ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ'' Το ιστολόγιο ''ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ'' είχε απαντήσει εις το άρθρο του π. Ευθυμίου Τρικαμηνά που φέρει ως τίτλο ''ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΣΕ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ''. Το δικό μας ιστολόγιο απήντησε και αυτό με την σειρά του, όμως δεν είδαμε κάποια ανταπάντηση. Μάλλον είμασταν λίγο αυστηροί μαζί του σε σχέση με το ιστολόγιο ''ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ''. Ας είναι! μας κάλυψε η απάντηση του αδελφικού ιστολογίου ούτως ή άλλως!
ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ
ΜΕΤΑΞΥ ΑΝΤΙΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ
Αθήνα 19-9-2013
Σεβαστέ π. Ευθύμιε,
ευλογείτε!
Καταρχάς, σας
ευχαριστώ για την απάντησή σας και τον κόπο, τον οποίο καταβάλατε για
αυτήν.
Η απάντησή σας, αν
και αποτελούμενη από 2883 λέξεις παραπάνω από την δική μου, δεν βοηθά προς την
κατεύθυνση του υπέρ της αληθείας διαλόγου (του οποίου χαρακτηριστικό γνώρισμα
δεν είναι να τραβήξει ο ένας τον άλλον προς το μέρος του, αλλά και οι δύο να
οδηγηθούν στην αλήθεια), αφού βρίθει υπερβολών, ανυπόστατων κατηγοριών και
ανακριβειών.
Θα σταματήσω λοιπόν
προς το παρόν τον διάλογο αυτό και επιφυλλάσομαι για μία εκ του σύνεγγυς
συνέχιση αυτού (αν το θέλει ο Θεός), όπου δεν θα μπορούν να υπάρξουν υπεκφυγές
εκατέρωθεν, ούτε εκτροπή του διαλόγου προς άλλες
κατευθύνσεις.
Παρόλα αυτά και για
χάρη των καλοπροαιρέτων αναγνωστών –και κυρίως αυτών που πιστεύουν στις καλές
προθέσεις- θα σχολιάσω λίγα σημεία και έπειτα θα παραθέσω και την απάντηση στο
ερώτημά σας.
Πριν όμως από αυτό,
αγαπητέ μου π. Ευθύμιε, επιτρέψτε μου να καταθέσω, εν είδει εξομολογήσεως, την
αιτία, η οποία με ώθησε στο στίβο ενός τέτοιου διαλόγου η οποία θα φανερώσει τις
προθέσεις μου και θα απαντήσει σε τυχόν λογισμούς απορίας για
αυτές.
Εγώ π. Ευθύμιε, δεν
είμαι ούτε Αρχιερέας, για να σκεφτεί κανείς ότι μπορεί να ψάχνω ποίμνιο, ούτε
ιερέας, να αναζητώ μεγάλη ενορία ή πολλά πνευματικοπαίδια, ούτε επίτροπος, να
περιμένω να γεμίσει η ιδιόκτητη εκκλησία μου. Είμαι ένα τίποτα. Αλλά έχω μια
μεγάλη επιθυμία, που μοιράζομαι με τους εν Χριστώ αδελφούς μου. Αυτή με ωθεί
στην δράση.
Αυτή η επιθυμία είναι
η αναλαμπή της Ορθοδοξίας. Όχι, δεν οραματίζομαι καμία εθνοφυλετική
αναγέννηση και παγκόσμια ελληνοκρατία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Μιλώντας για αναλαμπή της Ορθοδοξίας, εννοώ τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας κατά της
παναιρέσεως του Οικουμενισμού και την ειρήνευση και ενότητα της
Εκκλησίας.
Θεωρώ ότι μόνο με μια
τέτοια αναλαμπή θα σωθεί η ανθρωπότητα από την κατρακύλα στο βάραθρο των παθών.
Η Εκκλησία του Χριστού είναι η Κιβωτός της σωτηρίας, το μοναδικό ανάχωμα στην
σημερινή παρακμιακή και δαιμονοκρατούμενη εποχή μας. Μόνο η Εκκλησία θα σώσει τα
παιδιά μας, την πατρίδα μας, τον κόσμο ολόκληρο. Μόνο σε Αυτή υπάρχει Η Αλήθεια,
ολόλαμπρη, αστραφτερή.
Η Εκκλησία όμως
βάλλεται. Με την ημερολογιακή καινοτομία υπήρξε διαίρεση, διχασμός των
Ορθοδόξων. Με την εκκοσμίκευση, επήλθε η αδιαφορία και η περιφρόνηση. Με την
οικουμενιστική λαίλαπα, ήλθε και η αποστασία. Πώς θα υπάρξει λύτρωση;
Πρώτον, απαιτείται
προσωπικός αγώνας. Να γίνουμε άγιοι: να ένας σκοπός. Να αποφεύγουμε τις
αμαρτίες, να μισούμε τα πάθη, να μετανοούμε, να προσευχόμαστε, να
εξομολογούμαστε και να κοινωνούμε συχνά, να συγχωρούμε, να καλλιεργούμε τις
αρετές.
Δεύτερον, να
μεριμνήσουμε να απαλλαχθεί η Εκκλησία από τους μερισμούς και τα σχίσματα.
Επιβάλλεται αντιαιρετικός αγώνας συνεχής. Παράλληλα, όμως προσοχή να μην
παρεκτραπούμε σε ακρότητες, προσοχή να μην αδικούμε, προσοχή να μην αρπάζουμε
δικαιώματα τα οποία δεν μας ανήκουν, προσοχή στην άγνοια, προσοχή στην
ημιμάθεια, αλλά και προσοχή στην υπερβολική σιγουριά που παρέχει η γνώση του
κόσμου τούτου, η οποία είναι μωρία, χωρίς την Χάρη του Θεού. Προσοχή, εν τέλει,
να μην γίνουν τα προσωπικά μας πάθη εμπόδιο στον υπέρ της Εκκλησίας
αγώνα.
Σε αυτήν την επιθυμία
στέκονται εμπόδιο πολλοί και διάφοροι. Πρώτα από όλα ο ίδιος μου ο εαυτός, ο
οποίος αρνείται να γίνει άγιος και παραμένει αμαρτωλός και άθλιος.
Οι οικουμενιστές, που
δεν αγαπούν την Εκκλησία, αλλά την θεωρούν παλλακίδα, ισόμοιρη και ισάξια με τις
αληθινές παλλακίδες, που βρίσκονται στο χαρέμι του Παγκοσμίου Συμβουλίου
Εκκλησιών.
Οι νεοημερολογίτες,
οι οποίοι αφού έσχισαν την Εκκλησία, ύστερα είπαν σε αυτούς που -ορθώς- δεν τους
ακολούθησαν «ελάτε μαζί μας για να μην… σχισθεί η Εκκλησία!».
Οι αδιάφοροι
«ορθόδοξοι», που μπροστά στην προδοσία της Πίστεως επαναπαύονται στη σκέψη ότι
αποτελούν την πλειοψηφία.
Οι ακραίοι
«υπερζηλωτές», νέου και παλαιού ημερολογίου, που θεωρούν την Σύνοδό τους ως τη
μόνη Εκκλησία και όλους τους άλλους εκτός Αυτής και κολασμένους.
Κοντολογίς, εμπόδιο
στέκεται όποιος διασπά ποικιλοτρόπως την ενότητα της Εκκλησίας, για την οποία
προσευχήθηκε και ο Κύριός μας.
Σχολιάζοντας
τώρα κάποια σημεία του κειμένου σας. Ένα πρώτο ζήτημα στο οποίο αστοχείτε (ίσως
και λόγω μη επαρκούς διαφωτιστικής πληροφόρησης από μέρους μου - αν και ο
καθένας πρέπει να φροντίζει να ενημερώνεται επαρκώς πριν καταπιαστεί με ένα
ζήτημα) είναι το ζήτημα του φρονήματος των Παλαιοημερολογιτών.
Εδώ πρέπει χάριν της
αλήθειας και της δικαιοσύνης να σημειωθεί τα εξής. Όλοι εμείς οι
Παλαιοημερολογίτες έχουμε κοινή πίστη, διότι αποδεχόμαστε όλα τα δόγματα της
Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν υπάρχει λοιπόν διάσπαση φρονημάτων.
Υπάρχει διάσταση που αφορά ένα και μόνο
συγκεκριμένοφρόνημα: το τί είναι οι νεοημερολογίτες και οι οικουμενιστές. Οι
μεν φρονούμε πως είναι δυνάμει (δηλαδή υπόδικοι) σχισματικοί και αιρετικοί, οι
δε πρεσβεύουν πως είναι και ενεργεία (δηλαδή ήδη καταδικασμένοι) με ότι αυτό
συνεπάγεται. Η διαφοροποίηση μας στο ζήτημα αυτό ήταν και η πρώτη και μεγαλύτερη
αιτία τόσο για την διοικητική διάσπαση των Παλαιοημερολογιτών σε επιμέρους
Συνόδους, όσο και για την γέννηση δευτερευούσης σημασίας διαφοροποιήσεων.
Επομένως το να πιστεύει κανείς πως τα φρονήματα των Παλαιοημερολογιτών
είναι τόσα όσοι περίπου είναι οι Παλαιοημερολογίτες είναι τελείως άδικο και
ανυπόστατο.
Ένα άλλο θέμα που
αδυνατείτε να κατανοήσετε είναι η διαφορά ημερολογίου-ημερολογιακού ζητήματος.
Αγαπητέ πάτερ μου, η διαφορά είναι ξεκάθαρη. Απορώ πως δεν την καταλαβαίνετε! Τα
πράγματα είναι απλά. Αν όλες οι επιμέρους Τοπικές Εκκλησίες αποφάσιζαν ομοφώνως
εν Συνόδω να χρησιμοποιήσουν ένα άλλο ημερολόγιο, δεν θα υπήρχε δογματικό κώλυμα
και δεν θα μιλούσαμε σήμερα για ημερολογιακό ζήτημα. Ο τρόπος όμως που έγινε η
ημερολογιακή καινοτομία, ο σκοπός που εξυπηρετούσε και η διάσπαση που επέφερε
γέννησε το ημερολογιακό ζήτημα, το οποίο είναι ζήτημα Κανονικό και
Δογματικό.
Παραβλέποντας την
κατά του Παλαιοημερολογιτισμού ρητορική σας, θα σταθώ μόνο στο
σημείο περί υπάρξεως δήθεν επτά (7) Αρχιεπισκόπων του Παλαιού και σας προκαλώ να
τους κατονομάσετε (πραγματικών Συνόδων του Παλαιού, όχι εμφανιζόμενοι ως
«Παλαιοημερολογίτες» με ανύπαρκτο ποίμνιο). Ύστερα να μας παρουσιάσετε τα
περίφημα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι όλες οι Σύνοδοι του Παλαιού έχουν
καθαιρέσει και αφορίσει η μία τους Επισκόπους της άλλης, ώστε να δικαιολογείται
ο παραπλανητικός χαρακτηρισμός «αλληλοκαθαιρούμενες και
αλληλοαναθεματιζόμενες».
Ένα ακόμη ζήτημα που
θίγετε είναι το περίφημο «δυνάμει και ενεργεία», στο οποίο, όπως φαίνεται,
διαφωνούμε, μιας και πρεσβεύετε τα ίδια με την άλλη μερίδα των
Παλαιοημερολογιτών. Η απόρριψη του «δυνάμει και ενεργεία» όμως και για τις
αιρέσεις και τα σχίσματα οδηγεί σε παποπροτεσταντίζουσα εκκλησιολογία σύμφωνα με
την οποία κάθε πιστός ή ομάδα πιστών ως Πάπας, αλλά και προτεστάντες ταυτόχρονα,
μπορεί να αποκηρύξει, αναπολόγητους, ως αιρετικούς και σχισματικούς, όποιους
θεωρεί ότι υπέπεσαν σε σχίσμα και αίρεση. Το φρόνημα λοιπόν που αποτέλεσε την
αιτία της διάσπασης των Παλαιοημερολογιτών, αποκαλύπτετε πως είναι και δικό σας.
Μην απορήσετε όμως αν σε λίγα χρόνια, είστε τρεις-τέσσερις παρατάξεις
αποτειχισμένων, οι οποίες θα θεωρεί η κάθε μία ότι αποτελεί τους Γνησίους και
Καθαρούς και ότι οι άλλοι είναι εκτός σωτηρίας, και όλα αυτά με σημαία τους
Αγίους Πατέρες και τους Ιερούς Κανόνες…
Πέρα από αυτό όμως,
να έχετε υπόψιν σας, ότι αν δεν ισχύει το «δυνάμει και ενεργεία» - όπως
ισχυρίζεστε στην απάντησή σας στην πέμπτη ημετέρα ερώτηση (ερμηνεύοντας και
εσείς όπως και οι κακοφρονούντες παλαιοημερολογίτες τους Πατέρες κατά το δοκούν)
-, τότε δεν έχετε Ιερωσύνη. Σύμφωνα με τις απόψεις σας, δεν είστε ούτε καν
Βαπτισμένος. Αφού από το 1920 που κηρύχτηκε για πρώτη φορά ο Οικουμενισμός, όλοι
οι οικουμενιστές και οι κοινωνούντες με αυτούς κατέστησαν αυτομάτως –πάντα κατά
την ερμηνεία σας- αναθεματισμένοι, επομένως εκτός Εκκλησίας, με άκυρα Μυστήρια.
Άρα, σχεδόν πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει Θεία Χάρη. Μάλιστα αυτό το παράλογο
φρόνημα, το φορτώνετε στους… Πατέρες και την Γραφή. Μα όλοι, τους Πατέρες και
την Γραφή επικαλούνται! Εμείς όμως δεν διαφωνούμε με τους Πατέρες και την Γραφή,
αλλά με την ερμηνεία που προσπαθούν να κάνουν
ορισμένοι.
Παρόλα αυτά
διπλωματικώς αποφαίνεσθε παρακάτω πώς είστε αναρμόδιος να πείτε που υπάρχει και
που όχι η Θεία Χάρη. Σπεύδετε μάλιστα να χαρακτηρίσετε, ως υπερσύνοδος, "κατ’
οικονομίαν" έγκυρα τα Μυστήρια των οικουμενιστών, ενώ, από την άλλη, συνιστά
πρόοδο το να μην αποφαίνεσθε περί της εγκυρότητος των Μυστηρίων των
Παλαιοημερολογιτών, την στιγμή που το μελάνι από το προηγούμενο κείμενό σας, που
χαρακτηρίζατε ως άκυρα τα Μυστήριά τους, δεν έχει ακόμη στεγνώσει.
Ένα ακόμη σχόλιο
αφορά τον πρώην Φλωρίνης. Μιλάτε για άγνοια του πρώην Φλωρίνης για τον
Οικουμενισμό, επειδή στο μοναδικό έργο του που διαβάσατε, την Απολογία προς την
Ορθόδοξο Ελληνική Συνείδηση (ο τίτλος που δίνετε είναι υπότιτλος του έργου
«Το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας»)
δεν αναφέρει την Εγκύκλιο του 1920. Μα καλά δεν διαβάσατε στο έργο αυτό όλα όσα
αναφέρει για την αιτία της αλλαγής του ημερολογίου ο πρώην Φλωρίνης και γράφετε
αδίκως και πάλιν πως τάχα οι Παλαιοημερολογίτες «δεν εγνώριζον τίποτε άλλον
πέραν της αλλαγής του ημερολογίου, περί Οικουμενισμού
δηλαδή»;
Ιδού η κάλαμος του
αειμνήστου, που σας διαψεύδει πανηγυρικώς:
«Τὸ ζήτημα τοῦ
Ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου ἔχει βαθύτερα τὰ αἴτια καὶ ἐλατήριά του. Οἱ
ἐμπνευσταὶ καὶ πρωτεργάται τούτου, οἷοι ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος καὶ ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος, στερούμενοι δυστυχῶς βαθέως ὀρθοδόξου
πνεὺματος, ἐγένοντο ἐν γνώσει ἢ ἀνεπιγνώστως ὄργανα ξένων ἐπιθυμιῶν καὶ
σκοπῶν, δι’ ὧν ἐπιδιώκεται ἡ διάσπασις τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς Ἑλληνικῆς ἰδεολογίας ἀπὸ τῆς Ὀρθοδοξίας Οἱ
δύο οὕτοι Ταγοὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς
Ἑλλάδος ἁμιλλώμενοι εἰς δόξαν μεταρρυθμιστοῦ καὶ συγχρονισμένου Κληρικοῦ,
ἀνεπέτασαν ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει τὴν σημαίαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μεταῤῥυθμίσεων,
ἀρχὴν ποιησάμενοι ἀπὸ τῆς μεταβολῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, ὅπερ
ἀποτελεῖ ἕνα τῶν ἐνωτικῶν κρίκων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν πυξίδα τῆς
θείας λατρείας καὶ τῶν ἔργων τῆς πατρῴας πίστεως καὶ εὐσεβείας.
...Ἐκεῖνο ὅπερ καθιστᾶ ὕποπτον τὴν σύγκλησιν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ τούτου
Συνεδρίου (σ. σ. τῆς λεγομένης "Πανορθοδόξου" Συνόδου) εἶναι ὅτι παρεκάθησαν ἐν
αὐτῷ καὶ δὐο Κληρικοί ἑτεροδόξου Ἐκκλησίας, καθ' ἃς ἔχομεν ἐξωδίκους
πληροφορίας, ὡς καὶ ἡ ἀντορθόδοξος καὶ προτεσταντισμοῦ ὄζουσα
ἀπόφασις αὐτοῦ, νὰ μὴ θεωρηθῇ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου ὑπὸ τινων
Ἐκκλησιῶν ὡς λόγος Σχίσματος ὑπὸ τῶν ἄλλων, τῶν ἐμμενουσῶν εἰς τὸ πάτριον
Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον (σ.σ. δὲν κατέστησε δηλαδὴ τὶς ἀποφάσεις της ὑποχρεωτικές
γιὰ ὄλες τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες, γεγονὸς πρωτοφανὲς γιὰ Πανορθόδοξη -ὅπως ψευδῶς
τὴν ἀποκάλεσαν- Σύνοδο: ἄλλη μία ἀπόδειξη ὅτι οὐσιαστικὰ ἐπρόκειτο γιὰ
Ἀντορθόδοξη).
...Ἰδοὺ ποὺ ἔγκειται ἡ ἀχίλλειος ξενικὴ πτἐρνα τοῦ Πατριάρχου Μελετίου
καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, οἵτινες εἰσάγοντες μίαν ἀρχὴν προτεσταντικὴν
εἰς τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, προάγουν αὐτὴν εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ Προτεσταντισμοῦ,
ὅστις ἀφίνει πλήρη ἐλευθερίαν εἰς τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ, οὐ μόνον εἰς τὰς λιτᾶς
διατάξεις τῆς λατρείας, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν πίστην καὶ τὴν ἀντίληψιν τῶν
Δογμάτων, μὴ ἔχων διὰ τὴν ἐξήγησιν τούτων Κριτήριον Ἐκκλησιαστικὸν. Τοιαῦτα
ὄντως κατετόλμησαν ὁ Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, οἱ δύο οὗτοι Λούθηροι της ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἵτινες
ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ συγχρονισμοῦ δὲν ἐδειλίασαν οὐδ' ἀπερρίγησαν νὰ
καταπατήσωσιν ἀποφάσεις πανορθοδόξων Συνόδων καὶ καὶ Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς
Κανόνας, ἵνα προσεγγίσωσι πρὸς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως διὰ τῆς
ἡμερολογιακῆς καινοτομίας ἐπὶ διασπάσει τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐπ' ἀθετήσει
τῆς αἰωνοβίου πράξεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας.
...Εἶναι δὲ γνωστὴ εἰς τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Κύκλους ἡ ἐκκλησιαστικὴ
δρᾶσις τῶν πρωτεργατῶν τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας οἷοι εἶναι ὁ Μελέτιος
Μεταξάκης, καὶ ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ἀρχηγοὶ, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ὁ
μὲν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀλεξανδρέων, ὁ δὲ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Οὔτοι
ἐκδιωχθέντες ἐκ τῆς γειναμένης καὶ θρεψαμένης αὐτοὺς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων,
ἐπεκάθησαν ἐπὶ τῶν θρόνων τῶν Ἑλληνικῶν Ἐκκλησιῶν μὲ τὸν ἀπροκάλυπτον
σκοπὸν νὰ ὁδηγήσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν συγχρονισμόν, δηλαδὴ εἰς τὸν Καθολικισμὸν καὶ
τὸν προτεσταντισμὸν. Διότι εἰς τίνα ἄλλον σκοπὸν ἀποβλέπουσιν αἱ
Ἐκκλησιαστικαὶ μεταῤῥυθμίσεις ἃς εἰσηγήθησαν ἐν τῷ κακῶς ὀνομασθέντι Πανορθοδόξω
Συνεδρίῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως οἱ δύο οὕτοι μεταῤῥυθμισταί, περὶ τῆς ἐνδυμασίας
τῶν Κληρικῶν, τῆς ἀγαμίας τῶν Ἀρχιερέων, μὴ δευτερογαμίας τῶν χηρευόντων Ἱερέων,
τῆς τροποποιήσεως τῶν νηστειῶν, τῆς συντομίας τῶν ἀκολουθιῶν, τῆς διαῤῥυθμίσεως
τοῦ Πασχαλίου Κανόνος, τῆς προσαρμογῆς τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου πρὸς τὸ
Γρηγοριανόν, καὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς νομοθεσίας καὶ τῆς
προσαρμογῆς ταύτης πρὸς τὰς συγχρόνους ἀνάγκας τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς
κοινωνίας; Ταῦτα πάντα τί ἄλλο σημαίνουσι, παρὰ τὸ νεωτεριστικὸν πνεῦμα τῶν δύο
τούτων Ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, οἵτινες ἐν τῇ ἐπιπολαίῳ ἀντιλήψει τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς αὐτῶν ἀποστολῆς, ἐνόμισαν ὅτι δύνανται νὰ μετακινήσωσι τὰ αἰώνια
ὅρια ἃ ἔθεντο οἱ Ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν;
...Μόνον ὅσοι τῶν Ἑλλήνων Ἱεραρχῶν ἐπιψαύδην καὶ ἐπιπολαίως ἐμυήθησαν τῆς
μυσταγωγίας τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ἐρραντίσθησαν μόνον χωρὶς να βαπτισθῶσιν εἰς τὰ
ζείδωρα καὶ φερέζωα νάματα τῆς Ἑλληνικῆς Κασταλίας, μόνον οὗτοι δύνανται νὰ
διϊσχυρίζονται ὅτι ἐξυπηρετούσι τὴν ἐθνικὴν ἰδέαν,
προσεγγίζοντες τὴν ὀρθόδοξον ὁμολογίαν πρὸς τὴν αἱρετικὴν κακοδοξίαν οὐχὶ διὰ
τῆς προσχωρήσεως ταύτης πρὸς ἐκείνην, ἀλλὰ διὰ τῆς θυσίας τοῦ ἐλευθέρου
πνεύματος τῆς ὀρθοδοξίας εἰς τὸ κοσμοπολιτικὸν καὶ ἀπολυταρχικὸν ἤ καὶ τὸ ἄκρως
δημοκρατικὸν ( σ.σ. ἐλευθεριακὸ, ἀσύδοτο) πνεῦμα τῆς Καθολικῆς καὶ
Προτεσταντικῆς (σ.σ. ἀντίστοιχα) Ἐκκλησίας».
...Τὸ
ἡμερολόγιον ἔχει ἄμεσον σχέσιν καὶ μὲ τὴν θείαν λατρείαν διότι, ἐκτὸς τῆς
συγχύσεως, ἥν προκαλεὶ ἡ ἀλλαγὴ τούτου εἰς τὴν τάξιν τῆς θείας λατρείας καὶ τοῦ
Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τῆς καταργήσεως ἱερῶν ὕμνων καὶ ἱερῶν ἀκολουθιῶν,
χωρίζει τὰς ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας εἰς τὰς ἡμέρας τῶν ἐορτῶν καὶ τῶν νηστειῶν καὶ
κάμνει τινὰς ἐξ αὐτῶν νὰ συνεορτάζωσι καὶ νὰ νηστεύωσιν οὐχὶ μετὰ τῶν
ἄλλων ἀλλὰ μετὰ τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν τῶν κακοδόξων, καὶ Αἱρετικῶν,
παρὰ τὴν παράδοσιν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦς
Ἱεροὺς Κανόνας.
...Ὅτι δὲ τοιοῦτος εἶναι ὁ μύχιος πόθος (σ.σ. τὸν αναφέρει προηγουμένως:
"νὰ προσεγγίσωσι πάσῃ θυσίᾳ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μὲ τὰς Ἐκκλησίας
τῆς Δύσεως") καὶ σκοπὸς τῶν δύο τούτων μεταρρυθμιστῶν (σ.σ.
Μεταξάκη καὶ Παπαδόπουλου) τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δείκνυται τόσῳ ἐκ μιᾶς
ἐρωτήσεως, ἥν ἀπηύθυνε ὁ Ἀντιπρόσωπος τοῦ Μακαριωτάτου ἐν τῷ Πανορθοδόξῳ
λεγομένῳ Συνεδρίῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅσῳ καὶ ἡ ἐκ τῆς ἀποκρίσεως ἥν ἔδωκεν
ὁ προεδρεύων Οἰκουμενικός τότε Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. Εἰς πίστωσιν
παραθέτομεν αὐτουσίας τὴν ἐρώτησιν καὶ τὴν ἀπόκρισιν. Ἐρώτησις: "Εἶναι
ἀνάγκη νὰ μεταρρυθμισθῇ καὶ τὸ Πασχάλιον, ἤ ἀρκεῖ μόνη ἡ προσαρμογὴ τῶν ἀκινήτων
ἑορτῶν πρὸς τὰς ἀντιστοίχους ἡμερομηνίας τοῦ πολιτικοῦ ἡμερολογίου;". Ἀπόκρισις:
"Μετὰ τὴν ἀποδοχὴν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου διὰ τὰς ἀνἀγκας τὰς
βιοτικὰς, ἡ προσαρμογὴ πρὸς αὐτὸ, καὶ δὴ ταχέως, καὶ τοῦ ἑορτολογίου ἀποβαίνει
ἀναπόφευκτος. Ἄλλος λόγος ἐπὶ πλέον πρὸς ἄμεσον προσαρμογὴν καὶ τοῦ Πασχαλίου
εἶναι ἡ μεγάλη ἠθικὴ σημασία καὶ ἐντύπωσις, ἥν θὰ παραγάγῃ εἰς ὅλον τὸν
πεπολιτισμένον κόσμον ἡ διὰ τῆς ἀβιάστου πρωτοβουλίας ταύτης προσεγγίσις τῶν δύο
Χριστιανικῶν κόσμων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως ἐν τῷ ἐορτασμῷ τῶν μεγάλων
Χριστιανικῶν ἐορτῶν"(Γρηγορίου Ευστρατιάδου, περὶ ἡμερολ. σελ. 7). Καὶ
ἡμεῖς ἀναντιρρήτως ἐπιθυμοῦμεν καὶ δὲν ἀποστέργομεν, οὐδ' ἀπαναινόμεθα ποσῶς τὴν
προσέγγισιν, ὡς καὶ αὐτὴν τὴν ἔνωσιν τὼν Ἐκκλησιὼν, τοῦθ' ὅπερ άλλως τε καθ'
ἑκάστην εὔχεται καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἡμῶν, ἀλλ' ὁ πόθος οὗτος καὶ ἡ ευχὴ δὲν
πρέπει ποτὲ νὰ ἐπιδιωχθῇ μὲ τὴν θυσίαν καὶ τὴν ἀπεμπόλησιν τῆς Ὀρθοδοξίας,
προσχωρούσης πρὸς τὸ μέρος τῆς κακοδοξίας, ἀλλὰ μὲ τὴν θυσίαν ταύτης
προσχωρούσης εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ἀρκούντως φρονοῦμεν, κατεδείξαμεν δι' ὅσον
ἐξεθέσαμεν, ὅτι σκοπὸς τῶν δύο μεγαλόσχημων Ἑλλήνων Ἱεραρχῶν εἶναι ἡ
ὁπωσδήποτε προσέγγισις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως μὲ
τὴν θυσία τῶν ὀρθοδόξων θεσμῶν, καὶ αἰωνοβίων παραδόσεων, ἃς καθιέρωσαν οἱ
Ἅγιοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες εἰς τὰς 7 Οἰκουμενικὰς Συνόδους, αἵτινες ἀποτελοῦσι
τὴν ἀνωτέραν πνοὴν τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τὸ ἀρίζηλον σέμνωμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
ἡμῶν ὑμνωδίας καὶ φιλολογίας. Καὶ ὅταν ἡ Ὀρθόδοξος θεία λατρεία ἀπογυμνωθῇ ὅλου
αὐτοῦ τοῦ θείου θησαυροῦ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, οἵτινες ἀποπνέουσιν σὺν
τῇ εὐωδίᾳ τοῦ θείου Πνεύματος καὶ τὴν θυμήρη εὐωδίαν τῆς Ἐλληνικῆς
σοφίας, τότε εὐκολώτερον θὰ δύνανται οἱ μεταρρυθμισταὶ οὗτοι νὰ κάμωσι καὶ μίαν
ἀβαρίαν πρὸς τὸ μέρος τὸ δογματικὸν, διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν
Ἐκκλησιῶν».
Μετά την πλήρη
κατάρριψη και αυτού του επιχειρήματός σας, και υπερπηδώντας τις κάθετες και
οριζόντιες αποσχίσεις, που δεν μαρτυρούνται πουθενά ως όροι από τους Πατέρες,
παρατηρούμε με λύπη πως υιοθετείτε όλα τα ψευδεπιχειρήματα των
συνειδητών νεοημερολογιτών, όπως το επιχείρημα περί δήθεν αναγκαίας διορθώσεως
για την εξυπηρέτηση των Ορθοδόξων, οι οποίοι ζούσαν στα κράτη της Δύσεως. Δεν θα
ασχοληθούμε όμως με νεκραναστημένα επιχειρήματα. Όπως επίσης δεν έχουμε να πούμε
κάτι πάνω στις υπόλοιπες απαντήσεις, που δεν μας κάλυψαν
καθόλου.
Κλείνοντας θα
απαντήσω στο ερώτημα σας. Γράφετε:
«Τελειώνοντας θά
θέσω κι ἐγώ μία ἐρώτησι εἰς τούς ἀδελφούς τοῦ Π. Ἡμερολογίου: Τί ἐννοεῖ ὁ ἅγιος
Νικόδημος εἰς τήν ὑποσημείωσι τοῦ Ζ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, ὅταν ἀναφέρει:
«Λέγει γάρ ἐν τῷ αὐτῷ λόγῳ, ὅτι, τό νά νηστεύσῃ τινάς καί τό νά κάμῃ Πάσχα
εἰς τοῦτον τόν καιρόν, ἤ εἰς ἐκεῖνον, μετά τήν εἰκοστήν πρώτην τοῦ Μαρτίου,
θετέον, ὡς κάμνομεν ἡμεῖς οἱ Γραικοί, ἤ μετά τήν ἑνδεκάτην Μαρτίου, ὡς κάμνουσιν
οἱ Λατῖνοι, τοῦτο δέν εἶναι ἔγκλημα. Τό δέ νά σχίσῃ τινάς τήν Ἐκκλησίαν καί νά
ἀντιστέκηται φιλονείκως, καί νά κάμνῃ διχοστασίας καί διαιρέσεις, καί νά χωρίζῃ
τόν ἑαυτόν του πάντοτε ἀπό τήν κοινήν σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι
ἁμάρτημα ἀσυγχώρητον, καί κατηγορίας ἄξιον, καί πολλήν ἔχει τήν κόλασιν καί
τιμωρίαν».
Παραπάνω είχατε
γράψει και τα εξής:
«Ἐφ’ ὅσον λοιπόν
ἐσεῖς ἐθίξατε τό θέμα, πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἀκούσετε ὅλη τήν ἀλήθεια ἀπό
τό στόμα τοῦ ἁγ. Νικοδήμου, ἡ ὁποία κατανοῶ ὅτι εἶναι σκληρή καί ἀποδεικνύει
περίτρανα ἄκυρο καί παράνομο ὅλον τόν περί ἡμερολογίου ἀγῶνα τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν. Τούς ἀποδεικνύει ἀκόμη ἀβίαστα σχισματικούς καί
ἡμερολογιολάτρεις. Τό χωρίο αὐτό εὑρίσκεται ὀλίγο ἀνωτέρω στήν ἴδια ὑποσημείωσι
τοῦ Ζ’ Ἀποστολικοῦ. Παραδόξως δέ ποτέ δέν τό ἀναφέρουν οἱ Παλαιοημερολογίτες,
ἐνῶ ἀπό αὐτήν τήν μεγάλη ὑποσημείωσι τοῦ ἁγίου δανείζονται πολλά τμήματα, τά
ὁποῖα πιθανόν τούς ἐξυπηρετοῦν».
Είναι λυπηρό, πάτερ
Ευθύμιε, να χρησιμοποιείται ένα κατεξοχήν επιχείρημα των Παλαιοημερολογιτών
εναντίον τους και μάλιστα ενενήντα (90) χρόνια μετά. Σωστά τα λέει ο Άγιος
Νικόδημος. Ποιος όμως έκανε σχίσμα στις 10-3-1924; Αν το
έκαναν οι Παλαιοημερολογίτες, αυτό σημαίνει ότι την 10η Μαρτίου την
ονόμασαν 25η Φεβρουαρίου. Αυτό έγινε πάτερ; Όχι βέβαια. Οι
νεοημερολογίτες την 10η Μαρτίου ονόμασαν 23η. Επομένως το
σχίσμα βαραίνει αυτούς, τους καθιστά υπόδικους και σε αυτούς αναφέρεται ο Άγιος
Νικόδημος.
Εκτός αυτού, δυστυχώς
πιάνεστε πάλι αδιάβαστος. Και αυτό διότι το επιχείρημα αυτό του Ιερού Νικοδήμου
όχι απλά το αναφέρουν οι Παλαιοημερολογίτες, αλλά είναι και από τα πρώτα και
βασικότερα επιχειρήματα τους ενάντια στην ημερολογιακή καινοτομία και σε όσους
προσπαθούσαν τότε να την δικαιολογήσουν. Χάριν της ιστορικής αλήθειας, αναφέρω
πως ο πρώτος που το χρησιμοποίησε ήταν ο Αγιορείτης μοναχός Αρσένιος Κοττέας
μόλις το έτος 1925, στο βιβλίο του «Κέντρα της Αγίας ημών Ανατολικής
Εκκλησίας» (Αθήνα 1925) και συγκεκριμένα στην σελίδα 35. Προς απόδειξη
τούτου αναρτώ τα πειστήρια από την έκδοση αυτή.
Καλό θα είναι λοιπόν,
αγαπητέ πατέρα Ευθύμιε, όταν ασχολείστε με ένα ζήτημα, τέτοιας σπουδαιότητος,
όπως το Παλαιοημερολογιτικό, να είσθε πλήρως ενημερωμένος περί αυτού. Όπως για
την εξαιρετική εργασία σας πάνω στον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, αφιερώσατε πολλά
έτη μελέτης και ερεύνης των πηγών, έτσι και για το Παλαιοημερολογιτικό, το
ζωοποιό της Ορθοδοξίας αυτό κίνημα ευσεβείας και συγγενικό με το Κολλυβαδικό,
πρέπει να αφιερώσετε πολλά έτη μελέτης και ερευνών και κυρίως να διακατέχεσθε
από καλή προαίρεση και όχι από προκατάληψη.
Διαβάστε λοιπόν, καλέ
μου πάτερ, τα έργα των (αναφέρω ενδεικτικά) Γρηγορίου Ευστρατιάδη, +Χρυσοστόμου
Καβουρίδη, +Πολύκαρπου Λιώση, Σταύρου Καραμήτσου, Θεοδώρητου Μαύρου, +Κυπριανού
Κουτσούμπα, Αριστοτέλους Δελήμπαση, Μαξίμου Αγιοβασιλειάτου, Διονυσίου
Μπατιστάτου, Φιλοθέου Ζερβάκου, Αυγουστίνου Καντιώτου, Δανιήλ Κατουνακιώτου και
άλλων, μελετήστε τις σχετικές πηγές, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, και μετά
που θα έχετε σφαιρική εικόνα μπορείτε να κάνετε τις παρατηρήσεις σας και να μην
υπάρχει κίνδυνος να ελεγχθούν αυτές ως αβάσιμες, ούτε να θεωρηθούν τεκμήριο
αγνωσίας.
Έως τότε, παρακαλώ
πολύ να προσέξετε σε αυτόν τον μοναχικό δρόμο που βαδίζετε, διότι κρύβει πολλές,
εκ δεξιών, παγίδες. Σας το ξαναλέω, είστε ο μόνος νεοημερολογίτης
αντιοικουμενιστής που αποσυνδέει το ημερολογιακό ζήτημα από τον οικουμενισμό.
Τόσο οι νεοημερολογίτες που αποτειχίστηκαν και επέστρεψαν στο πάτριο (π.χ.
+Μητροπολίτης Κυπριανός Κουτσούμπας, π. Θεοδώρητος Μαύρος, π. Χρυσόστομος
Σπύρου, π. Γεώργιος Αγγελακάκης, π. Σταύρος Βάιος, Αριστοτέλης Δελήμπασης,
Αλέξανδρος Καλόμοιρος κ. α.), όσο και νεοημερολογίτες αντιοικουμενιστές που δεν
αποτειχίστηκαν ή δεν έχουν αποτειχιστεί (π.χ. +Μητροπολίτης Αυγουστίνος
Καντιώτης, π. Φιλόθεος Ζερβάκος, π. Γεώργιος Μεταλληνός, π. Θεόδωρος Ζήσης κ.α.)
θεωρούν την ημερολογιακή καινοτομία ως οικουμενιστικό βήμα. Εσείς με την εμμονή
σας καινοτομείτε και ουσιαστικά αποτελείτε εμπόδιο στην αναλαμπή της Ορθοδοξίας
μας, όπως εμπόδιο θα μπορούσε να αποτελέσει και ο κάθε ένας που θα αποτειχισθεί
από τον Οικουμενισμό, όχι όμως και από την πομπή αυτού (φανταστείτε δηλαδή να
βγει κάποιος αύριο και να πει «αποτειχίζομαι από τον Οικουμενισμό,
διότι είναι αίρεση, αλλά δεν αποδέχομαι ότι πρέπει οι ιερείς να φορούν ράσο,
διότι δεν είναι δογματικό ζήτημα» και μεθαύριο άλλος ένας και να πει
«αποτειχίζομαι από τον Οικουμενισμό, διότι είναι αίρεση, αλλά δεν αποδέχομαι
όλες τις νηστείες, διότι δεν είναι δόγμα πίστεως» κ.ο.κ., τη στιγμή που ξέρουμε
πως πομπή του Οικουμενισμού, είναι όλο το νεωτεριστικό πακέτο, που περιλαμβάνει
αλλαγή ημερολογίου και πασχαλίου, κατάργηση νηστειών, κατάργηση ράσου, γάμο
αρχιερέων κλπ.).
Εν κατακλείδι,
ολοκληρώνοντας μια και καλή αυτόν το διάλογο, ο οποίος δυστυχώς
αποκάλυψε και στους πλέον αισιόδοξους, εκ των ημετέρων, την αδυναμία να
απαγγιστρωθείτε, παρά τις αποδείξεις όλων μας περί του ημερολογιακού
ζητήματος, από τις εσφαλμένες, ως απεδείχθησαν, απόψεις σας, υπενθυμίζουμε στα
πνευματικά σας παιδιά, που τυχόν σκανδαλισθούν, με το γεγονός ότι θεωρούμε
λανθασμένες τις απόψεις ενός ασκητού των σπηλαίων, ότι εκατοντάδες πρόγονοί μας,
πήγαν, παρά τη θέλησή τους, στις εξορίες στα σπήλαια και στα όρη, στις φυλακές
στα μπουντρούμια των νεοημερολογιτικών μητροπόλεων, όπου με ψαλίδες τους έκοβαν
τα γένια και τους έσκιζαν τα ράσα, στα νοσοκομεία με ανοιγμένα κεφάλια από τα
γκλομπ και τις πτώσεις από τις πυροσβεστικές αντλίες, στα υπόγεια για να
αποφύγουν τις συλλήψεις και τη μανία των «χριστιανών» αδελφών τους, στα
δικαστήρια γιατί κάναν το έγκλημα να εγείρουν ναούς χωρίς την άδεια του οικείου
νεοημερολογίτου - δημοσίου υπαλλήλου – επισκόπου, στα ερημοκλήσια στα δάση και
στα λαγκάδια, περιμένοντας κρυφά τη νύχτα τον ιερέα του Πατρίου να τους
επιτελέσει τα Μυστήρια, και όλα τα παραπάνω για να μπορούν σήμερα όσοι θέλουν
όχι μόνο να κάνουν «αποτείχιση» ανώδυνα, αλλά και να τους υβρίζουν και να τους
κατηγορούν ως "σχισματικούς" και "ανίερους"…
Ασπάζομαι την ιερωσύνη σας (εμείς
αποδεχόμεθα την ιερωσύνη σας) και σας ζητώ συγγνώμη αν σας λύπησα, για μένα και
τους αδελφούς μου οι αντεγκλίσεις αυτές είναι απροσωπόληπτες και η εν Χριστώ
αγάπη και ο σεβασμός παραμένουν προς το πρόσωπο εκάστου, πόσο μάλλον όταν είναι
και ιερεύς.
Ίσως κάποια στιγμή, αν είναι θέλημα Θεού, να συζητήσουμε και από κοντά.
Ίσως κάποια στιγμή, αν είναι θέλημα Θεού, να συζητήσουμε και από κοντά.
Ευλογείτε και καλή
συνέχεια στον αγώνα σας!
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
«Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΩΝ ΕΝ
ΕΛΛΑΔΙ ΑΝΤΙΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ – ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ»
Ἐπειδή οἱ θεολογικές μας
τοποθετήσεις λόγῳ τῆς ὑπαρχούσης αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νά εἶναι
ξεκάθαρες κι ἐπιπλέον δημόσιες καί νά τίθενται εἰς τήν κρίσιν τῶν ἄλλων καί ἐξ’
αἰτίας τοῦ ὅτι μοῦ ἐτέθησαν ὑπό ἀδελφοῦ τοῦ Π. Ἡμερολογίου κάποιες συγκεκριμένες
ἐρωτήσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν κυρίως στό ὑπάρχον πρόβλημα τοῦ ἡμερολογίου, θέλω
νά ἀπαντήσω εἰς αὐτές διευκρινίζοντας κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τίς θεολογικές μου
τοποθετήσεις ἐπί τῶν θεμάτων πού θίγονται καί προσπαθώντας νά συμβάλλω τό κατά
δύναμιν στήν διαλεύκανσι τοῦ προβλήματος.
Bεβαίως δέν δύναμαι,
λόγῳ ἀπασχολήσεων νά ἀπαντῶ σέ ὅλες τίς ἐρωτήσεις καί μάλιστα ὅταν προέρχονται
ἀπό ἀνωνύμους ἤ κρίνω ὅτι εἶναι ἐπουσιώδεις ἤ ἔχω ἤδη ἀπαντήσει μέ διάφορα
δημοσιευμένα κείμενά μου εἰς αὐτές, οὔτε ἀκόμη νά μπῶ εἰς αὐτόν τόν χορό τῶν
ἰστολογικῶν συζητήσεων, ὁ ὁποῖος κατά τήν γνώμη μου καί ἀπό τόν τρόπο τῆς
διεξαγωγῆς καί ἀπό τόν τρόπο τῆς ἀντιπαραθέσεως τῶν ἀπόψεων τείνει νά ἐκφυλισθῆ
καί νά καταδείξη ἔτι περισσότερο τήν μεταξύ μας πνευματική διάστασι καί ἀπουσία
τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, νά ἐπιβεβαιώση δέ μᾶλλον τήν ὕπαρξι τῆς χάβρας τῶν
Ἰουδαίων, παρά τόν προβληματισμό πνευματικῶν ἀδελφῶν καί συναγωνιστῶν.
Ἐκ τῶν προτέρων λοιπόν
πρίν ἀναφερθῶ εἰς τά συγκεκριμένα κείμενα τά ὁποῖα μοῦ ἀπεστάλησαν σέ
φωτοτυπίες, θέτω ὡς δεδομένη καί ἀποδεκτή ἀπό ὅλους μας προϋπόθεσι, τήν ὕπαρξι
ἁγνῆς προαιρέσεως καί ἀνιδιοτελοῦς διαθέσεως, ἄνευ τῆς ὁποίας νομίζω εἶναι
περιττή καί ἐπιβλαβής κάθε συζήτησις. Ἡ ἁγνή αὐτή προαίρεσις βεβαίως
ὑποβιβάζεται ἤ καί παύει νά ὑπάρχη ὅταν ἐμφιλοχωρεῖ στήν συζήτησι φανατισμός ἤ
ἐκ τῶν προτέρων πεποίθησις περί τῆς ὀρθότητος τῶν ἀπόψεων ἑκάστου ἤ σκοπιμότης,
ὥστε νά κατευθύνωμε τήν συζήτησι ἐκεῖ ὅπου μᾶς ἐξυπηρετεῖ καί ὄχι ἐκεῖ πού
πονᾶμε καί πάσχουμε.
Ἐρχόμενος μετά ἀπό
αὐτά τά προλογικά εἰς τό κυρίως θέμα τῆς ἀναφορᾶς μου θέλω νά ἀπαντήσω σέ πέντε
(5) ἐρωτήσεις, οἱ ὁποῖες μοῦ ὑπεβλήθησαν ἀπό κάποιον ἀδελφό τοῦ Π. Ἡμερολογίου
ὀνόματι Νικόλαος Μάννης, δάσκαλος.
Νομίζω ὅτι οἱ ἐρωτήσεις αὐτές
θά ἠδύναντο νά τεθοῦν
καί ἀπό ἄλλους ἀδελφούς τοῦ Π. Ἡμερολογίου διότι γύρω ἀπό αὐτές συνήθως
στρέφεται ἡ ἐπιχειρηματολογία των.
Πρίν θέσει τίς
ἐρωτήσεις ὁ ἀδελφός Νικόλαος κάνει πρός τιμήν του μία ἀναφορά τῶν φρονημάτων
του, τά ὁποῖα ὅπως ἀναφέρει εἶναι καί ἄλλων ἀδελφῶν καί γράφει τά
ἑξῆς:
«Πριν από αυτό (ἐννοεῖται τήν ὑποβολή τῶν
ἐρωτήσεων) θα ολοκληρώσουμε παραθέτοντας -για να τα
έχετε υπόψιν σας- τα φρονήματά μας και τα οποία αποτελούν πιστεύω πολλών πατέρων
και αδελφών, και εκφράζονται είτε επισήμως ως θέση Συνόδων (όπως π.χ. της
Συνόδου των Ενισταμένων), είτε ανεπισήμως ως προσωπικό φρόνημα πολλών
Παλαιοημερολογιτών, ανηκόντων ή όχι σε άλλες Συνόδους του παλαιού» (σελ.
9).
Ἡ ἀναφορά τοῦ
φρονήματος κάποιου καί μάλιστα πρίν θέσει τίς ἐρωτήσεις, δείχνει εἰλικρίνεια καί
ὁπωσδήποτε ἁγνή προαίρεσι. Μᾶς δίνει ὅμως τό δικαίωμα νά τά κρίνουμε αὐτά τά
φρονήματα καί νά ἐκφέρωμε τήν γνώμη μας ἐπ’ αὐτῶν, ὅπως ἄλλωστε γίνεται καί μέ
τά δικά μας φρονήματα, τά ὁποῖα τίθενται στήν κρίσι τῶν ἄλλων.
Κατ’ ἀρχάς ἐδῶ
ὁμολογεῖται ὅτι ὅλοι οἱ ἀκολουθοῦντες τό Π. Η. δέν ἔχουν τά ἴδια φρονήματα καί
μάλιστα γιά ἐκκλησιολογικά θέματα, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι, πέρα τῶν
Συνόδων καί τῶν παρατάξεων, ὑπάρχει καί ἡ διάσπασις τῶν φρονημάτων. Αὐτό
δημιουργεῖ ἀκανθῶδες πρόβλημα, διότι ὅταν συζητεῖς μέ κάποιον τοῦ Π. Η. καί τοῦ
ἀναφέρεις κάτι πού σοῦ εἶπε ἄλλος καί μάλιστα κληρικός ἤ ἁγιορείτης, σοῦ ἀπαντᾶ
ὅτι ἐγώ δέν τά πιστεύω αὐτά. Ἔτσι κατ’ οὐσίαν γιά νά βρῆς ἄκρη, θά πρέπει νά
συζητήσης μέ τόν καθένα χωριστά, χωρίς βεβαίως νά σημαίνει αὐτό ὅτι καί μέ αὐτόν
τόν τρόπο θά ἐπιτύχης κάτι οὐσιαστικό.
Γι’ αὐτόν τόν λόγο,
γιά παράδειγμα, ἐπειδή κατά κόρον ἄκουγα τήν ἄποψι καί μάλιστα καταγεγραμμένη σέ
περιοδικές ἐκδόσεις τοῦ Π. Η. ὅτι τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο τό ἐθέσπισε ἡ Α’
Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἄρα εἶναι εὐλογημένο, ἐκκλησιαστικό, κλπ. ἔγραψα πρός
ἀπόδειξιν τοῦ ἐναντίου, ὅτι ὁ ἅγ. Κύριλλος μετά ἑκατό (100) καί πλέον χρόνια ἀπό
τήν Α΄ Οἰκουμενική, διεκήρυττε τήν ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα καί τῶν συναφῶν μέ αὐτή
ἑορτῶν μέ τό Αἰγυπτιακό ἡμερολόγιο (τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος). Ἡ
ἀπάντησις κάποιων ἀδελφῶν ἦταν, φυσικά, ὅτι ἐμεῖς δέν πιστεύομε, οὔτε διδάσκουμε
ὅτι τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο ἐθεσπίσθηκε εἰς τήν Α’ Οἰκουμενική, ἀλλά ὅτι αὐτό ἐπί
αἰῶνες ἀκολουθοῦσε ἡ Ἐκκλησία, εἰς αὐτό προσαρμόζεται ἄριστα ὁ Πασχάλιος κύκλος
τῶν κινητῶν ἑορτῶν κλπ. κλπ.
Ὅταν ἐπίσης ἀνέφερα
ὅτι οἱ πατέρες τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου μοῦ ἀνέφεραν ὅτι δέν τελεῖτα ἡ Θ. Λειτουργία
ἄν δέν μνημονευθῆ εἰς αὐτήν Ἐπίσκοπος, ἤ ὅτι κάποιος ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος
κατοικεῖ σέ μία ἀπό τίς μεγάλες σκῆτες τοῦ ἁγ. Ὄρους, μοῦ ἀνέφερε προσωπικά ὅτι
τά δύο φτερά τά ὁποῖα χρειάζεται κάθε Ὀρθόδοξος εἶναι τό μέν ἕνα ἡ πίστις καί τό
ἄλλο τό ἡμερολόγιο, ἀντέδρασαν πολλοί Παλαιοημερολογίτες λέγοντας ὅτι ἐμεῖς δέν
πιστεύουμε τέτοια πράγματα. Ἔτσι λοιπόν τά προσωπικά φρονήματα ἑκάστου
ἀκολουθοῦντος τό Π. Ἡμερολόγιο εἶναι προφανῶς τόσα, ὅσοι περίπου εἶναι καί οἱ
Παλαιοημερολογίτες, ἀνεξαρτήτου παρατάξεως.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἀδελφός
γράφει τό πρῶτο φρόνημά του, τό ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρει, ἀποτελεῖ καί φρόνημα
πολλῶν ἄλλων καί εἶναι τό ἑξῆς:
«Α. Άλλο "ημερολόγιο", άλλο "ημερολογιακό". Το ημερολόγιο
αυτού καθεαυτού δεν αποτελεί δόγμα, το ημερολογιακό όμως είναι εκτός από
Κανονικό και Δογματικό ζήτημα. Είναι δε άρρηκτα συνδεδεμένο με την αίρεση του
οικουμενισμού, ώστε μιλώντας για νεοημερολογητισμό, να παραπέμπουμε στον
οικουμενισμό» (σελ. 9).
Ἐδῶ πραγματικά δέν
δύναμαι νά κατανοήσω τήν τεράστια αὐτή διαφορά μεταξύ ἡμερολογίου καί
ἡμερολογιακοῦ, ἡ ὁποία καθιστᾶ τό ἕνα μή δογματικό (καί ἄρα δέν δικαιολογεῖ
ἀποτείχισι) καί τό ἄλλο δογματικό καί συνεπῶς θέμα πίστεως. Ἄν πάλι ἰσχύει αὐτό
πού γράφετε, ὅτι δηλαδή ὁ νεοημερολογιτισμός «εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένος μέ τήν
αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» θά ἰσχύει ἀσφαλῶς καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ὅτι ὁ
Παλαιοημερολογιτισμός εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένος μέ τά σχίσματα, τούς ἑπτά (7)
Ἀρχιεπισκόπους Ἀθηνῶν, τίς ἀλληλοκαθαιρέσεις μεταξύ τῶν παρατάξεων, τόν
παραταξιακό χριστιανισμό καί τήν ὁμοσπονδιακή Ὀρθοδοξία.
Εἶναι ἐπίσης ὁ
Παλαιοημερολογιτισμός ἄρρηκτα συνδεδεμένος μέ τήν διαστροφή τῆς Παραδόσεως ἐν
καιρῷ αἱρέσεως, μέ τήν καταπάτησι πολλῶν ἱερῶν Κανόνων καί βεβαίως μέ τήν
δημιουργία τῶν προσωπικῶν ἑκάστου ἐκκλησιολογικῶν φρονημάτων, τά ὁποῖα ὅπως
προανέφερα, εἶναι ὅσα καί τά ἄτομα.
Εἶναι τέλος, γιά νά μή
σᾶς κουράζω μέ πολλά, ἄρρηκτα συνδεδεμένος ὁ Παλαιοημερολογιτισμός μέ τήν
νεοφανῆ καί καινοτόμο ἀντίληψι τῆς ἡμερολογιακῆς ἑνότητος, μή ὑπαρχούσης τῆς
ἐκκλησιαστικῆς.
Ἄρα λοιπόν, σήμερα
ἀπορρίπτεται, σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψί σας, καί τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο, ὡς αἰτία
πολλῶν ἐκκλησιολοτικῶν καί δογματικῶν παρεκκλίσεων.
Ἡ δεύτερη ἀναφορά τῶν
φρονημάτων σας εἶναι ἡ ἑξῆς:
«Β. Εμείς
οι (πάππου προς πάππον σε αρκετές περιπτώσεις) αποτειχισμένοι εξ αιτίας της
αυθαίρετης ημερολογιακής αλλαγής, αλλά και
κυρίως εξ αιτίας του Οικουμενισμού (του οποίου άλλωστε υπήρξε το πρώτο
βήμα κατά την Εγκύκλιο του 1920), δεν αποτελούμε δεύτερη Εκκλησία εν Ελλάδι
(σχισματική), αλλά το Ακαινοτόμητο Πλήρωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος»
(σελ.
9).
Ἐδῶ ἔχουμε νά
παρατηρήσωμε ὅτι αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρίζεσθε στή δεύτερη αὐτή παράγραφο, τά
ἰσχυρίζονται ὅλοι οἱ Παλαιοημερολογίτες καί αὐτοί δηλαδή πού ἀνήκουν στίς
παρατάξεις. Ὅλοι αὐτοί ἀναφέρουν ὅτι ἀποτειχίστηκαν ἐξ αἰτίας τῆς αὐθαίρετης
ἡμερολογιακῆς ἀλλαγῆς καί κυρίως ἐξ αἰτίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Συνεπῶς ὅλοι αὐτοί
ἀποτελοῦν «τό ἀκαινοτόμητο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Ἐπειδή ὅμως οἱ
καινοτομίες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι πολλές πρέπει νά προσδιορισθῆ ποιό
εἶναι τέλος πάντων αὐτό τό «Ἀκαινοτόμητο πλήρωμα».
Μία προφανής
καινοτομία εἶναι καί τό ὅτι ἀνήγαγον τό ἡμερολόγιο εἰς τά θέματα τῆς πίστεως,
μία ἄλλη τό ὅτι προβάλλουν τήν ἡμερολογιακή ἑνότητα εἰς βάρος τῆς μή ὑπαρχούσης
εἰς αὐτούς ἐκκλησιαστικῆς κλπ. Χρειάζεται λοιπόν, κατά τή γνώμη μου, νά
ἀποδείξουμε ὅτι εἴμεθα τό «Ἀκαινοτόμητο πλήρωμα» καί ὄχι νά τό διακηρύττουμε
ἁπλῶς. Δηλαδή εἶναι ζητούμενο καί ὄχι δεδομένο, ἐπειδή ἁπλῶς ἀκολουθοῦμε τό Π.
Ἡμερολόγιο.
Στήν τρίτη παράγραφο
ἀναφέρετε τά ἑξῆς:
«Γ.
Σκοπός της αποτειχίσεώς μας είναι η καταδίκη του Οικουμενισμού και της πομπής
αυτού (νεοημερολογιτισμός και άλλες καινοτομίες) και η ειρήνευση της Εκκλησίας.
Κάθε παρεκτροπή (π.χ. δημιουργία άλλης Εκκλησίας) δεν είναι αποδεκτή, διότι
απομακρύνει από τον αντικειμενικό σκοπό της αποτειχίσεως».
Ἐδῶ νομίζω βασικά
(χωρίς νά θέλω νά διορθώσω τούς στόχους σας) ὅτι ὁ βασικός σκοπός τῆς
ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ μή συμμετοχή στήν αἵρεσι καί ἡ ἀποφυγή τοῦ ἐξ αὐτῆς τῆς
συμμετοχῆς προερχομένου μολυσμοῦ, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη
(ἐπιστ. πρός τήν Σπαθαρίαν Μαχαρᾶ P.G. 99, 1669A).
Ἔπειτα, ἐφ’ ὅσον ὁ
σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ δέ καταδίκη
γίνεται πάντοτε συνοδικά, γιατί τόσοι Σύνοδοι καί τόσοι Ἀρχιεπίσκοποι τοῦ Π.
Ἡμερολογίου δέν καταδικάζουν τόσα χρόνια τήν αἵρεσι, καθ’ ὅσον μάλιστα ὅλοι
ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως; Μήπως δηλαδή μόνοι των ἀναιροῦν τήν ὑπόστασί
των καί τόν λόγο ὑπάρξεώς των ἤ τό χειρότερο τούς βολεύει ἡ μή καταδίκη καί
διαιώνισις τῆς αἱρέσεως δι’ εὐνοήτους λόγους;
Ἐφ’ ὅσον πάλι
ὁμολογεῖτε ὅτι «ἡ δημιουργία ἄλλης Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀποδεκτή», συνεπάγεται
ὅτι θέτετε ἐκτός Ἐκκλησίας ὅλα τά σχίσματα καί τίς παρατάξεις τοῦ Π.
Ἡμερολογίου, δηλαδή τά 95% τῶν Παλαιοημερολογιτῶν (ἴσως καί
περισσότερο).
Ἄν, ἐν τέλει, δέν
ἔχουν ἔτσι τά πράγματα, θά πρέπει νά μᾶς ἐξηγήσετε τί ἐννοτεῖτε μέ τήν ἔκθεσι
αὐτῶν τῶν φρονημάτων σας.
Στήν τέταρτη παράγραφο
ἀναφέρετε τά ἑξῆς:
«Δ.
Κηρύγματα περί της απωλείας της Θείας Χάριτος, είτε στους καινοτόμους, είτε
στους αποτειχισμένους, είτε ακόμη και στους παρεκτρεπόμενους σε σχισματικές
καταστάσεις, είναι μη αποδεκτά και απομακρύνουν εξίσου από τον αντικειμενικό
σκοπό της αποτειχίσεως» (σελ.
10).
Αὐτή ἡ παράγραφος, ἐνῶ
θά ἠδύνατο νά χαρακτηρισθῆ ὡς ἑνοποιός καί συμβιβαστική, κατ’ οὐσίαν ἀναπαύει
ὅλες τίς πλευρές καί καθησυχάζει τούς πάντες. Διότι, ἐφ’ ὅσον παντοῦ ὑπάρχει ἡ
χάρις καί ἡ παρουσία τοῦ ἁγ. Πνεύματος, γιά ποιό λόγο κάποιος νά ἀποτειχισθῆ ἤ
νά ἀποχωρήση ἀπό τίς παρατάξεις καί τά σχίσματα; Γιατί τέλος πάντων νά μήν
ἀγωνισθῆ ἀπό ἐκεῖ πού εὑρίσκεται γιά τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί τήν εἰρήνευσι
τῆς Ἐκκλησίας; Καί γιατί ἐν τέλει οἱ ἱεροί Κανόνες νά ἀποκλείουν τῆς Θείας
Χάριτος καί τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα;
Ἄν πάλι γιά τήν αἵρεσι
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἰσχύει τό περιλάλητο «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ» αὐτό θά πρέπει νά
ἰσχύη καί γιά τά σχίσματα, διότι τά σχίσματα εἶναι πολύ μικρότερο κακό ἀπό τήν
αἵρεσι.
Οἱ ἱεροί ὅμως Κανόνες
εἶναι σαφεῖς καί στίς αἱρέσεις καί στά σχίσματα καί ἄρα τό περιβόητο «δυνάμει
καί ἐνεργείᾳ» προφανῶς ἰσχύει γιά ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα καί ἁμαρτήματα πλήν
τῆς αἱρέσεως καί τῶν σχισμάτων.
Εἰς αὐτά συμφωνεῖ καί
ὅλη ἀνεξαιρέτως ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία συνοψίζεται εἰς τό ἀπόφθεγμα τοῦ
ὁσίου Ἀγάθωνος, ὁ ὁποῖος ἀπέκρουσε ἀκόμη καί τήν ὑποθετική κατηγορία ὅτι εἶναι
αἱρετικός, λέγοντας ὅτι ἡ αἵρεσι σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό (Β΄τόμ. Ὑπόθεσις β΄,
σελ. 56).
Ὁ
ἅγιος
Παΐσιος
ὁ
μέγας
διέκρινε
στόν
μαθητή
του
τήν
ἀπουσία
τῆς
χάριτος
τοῦ
βαπτίσματος,
μόνο
καί
μόνο
ἐπειδή
στήν
συζήτησι
μέ
τόν
Ἑβραῖο
εἶπε
ὑποθετικά
«μπορεῖ
νά
εἶναι
κι
ἔτσι»,
δηλαδή
σύμφωνα
μέ
τίς
ἀπόψεις
τοῦ
Ἑβραίου.
Νομίζω ἐν
τέλει ὅτι πρέπει νά διασαφηνισθοῦν αὐτά τά θέματα καί μάλιστα σύμφωνα μέ τήν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Στήν πέμπτη
(5η ) καί τελευταία παράγραφο ἀναφέρετε τά ἑξῆς:
«Ε. Ο
Ιερός μας αυτός Αγών επικεντρώνεται στην καταγγελία της αιρέσεως, χωρίς αυτό να
αποκλείει την συνοδική οργάνωση υπό την ηγεσία ορθοδόξων Επισκόπων, υπό τον όρο
αυτή η εκκλησιαστική κοινότητα (ή Σύνοδος) των αποτειχισμένων αντιοικουμενιστών
του πατρίου ημερολογίου, να αποτελεί, ως διοικητική οντότητα, προσωρινή
κατάσταση, άχρι της αναλαμπής της Ορθοδοξίας (δηλαδή της αποκαταστάσεως της) και
την καταδίκη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού».
Ἐδῶ ὁμολογεῖτε ὅτι,
ὅταν οἱ Σύνοδοι τοῦ Π. Ἡ. ὁμολογήσουν ὅτι ἀποτελοῦν μία προσωρινή κατάστασι στήν
Ἐκκλησία, δικαιολογεῖται καί νομιμοποιεῖται ἡ παρουσία των γιά τήν ὀργάνωσι τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν. Νομίζω ὅμως, ἀδελφοί, ὅτι ὅλες οἱ Σύνοδοι ὁμολογοῦν αὐτό τό
πρᾶγμα καί βεβαίως ἐδῶ ἰσχύει τό «οὐδέν μονιμότερον τοῦ προσωρινοῦ». Αὐτό ὅμως
ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τήν τρίτη παράγραφο τῶν φρονημάτων σας εἰς τήν ὁποία
ἀναφέρετε ὅτι «κάθε παρεκτροπή (π.χ. δημιουργία ἄλλης Ἐκκλησίας) δέν εἶναι
ἀποδεκτή». Δέν νομίζω δηλαδή ὅτι ἡ ὁμολογία τῆς προσωρινῆς καταστάσεως μας
ἀπαλλάσσει ἀπό τήν κατηγορία τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας. Ἄν ὅμως μᾶς ἀπαλλάσση τότε
δικαιολογοῦνται ὅλες οἱ Σύνοδοι καί τά σχίσματα, ἀρκεῖ νά κάνουν αὐτήν τήν
ὁμολογία.
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ
εἰς τήν ἀπάντησι τῶν ἐρωτημάτων τά ὁποῖα θέτετε.
Ἡ πρώτη ἐρώτησις εἶναι
ἡ ἑξῆς: «1. Τί εννοεί ο Ιερός Νικόδημος όταν γράφει
(Πηδάλιον - Υποσημείωση στον Ζ΄ Αποστολικό Κανόνα) πως "ευαρεστείτε ο Θεός εις
την τάξιν του ιδικού μας πασχαλίου, και απλώς ειπείν, του καλανταρίου του δικού
μας". Μήπως ήταν ημερολογιολάτρης, κατά τον προσφιλή νεολογισμό τινών
αδελφών;» (σελ. 10).
Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς πρέπει
νά ἀναφέρωμε ὅλη τήν πρότασι, προκειμένου νά γίνη κατανοητό τό νόημα τοῦ ἁγ.
Νικοδήμου ἀπό ὅλους τούς ἀδελφούς. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Ὅτι δέ περισσότερον εὐαρεστεῖται ὁ Θεός εἰς
τήν τάξιν τοῦ πασχαλίου, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, τοῦ καλανταρίου τοῦ ἐδικοῦ μας, παρά
εἰς τήν ἀκρίβειαν τοῦ πασχαλίου καί καλανταρίου τῶν Λατίνων, φανερόν εἶναι ἀπό
τά θαύματα ὁποῦ ἔδειξε καί δεικνύει ἕως τώρα δι’ αὐτό» (Ὑποσημ. στόν Ζ΄
Ἀποστολικό).
Οἱ λόγοι γιά τούς
ὁποίους ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι «περισσότερον εὐαρεστεῖται ὁ Θεός εἰς τήν
τάξιν τοῦ πασχαλίου, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, τοῦ καλανταρίου τοῦ ἐδικοῦ μας, παρά εἰς
τήν ἀκρίβειαν τοῦ πασχαλίου καί καλανταρίου τῶν Λατίνων» νομίζω εἶναι βασικά
δύο.
Τόν πρῶτο λόγο τόν
ἀναφέρει ὁ ἅγιος ἀμέσως ἀνωτέρω καί εἶναι ὅτι οἱ Λατῖνοι ἄλλαξαν μαζί μέ τό
ἡμερολόγιο καί τό Πασχάλιο καί μάλιστα ἀθέτησαν τήν μία σταθερή προϋπόθεσι τήν
ὁποία ἔθεσαν οἱ Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς, τό νά ἑορτάζωμε δηλαδή τό Πάσχα
μετά ἀπό τούς Ἑβραίους. Αὐτό εἶχε ὡς ἐπακόλουθο τό νά ἑορτάζουν οἱ Λατῖνοι τό
Πάσχα πρό τῶν Ἑβραίων ἤ καί μαζί των. Αὐτό ἀσφαλῶς προσκρούει στόν ἴδιο τόν Ζ’
Ἀποστολικό, τόν ὁποῖο ἐδῶ ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος καί λέγει ὅτι: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος
τήν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέρα πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετά Ἰουδαίων ἐπιτελέση,
καθαιρείσθω».
Ἀνωτέρω λοιπόν ἀπό τό
ἐπίμαχο χωρίο πού ἐθέσατε, ὁ ὅσιος Νικόδημος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «....μάλιστα δέ καί προξενεῖ ἡ ἀκρίβεια
αὕτη εἰς τούς Λατίνους δύω μεγάλας ἀτοπίας, τό νά ἑορτάζουν δηλ. τό Πάσχα ἤ μετά
Ἰουδαίων, ὅπερ ἐναντίον ἐστίν εἰς τόν παρόντα ἀποστολικόν κανόνα, ἤ πρό τῶν
Ἰουδαίων».
Θά ἔπρεπε, νομίζω
ἀδελφοί, νά ἀναφέρετε ὅλο τό χωρίο καί νά μήν τό ἀκρωτηριάσετε, ὡσάν τό ἀνωτέρω
ἀπό αὐτό νά ἔχη γάγγραινα. Διότι ἀπό τό ἀνωτέρω χωρίο κατανοοῦμε ὅτι οἱ Λατῖνοι
μέ τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου καί τήν ταυτόχρονη ἀλλαγή τοῦ
Πασχαλίου παρεβίασαν τόν ἐν λόγῳ ἀποστολικό Κανόνα καί τούς ὅρους τῆς Α’
Οἰκουμενικῆς.
Ὁ δεύτερος λόγος γιά
τόν ὁποῖο «περισσότερο εὐαρεστεῖται ὁ
Θεός.... καί καλανταρίου τῶν Λατίνων» εἶναι διότι ὁ ἅγιος ἀναφέρεται σέ
αἱρετικούς καί, φυσικά, δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά εὐαρεστηθῆ ἀπό τούς
αἱρετικούς σέ τίποτε, ἔστω καί ἄν κάτι τό κάνουν σωστά. Ἀν κάποιος μελετήση τό
Πηδάλιο θά διαπιστώση ὅτι ὁ ἅγ. Νικόδημος δέν χάνει εὐκαιρία νά στηλιτεύη
συνεχῶς τούς Λατίνους, δραττόμενος ἀπό τούς ἰδίους τούς ἱερούς Κανόνες. Ἀναφέρει
δηλαδή ὅτι καί ἀπό αὐτόν τόν Κανόνα οἱ Λατῖνοι ἀποδεικνύονται ἀβάπτιστοι, καί
ἀπό ἐδῶ φαίνονται αἱρετικοί, χωρίς μυστήρια, χωρίς χάρι Θεοῦ κλπ. Ἐφ’ ὅσον
λοιπόν ἡ σύγκρισις γίνεται μεταξύ αἱρετικῶν καί Ὀρθοδόξων, εἶναι ἀπολύτως φυσικό
νά ἀναφέρη ὁ ὅσιος ὅτι «περισσότερο
εὐαρεστεῖται ὁ Θεός.... καί καλανταρίου τῶν Λατίνων».
Ἐσεῖς ὅμως ἀδελφοί,
ἐνομίσατε ὅτι αὐτό τό ἀναφέρει συγκρίνοντας τά δύο ἡμερολόγια (Ἰουλιανό καί
Γρηγοριανό) καί δι’ αὐτό ἀναφέρατε ψαλιδισμένο καί ἀκρωτηριασμένο τό ἐπίμαχο
αὐτό χωρίο.
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἐσεῖς
ἐθίξατε τό θέμα, πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἀκούσετε ὅλη τήν ἀλήθεια ἀπό τό
στόμα τοῦ ἁγ. Νικοδήμου, ἡ ὁποία κατανοῶ ὅτι εἶναι σκληρή καί ἀποδεικνύει
περίτρανα ἄκυρο καί παράνομο ὅλον τόν περί ἡμερολογίου ἀγῶνα τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν. Τούς ἀποδεικνύει ἀκόμη ἀβίαστα σχισματικούς καί
ἡμερολογιολάτρεις. Τό χωρίο αὐτό εὑρίσκεται ὀλίγο ἀνωτέρω στήν ἴδια ὑποσημείωσι
τοῦ Ζ’ Ἀποστολικοῦ. Παραδόξως δέ ποτέ δέν τό ἀναφέρουν οἱ Παλαιοημερολογίτες,
ἐνῶ ἀπό αὐτήν τήν μεγάλη ὑποσημείωσι τοῦ ἁγίου δανείζονται πολλά τμήματα, τά
ὁποῖα πιθανόν τούς ἐξυπηρετοῦν.
Θά ἀναφέρω, ἐν
συνεχείᾳ, ὅλο αὐτό τό χωρίο τοῦ ἁγίου καί θά κάνω μία μικρή ἀνάλυσι, θά
παρακαλέσω δέ κι ἐσᾶς νά κάνετε τήν ἰδική σας ἀνάλυσι αὐτοῦ τοῦ χωρίου, ὥστε νά
κρίνουν οἱ ἀναγνῶστες τοῦ ἱστολογίου τίς ἀναλύσεις καί νά βγάλουν τά
συμπεράσματά τους. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος σ’ αὐτήν τήν ὑποσημείωσι τά
ἑξῆς:
«Καί βλέπε, ἀγαπητέ, πῶς ὁ θεῖος Χρυσόστομος
ὀνομάζει σχισματικούς τούς Λατίνους διά τί ἐκαινοτόμησαν τό πασχάλιόν τους καί
Καλαντάριον, ὄχι διά τί δέν εἶναι τοῦτο, ὅσον κατά τήν ἰσημερίαν, ὀρθόν∙ διότι
καί ἡμεῖς βλέπομεν πῶς ἡ ἰσημερία ἀληθῶς ἔμεινεν ὀπίσω ἡμερας ια΄, ἀλλά διά τί
ἐχωρίσθησαν κατά τοῦτο ἀπό ἡμᾶς, τό ὁποῖον εἶναι ἔγκλημα ἀσυγχώρητον, κατά τόν
αὐτόν ἅγιον. Λέγει γάρ ἐν τῷ αὐτῷ λόγῳ, ὅτι τό νά νηστεύσῃ τινάς καί τό νά κάμῃ
Πάσχα εἰς τοῦτον τόν καιρόν ἤ εἰς ἐκεῖνον, μετά τήν εἰκοστήν πρώτην τοῦ Μαρτίου,
θετέον, ὡς κάμνομεν ἡμεῖς οἱ Γραικοί, ἤ μετά τήν ἑνδεκάτην Μαρτίου, ὡς κάμνουσιν
οἱ Λατῖνοι, τοῦτο δέν εἶναι ἔγκλημα. Τό δέ νά σχίσῃ τινάς τήν Ἐκκλησίαν καί
νά ἀντιστέκεται φιλονείκως, καί νά κάμνῃ διχοστασίας καί διαιρέσεις, καί νά
χωρίζῃ τόν ἑαυτόν του πάντοτε ἀπό τήν κοινήν σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι
ἁμάρτημα ἀσυγχώρητον καί κατηγορίας καί πολλήν ἔχει τήν κόλασιν καί
τιμωρίαν».
Ἐδῶ ὁ ὅσιος Νικόδημος,
ἑρμηνεύοντας τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἀναφέρει ὅτι τό νά ἑορτάση κάποιος
τό Πάσχα σύμφωνα μέ τό ἡμερολόγιο καί τό Πασχάλιο τῶν Ὀρθοδόξων (Ἰουλιανό
ἡμερολόγιο) ἤ σύμφωνα μέ τό ἡμερολόγιο καί Πασχάλιο τῶν Λατίνων (Γρηγοριανό
ἡμερολόγιο) αὐτό δέν εἶναι ἔγκλημα.
Ἡ λέξις «ἔγκλημα» πού
χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος δέν ἔχει τήν σημερινή ἔννοια τοῦ φόνου ἤ τοῦ βαρυτάτου
παραπτώματος, ἀλλά τήν ἔννοια τῆς κατηγορίας καί τῆς ἀφορμῆς αἰτιάσεως. Στό Μέγα
Λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης διαβάζουμε γιά τήν ἑρμηνεία τῆς λέξεως τά ἑξῆς:
«Ἔγκλημα=κατηγορία, αἰτίασις, ἀφορμή μέμψεως, ἀφορμή μομφῆς κλπ.»
Δηλαδή λέγει ὁ ἅγιος,
τό νά ἑορτάσης τό Πάσχα τότε ἤ τότε, αὐτό δέν εἶναι τίποτε, δέν δημιουργεῖ αἰτία
κατηγορίας. Μάλιστα ἀναφέρει χαρακτηριστικά τίς δύο ἀντίστοιχες ἡμερομηνίες τοῦ
Ἰουλιανοῦ καί τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου: «μετά
τήν εἰκοστήν πρώτην τοῦ Μαρτίου, θετέον, ὡς κάμνομεν ἡμεῖς οἱ Γραικοί, ἤ μετά
τήν ἑνδεκάτην Μαρτίου, ὡς κάμνουσιν οἱ Λατῖνοι, τοῦτο δέν εἶναι
ἔγκλημα». Ὁμιλεῖ δέ ὁ ἅγιος ὄχι γιά τά Χριστούγεννα ἤ τά Φῶτα ἤ τήν
κοίμησι τῆς Θεοτόκου, ἀλλά γιά τή ἑορτή τοῦ Πάσχα, γιά τήν ὁποία ὑπάρχει ὅρος
καί ἀπόφασις Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τό βαρύτατον ὅμως καί
ἀσυγχώρητο καί θανάσιμο ἁμάρτημα, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο, εἶναι τό νά κάμη κάποιος
σχίσμα ἐξ αἰτίας τοῦ ἡμερολογίου, νά χωρίση τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν Σύνοδο, νά
ἀντιστέκεται φιλονείκως, νά κάνη διχοστασίες καί διαιρέσεις κλπ. «Τό
δέ νά σχίσῃ τινάς τήν Ἐκκλησίαν καί νά ἀντιστέκεται φιλονείκως, καί νά κάμνῃ
διχοστασίας καί διαιρέσεις, καί νά χωρίζῃ τόν ἑαυτόν του πάντοτε ἀπό τήν κοινήν
σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι ἁμάρτημα ἀσυγχώρητον καί κατηγορίας καί
πολλήν ἔχει τήν κόλασιν καί τιμωρίαν».
Ἄν λοιπόν αὐτά τά ἀναφέρη ὁ ἅγιος διά τό Πάσχα
καί τίς κινητές ἑορτές, γιά τά ὁποῖα ὑπάρχουν ἱεροί Κανόνες καί ἀπόφασις
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σκεφθῆτε τήν θέσι του γιά τίς ἀκίνητες ἑορτές, γιά τίς
ὁποῖες οὐδέν εἰπώθηκε ἐπί χίλια πεντακόσια ἔτη. Αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ὁ
ἅγιος δέν ἐνδιαφέρεται γιά τήν τήρησι τοῦ ὅρου περί Πασχαλίου τῆς Α’
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά γιά τό ὅτι ὅλα αὐτά δέν εἶναι εὔλογη αἰτία σχίσματος,
οὔτε βεβαίως ἡ ἀλλαγή των αἰτία κολάσεως.
Ἄς ἐφαρμόσουμε λοιπόν
τά λόγια τοῦ ἁγίου στούς ἑαυτούς μας καί ἄς διαπιστώσουμε ποιός ἐχώρισε τόν
ἑαυτόν του ἀπό τήν Σύνοδο, ποιός ἔκανε διχοστασίες, ποιός ἀντεστάθη φιλονείκως
κλπ. γιά νά ἰδοῦμε καί ποιός τελικά ἔκανε σχίσμα.
Ἐδῶ πρέπει νά λάβωμε
ὑπ’ ὄψιν μας τήν ὁμολογία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ὅτι δέν ἐγνώριζον τίποτε ἄλλο
πέραν τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, περί Οἰκουμενισμοῦ δηλαδή κλπ., διότι τήν
ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 τήν ἐγνώρισαν μετά ἀπό σαράντα
περίπου χρόνια ἀπό τόν Ἰ. Καρμίρη. Τό ὅτι δι’ αὐτήν τήν ἐγκύκλιο τοῦ 1920 ὑπῆρχε
κατά τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ἄγνοια, συμπεραίνεται καί ἀπό τήν ἀπολογία τοῦ
πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου τό 1935 πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἑλληνική Συνείδησι, εἰς
τήν ὁποία ἀπολογία ὁ πρώην Φλωρίνης οὐδέν ἀναφέρει.
Ἐδῶ πρέπει ἐνημερωτικά
νά προσθέσωμε ὅτι τήν ἀπόσχισι ὁ ἅγιος δέν τήν ἐννοεῖ καθέτως, δηλαδή
διαχρονικά, ὅπως πιστεύουν οἱ Παλαιοημερολογίτες, ἀλλά ὁριζοντίως, δηλαδή
ἀπόσχισι ἀπό τήν ὑπάρχουσα Σύνοδο, τίς τοπικές Ἐκκλησίες κλπ. Ἡ διαχρονική
ἀπόσχισις καθέτως εἶναι αἵρεσις, ἐνῶ ἡ ὁριζόντια σχίσμα. Ἡ διακοπή τῆς
ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπό τούς διαχρονικῶς ἀποσχισθέντας ὀνομάζεται
ἀποτείχισις καί εἶναι ἡ ὀρθόδοξος γραμμή ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Εἰς τό χωρίο τό ὁποῖο
παραθέσαμε, θά θέλαμε καί τήν ἑρμηνευτική συνδρομή τῶν Παλαιοημερολογιτῶν διά νά
διαπιστώσωμε, ποῦ συμφωνοῦμε καί ποῦ διαφωνοῦμε στήν διδασκαλία τοῦ ἁγ.
Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑρμηνεύει τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν
Χρυσόστομο. Αὐτά γιά τήν πρώτη ἐρώτησι.
Ἡ δεύτερη ἐρώτησις
εἶναι ἡ ἑξῆς:
«2. Δεν
είναι οικουμενιστικογενής η ημερολογιακή αλλαγή, όταν ξεκάθαρα η αιρετική
Εγκύκλιος του 1920, θέτει ως πρώτο βήμα "ενώσεως των εκκλησιών" την παραδοχή
"ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών
εορτών"; Αν όχι, πείτε μας ΠΟΙΑ ήταν η αιτία της αλλαγής του εκκλησιαστικού
ημερολογίου το 1924» (σελ.
10).
Ἡ ἀλλαγή τοῦ
ἡμερολογίου εἶναι οἰκουμενιστικογενής ἀλλά ὄχι ὑπό τήν ἔννοια πού τῆς δίδουν οἱ
Παλαιοημερολογίτες, δηλαδή ὅτι φταίει τό ἡμερολόγιο καί αὐτό εἶναι ἡ αἰτία τοῦ
κακοῦ, ἀλλά εἶναι οἰκουμενιστικογενής ὡς πρός τήν κακή προαίρεσι καί πρόθεσι
αὐτῶν πού τό ἄλλαξαν.
Γιά νά τό κατανοήσωμε
ἀναφέρομε ὡς παράδειγμα ὅτι δέν φταίει τό μαχαίρι πού ἔγινε ὁ φόνος, ἀλλά ἡ κακή
προαίρεσις καί πρόθεσις τοῦ δολοφόνου. Οἱ Παλαιοημερολογίτες ὅμως ἀποδίδουν στό
ἡμερολόγιο τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, θεωροῦν εὐλογημένο τό παλαιό (Ἰουλιανό) καί
καταραμένο τό νέο ἡμερολόγιο, τό θέτουν ὡς θέμα πίστεως καί σωτηρίας, αἰτία
ἀποτειχίσεως κλπ. Αὐτό προφανῶς εἶναι πλάνη γιατί ἔτσι, ἀντιμετωπίζουμε μόνο τά θέματα τῆς πίστεως.
Οὔτε ἀκόμη ἡ ἑορτολογική ταύτησις μέ τούς αἱρετικούς ἔχει κάποια σημασία γιά
τούς Ὀρθοδόξους, ἐφ’ ὅσον τό φρόνημά μας εἶναι Ὀρθόδοξο καί ἡ προαίρεσίς μας
ὀρθή. Διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θά ἔπρεπε μετά τό σχίσμα μέ τούς Λατίνους νά
ἀλλάξωμε καί τό ἡμερολόγιο, προκειμένου νά μήν ἑορτάζωμε μαζί μέ τούς
αἱρετικούς. Μετά τό σχίσμα ὅμως ἐπί τέσσερις (4) καί πλέον αἰῶνες ἑώρταζον οἱ
Ὀρθόδοξοι μέ τούς αἱρετικούς τίς ἴδιες ἡμερομηνίες κινητές ἤ ἀκίνητες ἑορτές,
χωρίς νά ἔχουν καμμία ἀπολύτως ἐκκλησιαστική κοινωνία. Θά ἠδύνατο λοιπόν νά γίνη
ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἔγκλημα σύμφωνα μέ τόν ἅγιο
Νικόδημο, μέ ἀγαθό σκοπό καί προαίρεσι, ἐφ’ ὅσον τό Ν. Ἡμερολόγιο εἶχε ἀποδεχθῆ
ἡ Πολιτεία, ὥστε νά συμφωνοῦμε στίς ἡμερομηνίες, στίς ἐθνικές ἑορτές, στίς
ἀκίνητες ἑορτές, ὅπως καί ἡ Πολιτεία συμφωνεῖ καί ἀκολουθεῖ τήν Ἐκκλησία στίς
κινητές ἑορτές (π.χ. ἀργία τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας, τῆς Δευτέρας τοῦ Πάσχα, τῆς
Δευτέρας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος κλπ).
Ἡ ἀλλαγή αὐτή τοῦ
ἡμερολογίου θά διευκόλυνε ἀφάνταστα τούς ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι
εὑρίσκονται σέ κράτη τῆς Δύσεως, εἰς τά ὁποῖα ἡ πλειοψηφία εἶναι Παπικοί καί
Προτεστάντες καί τό ἡμερολόγιο τό Γρηγοριανό, ὥστε καί αὐτοί τά Χριστούγεννα γιά
παράδειγμα νά δύνανται νά πᾶνε στήν Ἐκκλησία, νά ἔχουν ἀργία, νά μήν ἔχουν
σχολεῖο τά παιδιά των κλπ. ἤ ἀκόμη νά ἔλθουν στήν πατρίδα των καί νά ἑορτάσουν
μέ τούς συγγενεῖς των. Τό νά ἑορτάζεται μία μεγάλη ἑορτή καί οἱ Ὀρθόδοξοι νά
εἶναι ὑποχρεωμένοι νά πᾶνε στήν ἐργασία ἤ τά παιδιά στό σχολεῖο καί ὄχι στήν
Ἐκκλησία, νομίζω ὅτι ὄχι μόνο δέν βοηθᾶ πνευματικά, ἀλλά γίνεται αἰτία νά
ἀπομακρυνθοῦμε καί νά λησμονήσωμε τά πάντα. Τελικά πιστεύω ὅτι
οἰκουμενιστικογενῆ ἦταν τά μυαλά αὐτῶν πού ἄλλαξαν τό ἡμερολόγιο, ἐνῶ ἄν ἡ
ἀλλαγή ἐγίνετο ἀπό Ὀρθοδόξους καί Ὀρθοδόξως μέ τήν συμφωνία ὅλων τῶν τοπικῶν
Ἐκκλησιῶν, δέν θά ὑπῆρχε κανένα πρόβλημα. Αὐτά γιά τήν δεύτερη ἐρώτησι.
Ἡ τρίτη ἐρώτησις εἶναι
ἡ ἑξῆς:
«3. Πώς
θα χαρακτηριζόταν η άρνηση ενός πρώην εικονομάχου -που συνειδητοποίησε πως η
εικονομαχία είναι αίρεση- να συνταχθεί με την προσκύνηση των Εικόνων, μόνο και
μόνο επειδή οι υπερασπιστές της, ήταν διηρημένοι μεταξύ τους, αλλά και φέρονται
(άσχετα αν υπήρξαν όντως και μερικοί τέτοιοι) από τους Εικονομάχους ως εμπαθείς,
φανατικοί, κακόδοξοι ή αμόρφωτοι; Μήπως αυτός θα μπορούσε να φανταστεί πώς,
μερικοί από τους χαρακτηριζόμενους έτσι, θα τους τιμούσε αργότερα η Εκκλησία ως
μεγάλους Αγίους (π.χ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης κ.
α.);».
Ἡ ἐρώτησις αὐτή,
νομίζω εἶναι δικολαβίστικη καί δέν ἀνταποκρίνεται καθόλου στήν πραγματικότητα.
Διότι, ἐνῶ ἀποδέχεται ὁ θέσας αὐτήν τήν ταυτότητα καί ὁμοιότητα τῆς εἰκονομαχίας
καί τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, κατ’ οὐσίαν αὐτά τά δύο εἶναι ἡ μέρα μέ τήν
νύκτα. Διότι ἀφ’ ἑνός μέν στήν εἰκονομαχία ἀπέδειξαν οἱ ὁμολογητές Πατέρες μέ
ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα καί μάλιστα τῶν παλαιῶν ἀναγνωρισμένων στήν
συνείδησι τῶν Ὀρθοδόξων Πατέρων, ὅτι οἱ εἰκόνες πάντοτε, ἀπό τήν ἀποστολική
δηλαδή περίοδο, ὑπῆρχαν στήν Ἐκκλησία, ἀφ’ ἑτέρου ὅτι ἡ ἄρνησις τῆς εἰκόνος
σημαίνει τήν ἄρνησι τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, διότι κάθε τι κτιστό εἶναι
καί περιγραπτό. Ὁ Χριστός λοιπόν, ὡς κτιστός καί ἄκτιστος, ἦτο καί περιγραπτός
κατά τήν ἀνθρωπίνη φύσι του, ἡ δέ ἄρνησις τῆς εἰκόνος του ἐσήμαινε κατ’ οὐσίαν
τήν κατά φαντασίαν ἐνανθρώπησι (δοκητισμός). Εἶχε λοιπόν ἡ εἰκονομαχία ἀπολύτως
δογματικές διαστάσεις καί διότι ἦτο διαρκής καί αδιάκοπη Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας
καί διότι ἐπρόσβαλε εὐθέως τό δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐχαρακτηρίσθη
λοιπόν ὑπό τῶν Πατέρων ὡς αἵρεσις καί ὡς αἵρεσις ἀντιμετωπίσθη ἀπό τούς
ὁμολογητές Πατέρες ἀπό τήν ἔναρξί της ὡς τήν τελική ἐπικράτησι τῆς
Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἔννοια λοιπόν τῆς
κατεγνωσμένης αἱρέσεως (15ος Κανών τῆς Α & Β Συνόδου) ὡς πρός τήν
ἀποτείχισι τῶν Πατέρων, ἔχει τήν ἑρμηνεία, σύμφωνα μέ τήν εἰκονομαχική περίοδο,
τῆς βεβαιότητος ὅτι προσβάλλεται μία Παράδοσις, ἡ ὁποία παντοῦ καί πάντοτε
ὑπῆρχε στήν Ἐκκλησία καί τήν βεβαιότητα ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγιοι τῆς
Ἐκκλησίας ἔχουν ὁμιλήσει ἐπαρκῶς δι’ αὐτήν καί ὄχι τήν ἔννοια ὅτι πρέπει νά γίνη
μία Σύνοδος διά νά καταδικάση τήν ὑπάρχουσα αἵρεσι, προκειμένου ν’ ἀρχίση ἡ
ἀποτείχισις.
Εἰς τήν περίπτωσι ὅμως
τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά ὁμοιάζη μέ τήνεἰκονομαχία.
Διότι ἀφ’ ἑνός μέν τό Ἰουλιανό
ἡμερολόγιο ὄχι μόνον δέν ὑπῆρχε ὡς θεσπισμένο ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι
μόνον δέν ἐθεσπίσθη ἀπό κάποια Σύνοδο, ἔστω τοπική, ἀναγνωρισμένη ὅμως ὑπό τῆς
Ἐκκλησίας, ὄχι μόνον ὑπῆρχε ἐλευθερία κάθε τοπική Ἐκκλησία νά ἀκολουθῆ τό τοπικό
ὑπάρχον ἡμερολόγιο, ὄχι μόνον εὑρίσκουμε ἑκατοντάδες ἀναφορές ἀπό
ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς σέ ἄλλα ἡμερολόγια, ἀκόμη καί στόν δέκατο αἰῶνα (π.χ.
στό Πασχάλιο χρονικό τοῦ ἑβδόμου αἰῶνος καί χρονογραφία Θεοφάφους τοῦ δεκάτου
αἰῶνος) ἀλλά κυρίως διότι, πέραν τῆς ἁγ. Γραφῆς, οὐδείς ἅγιος ὡμίλησε διά
ἡμερολόγια καί δή τό Ἰουλιανό, κατά τούς δέκα πέντε πρώτους αἰῶνες (1500) χρόνια
ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό αὐτό ἀποδεικνύεται ὅτι τό ἡμερολόγιο, ὄχι
μόνον δέν εἶναι δογματικό θέμα, ἀλλά οὔτε κἄν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλο θέμα
εἶναι ὅτι τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο ἐπικράτησε λόγῳ τοῦ ὅτι ἦτο αὐτό πού
ἀκολουθοῦσαν οἱ Ρωμαῖοι καί κατόπιν οἱ αὐτοκράτορες τῆς Κων/πόλεως, δηλαδή
ἐπικράτησε λόγῳ πολιτικῶν συγκυριῶν καί ὄχι ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων ἤ ἀναγκῶν.
Σήμερα ὅμως οἱ
Παλαιοημερολογίτες παρουσιάζουν τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο ὡς Παράδοσι τῆς
Ἐκκλησίας, ὡς θεσπισμένο ἀπό τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὡς εὐλογημένο καί
μοναδικό καί τό κυριώτερο ὡς θέμα πίστεως, δηλαδή δογματικό ζήτημα. Ὅλα αὐτά
νομίζω ὅτι δέν ἔχουν καμμία σχέσι μέ τήν εἰκονομαχία καί ἀπορῶ, πῶς τόσο
ἀβασάνιστα καί πρόχειρα ταυτίζομε αὐτά τά πράγματα, ἐπειδή προφανῶς μᾶς
ἐξυπηρετεῖ.
Στήν ἐρώτησι, ἡ ὁποία
ἐτέθη, παρουσιάζονται καί ταυτίζονται κάποιες διαφωνίες τῶν Πατέρων τῆς περιόδου
τῆς εἰκονομαχίας, μέ τά σχίσματα, τίς παρατάξεις, τίς Συνόδους καί τό ὑπάρχον
χάος εἰς τό Π. Ἡμερολόγιο. Αὐτό ἀποτελεῖ διαστρέβλωσι καί στραγγαλισμό τῆς
ἀληθείας καί κατάφωρη προσβολή πρός τούς ὁμολογητές Πατέρες τῆς εἰκονομαχικῆς
περιόδου. Θά ἀναφέρω περιληπτικά αὐτές τίς διαφωνίες τῶν τότε Πατέρων, γιά νά
γίνη ἀντιληπτό, ὅτι ἄν οἱ Παλαιοημερολογίτες σήμερα συγκρίνουν καί ταυτίζουν
αὐτές τίς καταστάσεις, προφανῶς ἐθελοτυφλοῦν καί ἐξομοιώνουν τό φῶς πρός τό
σκότος.
Μία ἀναφορά γιά ἔριδες
καί ἐρεσχελίες (φλυαρίες, φιλονικίες, ἐνστάσεις) τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτου γίνεται σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο: «᾿Επειδή ἔμαθον παρά τοῦ γραμματηφόρου, ὦ
καλέ ἀδελφέ, ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν
ἀνεφύησαν (λέγω δέ τοῦτο, ὅτι ὁ μέν λέγει, ἐγώ τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς
αὐτόν τόν Χριστόν προσκυνῶ, ὁ δέ ἀπαναίνεται), οὔτε ἀλύπως ἐδεξάμην, εἰδώς ὅτι
ἐρεσχελίαι αὗται παρά τοῦ διαβόλου
ὑποσπειρόμεναι τέμνειν εἴωθεν καί αὐτό τό ὑγιαῖνον μέρος τῆς ὀρθοδοξίας, ὅπερ
ἐστί χαροποιόν τοῖς ἐναντίοις, ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀρρωστημάτων τό οἰκεῖον ἀσέβημα
βεβαιουμένοις εὖ ἔχειν, οὔτε μήν σιωπῇ τό ἀκουσθέν κατασχεῖν καλόν ἐνόμισα,
ἀλλά τι καί παρ᾿ ἑμαυτοῦ φάρμακον ἐξευρεῖν θεραπείας, θεοῦ εὐδοκοῦντος»
(Φατ. 409, 568,2).
Ἡ αἰτία λοιπόν αὐτῆς
τῆς διαφωνίας τῶν Πατέρων ἦταν ὅτι ἄλλοι ἐταύτιζον τήν προσκύνησι τῆς εἰκόνος
τοῦ Χριστοῦ μέ αὐτόν τόν Χριστό καί ἄλλοι ὄχι. Ὁ ὅσιος ἐξηγεῖ ἐν συνεχείᾳ πώς ἡ
σωστή θεολογική τοποθέτησις εἶναι ὅτι κατά τήν προσκύνησι ταυτίζομε τήν εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Χριστό (ἐπειδή ἡ προσκύνησις ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει),
ἀλλά ὄχι κατά τήν φύσιν, ἐπειδή ἡ φύσις τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ εἶναι
διαφορετική. Ἡ προσκύνησις τῆς εἰκόνος λοιπόν, ἀναφέρει ὁ ὅσιος, εἶναι σχετική,
δηλαδή ὁμοιοματική, ἐπειδή ὁ Χριστός δέν εὑρίσκεται φυσικῶς εἰς τήν εἰκόνα, ἀλλά
ὁμοιοματικῶς. Ἀναφέρει λοιπόν ὡς παράδειγμα ὅτι ὁ Χρυσόστομος εἶδεν ἄγγελον ἐν
εἰκόνι, ὁ δέ Κορνήλιος εἶδε αὐτόν τόν ἄγγελον καί ἐμεῖς βλέπομε τόν Χριστόν ἐν
εἰκόνι, οἱ δέ Ἀπόστολοι αὐτόν τόν Χριστόν. Ἡ αὐτοπτική προσκύνησις τοῦ ἴδιου τοῦ
Χριστοῦ ἀπό ὅλους θά γίνη εἰς τόν μέλλοντα αἰῶνα.
Καταλήγει δέ ὁ ὅσιος
τήν ἐπιστολή του ὡς ἑξῆς: «Ταῦτα εἴτε
ἐλλιπῶς εἴτε ἀρκούντως πρός ἡμῶν, ὑμᾶς δέ παρακαλῶ ἐν τοῖς περί θεοῦ λόγοις
ἐυλαβῶς τε ἅμα καί προσεκτικῶς τάς ἐπιζητήσεις ποιεῖσθαι καί ἤ παρ’ ἑαυτῶν ἤ καί
παρ’ ἑτέρων τό ἀληθές ἐξευρίσκειν, πόρρῳ
ἀφέντας τό ἐρεσχελεῖν, οὐ μήν ἀλλά καί εἴ τι ἐσφαλμένον ἐν τοῖς εἰρημένοις
διορθώσεως τυχεῖν, ἐπείπερ ὀλιγόνους καί ἁμαρτωλός ἐγώ» (σελ. 570, στιχ.
51).
Μία δεύτερη ἀναφορά
τοῦ ὁσίου σέ ἐρεσχελίες καί σχίσματα γίνεται σέ ἐπιστολή του πρός τόν Θεόφιλο,
Ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου: «Ἔλαβον ἐπί χεῖρας
τό γραμματεῖον, ὅπερ ἀπέστειλεν ἡ ἱερά σου κορυφή Ἀθανασίῳ τῷ ἡμετέρῳ ἀδελφῷ,
καί ἀναγνούς ἐλυπήθην, ἱερώτατέ μου πάτερ, λύπην ἱκανήν, πρῶτον μέν ὅτι ἐν ἡμῖν
αὐτοῖς, τοῖς ὀρθοτομοῦσι τόν λόγον τῆς ἀληθείας κατά τήν νῦν λυττῶσαν αἵρεσιν
τῶν εἰκονομάχων, ἐρεσχελίαι γίγνονται
καί σχίσματα ἐπιφύονται, ἔπειτα ὅτι ἀναγκάζομαι ὁ ἐλάχιστος ἀντιθετικῶς τήν
διάλεξιν ποιήσασθαι, ἀλλά συγγινωσκέτω ἡ μεγαλειότης σου˙ περί γάρ ἀληθείας ὁ
λόγος, ἧς οὐδέν προτιμότερον οὐδέ αἰδεστικώτερον» (P.G.
1481, Φατ. 455, 644,2).
Ἐδῶ
ἡ ὑπόθεσις τῆς διαφωνίας τῶν Πατέρων ἦτο τελείως διαφορετική ἀπό τήν θεολογία
τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τό πρόβλημα τῆς διαφωνίας των ἦτο ἄν ἐπιτρέπεται ἤ ὄχι νά
θανατώνωμε τούς αἱρετικούς, τούς ὁποίους ἔχομε στά χέρια μας. Ἐδῶ ἡ διδασκαλία
τοῦ ὁσίου εἶναι σαφής καί καταλυτική καί ἀποδεικνύει ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τούς
τούς Ἁγίους ὅτι ὄχι μόνον δέν πρέπει νά τούς θανατώνωμε ἀλλά οὔτε νά
προσευχώμεθα εἰς τόν Θεό ἐναντίον των: «καί τί λέγομεν περί
τοῦ μή ἐπιτρέπειν κτένεσθαι αἱρετικούς; οὐδέ γε κατεύχεσθαι αὐτῶν συγκεχώρηται
ἡμῖν» (Φατ. σελ. 645, στιχ. 29).
Μία τρίτη ἀναφορά σέ
σχίσματα γίνεται ἀπό τόν ὅσιο σέ ἐπιστολή του πρός τόν Πέτρο, Ἐπίσκοπο Νικαίας.
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ἀναφέρει ὅτι κατηγορεῖτο ὁ ἴδιος καί οἱ ἰδικοί του Πατέρες ὅτι ἦταν
σχισματικοί, ἐπειδή δῆθεν δέν εἶχαν κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη, ἅγιο Νικηφόρο καί
ἔθεταν ἰδικά των ἐπιτίμια σέ ὅσους ἐπέστρεφον ἀπό τήν κοινωνία μέ τούς
αἱρετικούς, ὅτι τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο δέν τήν ἀποκαλοῦσαν Οἰκουμενική ἀλλά
τοπική καί κάποια ἄλλα, τά ὁποῖα ὁ ὅσιος δέν ἀναφέρει ὡς δευτερεύοντα. Εἰς τό
σημεῖο αὐτό ὁ ὅσιος κάνει ὁμολογία καί δηλώνει ὅτι ἔχει πλήρη ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη ἅγ. Νικηφόρο, τόν ὁποῖο μάλιστα πρό ὀλίγου εἶχε
συναντήσει, ὅτι καί τόν ἅγιο Ταράσιο συγκαταριθμεῖ μεταξύ τῶν Ἁγίων, ὅτι δέχεται
τήν προσφάτως γενομένη ἐν Νικαίᾳ Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική κλπ. Τελικῶς δηλώνει ὅτι
εἶναι καιρός ὁμονοίας: «νῦν καιρός
ὁμονοίας, νῦν καιρός συναθλήσεως» (σελ. 684, 38) καί ὅτι ὅλα τελικῶς θά
κριθοῦν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία: «καί
δηλώσει, φησίν, ἡ τῆς ἀποκαλύψεως ἡμέρα καί τό τελευταῖον πῦρ, ᾧ κρίνεται καί
καθαίρεται τά ἡμέτερα (σελ. 685,42).
Μία τελευταία
σχισματική κατάστασις ἀναφέρεται ἀπό τόν ὅσιο σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἐρημίτη
Ἰωαννίκιο. Εἰς αὐτήν ἀναφέρει γιά κάποιον Θεόκτιστο ἐρημίτη, ὁ ὁποῖος εἶχε
ἀποκοπεῖ ἀπό τήν κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων ἐξ αἰτίας κάποιων αἱρετικῶν ἀντιλήψεών
του. Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ὅσιος τά ἑξῆς: «Τίς ἡ
δευτέρα; περί Θεοκτίστου τοῦ ἐρημίτου˙ ὅς ὅπως διερράγη ἐξ αἱρετικῶν τινων ὑποθέσεων
τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας αὐτός ἡμῶν μᾶλλον ἐπίστασαι, τιμιώτατε. Πλήν ὅτι
καί ἡμεῖς προπέρυσι πλησιάσαντες τοῖς καθ’ ὑμᾶς ἐνδιαιτήμασιν ἐξεμάθομεν παρά
τῶν εἰδότων τά τοῦ ἀνδρός, οὐ μήν ἀλλά καί διά γραμμάτων ὑπεμνήσαμεν καί
παρεκαλέσαμεν ἀποσχέσθαι αὐτόν τῶν σκοτεινῶν ἐκείνων καί δαιμονοποιῶν φθεγμάτων,
ὀρθοδοξεῖν δέ μᾶλλον ἐπί τε τῆς παναγίας Θεοτόκου καί τῶν ἄλλων τρόπων. νῦν οὖν
Νικάνωρ ὁ ἡμέτερος ἀδελφός φοιτήσας πρός ἡμᾶς ἀπήγγειλεν ἐλθεῖν εἰς μετάγνωσιν
τόν ἄνδραν καί ἐθέλειν ὁμοφρονεῖν τῇ ἐκκλησίᾳ λέγειν τε μηδέ γράμμα ἐμόν
εἰληφέναι, ἀλλά καί ἐρᾶν δέξασθαι» (Φατ. 461, 657,17).
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ὅσιος σέ
δευτέρα ἐπιστολή πρός τόν Θεόκτιστο ἀναφέρει: «Ἡ τοῦ Κυρίου ἐντολή, ἡ ἀπαιτοῦσα ἡμᾶς ἀγαπᾶν
ἀλλήλους καί τοσοῦτον, ὅσον τήν ψυχήν τιθέναι ὑπέρ ἀλλήλων, ἠνάγκασέν με, ἀδελφέ
πνευματικέ, καί πάλιν ἐπιστεῖλαί σοι, πονοῦντα περί τῆς σωτηρίας σου καί
ἀκούοντα διαίρεσιν εἶναι σχισματικήν μεταξύ ὑμῶν καί ἑτέρων ἀδελφῶν οὐ τήν
τυχοῦσαν, ἀλλά καί λίαν χαλεπήν, ὥστε καί συναπορραγῆναι εἰς δύο μέρη
ἀντικείμενα τόν ἀγελαῖον λαόν, ἑκατέρου ἑκατέροις προσκειμένου καί πόρρῳ
ἀφισταμένου τῆς ἀλληλούχου κοινωνίας. Καί τοῦτο ὅλον ἔργον τοῦ σατανᾶ, τοῦ
ἀρχαίου ἀνθρωποκτόνου, καί τοῦτο σκάνδαλον μέγα» (Φατ. 485, 712,2). Κατόπιν
τοῦ ζητᾶ νά κάνη δημοσία καί γραπτή ὁμολογία πίστεως εἰς τά θέματα τά ὁποῖα
κατηγορεῖτο καί τόν προειδοποιεῖ ὅτι, ἄν δέν τό κάνη, θά ἔχη ἐπάνω του ὅλο τό
κρίμα τοῦ σχίσματος ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι θά τόν ἀντιμετωπίζουν ὡς αἱρετικό.
Τελικῶς ὁ Θεόκτιστος
ἀπαντᾶ καί ὁμολογεῖ ὅτι πιστεύει ὀρθοδόξως περί τῶν ζητημάτων αὐτῶν, ὁ δέ ὅσιος
ἀπαντᾶ μέ τρίτη ἐπιστολή καί δηλώνει τήν λῆξι τοῦ ζητήματος τούτου καί τήν
μεταξύ των ὁμόνοια ἐν τῇ πίστει. Ἀπό τήν τρίτη αὐτή ἐπιστολή βλέπομε τά θέματα
εἰς τά ὁποῖα κατηγορεῖτο ὁ Θεόκτιστος:
«Τίνα δέ ταῦτα; Δεῖν γάρ ἐν κεφαλαίοις
ἐπισημανθῆναι. Πρῶτον περί τῆς ἁγίας Θεοτόκου· φασί γάρ λέγειν σε ὅτι πρό τῶν
αἰώνων ἡ παρθένος. Τοῦτο ἐπειδή ἀρνεῖσαι μήτε λέγειν μήτε δέ φρονεῖν, ἀλλ᾿
ὁμολογεῖν ἐξ ἀνδρός καί γυναικός ᾿Ιωακείμ καί ῎Αννης τετέχθαι αὐτήν, εὖ ἄν ἔχοι.
Δεύτερον περί τοῦ Κυρίου, ὅτι οὐκ ἐσταυρώθη· ἐπειδή δέ ὁμολογεῖς ἐσταυρῶσθαι
αὐτόν κατά τάς γραφάς, εὖ ἄν ἔχοι. Τρίτον περί τῶν ἀγγέλων καί τῶν δαιμόνων, ὅτι
μετά τήν κρίσιν ἀποκατάστασις
ἔσται πάλιν καί γενήσεται μία ποίμνη, εἶς ποιμήν. Καί ἐπειδή τοῦτο ἀπαρνεῖσαι καί ὁμολογεῖς αἰώνιον εἶναι καί
τήν κρίσιν καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, εὖ ἄν ἔχοι. Τέταρτον περί
μοναχοῦ ἑνός, ὅτι δύναται τῆς κολάσεως ῥύσασθαι ἑκατόν πεντήκοντα κρινομένους.
Καί ἐπειδή τοῦτο ἀπαρνεῖσαι καί λέγεις μήτε μετάνοιαν εἶναι μετά θάνατον μήτε
τινά τόν δυνάμενον ἐξελέσθαι ἀπό τῆς θεοῦ ἀπονεμηθείσης ἑκάστῳ κολάσεως, εὖ ἄν
ἔχοι. Πέμπτον περί βιβλίου τοῦ ἐπιλεγομένου τοῦ ᾿Αντωνίου, ὅτι λέγεις
εὐαπόδεκτον εἶναι, ἐν ᾧ πολλά βλάσφημα, ὡς ἡμεῖς αὐτοί ἀναγνόντες ἔγνωμεν. Καί
τοῦτο ἐπείπερ ὁμολογεῖς ἀποβάλλεσθαι ὡς
ἀλλότριον τῆς ἐκκλησίας τοῦ θεοῦ καί μηκέτι μήτε ἔχειν μήτε
ἀναγιγνώσκειν μήτε σέ μήτε τούς μετά σοῦ, εὖ ἄν ἔχοι. Καί εὐλογητός ὁ θεός, ὁ
ποιησάμενος καθαρισμόν ἐν ὑμῖν τῶν προειρημένων σκανδάλων, καί εὐλογημένον τό
ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ, τό πεῖσάν σε εἰπεῖν χωρικόν εἶναι καί ἀμαθῆ καί εἴκειν
κατά πάντα καί πείθεσθαι τῷ λόγῳ τῆς ταπεινώσεώς μου» (Φατ. 490,
722,16).
Τώρα πρέπει νά μᾶς
δηλώσουν οἱ Παλαιοημερολογίτες, τί σχέσι ἔχουν οἱ διαφωνίες τῶν τότε Πατέρων μέ
τά σχίσματα καί τίς παρατάξεις τίς ἰδικές των, μέ τίς Συνόδους καί τούς ἑπτά
Ἀρχιεπισκόπους Ἀθηνῶν, μέ τίς ἀλληλοκαθαιρέσεις καί τούς ἀλληλοαφορισμούς καί,
βεβαίως, τί σχέσι ἔχει ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου μέ τήν αἵρεσι τῆς εἰκονομαχίας.
Ἄν αὐτό δέν τό κάνουν, τότε πλανοῦν ἑαυτούς καί ἀλλήλους, συγκρίνοντας τά
ἀσύγκριτα καί συγχέοντας τά ἄσχετα.
Τελικῶς ἡ ἐρώτησις ἡ
ὁποία ἐτέθη δέν ἐπιδέχεται ἄλλη ἀπάντησι, πλήν αὐτῆς πού ζητοῦν νά ὁμολογήσωμε
οἱ Παλαιοημερολογίτες, διότι θεωρεῖ δεδομένη τήν ταύτησι τῶν δύο αὐτῶν ἀσχέτων
κατ’ οὐσίαν περιπτώσεων, ταυτίζει δέ τίς διαφωνίες τῶν τότε Πατέρων μέ τό
σημερινό χάος τῶν παρατάξεων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Γίνεται δέ ἐμφανῶς καί
ταύτησις τῶν τότε Ἁγίων (ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης κἄ.)
μέ αὐτούς πού πιθανόν νά ἀναδειχθοῦν ἀπό τίς παρατάξεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Αὐτό νομίζω ξεπερνᾶ τήν λογική καί ἀνάγεται εἰς τήν καλπάζουσα καί παρορμητική
φαντασία. Αὐτά σχετικά μέ τήν τρίτη ἐρώτησι.
Ἡ τετάρτη ἐρώτησις
ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«4.
Ήλθατε σε επαφή με τους Επισκόπους ή άλλα στελέχη των Παλαιοημερολογιτών στην
Ελλάδα, για να τους θέσετε τους, πολλές φορές ορθούς, προβληματισμούς σας, για
να ακούσετε τί έχουν να πουν, αφού φαίνεται ότι ειλικρινώς σας ενδιαφέρει η
ενότης των εν Ελλάδι αντιοικουμενιστών, ή τους κατακρίνατε
αναπολόγητους;» (σελ.
10).
Ἐδῶ ἔχω νά ἀναφέρω τά
ἑξῆς: Κατ’ ἀρχάς δέν κατακρίνω, οὔτε καταδικάζω κανένα, διότι ὁ Θεός γνωρίζει τά
κίνητρα καί τίς προθέσεις ἑκάστου. Ἁπλῶς κρίνουμε τά γεγονότα (παρατάξεις,
σχίσματα, Συνόδους, ἀλληλοκαθαιρέσεις κλπ.), ὅπως φυσικά κι ἐμεῖς καί οἱ ἄλλοι
ἀντιοικουμενιστές καί οἱ Παλαιοημερολογίτες κρίνουν τά γεγονότα καί τίς πράξεις
τῶν Οἰκουμενιστῶν (ἄρσεις ἀναθεμάτων, ἀναγνωρίσεις μυστηρίων, αἱρετικές δηλώσεις
Ἐπισκόπων, συμπροσευχές καί συνιερουργίες, ἔνταξι στό Π.Σ.Ε. κλπ.). Αὐτά ὅλα
ἐπειδή δέν ἀποτελοῦν προσωπικά ζητήματα καί ἁμαρτίες ἑκάστου, ἀλλά ἐκκλησιαστικά
θέματα καί μάλιστα πίστεως, ἔχουμε δικαίωμα ὡς δημοσίως γενόμενα νά τά κρίνωμε
καί νά ἐνημερώνωμε τούς ἀδελφούς μας, προκειμένου νά μήν πλανηθοῦν. Ἄν τώρα στήν
κρίσι μας αὐτή ἐκτροχιασθήκαμε ἤ τούς ἀδικήσαμε, ὀφείλουν νά μᾶς τό
διευκρινίσουν οἱ τῶν παρατάξεων τοῦ Π. Ἡμερολογίου, ὅπως ἔκανε ὁ ὅσιος Θεόδωρος
ὁ Στουδίτης, τόν ὁποῖο στήν τρίτη ἐρώτησι ἐπικαλεσθήκαμε, κι ἐμεῖς ἐν συνεχείᾳ,
ἐφ’ ὅσον κρίνωμε ἀληθεῖς τούς ἰσχυρισμούς των καί ἐπαρκεῖς τίς διευκρινίσεις,
ὀφείλομε νά ζητήσωμε δημοσίως συγνώμη δι’ αὐτήν τήν ἐκτροπή μας.
Εἰς τό κυρίως δέ
ἐρώτημα πού ἐτέθη, ἄν δηλαδή ἦλθα σέ ἐπαφή μέ Ἐπισκόπους καί στελέχη τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν τῆς Ἑλλάδος ἔχω νά ἀναφέρω τά παρακάτω.
Μετά τήν ἀπόφασι τῆς καθαιρέσεώς μου ἀπό τό
Συνοδικό Δικαστήριο τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐζήτησαν, τηλεφωνικῶς νά συναντηθοῦμε καί
νά συζητήσωμε, ἐκπρόσωποι μιᾶς ἐκ τῶν μεγαλυτέρων παρατάξεων τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν. Ὅταν ἔγινε ἡ συνάντησις εἰς τό βιβλιοπωλεῖο «Ὀρθοδοξία» στήν
πόλι τῆς Λαρίσης, εἶδα ὅτι ἦλθαν περίπου δέκα ἄνθρωποι, ὅλοι λαϊκοί. Αὐτοί εἶπαν
ὅτι ἀπεστάλησαν γιά νά συζητήσωμε ἀπό τήν συγκεκριμένη Σύνοδο τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν. Αὐτό πού μοῦ ἐζήτησαν ἦταν νά ἐνταχθῶ εἰς τήν Σύνοδό των, ἡ
ὁποία ἦταν ἡ πολυπληθέστερη καί νά ἔχω ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς, ἐφ’
ὅσον ἤμουν ἀποτειχισμένος ἀπό τούς Οἰκουμενιστές. Ἐγώ βεβαίως τούς ἀντέτεινα ὅλα
αὐτά πού καί τώρα συζητοῦμε, περί τῶν σχισμάτων, τῶν Συνόδων, τῶν ἑπτά
Ἀρχιεπισκόπων Ἀθηνῶν, τῶν ἀλληλοκαθαιρέσεων καί κυρίως τό κατά πόσον εἶναι θέμα
πίστεως τό ἡμερολόγιο κλπ. Ἡ συζήτησις ἐκράτησε κάποιες ὧρες (δέν ἐνθυμοῦμαι
πόσες) καί τελικῶς αὐτοί οἱ ἀδελφοί ἀπεχώρησαν, χωρίς νά ὑπάρχη κάποιο
οὐσιαστικό ἀποτέλεσμα. Δέν συζητήσαμε βεβαίως τό πῶς θά μέ ἐδέχοντο εἰς τήν
παράταξί των, ἄν δηλαδή θά μέ ἀναβάπτιζαν ἤ θά μέ ἀνεμύρωναν ἤ ἄν θά μέ
ἀναχειροτονοῦσαν, διότι γνωρίζω ὅτι καί αὐτό συμβαίνει εἰς τίς παρατάξεις τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν (καί ὄχι μόνον τῶν Ματθαιϊκῶν), ἐνῶ κατά τά ἄλλα,
ἰσχυρίζονται ὅτι ἀποδέχονται τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν Νεοημερολογιτῶν
(πλήν τῶν Ματθαιϊκῶν) καί στήν πρᾶξι βεβαίως τούς ἀντιμετωπίζουν ὅπως τούς
Παπικούς καί τούς Προτεστάντες. Ἡ ἀναμύρωσις θά ἐδικαιολογεῖτο μόνον ἐάν κάποιος
Παλαιοημερολογίτης ἔφευγε ἀπό αὐτούς καί προσήρχετο εἰς τούς Νεοημερολογίτες καί
ἐν συνεχείᾳ ἐπέστρεφε πάλι εἰς αὐτούς ἐν μετανοίᾳ. Μέ ἄλλες παρατάξεις τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν δέν ἦλθα σέ μία οὐσιαστική ἐπαφή καί οὔτε τό ἐπεδίωξα.
Γιά νά κάνω ὅμως κάτι
τέτοιο, πρέπει νά ἐνστερνισθῶ τόν παραταξιακό Χριστιανισμό καί τήν ὁμοσπονδιακή
Ὀρθοδοξία, μαζί βεβαίως μέ τίς θεωρίες ὅτι τό ἡμερολόγιο εἶναι θέμα πίστεως, ἡ
Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική καί ὄχι Χριστοκεντρική κλπ. Αὐτά ὅσον ἀφορᾶ στήν
τετάρτη ἐρώτησι.
Ἡ πέμπτη καί τελευταία
ἐρώτησι ἀναφέρει:
«5. Πώς
γίνεται να κατηγορείτε τους Παλαιοημερολογίτες, όταν μερικοί εξ αυτών δεν
αναγνωρίζουν Χάρη στα Μυστήρια των νεοημερολογιτών, όταν την ίδια στιγμή, εσείς
κάνετε ακριβώς το ίδιο και μάλιστα βασιζόμενος στα ίδια, με αυτούς,
επιχειρήματα; Γνωρίζετε ότι το αδόκιμο αυτό κήρυγμα περί αυτομάτου (χωρίς
συνοδικής κρίσεως δηλαδή) απώλειας της Θείας Χάριτος, έχει αναιρεθεί, τόσο από
τον Ιερό Νικόδημο (Πηδάλιον: Υποσημείωση στον Α΄ Αποστολικό Κανόνα και
Υποσημείωση 6 στην κανονική Επιστολή Αγίου Γενναδίου Κωνσταντινουπόλεως), όσο
και από τον Νεόφυτο Καυσοκαλλυβίτη (Επιτομή Ιερών Κανόνων - Περί δυνάμει και
ενεργεία), αλλά και μέσα απο τα κείμενα του πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου;
Πιστεύετε δηλαδή, ότι όλοι είναι εκτός Εκκλησίας (οι μεν Οικουμενιστές λόγω
αιρέσεως, οι δε Παλαιοημερολογίτες λόγω σχίσματος) και η Θεία Χάρις, υπάρχει
μόνον σε σας και τον Σεβασμιώτατο Αρτέμιο;» (σελ.
10).
Τό θέμα αὐτό τό ὁποῖο
θίγετε μέ αὐτή τήν ἐρώτησι εἶναι ἄκρως σοβαρό καί νομίζω πρέπει νά ἀποφανθοῦμε
διά τό τί ἰσχύει στήν σημερινή κατάστασι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Κατ’
ἀρχάς πρέπει νά καταστήσωμε σαφές ὅτι οἱ διευκρινίσεις τίς ὁποῖες κάνει ὁ ἅγιος
Νικόδημος εἰς τήν ἑρμηνεία τῶν Κανόνων περί τοῦ δυνάμει καί ἐνεργείᾳ, ἀφοροῦν
ὅλα τά ἄλλα θέματα καί ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα ὑποπίπτει κάποιος κληρικός, πλήν
τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Γιά τά θέματα ὅμως τῆς πίστεως ὁ ἅγιος Νικόδημος δέν
ἔχει τήν ἴδια ἀντίληψι, ἀλλά θεωρεῖ ὅτι ἰσχύουν οἱ Κανόνες καί ἐνεργοῦν χωρίς
τήν ὕπαρξι τοῦ δευτέρου προσώπου, δηλαδή τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Αὐτό γίνεται
φανερό ἀπό πολλά σημεῖα μέσα στό Πηδάλιο καί ἀπό τούς εἴκοσι Κανόνες τῆς ἐν
Γάγγρᾳ τοπικῆς Συνόδου εἰς τούς ὁποίους ὑπάρχουν εἴκοσι ἀντίστοιχοι
ἀναθεματισμοί σέ αἱρέσεις τῶν Εὐσταθιανῶν. Εἰς τήν ἑρμηνεία λοιπόν τῶν Κανόνων
αὐτῶν ὁ ἅγιος Νικόδημος δέν ἀναφέρει ὅτι πρέπει νά ἀναθεματίζεται αὐτός πού
πιστεύει αὐτό καί αὐτό, δηλαδή δέν προϋποθέτει τήν ὕπαρξι τοῦ δευτέρου προσώπου
(τῆς Συνόδου ἐν προκειμένῳ) γιά νά ἰσχύη ὁ ἀναθεματισμός, ἀλλά ἀναφέρει καί
στούς εἴκοσι Κανόνες, ὅτι ὁ παρών Κανών ἀναθεματίζει ὅσους πιστεύουν ἔτσι καί
ἔτσι.
Ἐπειδή λοιπόν τά
θέματα τῆς πίστεως ἀντιμετωπίζονται διαφορετικά ἀπό ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τοῦ
Ἐπισκόπου, δι’ αὐτό ἰσχύει ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό συνοδικῆς
κρίσεως, ἐνῶ δι’ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα καί παραπτώματα πρέπει νά ἀναμένωμε τήν
ἀπόφασι τῆς Συνόδου, δηλαδή τήν ἐνέργεια τοῦ δευτέρου προσώπου. Κατ’ αὐτόν τόν
τρόπο ἀναφέρονται καί εἰς τό Συνοδικό τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς ὅλοι οἱ ἀναθεματισμοί,
γιά ὅσουν πιστεύουν οἱανδήποτε αἵρεσι, χωρίς νά τούς θεωρεῖ αὐτούς
ἀναθεματιστέους, τό ὁποῖο θά ἐσήμαινε γιά νά ἰσχύση ὁ ἀναθεματισμός πρέπει νά
ἐνεργήση ἡ Σύνοδος. Δηλαδή ἀναφέρει τό
Συνοδικό ὅτι ὅσοι πιστεύουν αὐτό καί αὐτό ἀνάθεμα τρίς. Τήν ἴδια φυσικά
διαχρονική ἰσχύ ἔχουν καί τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 1,8-9) δι’
αὐτούς πού διδάσκουν ἄλλες διδασκαλίες ἀπό αὐτά πού ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι,
δηλαδή καί οἱ ἀναθεματισμοί αὐτοί ἰσχύουν χωρίς τήν παρέμβασι τῆς Συνόδου.
Παρεπιπτόντως ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐδίδασκαν τούς Ὀρθοδόξους νά
ἀναθεματίζουν τούς Πνευματομάχους καί νά μήν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ
ὅσους δέν τούς ἀναθεματίζουν, πολύ πρίν ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία
τούς κατεδίκασε.
Εἰς τήν προκειμένη
λοιπόν περίπτωσι, ἐγώ δέν εἶμαι ἁρμόδιος νά διακρίνω τό ποῦ ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ
ἁγ. Πνεύματος καί ποῦ δέν ὑπάρχει, ἀλλά ἁπλῶς νά ἀναφέρω αὐτά πού διδάσκει ἡ ἁγ.
Γραφή καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία δέ αὐτή εἶναι σαφής καί
συνοψίζεται εἰς τό ὅτι οὔτε εἰς τήν αἵρεσι, οὔτε εἰς τά σχίσματα ὑπάρχει ἡ χάρις
τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτό οἱ αἱρετικοί εἶναι λύκοι καί φαρμακερά φίδια, ὄχι μετά τήν
καταδίκη των ὑπό τῆς Συνόδου ἀλλά πρίν ἀπό αὐτήν.
Τώρα ἄν μέ ἐρωτήσετε
τί πιστεύω ἐγώ εἰς τήν συγκεκριμένη περίπτωσι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θά
σᾶς ἀναφέρω ὅτι θεωρῶ τά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν κατ’ οἰκονομίαν ἔγκυρα, ὑπό
τήν προϋπόθεσι ὅτι ἐνεργοῦν ἀναλόγως τῆς προαιρέσεως καί τῆς γνώσεως καί τῆς
θέσεως ἑκάστου. Ἄν δηλαδή μετέχη εἰς αὐτά κάποιος ἁπλός καί ἀνίδεος, ὁ ὁποῖος
δέν γνωρίζει τίποτε διά τήν αἵρεσι καί τά συναφῆ ἤ μετέχη ἕνα βρέφος ἤ ἕνα μικρό
παιδί, αὐτοί παίρνουν ἀνάλογο χάρι ἀπό τά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἄν ὅμως
μετέχη κάποιος ὁ ὁποῖος ἔχει γνῶσι ἤ, πολύ περισσότερο, κάποιος ὁ ὁποῖος ἔχει
ἀξίωμα μέσα εἰς τήν Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενιστῶν, αὐτός ἀναλόγως τῆς γνώσεως καί
τῆς προαιρέσεώς του παίρνει κατάκρισι ἀπό τήν συμμετοχή του εἰς τό μυστήριο.
Αὐτά πέραν τῶν ἄλλων, ἀποτελοῦν καί διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου,
ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν ὡς δηλητήριο, τό ὁποῖο σκοτίζει
καί θανατώνει τήν ψυχή. Καί βεβαίως ὡμιλοῦσε ὁ ὅσιος ὄχι μόνον διά τά μυστήρια
τῶν εἰκονομάχων ἀλλά καί τῶν μοιχειανῶν.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό
νομίζω ὅτι πρέπει νά κατατεθοῦν ὅλες οἱ γνῶμες μέ τά ἀνάλογα ἀποδεικτικά
στοιχεῖα διά νά διασαφηνισθῆ ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Πάντως ἕνα βασικό
ἐπιχείρημα τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι ὅτι δέν πρέπει νά
ἀποτειχισθοῦν ἐφ’ ὅσον τά μυστήρια ἔχουν χάρι Θεοῦ. Γιά τό θέμα δέ τοῦ Π.
Ἡμερολογίου νομίζω ὅτι δέν εἶμαι ἐγώ ἁρμόδιος νά ἀποφανθῶ γιά τό ἄν ὑπάρχη ἤ ὄχι
εἰς τά μυστήρια ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, καθ’ ἥν στιγμή μάλιστα αὐτό ἀμφισβητεῖται
ἀκόμη καί μεταξύ τῶν παρατάξεων.
Τελειώνοντας θά θέσω
κι ἐγώ μία ἐρώτησι εἰς τούς ἀδελφούς τοῦ Π. Ἡμερολογίου: Τί ἐννοεῖ ὁ ἅγιος
Νικόδημος εἰς τήν ὑποσημείωσι τοῦ Ζ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, ὅταν ἀναφέρει: «Λέγει γάρ ἐν τῷ αὐτῷ λόγῳ, ὅτι, τό νά
νηστεύσῃ τινάς καί τό νά κάμῃ Πάσχα εἰς τοῦτον τόν καιρόν, ἤ εἰς ἐκεῖνον, μετά
τήν εἰκοστήν πρώτην τοῦ Μαρτίου, θετέον, ὡς κάμνομεν ἡμεῖς οἱ Γραικοί, ἤ μετά
τήν ἑνδεκάτην Μαρτίου, ὡς κάμνουσιν οἱ Λατῖνοι, τοῦτο δέν εἶναι ἔγκλημα. Τό δέ
νά σχίσῃ τινάς τήν Ἐκκλησίαν καί νά ἀντιστέκηται φιλονείκως, καί νά κάμνῃ
διχοστασίας καί διαιρέσεις, καί νά χωρίζῃ τόν ἑαυτόν του πάντοτε ἀπό τήν κοινήν
σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι ἁμάρτημα ἀσυγχώρητον, καί κατηγορίας ἄξιον,
καί πολλήν ἔχει τήν κόλασιν καί τιμωρίαν».
Καταλαβαίνετε ὅτι τά
ἐπίμαχα λόγια τοῦ ὁσίου εἶναι αὐτά πού ἀναφέρονται στό Πασχάλιο τῶν Λατίνων καί
στήν ἀπόσχισι, ποιοί δηλαδή τήν κάνουν καί πῶς, καί τό ἀναφέρω αὐτό γιά νά μήν
βγῆτε στήν ἀπάντησί σας ἐκτός θέματος.
Μετά
τιμῆς
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος
Τρικαμηνᾶς
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου