης ο τομέας της ιεραποστολής θεωρείται ως ένα από τα κυριότερα αίτια για τη δημιουργία της οικουμενικής κίνησης. Εάν ο 20ός αιώνας σε ό,τι αφορά τις χριστιανικές εκκλησίες θεωρείται ως αιώνας της οικουμένης, ο 19ος αιώνας έχει χαρακτηριστεί ως αιώνας της ιεραποστολικής αφύπνισης σε όλα τα μέρη του κόσμου. Το κομβικό σημείο, στο οποίο οι δύο περίοδοι διασταυρώθηκαν, ήταν το Α' Παγκόσμιο Ιεραποστολικό Συνέδριο στο Εδιμβούργο το 1910. Με αυτό η ιεραποστολική κίνηση του 19ου αιώνα πέρασε στην οικουμενική της φάση. Κάτω από την πίεση της κριτικής των νέων εκκλησιών του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» του είχαν δεχθεί την ιεραποστολή, εξαιτίας της εικόνας που παρουσίαζε η πολυδιάσπαση της μιας χριστιανικής εκκλησίας, του ιεραποστολικού ανταγωνισμού και της παρεπόμενης έλλειψης αξιοπιστίας του Ευαγγελίου, καθώς επίσης και της σύνδεσης της χριστιανικής ιεραποστολής με την αποικιοκρατία, αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες προκειιένου να βρεθούν τρόποι για τη συνεργασία των εκκλησιών και την επανεξέταση και ανεύρεση της ενότητας της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιδέα της ενότητας όλων των χριστιανών σε κάθε τόπο, όπως αυτή θα τυπωθεί αργότερα στα πλαίσια του Π.Σ.Ε., θεμελιώνεται ήδη στο Ιεραποστολικό Συνέδριο του Εδιμβούργου. Η ιεραποστολική κίνηση από την εποχή αυτή θεωρήθηκε από τον πρώτο Γενικό Γραμματέα του Π.Σ.Ε. Visser΄τ Hooft ότι είχε βαθιά συναίσθηση των υποχρεώσεων της για μαρτυρία της «φύσης της χριστιανικής πίστης που αγκαλιάζει τον κόσμο» και για «επείγουσα χριστιανική αποστολή» του «παγκόσμιου ευαγγελισμού όλου του κόσμου».
Ωστόσο, θεολογικές και δογματικές διαφορές δεν συζητήθηκαν, γιατί μόνο εμπόδια θα δημιουργουσαν, όπως πιστευόταν, στην συνεργασία για την ιεραποστολή. Η ώθηση, όμως, για να δημιουρηθεί ένας οικουμενικός φορέας που θα αναλάμβανε το θεολογικό διάλογο και τη διευκρίνηση της φύσης της ενότητας σε ολόκληρη την οικουμένη είχε δοθεί.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012
ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
Διαβάζουμε απο την romfaia.gr:
Δήλωση του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη
Με επιστολή μου της 17ης Σεπτεμβρίου ε.ε. προς τον Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεον διαμαρτυρήθηκα εντόνως γιατί διέστρεψε δημοσιευμένα κείμενά μου δίνοντας την εντύπωση ότι υπάρχει κακοδοξία στις θέσεις, που εκφράζω στις Πανεπιστημιακές Παραδόσεις μου στο μάθημα της Δογματικής.
Του εδήλωσα ότι με την παραποίηση αυτή των κειμένων μου, διά της μεθόδου των αποσιωπητικών, με εμφανίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ασπάζομαι κακοδοξία, την οποία ρητώς καταδικάζω στο εν λόγῳ έργο μου.
Με πόνο ψυχής για την ενέργεια του αυτή του απηύθυνα το ερώτημα: γιατί το έκανε; Εκ παραδρομής –οπότε θα αρκούσε μία έκφραση λύπης εκ μέρους του- ή εσκεμμένα –πράγμα δύσκολο να το διανοηθώ;
Στο γράμμα μου αυτό ο Σεβασμιώτατος έσπευσε να απαντήσει ταχύτατα, με δικό του γράμμα της 21ης Σεπτεμβρίου, απέφυγεν όμως να δώσει απάντηση στο πιο πάνω κρίσιμο ερώτημά μου.
Με μία βιαστική αναφορά σχεδόν ως «εν παρόδῳ» δηλώνει ότι δεν είχε την πρόθεση να παραποιήσει τα κείμενά μου (σαν να έχει σημασία η πρόθεση και όχι η πράξη - άλλωστε τα κείμενα ομιλούν από μόνα τους), σπεύδει όμως να συγκαλύψει το πρόβλημα αναφερόμενος σε ευρύτερες διαφωνίες του μαζί μου: η παραποίηση αυτή δεν έχει σημασία, αφού ούτως ή άλλως η διαφωνία μας επεκτείνεται και σε άλλα θέματα (π.χ. στο θέμα της θελήσεως του ανθρώπου)!
Αυτό είναι το νόημα της απαντήσεώς του.
Κατανοώ απόλυτα τη θέση του αγίου αδελφού: η ομολογία ενός σφάλματος είναι πάντοτε δύσκολη· δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Πρόθεσή μου, ειλικρινά, δεν ήταν, ούτε είναι, να δυσχεράνω τη θέση του Σεβασμιωτάτου.
Εκπλήσσομαι όμως, ειλικρινά, από την έλλειψη κάθε ευαισθησίας εκ μέρους του.
Εκτός, από το δημοσίευμα του στον τόμο της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς (ο οποίος και, ακούω, μεταφράζεται στην αγγλική!) πληροφορούμαι ότι την παραποιημένη αναφορά του στο κείμενό μου την ανήρτησε και στο διαδίκτυο, όπου και, κατά την ιστοσελίδα, διαβάστηκε περισσότερες από 16.000 φορές!
Αν εξαιρέσουμε τους σοβαρούς και ειδικούς γνώστες του θέματος, οι οποίοι και διέγνωσαν αμέσως ότι πρόκειται για πλαστογράφηση της πραγματικότητος, χιλιάδες άνθρωποι που δεν έχουν πρόσβαση στα κείμενα μου και τώρα και στο μέλλον θα θεωρούν γνήσιο το παραποιημένο κείμενο μου.
Και αυτό δεν φαίνεται να σημαίνει τίποτε για τον άγιο αδελφό, ο οποίος θα κοιμάται με ήσυχη τη συνείδησή του!
Εφ’ όσον ο άγιος Ναυπάκτου θέλει για ευνόητους λόγους να παρακάμψει το θέμα αυτό και, προφανώς, δεν προτίθεται να διορθώσει το λάθος του (αφού δεν το αναγνωρίζει και δεν λυπείται γι’ αυτό) κανονικά θα έπρεπε να σταματήσει εδώ η συνομιλία μας.
Επειδή υποσχέθηκα όμως ότι θα απαντήσω και επί της ουσίας των ισχυρισμών του, στους οποίους και επανέρχεται στην απαντητική επιστολή του, ελπίζω σύντομα να το πράξω δίνοντας τέλος σε μία, δυστυχώς, αδιέξοδη υπόθεση.
Ως προς το ερώτημα του Αγίου Ναυπάκτου γιατί συνέδεσα το όλον θέμα με εκείνο της πολεμικής που ασκείται κατά των θεολογικών διαλόγων, του υπενθυμίζω ότι το παραποιημένο κείμενό μου βρίσκεται σε ομιλία του που χειροκροτήθηκε από σύναξη, κατά την οποία ακούστηκαν τα μύρια όσα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των θεολογικών διαλόγων του.
Τέλος, ως προς την επιστολή του της 7ης Οκτωβρίου 2009, όπως μαρτυρεί το περιεχόμενό της, δεν απήντησα, διότι αναφέρεται σε θέματα εσωτερικής φύσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, στα οποία δεν είχα κανένα δικαίωμα να αναμειχθώ.
Είμαι πάντως υποχρεωμένος για λόγους δικαιοσύνης προς το πρόσωπο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου να δηλώσω ότι το θέμα του θεολογικού διαλόγου με την Ρώμη το έφερε όντως στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, και η σχετική απόφαση ήταν συνοδική.
Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012
Διαμαρτυρία κατά Πατριάρχη Βαρθολομαίου
Προς
την
Γενική Διεύθυνση Ασφαλείας
Βόλου
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: Δήμο Βόλου και διάφορα
ιστολόγια
ΘΕΜΑ: Διαμαρτυρία
κατά Πατριάρχη Βαρθολομαίου
26 Σεπτεμβρίου 2012
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέπτεται αύριο και πάλι
την Ελλάδα, ιδιαίτερα το Βόλο, εφαρμόζοντας ένα μακροχρόνιο σχέδιο για τον
έλεγχο της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Είναι γνωστό, όμως, πως ο κ. Βαρθολομαίος δεν είναι αποδεκτός από μέρος των πιστών ως ορθόδοξος Πατριάρχης, λόγω κάποιων αιρετικών φρονημάτων που πρεσβεύει, με συνέπεια πολλοί πιστοί στο παρελθόν να διαμαρτυρηθούμε σε διάφορες επισκέψεις του στην Ελλάδα, μοιράζοντας φυλλάδια.
Είναι γνωστό, όμως, πως ο κ. Βαρθολομαίος δεν είναι αποδεκτός από μέρος των πιστών ως ορθόδοξος Πατριάρχης, λόγω κάποιων αιρετικών φρονημάτων που πρεσβεύει, με συνέπεια πολλοί πιστοί στο παρελθόν να διαμαρτυρηθούμε σε διάφορες επισκέψεις του στην Ελλάδα, μοιράζοντας φυλλάδια.
Η παρέκκλιση από την Ορθόδοξη Πίστη του κ.
Βαρθολομαίου, έχει καταδειχθεί και καταγγελθεί με πληθώρα
δημοσιευμάτων.
Παρά τις καταγγελίες των αιρετικών διδασκαλιών του από ορθόδοξους κληρικούς, μοναχούς και Καθηγητές Πανεπιστημίου, αρνείται να διαλεχθεί με τους καταγγέλλοντας και απαξιοί να δικαιολογήσει με θεολογικό λόγο τις καταγγελλόμενες αντορθόδοξες θέσεις του.
Παρά τις καταγγελίες των αιρετικών διδασκαλιών του από ορθόδοξους κληρικούς, μοναχούς και Καθηγητές Πανεπιστημίου, αρνείται να διαλεχθεί με τους καταγγέλλοντας και απαξιοί να δικαιολογήσει με θεολογικό λόγο τις καταγγελλόμενες αντορθόδοξες θέσεις του.
Μη έχοντας άλλο τρόπο αντιδράσεως οι πιστοί της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, και προβαίνοντας στις ως άνω διαμαρτυρίες, έχουμε στο
παρελθόν υποστεί διώξεις, εντελώς παράνομα και κατ’ εξαίρεση, παρότι η διανομή
φυλλαδίων είναι καθημερινό φαινόμενο σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, τόσο σε
πολιτικές, όσο και σε ποικίλες άλλες εκδηλώσεις.
Τέτοιες διώξεις κατά την διάρκεια επισκέψεων του Πατριάρχη συνέβησαν στην Ελασσόνα, τη Λάρισα και τη Ναύπακτο, από τους έχοντας την ευθύνη της φρουρήσεώς του.
Μας εμπόδισαν από την ειρηνική διαμαρτυρία μας κατά του Πατριάρχη, απαγορεύοντας την διανομή φυλλαδίων, συλλαμβάνοντας πιστούς που διαμαρτυρήθηκαν ή κατακρατώντας τους στο κρατητήριο και οδηγώντας τους στη συνέχεια σε δίκη.
Τέτοιες διώξεις κατά την διάρκεια επισκέψεων του Πατριάρχη συνέβησαν στην Ελασσόνα, τη Λάρισα και τη Ναύπακτο, από τους έχοντας την ευθύνη της φρουρήσεώς του.
Μας εμπόδισαν από την ειρηνική διαμαρτυρία μας κατά του Πατριάρχη, απαγορεύοντας την διανομή φυλλαδίων, συλλαμβάνοντας πιστούς που διαμαρτυρήθηκαν ή κατακρατώντας τους στο κρατητήριο και οδηγώντας τους στη συνέχεια σε δίκη.
Παρακαλούμε, λοιπόν, εσάς που είστε υπεύθυνοι και
επιφορτισμένοι με την προστασία του Πατριάρχη, να μας απαντήσετε αν, σε παρόμοια
διαμαρτυρία κατά την αυριανή επίσκεψή του αιρετίζοντος Πατριάρχη κ.
Βαρθολομαίου στο Βόλο, θα χρησιμοποιήσετε παρόμοιες μεθόδους ή θα μας επιτρέψετε
να διαμαρτυρηθούμε ειρηνικά, όπως συμβαίνει σε εκατοντάδες διαμαρτυρίες σε όλη
την Ελλάδα κάθε χρόνο.
Ζητούμε να μας πληροφορήσετε (πέρα από την τελική
δική μας απόφαση), αν εγγυάσθε την ασφάλεια των ορθόδοξων πιστών που τυχόν θα
μοιράσουν φυλλάδια, κατά τον ίδιο τρόπο που τα όργανα της τάξεως εγγυώνται την
ασφάλεια του Πατριάρχη.
Σημάτης Παναγιώτης, καθηγητής
θεολόγος
Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, Απάντηση σε Ρωμαιοκαθολικά σχόλια
᾿Εν
Πειραιεῖ τῇ 25ῃ Σεπτεμβρίου 2012
Α
Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ
κ. Νικ. Γασπαράκης, Διευθυντής τοῦ Γραφείου Τύπου τῆς «Ἱερᾶς Συνόδου τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» σχολιάζων τό ἡμέτερο Ἀνακοινωθέν ἀπό 21
τρ. μηνός Σεπτεμβρίου ἐ.ἔ. ἀπέφυγε μεθοδικῶς νά ἀπαντήση ἐπί τῆς οὐσίας τοῦ
Ἀνακοινωθέντος καί στό βασικό ἐρώτημα πού δημοσίᾳ ἐτέθη στόν «Ἀρχιεπίσκοπο» κ.
Νικ. Φώσκολο: Μέ ποῖο δικαίωμα καί ποία ἁρμοδιότητα καταστρατηγεῖ τήν
νομιμότητα καί σέ ὀρθοδόξους μαθητάς ἰδιωτικοῦ σχολείου τῆς θρησκευτικῆς του
ἑνώσεως, τελεῖ διά λειτουργοῦ του «μυστηριακή πράξη ἁγιασμοῦ» τήν ὁποία θεωρεῖ
ὡς ἀνυπόστατον ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία καί γιά τήν ὁποία διαμαρτύρεται
ἐντόνως ὁ Κανονικός καί νόμιμος Ἐπίσκοπος τῶν εἰρημένων ὀρθοδόξων παίδων.
Παρατίθεται μάλιστα εἰς ἀντιπαραβολή τοῦ γεγονότος ἡ ἐνεργεία τοῦ
Ρωμαιοκαθολικοῦ «Ἀρχιεπισκόπου» Τήνου-Νάξου κ. Νικολάου, νά ὁδηγηθοῦν κατ’
ἐντολήν του οἱ Ρωμαιοκαθολικῆς πίστεως μαθηταί τοῦ Δημοσίου Δημοτικοῦ Σχολείου
Ἐξωμβούργου Τήνου μετά τῶν γονέων των εἰς Ρωμαιοκαθολικόν Ναόν καί ἐκεῖ νά
τελεσθῇ ὁ «ἁγιασμός» ἐνάρξεως τοῦ νέου σχολικοῦ ἔτους.
Αὐτό
ἦτο τό θέμα ἀλλά ὁ κ. Γασπαράκης τό ἀπεσιώπησε πλήρως διά νά καταδείξει τό
ἰδικόν του καί τῆς θρησκευτικῆς του παραδοχῆς «χριστιανικό ἦθος». Ἐξετράπη
ἀτυχῶς δι’ αὐτόν σέ ὕβρεις κατά τῆς ἀνακοινώσεώς μας καί δι’ αὐτῆς τοῦ προσώπου
μου ἰσχυριζόμενος ὅτι «στεροῦμαι προεχόντως χριστιανικοῦ ἤθους καί εἶμαι καί
ἀνιστόρητος!!!». Θά λησμόνησε φαίνεται ὁ κ. Γασπαράκης πολύ συντόμως τά πρόσφατα
ὁμόφωνα ψηφίσματα τῶν Ἰρλανδικοῦ καί Ὀλλανδικοῦ Κοινοβουλίων γιά τίς χιλιάδες
κακουργηματικές καί αἴσχιστες πράξεις παιδεραστίας τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν
θρησκευτικῶν λειτουργῶν, πού μεθοδικά συνεκάλυψε ὁ πρότριτα «μακαριοποιηθείς»
Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β΄. Θά λησμόνησε φαίνεται ὁ κ. Γασπαράκης τίς συνεχεῖς
ἀπολογίες στό διαδίκτυο τῶν ὁμοπίστων του «καρδιναλίων καί ἀρχιεπισκόπων» στίς
Η.Π.Α. καί τά ἑκατομμύρια δολλάρια τῶν ἀποζημιώσεων στά θύματα τῆς φρικώδους
παιδεραστίας τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ «χριστιανικοῦ ἤθους».
Μήπως
μπορεῖ νά μᾶς πληροφορήσει ὁ Ἐντιμότατος κ. Γασπαράκης γιατί τήν στιγμή πού ἡ
Κεντρική Τράπεζα τῆς Ἰταλίας Bank Italia συμπεριέλαβε τό IOR (ἰδιοκτησίας τοῦ
Βατικανοῦ) στούς ἐξωκοινοτικούς χρηματοοικονομικούς ὁμίλους πού θά πρέπει νά
ἐλέγχωνται μέ βάση τήν Νομοθεσία γιά τήν καταπολέμηση τῆς ἀνακύκλωσης βρώμικου
χρήματος τό Βατικανό ἀπέσυρε τά κεφάλαιά του ἀπό 9 ἰταλικές τράπεζες γιά νά τά
μεταφέρει στήν Γερμανία (πατρίδα τοῦ νῦν Πάπα); Ἡ ἰταλική δικαιοσύνη εἶχε
δεσμεύσει τά ἑκατομμύρια Εὐρώ τοῦ IOR (ἰδιοκτησίας τοῦ Βατικανοῦ) πού ταξίδευαν
χωρίς τίς νόμιμες διαδικασίες ἀπό τό θησαυροφυλάκιο τοῦ Βατικανοῦ στήν JP Morgan
Frankfurt καί τήν Banca Fuccino ἐνῶ ἡ Τράπεζα Banco Artigiano εἶχε εἰδοποιήσει
τίς εἰσαγγελικές ἀρχές ὅτι τό IOR (ἰδιοκτησίας τοῦ Βατικανοῦ) εἶχε ζητήσει τήν
πραγματοποίηση δύο τραπεζικῶν συναλλαγῶν ἀποφεύγοντας τίς νόμιμες
διαδικασίες.
Μήπως
μπορεῖ νά μᾶς πληροφορήση ὁ ἐντιμότατος κ. Γασπαράκης γιατί τό Ἀμερικανικό
Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν προειδοποίησε ὅτι τό Βατικανό εἶναι «εὐάλωτο» στό ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος καί τό κατέταξε μαζί μέ τήν Ὑεμένη, τήν Ρουμανία καί τό
Βιετνάμ; Γνωρίζει ὁ ἐντιμότατος κ. Γασπαράκης ὅτι σύμφωνα μέ τήν Ἀπόφαση τοῦ
Δικαστηρίου τῆς Ρώμης τό 2010 ἡ Cosa Nostra (Ἰταλική μαφία) εἶχε μεγάλες
καταθέσεις στό IOR (ἰδιοκτησίας τοῦ Βατικανοῦ) καί στήν Banco Ambrosiano τοῦ
Βατικανοῦ; Γνωρίζει ὅτι τό IOR (ἰδιοκτησίας τοῦ Βατικανοῦ) φυλάσσει τά
οἰκονομικά μυστικά τοῦ Βατικανοῦ στόν φορολογικό παράδεισο τῶν νήσων Kaiman τῆς
Καραϊβικῆς καί ὅτι ἡ Κεντρική Τράπεζα τοῦ Βατικανοῦ APSA ἔχει πάρει τό πράσινο
φῶς γιά τήν ἔκδοση κερμάτων σέ Εὐρώ παρά τό ὅτι δέν παρέχει κανένα ἐχέγγυο
διαφάνειας; Ἄβυσσος ἀγαπητέ κ. Γασπαράκη ἡ κατάστασις καί μάλιστα ἐν ὀνόματι τοῦ
σταυρωθέντος ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτά
ὅμως εἶανι τά ἀπότοκα καί τά ὀψώνια τῆς σχάσεως ἀπό τό σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας.
Ὅσον
ἀφορᾶ στά ρητορικά ἐρωτήματα τοῦ κ. Γασπαράκη καί στήν ἔνστασή του περί
ἱστορικοῦ ἐλλείματός μας ἀπαντῶμεν ὅτι ἡ ὄντως Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος πού
συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό 879-880 μέ τήν συμμετοχή καί τοῦ τότε ὀρθοδόξου
Πάπα παλαιᾶς Ρώμης Ἰωάννου τοῦ Η΄ διά τῶν ἀντιπροσώπων του καί τῆς ὁποίας
ἀπεδέχθη πλήρως τά Πρακτικά ἐδογμάτισε ὅτι τό filioque ἀποτελεῖ αἵρεση διότι
ἀνατρέπει καί συγχέει τά ἰδιώματα τῶν Θείων Προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος καί
ἑπομένως τό Πατριαρχεῖο τῆς Δύσεως καί ἡ καθέδρα τοῦ παλαιᾶς Ρώμης ἀποδεχθέντα
τήν λατινική κακοδοξία τοῦ filioque ἀπό τό 1009 κατέστησαν κακόδοξα καί
αἱρετικά, ἀπεκόπησαν ἀπό τό ἕνα καί μοναδικό σῶμα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μέ κεφαλή τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἐστερήθησαν τῆς
χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὡς ἀποδεικνύει ἡ σῆψις τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ
«ἁγιασμοῦ» καί εὑρίσκονται ὑπό τάς ἀράς καί τά ἀναθέματα τῶν ἁγίων καί Θεοφόρων
Πατέρων.
Αὐτή
εἶναι ἡ πίστις τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τήν ὁποίαν ἐπανέλαβον οἱ Σύνοδοι τοῦ
1009, τοῦ 1054, τοῦ 1089 ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἡ Ἐνδημοῦσα τοῦ 1170-1178, τοῦ
1273 ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἡ πρώτη καί δευτέρα Σύνοδοι ἐν Βλαχέρναις
Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ 1324 ἐν Νυμφαίῳ, ἡ ὄντως Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ
1341-1351 ἐν Κωνσταντινουπόλει, τοῦ 1441 ἐν Ρωσσίᾳ, τοῦ 1443 καί τοῦ 1672 ἐν
Ἱεροσολύμοις, τοῦ 1484, τοῦ 1642, τοῦ 1672, τοῦ 1722, τοῦ 1727, τοῦ 1838, τοῦ
1848 καί τοῦ 1895 ἐν Κωνσταντινουπόλει καί τέλος τοῦ πανορθοδόξου Συνεδρίου ἐν
Μόσχᾳ τό 1948. Μετά λοιπόν τόσες Συνοδικές Διαγνῶμες καί Ἀποφάσεις γιά τά
«ἀντίθεα παπικά ἀνοσιουργήματα καί τήν ματαιόφρονα καί σατανικήν τῶν παπικῶν
αἵρεσιν» (Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ ἔτους 1838) καί τήν ἀπάντησιν
τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα Πῖον τόν Θ΄ (1848) κατά τήν
ὁποίαν «τούτων τῶν πλατυνθεισῶν... ἐπί μέγα μέρος τῆς οἰκουμένης αἱρέσεων, ἦν
ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι δέ σήμερον καί ὁ Παπισμός...» μπορεῖ νά ἀρθρωθεῖ
ὁποιοσδήποτε σοβαρός λόγος μετά καί τήν κατακρήμνιση καί σέ ἄλλες κακοδοξίες καί
αἱρέσεις τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ γιά «δύο πνεύμονες» ἤ γιά «ἀδελφές ἐκκλησίες»
πού ἀπό πρόδηλη σκοπιμότητα διασπείρονται;
Ὅσον
ἀφορᾶ στίς δηλώσεις τοῦ εὐψύχου καί ἀγωνιστοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.
Χρυσοστόμου, εὐχερῶς ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἀνεζήτει ἀπεγνωσμένα βοήθειαν εἰς τά
διεθνῆ φόρα γιά τήν μαρτυρική του πατρίδα καί ἀντ’ αὐτῆς ἔλαβε ὑπό τοῦ
προσκληθέντος καί κατέχοντος ἀντικανονικῶς τόν θρόνον τῆς παλαιᾶς Ρώμης
Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ τήν εὐχήν γιά «καλήν ὑπομονήν»!!!
Τέλος
ὅσον ἀφορᾶ στήν νομικήν ὑφήν τοῦ θέματος «ἐνημερώνομεν» τόν εἰδικό κ. Γασπαράκη
ὅτι θά τά εἴπωμεν καλῶς ὡς πολιτικῶς πλέον ἐνάγοντες.
Ο
Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+
ὁ Πειραιῶς Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, Απάντηση στον επικεφαλής της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδος
᾿Εν
Πειραιεῖ τῇ 26ῃ Σεπτεμβρίου 2012
Α
Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ ἀγαπητός κ. Ναΐμ Ἐλγαντούρ, ἐπικεφαλῆς τῆς Μουσουλμανικῆς Ἕνωσης Ἑλλάδος σέ
συνέντευξη τύπου πού διοργάνωσε στήν Ἀθήνα στίς 21 Σεπτεμβρίου μέ ἀφορμή τήν
προσβλητική ταινία τοῦ διαδικτύου γιά τό Ἰσλάμ καί στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ
θεολόγος κ. Ἀ. Καρυώτογλου, ἡ λογοτέχνης κ. Πέρσα Κουμούτση, ἡ Κοινωνιολόγος κ.
Τατιάνα Παπαναστασίου μέ συντονιστή τόν δημοσιογράφο κ. Νασίμ Ἀλάτρα δήλωσε
μεταξύ ἄλλων «Και εδώ στην Ελλάδα υπάρχει ένας Μητροπολίτης που κατηγορεί
συνεχώς την θρησκεία μας, ο Μητροπολίτης Πειραιώς ... Όπως εμείς δεν φορτώνουμε
στην Εκκλησία της Ελλάδος ότι λέει ο Μητροπολίτης Πειραιώς, έτσι δεν είναι σωστό
ακραίοι να χαρακτηρίζουν μια ολόκληρη θρησκεία». Ταυτοχρόνως στήν συνέντευξη
εἰπώθηκε ὅτι «ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν τα σχολικά βιβλία την ιστορία
της Μέσης Ανατολής είναι μονόπλευρος, βασίζεται σε μύθους και σε παραμύθια της
Βίβλου» !!!
Ἐπ’ αὐτῶν μέ πολύ σεβασμό καί ἀγάπη πρός τόν κ. Ἐλγαντούρ καί τούς ὁμοπίστους
του θά θέλαμε νά διευκρινήσωμε τά ἑξῆς:
1.
Ἀσφαλῶς καταδικάζομε μετά πολλῆς βδελυγμίας κάθε κακόβουλη καί ὕποπτη βλασφημία
καί ἐξύβριση τῶν θρησκευτικῶν πιστευμάτων οἱουδήποτε συνανθρώπου μας διότι
ἀναποδράστως ἡ ἐξύβρισις καί ἡ βλασφημία ἀναφέρεται καί στό πρόσωπό
του.
2.
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ χώρα πού γέννησε τήν δημοκρατία καί τήν ἐλευθερία τῆς
συνειδήσεως καί διϊστορικά οἱ ἀξίες αὐτές καθορίζουν τόν πολιτισμό καί τήν
ἰδιοπροσωπεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
3.
Οὐδέποτε ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας καί διάκονος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ
ἐξύβρισα ἤ ἐβλασφήμισα τήν θρησκευτική πίστη οἱουδήποτε καί ἀσφαλῶς καί τοῦ κ.
Ἐλγαντούρ, ἔχω ὅμως τό ἀναφαίρετο δικαίωμα, σεβόμενος τούς συνανθρώπους μου, νά
ἐκφράζω τήν πεποίθησή μου καί νά καταθέτω τήν κρίση μου χωρίς αὐτό νά ἀποτελεῖ
προσβολή καί ἐξύβριση. Μελετώντας συγκρητικά τόν Χριστιανισμό καί τό Ἰσλάμ ἔχω
δημοσιοποιήσει αὐτή μου τήν μελέτη στό διαδίκτυο χωρίς αὐτό νά ἀποτελεῖ
κακόβουλη βλασφημία ἤ κατηγορία. Ἐκεῖ λοιπόν ἀποδεικνύεται ὅτι καί τό Κοράνιο,
ἱερό βιβλίο τοῦ Μουσουλμανισμοῦ, πού θεωρεῖται ὡς ἡ «ἀληθινή ἀποκάλυψις τοῦ
ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἡ ἔκδοσις τοῦ αἰωνίου ἀρχετύπου» πλήρως καί σαφῶς διακηρύσσει
καί ἀποδέχεται ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἐπί χιλιάδες ἔτη προφητευθείς
στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὅτι ἐγεννήθη κατά ὑπερφυσικό τρόπο ἐκ
Θεοῦ καί ὄχι κατά τήν ἀνθρωπίνη ὁδό, ὅτι εὐηγγελίσθη ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί
ἀειπάρθενος Μαρία τήν γέννηση τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ὁ Ἰησούς εἶναι ὁ
Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Προφήτης καί Ἀπόστολος, ὁ νέος Ἀδάμ. Συγκεκριμένως στό
Κοράνιον περιγράφεται καί ἀναγγέλεται ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί
Ἀειπαρθένου Μαρίας καί ἡ ὑπερφυής γέννησις τοῦ Λυτρωτοῦ καί Θεοῦ καί Σωτῆρος
Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τήν σούρα: (Ἡ Μαριάμ 19:16-29) «Ὦ Μωάμεθ πραγματεύθητι ἐν τῷ
Κορανίῳ περί τῆς Μαριάμ. Πῶς αὕτη ἀπεσύρθη τοῦ οἴκου της, πρός τό ἀνατολικόν
μέρος. Ἐκαλύφθη διά πέπλου, ὅστις ἀπέκρυψεν αὐτήν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν των.
Καταπέμψαμεν αὐτῇ τό Πνεῦμα ἡμῶν, ὅπερ ἐνώπιόν της ἔλαβεν ἀνθρωπίνην μορφήν.
Αὕτη δέ εἶπεν: Ζητῶ καταφύγιον παρά τοῦ Οἰκτίρμονος ἐναντίον σου ἐάν φοβεῖσαι
αὐτόν. Οὗτος δέ ἀπεκρίθη. Ἐγώ εἰμί ἀπόστολος τοῦ Κυρίου σου πεμφθείς πρός σε
ὅπως σοί δώσω υἱόν ἅγιον. Πῶς τοῦτο προσέθηκεν αὕτη ἐνῶ ἄνδρα οὐ γινώσκω καί ἐνῶ
οὐκ εἰμί ἀκόλαστος. Ὁ δέ ἀπεκρίθη οὕτω γεννήσεται ὁ Κύριος σου εἶπεν τοῦτο δι’
ἐμέ εἶναι εὔκολον. Ἔστε δέ σημεῖον τοῖς ἀνθρώποις καί τεκμήριον τῆς ἡμετέρας
μακροθυμίας. Τό θέσπισμα ἀπηγγέλθη ἤδη. Συνέλαβεν υἱόν καί ἀπεσύρθη εἰς
μεμακρυσμένον μέρος κατέλαβον δέ αὐτήν αἱ ὀδύναι τοῦ τοκετοῦ πλησίον δένδρου
φοινίκων... Καί ἐπορεύθη εἰς τόν οἶκον αὐτῆς φέρουσα εἰς τούς βραχίονας τό υἱόν
της. Μαριάμ παράδοξον ἔργον ἔπραξας». Σέ ἄλλη σούρα (Ἡ Τράπεζα 5:116-117) τοῦ
Κορανίου γίνεται δεκτόν τό κατ’ ἐξοχήν προφητικόν ἀξίωμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί
ἀπονέμονται σέ Αὐτόν τίτλοι, πού δέν ἀποδίδονται ἀπό τό Κοράνιον στόν ἴδιον τόν
Μωάμεθ: «Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς: Πῶς ἠδυνάμην νά εἴπω ... Σύ ἔγνως τά ἐν τῷ μυχῷ τῆς
καρδίας μου... ἐγώ δέν ἐδίδαξα αὐτοῖς ἤ τάς ἐντολάς σου. Λατρεύετε τόν Θεόν τόν
Κύριον ἐμοῦ τε καί ἡμῶν. Ἐν ὅσῳ διέμενον ἐπί τῆς γῆς ἠδυνάμην νά μαρτυρήσω περί
αὐτῶν, νῦν ὅμως ἀνεκλίθην παρά σοῦ. Σύ αὐτός ἐώρας τά πάντα καί εἶ μάρτυς
πάντων». Στήν σούρα (Ἡ Βοῦς 2:81) ἀναφέρεται τό Κοράνιον στόν Ἰησοῦν Χριστόν μέ
τούς λόγους «Παρέσχομεν τῷ Ἰησοῦ Υἱῷ τῆς Μαριάμ σημεῖα προφανῆ τῆς ἀποστολῆς
αὐτοῦ ἐνισχύσαντες αὐτόν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Δέν ἀποκαλεῖται στό Κοράνιον
ὁ Ἰησοῦς Χριστός μόνον «Προφήτης καί Ἀπόστολος», ἀλλά ἀκόμη «Μεσσίας», «Λόγος
Θεοῦ», θεωρεῖται «Νεός Ἀδάμ» διότι ἐγεννήθη κατά ἰδιαίτερον ὑπερφυσικόν τρόπον
καί ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Στήν σούρα τοῦ Κορανίου (Αἱ γυναῖκες 4:169)
διακηρύσσεται «Ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς Υἱός τῆς Μαριάμ, Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος
Αὐτοῦ». Τό ἀνακαινιστικόν ἔργον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ περιγράφεται στό Κοράνιον μέ
τρόπον διθυραμβικόν στήν σούρα (Ὁ οἶκος Ἐμράν 3:40-42,43) ὅπου ἀναφέρεται «Ὁ
Μεσσίας θά κληθῇ Ἰησοῦς υἱός τῆς Μαριάμ ἔνδοξος ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ καί ἐν τῷ
μέλλοντι καί εἷς ἐκ τοῦ οἶκου τοῦ Κυρίου. Θά διδάξει τούς ἀνθρώπους ἀπό τῆς
βρεφικῆς αὐτοῦ ἡλικίας καί εἴτα γενόμενος ἀνήρ. Ἔσεται δέ ἐκ τῶν ἐναρέτων... καί
θά διδάξῃ τήν βίβλιον, τήν σοφίαν, τήν Πεντάτευχον καί τό Εὐαγγέλιον. Ὁ Ἰησοῦς
ἔσται ὁ ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ πρός τούς υἱούς Ἰσραήλ καί θά εἴπη πρός αὐτούς.
Ἔρχομαι πρός ὑμᾶς διά τῶν σημείων τοῦ Κυρίου ἡμῶν. Θά σχηματίσω ἀπό χοῦν πτηνόν,
θά ἐμφυσήσω εἰς αὐτό διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, θά λάβῃ ζωήν. Θά θεραπεύσω τόν
ἐκ γενετῆς τυφλόν καί τόν λεπρόν, θά ἀναστήσω νεκρούς διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ
καί θά εἴπω ὑμῖν ὅτι ἐφάγετε καί ὅ,τι κρατεῖτε κρυπτόν ἐν τῇ οἰκίᾳ ἡμῶν. Ταῦτα
πάντα ἔσονται θαύματα δι’ ὑμᾶς ἐάν εἶσθε πιστοί». Τά ἴδια ἐπαναλαμβάνονται καί
στήν σούραν (Ἡ Τράπεζα 5:109-111). Σέ πολλά σημεῖα τοῦ Κορανίου τονίζεται ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστός ἐγεννήθη κατά τρόπον ὑπερφυσικόν ἐκ τῆς Παρθένου Μαριάμ καί τοῦ
Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Οὐδαμοῦ ἀναφέρεται σάν υἱός ἀνδρός τινός, ὅπως συνήθιζαν οἱ
Ἄραβες ἀλλά πάντοτε ὡς ὁ Ἰησοῦς ὁ Υἱός τῆς Μαριάμ, ὁ ὁποῖος ἀπό τοῦ βρεφικοῦ ἤδη
λίκνου κατέχει σοφίαν, ὁμιλεῖ, ἀναγγέλει τό ἔργον Του, βεβαιώνει τήν ἁγνότητα
τῆς Μητρός Του. Στή σούρα (Ἡ Μαριάμ 19:30-32) ἀναφέρονται «Ἡ Μαριάμ ἔνευσε πρός
αὐτούς ἵνα ἐρωτήσωσι τό βρέφος. Πῶς ἠρώτησαν δύνατια νά λαλήςῃ πρός ἡμᾶς τό
βρέφος κείμενον ἔτι ἐν τῷ λίκνῳ; Εἰμί δοῦλος τοῦ Θεοῦ εἴπεν τό βρέφος, ὁ Κύριος
μοι ἐδώρησεν τήν βίβλον ποιήσας με προφήτην». Στό Κοράνιον ὁ Μωάμεθ γνωρίζει καί
σέβεται τήν ὑπέροχον θαυματουργικήν δύναμιν τοῦ Μεσσίου. Ἀναφέρει θεραπεῖες
ἀσθενῶν, καθαρισμόν λεπρῶν, ἀνάστασιν νεκρῶν καί ἀκόμη θαύματα τά ὁποία
μνημονεύονται ἀπό τά ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Ἰδιαιτέρα ἔμφασις δίδεται στό θαῦμα τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ διά τοῦ ὁποίου διέθερεψε τούς πεντάκις χιλίους ἄνδρας στήν ἔρημον.
Στή σούρα (Ἡ Τράπεζα 5:112-115) ἀναφέρεται: «Εἶπον οἱ μαθηταί πρός τόν Ἰησούν
Υἱέ τῆς Μαριάμ δύναται ὁ Κύριός Σου νά καταβιβάσῃ ἡμῖν ἐξ οὐρανοῦ Τράπεζα πλήρη
ἐδεσμάτων; καί ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη φοβήθητε τόν Θεόν ἐάν εἶσθε εὐσεβεῖς.
Ἐπιθυμοῦμεν εἶπον οἱ μαθηταί παρακαθήσαντες νά εὐωχηθῶμεν ἐπ’ αὐτῆς καί τότε
στερεωθήσεται ἡ καρδία ἡμῶν, θά γνωρίσωμεν ὅτι ἐδίδαξας ἡμῖν τήν ἀλήθειαν καί
ἐσόμεθα ὁμολογηταί σου. Καί ὁ Ἰησοῦς Υἱός τῆς Μαριάμ δεηθείς πρός τόν Θεόν εἶπε:
Κύριε καί Θεέ μου καταβίβασον ἐξ οὐρανοῦ Τράπεζα πρός εὐωχίαν τοῦ πρώτου καί τοῦ
τελευταίου ἡμῶν καί αὕτη ἔστω ὡς τεκμήριον τῆς σῆς παντοδυναμίας. Διάθρεψον ἡμᾶς
Σύ ὁ ἄριστος τῶν διατροφέων. Εἶπεν ὁ Θεός: Θά καταβιβάσω αὐτήν πρός ὑμᾶς πλήν
οὐαί εἰς τόν μή πιστεύοντα εἰς τό θαῦμα τοῦτο». Σέ δέκα τρία κεφάλαια ἀναφέρεται
ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος Μαρία μέ ἐξόχως τιμητικόν τρόπον σάν ἄσπιλος παρθένος στήν
σούραν (Οἱ Προφῆται 21:91), «εἰς δέ τήν Ἄσπιλον Παρθένον ἐνεφυσήσαμεν τό Πνεῦμα
ἡμῶν», σάν ἐνάρετος μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ στήν σούραν (Ἡ Τράπεζα 5:79) «ἡ δέ μήτηρ
αὐτοῦ (Μεσσίου) ἦτο ἐνάρετος» σάν Ἁγνή πάσης κηλίδος μεταξύ ὅλων τῶν γυναικῶν,
στήν σούρα (Ὁ οἶκος Ἐμράν 3:37) «Καί εἶπεν ὁ ἄγγελος Μαριάμ ὁ Κύριος σου ἐξέλεξέ
σε καί ἐτήρησέ σε ἁγνήν πάσης κηλίδος μεταξύ ὅλων τῶν γυναικῶν».
Ἀπέναντι
σέ ὅλα αὐτά ἔχομεν τόν κατά τό Ἰσλάμ Προφήτη Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη τό ἔτος
570 μ.Χ. στή Μέκκα τῆς Ἀραβικῆς χερσονήσου, υἱός τοῦ Ἀμπνταλάχ καί τῆς Ἄμινα
Μπίντ Οὐαχάμπ ἀπό τήν φυλή τῶν Κουραϊσιτῶν πού ἀνῆκε στήν οἰκογένεια τῶν
Χασιμιτῶν καί πού ὀρφανός ἀνετράφη ἀπό τόν πάππον του Ἀμπντούλμουτταλίμπ καί τόν
θεῖον του Ἀμπού Ταλίμπ καί 25ετής ὤν συνεζεύχθη τήν 40χρονη χήρα Χαντίτζα καί
ἄλλας ὀκτώ (8) ἐπισήμους γυναίκας, μετά τόν θάνατόν της καί πού ἄρχισε νά
κηρύττει τό 610 μΧ σέ ἡλικία 40 ἐτῶν ἔχων πολλάς ἀμφιβολίας διά τό ἔργον αὐτό
ὅπως στό Κοράνιο ἀναφέρεται. Δηλ. ἔχομε ἕναν κοινόν ἄνθρωπο πού ἀπό κανένα δέν
προφητεύτηκε καί πού γεννήθηκε ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία 40
ἐτῶν θεώρησε ὅτι ἔλαβε μήνυμα ἀπό τόν Θεό νά γίνη Ἀπόστολός Του καί νά
«διορθώση» μετά ἀπό 6 αἰῶνες «πλάνης» ὅλα ὅσα ὁ προφητευθείς ἐπί χιλιάδες χρόνια
καί ἀληθινός Μεσσίας κήρυξε καί δίδαξε καί τά ὁποῖα οἱ μαθηταί καί Ἀπόστολοί του
εὐηγγελίσθησαν σέ ὅλο τόν γνωστό κόσμο θυσιάζοντες γιά τήν ἀλήθεια τῆς
διδασκαλίας τοῦ Μεσσία τήν ζωή τους!!! καί μέ τό αἷμα τους ὑπέγραψαν τήν
διδασκαλία πού εὐαγγελίσθησαν. Οὐδείς ὅμως πεθαίνει ὑπερασπιζόμενος ἕνα ψέμμα ἤ
μιά παραχάραξη. Ἐρωτᾶται λοιπόν ὁ εὐφυής κ. Ναΐμ Ἐλγαντούρ, ἀντέχει στήν κριτική
τῆς λογικῆς ὅλη αὐτή ἡ ὑπόθεσις καί μάλιστα μέ τήν διάσταση τῆς αἰωνιότητος;
Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια ἦτο ποτέ δυνατόν ὁ Θεός μέ τά 99 ἐξαίρετα ὀνόματα πού τοῦ
δίδει τό Ἰσλάμ νά ἀποστείλη μετά ἀπό αὶῶνες προφητείας τόν Μεσσία του πού
γεννιέται μέ προσωπική παρέμβαση τοῦ Ἰδίου, νά τόν ἀναλαμβάνει στούς οὐρανούς
καί νά περιμένει 6 ὀλοκλήρους αἰῶνες γιά νά «διορθώσει» τό «ψευδές» κήρυγμα τῶν
Ἀποστόλων τοῦ Μεσσίου ἀφήνοντας τούς ἀνθρώπους στήν πλάνη; Ἑπομένως τό νά
προβάλει κανείς τήν ἀλήθεια πού προκύπτιε ἀπό τά κείμενα δέν ἀποτελεῖ κατηγορία
ἤ δυσφήμηση ἀλλά ὑποχρέωση καί ἀπόλυτη ἀπόδειξη ἀγάπης καί ἐνδιαφέροντος. Ἔτσι
θά ἔπρεπε νά τό εἰσπράξη ὁ κ. Ἐλγαντούρ καί οἱ ὁμόπιστοί του διότι ἐμμένοντες
στήν θρησκευτική τους παραδοχή καί ἀρνούμενοι τόν ἀποκαλυφθέντα ἀληθινό Θεό τῶν
δύο Διαθηκῶν, τῆς «Τορρά καί τοῦ Ἰντζίλ» (Πεντατεύχου καί Εὐαγγελίου) ὁ Ὁποῖος
εἶναι Ἕνας κατά τήν οὐσία καί τήν φύση ἀλλά μέ τρεῖς ὑποστάσεις ὁμοούσιες καί
ἰσότιμες καί ἀρνούμενοι τόν ἐνσαρκωθέντα Λόγο-Υἱό τοῦ Θεοῦ Πατρός οὐσιαστικά
ἀρνοῦνται τήν αἰώνια προοπτική τους καί τήν αἰώνια διάσταση τῆς
ζωῆς.
4.
Ἀγνοεῖ (;) ὁ ἀγαπητός κ. Ἐλγαντούρ ὅτι ἡ χώρα αὐτή πού φιλοξενεῖται πέρασε 5
αἰῶνες βάναυσης καί ἀφάνταστης τρομακτικῆς σκλαβιᾶς ἀπό ὁμοπίστους του, οἱ
ὁποίοι προχωροῦσαν σέ βίαιους ἐξισλαμισμούς καί σέ ἄπειρους ἀπαγχονισμούς καί
ἀποκεφαλισμούς ἐκείνων πού δέν πρόδιδαν τήν πίστη τους στόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή
Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι ἀναδείχθηκε ὁ ὑπέροχος καί ἔνδοξος ὅμιλος τῶν ἁγίων
Νεομαρτύρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων τά μαρτυρικά λείψανα εὐωδιάζουν
καί θαυματουργοῦν. Ἄς κάνει τόν μικρό κόπο ὁ κ. Ἐλγαντούρ νά ἐπισκεφθῆ στόν Ἱ.
Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Ὕδρας τά μαρτυρικά λείψανα τοῦ ἅγ. Νεομάρτυρος
Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου, τά ὁποῖα χρυσίζουν καί εὐωδιάζουν. Ἴσως ἔτσι ἀντιληφθῆ
τήν πλάνη τήν ὁποία εὑρίσκεται, ὅσο εἶναι βέβαια καιρός γιατί στήν αἰωνιότητα
δέν ὑπάρχει μετάνοια.
Ο
Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+
ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ