Το έδαφος για την έναρξη της οικουμενικής κίνησης είχε προλειανθεί. Έτσι, ο πρώτος ταγκόσμιος πόλεμος και τα επακόλουθά του, ο κόσμος που αναζητούσε νέο προσανατολισμό, η ίδρυση της κοινωνίας των εθνών (1919), η αναμέτρηση με τα ολοκληρωτικά συστήματα, ειδικά με το φασισμό, ενίσχυσαν την άποψη ότι οι εκκλησίες έπρεπε να βγουν από τη θεσμική τους απομόνωση και να κάνουν την οικουμενική υπόθεση δική τους.
Σε αυτή την πρώτη φάση, που κατά τους ιστορικούς αρχίζει το 1910 και καταλήγει το 1938 με την πρόταση να ιδρυθεί ένα Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιων, η οικουμενική κίνηση κατανοείται ως μια προσπάθεια να δοθεί «ψυχή» στο «σώμα» της Κοινωνίας των Εθνών. Φορείς αυτής της προσπάθειας έγιναν τρεις παγκόσμιες κινήσεις: Ι) ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος για την Προώθηση Διεθνούς Φιλίας μέσω των Εκκλησιών (The World Alliance for Promoting International Friendship through the Churches), 2) η Παγκόσμια Κίνηση Ζωής και Εργασίας ή Παγκόσμια Κίνηση για τον Πρακτικό Χριστιανισμό (Universal Christian Conference or Movement on Life and Work) και 3) η Παγκόσμια Κίνηση Πίστης και Τάξης (World Conference on Faith and Order). Oi τρεις αυτές κινήσεις εργάστηκαν επιτυχώς και αποδοτικά για την επίτευξη των σκοπών της οικουμενικής κίνησης μέσω παγκόσμιων συνεδρίων, διασκέψεων, συναντήσεων, θεολογικοενωτικών διαβουλεύσεων, ίδρυσης οικουμενικών ινστιτούτων, ίδρυσης επιτροπών νεολαίας, καθιέρωσης διδασκαλίας του μαθήματος της οικουμενικής κίνησης σε διάφορες χώρες και συγγραφικής παραγωγής με περιεχόμενο την οικουμενική κίνηση.
Ο «Παγκόσμιος Σύνδεσμος Διεθνούς Φιλίας μέσω των Εκκλησιών» ιδρύθηκε στην Κωνσταντία της Ελβετίας στις 2 Αυγούστου του 1914, την ημέρα που κηρύθηκε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Βασικό στόχο είχε ικριβώς αυτό που δηλώνεται στον τίτλο του, δηλαδή τη δημιουργία καλών και φιλικών σχέσεων ανάμεσα στα έθνη «ώστε ταραπλεύρως προς τον φιλειρηνικό πολιτισμό να επιτευχθεί η παγκόσμια ειρήνη, την οποία δίδαξε ο Χριστός στην ανθρωτότητα». Για το Σύνδεσμο η ένωση των εκκλησιών δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την ειρήνευση του κόσμου. Η κοινωνία και συνεργασία των εκκλησιών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Μετά από πολλά συνέδρια και συσκέψεις για την πραγματοποίηση των στόχων του ο Σύνδεσμος διαλύθηκε το 1948 κυρίως λόγω της υποκατάστασης του από άλλες κινήσεις.
Η δεύτερη Παγκόσμια Κίνηση Ζωή και Εργασία» συνδέεται με τις αρχές και τα θέματα που απασχόλησαν τον Παγκόσμιο Συνδεσμό Διεθνούς Φιλίας, αλλά οιστόχοι της ήταν ευρύτεροι, είχε παγχριστιανικό χαρακτήρα (συμμετείχαν ορθόδοξες, αρχαίες ανατολικές, παλαιοκαθολικές, αγγλικανικές και προτεσταντικές εκκλησίες) και στηριζόταν απευθείας από τις εκκλησίες, χωρίς όμως να εξαρτάται από αυτές. Κύριος παράγοντας και εμπνευστής για τη γένεση και την περαιτέρω οργάνωση της Κίνησης αυτής υπήρξε ο λουθηρανός Αρχιεπίσκοπος Ουψάλας Ν. Soderblom. Καθοριστική ήταν η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εγκύκλιο του 1920, για την οποία θα γίνει ιδιαίτερη μνεία παρακάτω.
Ο Soderblom προσπαθησε πολύ, χωρίς όμως επιτυχία, να πείσει τις εκκλησίες να εκδώσουν μια κοινή Διακήρυξη για την ειρήνη. Αργότερα στα πλαίσια ενός συνεδρίου του Παγκόσμιου συνδέσμου για Διεθνή Φιλία το 1919 ανέπτυξε ένα σχέδιο για τη σύσταση ενός «Οικουμενικού Συμβουλίου» το οποίο ως «φωνή της χριστιανικής συνείδησης» θα έπρεπε να ταχθεί υπέρ της ειρήνης και υπέρ μιας δίκαιης κοινωνικής παγκόσμιας τάξης.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα συγκλήθηκε με δική του πρωτοβουλία το A' Παγκόσμιο Συνέδριο «Ζωής και Εργασίας» το 1925 στη Στοκχόλμη. To συνέδριο αποτέλεσε το αρχιμήδειο σημείο εκκίνησης μα την ανάπτυξη μιας νέας παράδόσης οικουμενικής κοινωνικής σκέψης κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Θεωρήθηκε τόσο σημαντικό από τους σύγχρονους του χριστιανούς που χαρακτηρίστηκε «Νίκαια της ηθικής», παραλληλίζοντας το με την A' Οικουμενική Σύνοδο της αδιαίρετης εκκλησίας. Η Κίνηση «Ζωή και Εργασία» είχε σκοπό τη συνεργασία των χριστιανικών εκκλησιών σε ζητήματα ηθικής, εκπαιδευτικής, θρησκευτικής, κοινωγικής και πολιτικής φύσης και επίδρασης του Ευαγγελίου στον κόσμο. Απώτερος σκοπός ήταν μέσω της συνεργασίας και της κοινωνίας των εκκλησιών σε πρακτικό επίπεδο να προετοιμαστεί το κατάλληλο έδαφος για :ις επαφές τους σε δογματικό επίπεδο και για την επίτευξη της ορατής ενότητας. Η συζήτηση πάντως ζητημάτων δογματικής φύσης αποφεύχθηκε συστηματικά.
Η δημιουργία της Κίνησης «Ζωή και Εργασία» χαιρετίστηκε εκείνη την εποχή από τους ορθόδοξους γιατί ανταποκρινόταν στο πνεύμα του Διαγγέλματος του Οικουμενιικού Πατριαρχείου (1920). Κατά την ορθόδοξη αντίληψη η κοινωνία των εκκλησιών και η συνεργασία σε κοινωνικά και ηθικά ζητήματα αποτελούσε το πρώτο και σταθερό βήμα και την προπαρασκευαστική βαθμίδα προς την ένωση στην πίστη.
Σε αυτή την πρώτη φάση, που κατά τους ιστορικούς αρχίζει το 1910 και καταλήγει το 1938 με την πρόταση να ιδρυθεί ένα Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιων, η οικουμενική κίνηση κατανοείται ως μια προσπάθεια να δοθεί «ψυχή» στο «σώμα» της Κοινωνίας των Εθνών. Φορείς αυτής της προσπάθειας έγιναν τρεις παγκόσμιες κινήσεις: Ι) ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος για την Προώθηση Διεθνούς Φιλίας μέσω των Εκκλησιών (The World Alliance for Promoting International Friendship through the Churches), 2) η Παγκόσμια Κίνηση Ζωής και Εργασίας ή Παγκόσμια Κίνηση για τον Πρακτικό Χριστιανισμό (Universal Christian Conference or Movement on Life and Work) και 3) η Παγκόσμια Κίνηση Πίστης και Τάξης (World Conference on Faith and Order). Oi τρεις αυτές κινήσεις εργάστηκαν επιτυχώς και αποδοτικά για την επίτευξη των σκοπών της οικουμενικής κίνησης μέσω παγκόσμιων συνεδρίων, διασκέψεων, συναντήσεων, θεολογικοενωτικών διαβουλεύσεων, ίδρυσης οικουμενικών ινστιτούτων, ίδρυσης επιτροπών νεολαίας, καθιέρωσης διδασκαλίας του μαθήματος της οικουμενικής κίνησης σε διάφορες χώρες και συγγραφικής παραγωγής με περιεχόμενο την οικουμενική κίνηση.
Ο «Παγκόσμιος Σύνδεσμος Διεθνούς Φιλίας μέσω των Εκκλησιών» ιδρύθηκε στην Κωνσταντία της Ελβετίας στις 2 Αυγούστου του 1914, την ημέρα που κηρύθηκε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Βασικό στόχο είχε ικριβώς αυτό που δηλώνεται στον τίτλο του, δηλαδή τη δημιουργία καλών και φιλικών σχέσεων ανάμεσα στα έθνη «ώστε ταραπλεύρως προς τον φιλειρηνικό πολιτισμό να επιτευχθεί η παγκόσμια ειρήνη, την οποία δίδαξε ο Χριστός στην ανθρωτότητα». Για το Σύνδεσμο η ένωση των εκκλησιών δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την ειρήνευση του κόσμου. Η κοινωνία και συνεργασία των εκκλησιών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Μετά από πολλά συνέδρια και συσκέψεις για την πραγματοποίηση των στόχων του ο Σύνδεσμος διαλύθηκε το 1948 κυρίως λόγω της υποκατάστασης του από άλλες κινήσεις.
Η δεύτερη Παγκόσμια Κίνηση Ζωή και Εργασία» συνδέεται με τις αρχές και τα θέματα που απασχόλησαν τον Παγκόσμιο Συνδεσμό Διεθνούς Φιλίας, αλλά οιστόχοι της ήταν ευρύτεροι, είχε παγχριστιανικό χαρακτήρα (συμμετείχαν ορθόδοξες, αρχαίες ανατολικές, παλαιοκαθολικές, αγγλικανικές και προτεσταντικές εκκλησίες) και στηριζόταν απευθείας από τις εκκλησίες, χωρίς όμως να εξαρτάται από αυτές. Κύριος παράγοντας και εμπνευστής για τη γένεση και την περαιτέρω οργάνωση της Κίνησης αυτής υπήρξε ο λουθηρανός Αρχιεπίσκοπος Ουψάλας Ν. Soderblom. Καθοριστική ήταν η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εγκύκλιο του 1920, για την οποία θα γίνει ιδιαίτερη μνεία παρακάτω.
Ο Soderblom προσπαθησε πολύ, χωρίς όμως επιτυχία, να πείσει τις εκκλησίες να εκδώσουν μια κοινή Διακήρυξη για την ειρήνη. Αργότερα στα πλαίσια ενός συνεδρίου του Παγκόσμιου συνδέσμου για Διεθνή Φιλία το 1919 ανέπτυξε ένα σχέδιο για τη σύσταση ενός «Οικουμενικού Συμβουλίου» το οποίο ως «φωνή της χριστιανικής συνείδησης» θα έπρεπε να ταχθεί υπέρ της ειρήνης και υπέρ μιας δίκαιης κοινωνικής παγκόσμιας τάξης.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα συγκλήθηκε με δική του πρωτοβουλία το A' Παγκόσμιο Συνέδριο «Ζωής και Εργασίας» το 1925 στη Στοκχόλμη. To συνέδριο αποτέλεσε το αρχιμήδειο σημείο εκκίνησης μα την ανάπτυξη μιας νέας παράδόσης οικουμενικής κοινωνικής σκέψης κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Θεωρήθηκε τόσο σημαντικό από τους σύγχρονους του χριστιανούς που χαρακτηρίστηκε «Νίκαια της ηθικής», παραλληλίζοντας το με την A' Οικουμενική Σύνοδο της αδιαίρετης εκκλησίας. Η Κίνηση «Ζωή και Εργασία» είχε σκοπό τη συνεργασία των χριστιανικών εκκλησιών σε ζητήματα ηθικής, εκπαιδευτικής, θρησκευτικής, κοινωγικής και πολιτικής φύσης και επίδρασης του Ευαγγελίου στον κόσμο. Απώτερος σκοπός ήταν μέσω της συνεργασίας και της κοινωνίας των εκκλησιών σε πρακτικό επίπεδο να προετοιμαστεί το κατάλληλο έδαφος για :ις επαφές τους σε δογματικό επίπεδο και για την επίτευξη της ορατής ενότητας. Η συζήτηση πάντως ζητημάτων δογματικής φύσης αποφεύχθηκε συστηματικά.
Η δημιουργία της Κίνησης «Ζωή και Εργασία» χαιρετίστηκε εκείνη την εποχή από τους ορθόδοξους γιατί ανταποκρινόταν στο πνεύμα του Διαγγέλματος του Οικουμενιικού Πατριαρχείου (1920). Κατά την ορθόδοξη αντίληψη η κοινωνία των εκκλησιών και η συνεργασία σε κοινωνικά και ηθικά ζητήματα αποτελούσε το πρώτο και σταθερό βήμα και την προπαρασκευαστική βαθμίδα προς την ένωση στην πίστη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
- Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (1ο ΜΕΡΟΣ)
- Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (2ο ΜΕΡΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου