«Και έν τή καθ' ημάς γαρ Ιεραρχία του Ιερέως και Ίεράρχου άτακτούντος και κακώς φρονούντων, και διάκονος και Μοναχός εύτακτούντες και ορθώς φρονούντες δύνανται νουθετήσαι και εύτακτήσαι αυτούς, καθώς τά παραδείγματα είσί πάμπολλα» (Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου).
«Έντολή γάρ Κυρίου, μή σιωπάν, έν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως. "Ωστε ότε περί πίστεως ό λόγος, ούκ έστιν ειπείν, εγώ τίς ειμι; Ιερεύς, άρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης; Ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου.
«Ουά, οι λίθοι κράξουσι, και σύ σιωπηλός και άφροντις» (Θ. Στουδίτου).
«Οίτινες την υγιή όρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι όμολογείν, κοινωνούσι δέ τοις έτερόφροσι. τους τοιούτους ει μετά παραγγελίαν μη άποστώσιν, μή μόνον άκοινωνήτους έχειν, άλλα μηδέ αδελφούς όνομάζειν» (Μ. Βασιλείου).
«Ούδ' άν άν τά όλα χρήματα του κόσμου παρέξει τις και κοινωνών είη τη αίρέσει, φίλος Θεού ού καθίσταται, άλλ' εχθρός. Και τί λέγω κοινωνίας; Κάν έν βρώματι, και πόματι και φιλία συγκατείσι τοις αίρετικοίς υπεύθυνος» (ΜΙGΝΕ 99, στ. 1205).
«Φυλάξατε έτι έαυτάς της ψυχοφθόρου αίρέσεως, ής ή κοινωνία άλλοτρίωσις Χριστού» (αύτ. 1216).
«Οι μέν τέλεον περί την πίστιν έναυάγησον· οι δέ, ει και τοις λογισμοίς ού κατεποντίσθησαν, όμως τη κοινωνία της αίρέσεως συνόλλυνται» (Αύτ. 1164).
'Ιεραρχείν δοκούντες και ιερείς, μονασταί και μιγάδες, πάν γένος και πάσα ηλικία· οι μέν τέλεον ναυανήσαντες περί την πίστιν, οι δέ, ει και τοις λογισμοίς ού καταποντισθέντες, τη δέ αιρετική κοινωνία έξ ημισείας δέει σωματικού θανάτου, συγκινδυνεύοντες» (Αυτόθι στ. 1157).
Ερώτησις Α: Περί πρεσβυτέρου, διακόνου και άναγνώστου έσχηκότων φρόνημα ορθόν, τοις αίρετικοίς δέ κοινωνησάντων έξ ανθρωπίνου φόβου· ειχρή προσφοράν υπέρ αυτών ποιείν ή παννυχίδα ή ευχήν;
Άπόκρισις: Ει μέχρι άποβιώσεως κοινωνούντες τοις αίρετικοις διέμειναν, ΟΥΔΑΜΩΣ.
Έρώτησις Β: Περί μοναχών και μοναζουσών όμοίως τή κοινωνία τών αιρετικών άποβιωσάντων.
Απόκρισις: Ή προειρημένη άπόκρισις Α' φυλαττέσθω και επί τοίσδε. Όμοίως και επί λαϊκών, ανδρών τε και γυναικών και παίδων». (Αύτ. στ. 1660).
«Πάς όρθοδοξών κατά πάντα, πάντα αίρετικόν δυνάμει, κάν ού γράμματι άναθεματίζει» (ΜΙGΝΕ 99, 1088).
«... ταύτην έν έαυτοίς άναζωπυρούντες άεί τήν πίστιν, ασπίλους και άμωμους εαυτούς τηρήσατε ΜΗΤΕ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΕΣ τώ μνημονευθέντι (Νεστορίω) μήτε μήν ώς διδασκάλω προσέχοντες, ει μένει ΛΥΚΟΣ άντί ποιμένος... τοις δέ γε τών κληριικών, είτε λαϊκών διά τήν όρθήν πίστιν ΚΕΧΩΡΙΣΜΕΝΟΙΣ ή καθαιρεθείσι παρ' αυτού, κοινωνούμεν ήμείς, ού τήν εκείνου κυρούντες άδικον ψήφον, έπαινούντες δέ μάλλον τους πεπονθόντας, κάκείνο λέγοντες αύτοίς· ει όνειδίζεσθε έν Κυρίω ΜΑΚΑΡΙΟΙ· ότι της δυνάμεως και το του Θεού πνεύμα εις ΥΜΑΣ άναπέπαυται»!.. (ΜΑΝSΙ IV, 1096).
«Έντολή γάρ Κυρίου, μή σιωπάν, έν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως. "Ωστε ότε περί πίστεως ό λόγος, ούκ έστιν ειπείν, εγώ τίς ειμι; Ιερεύς, άρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης; Ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου.
«Ουά, οι λίθοι κράξουσι, και σύ σιωπηλός και άφροντις» (Θ. Στουδίτου).
«Οίτινες την υγιή όρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι όμολογείν, κοινωνούσι δέ τοις έτερόφροσι. τους τοιούτους ει μετά παραγγελίαν μη άποστώσιν, μή μόνον άκοινωνήτους έχειν, άλλα μηδέ αδελφούς όνομάζειν» (Μ. Βασιλείου).
«Ούδ' άν άν τά όλα χρήματα του κόσμου παρέξει τις και κοινωνών είη τη αίρέσει, φίλος Θεού ού καθίσταται, άλλ' εχθρός. Και τί λέγω κοινωνίας; Κάν έν βρώματι, και πόματι και φιλία συγκατείσι τοις αίρετικοίς υπεύθυνος» (ΜΙGΝΕ 99, στ. 1205).
«Φυλάξατε έτι έαυτάς της ψυχοφθόρου αίρέσεως, ής ή κοινωνία άλλοτρίωσις Χριστού» (αύτ. 1216).
«Οι μέν τέλεον περί την πίστιν έναυάγησον· οι δέ, ει και τοις λογισμοίς ού κατεποντίσθησαν, όμως τη κοινωνία της αίρέσεως συνόλλυνται» (Αύτ. 1164).
'Ιεραρχείν δοκούντες και ιερείς, μονασταί και μιγάδες, πάν γένος και πάσα ηλικία· οι μέν τέλεον ναυανήσαντες περί την πίστιν, οι δέ, ει και τοις λογισμοίς ού καταποντισθέντες, τη δέ αιρετική κοινωνία έξ ημισείας δέει σωματικού θανάτου, συγκινδυνεύοντες» (Αυτόθι στ. 1157).
Ερώτησις Α: Περί πρεσβυτέρου, διακόνου και άναγνώστου έσχηκότων φρόνημα ορθόν, τοις αίρετικοίς δέ κοινωνησάντων έξ ανθρωπίνου φόβου· ειχρή προσφοράν υπέρ αυτών ποιείν ή παννυχίδα ή ευχήν;
Άπόκρισις: Ει μέχρι άποβιώσεως κοινωνούντες τοις αίρετικοις διέμειναν, ΟΥΔΑΜΩΣ.
Έρώτησις Β: Περί μοναχών και μοναζουσών όμοίως τή κοινωνία τών αιρετικών άποβιωσάντων.
Απόκρισις: Ή προειρημένη άπόκρισις Α' φυλαττέσθω και επί τοίσδε. Όμοίως και επί λαϊκών, ανδρών τε και γυναικών και παίδων». (Αύτ. στ. 1660).
«Πάς όρθοδοξών κατά πάντα, πάντα αίρετικόν δυνάμει, κάν ού γράμματι άναθεματίζει» (ΜΙGΝΕ 99, 1088).
«... ταύτην έν έαυτοίς άναζωπυρούντες άεί τήν πίστιν, ασπίλους και άμωμους εαυτούς τηρήσατε ΜΗΤΕ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΕΣ τώ μνημονευθέντι (Νεστορίω) μήτε μήν ώς διδασκάλω προσέχοντες, ει μένει ΛΥΚΟΣ άντί ποιμένος... τοις δέ γε τών κληριικών, είτε λαϊκών διά τήν όρθήν πίστιν ΚΕΧΩΡΙΣΜΕΝΟΙΣ ή καθαιρεθείσι παρ' αυτού, κοινωνούμεν ήμείς, ού τήν εκείνου κυρούντες άδικον ψήφον, έπαινούντες δέ μάλλον τους πεπονθόντας, κάκείνο λέγοντες αύτοίς· ει όνειδίζεσθε έν Κυρίω ΜΑΚΑΡΙΟΙ· ότι της δυνάμεως και το του Θεού πνεύμα εις ΥΜΑΣ άναπέπαυται»!.. (ΜΑΝSΙ IV, 1096).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου