Όπως η Εκκλησία και οι Απόστολοι, ούτω και η διαδεχθείσα τους Αποστόλους Ιεραρχία της Εκκλησίας είναι αλάθητος, μάλιστα όταν αποφαίνηται έν Συνόδοις και δή Οικουμενικαίς. Και είς τάς Ορθοδόξους Συνόδους αναφέρονται τα λόγια του Κυρίου, <<ο δέ Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ό πέμψει ο Πατήρ έν τώ ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα, ά είπον υμίν>> (Ιω. ιδ΄ 25), και <<οδηγήσει υμάς είς πάσαν την αλήθειαν>> (Ιω. ιστ΄ 13). Αί Σύνοδοι της Ορθοδοξίας είναι αλήθητοι διά το Πνεύμα το Άγιον το ενεργούν έν (Μ. Βασιλείου, PG. 32, 528) αυταίς, κατά την διαβεβαίωσιν του Κυρίου, <<ιδού εγώ μεθ΄ υμών ειμί πάσα τάς ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος>> (Ματθ. κη΄ 20). Αί άγιαι Σύνοδοι κείνται υπεράνω των επισκόπων και είναι η ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή και το ανώτατον έν τή Εκκλησία κριτήριον, και αυτών των Πατριαρχών (Πηδάλιον, σ. 120). Αί αποφάσεις των Συνόδων της Ορθοδοξίας παραμένουν εις τον αιώνα ακατάλυτοι (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 136) ώς θείος νόμος, όστις <<ού μή παρέλθη>> (Ματθ. ε΄ 18), <<έως άν παρέλθη ο ουρανός και η γή>> (Ματθ. ε΄ 18).
Αί αποφάσεις των αγίων Συνόδων, δογματικαί και κανονικαί, διοικητικαί και δικαστικαί, είναι υποχρεωτικαί διά πάντα πιστόν και η τήρησίς των αναγκαία διά την έν Χριστώ σωτηρίαν, ή δέ παράβασίς των ρίπτει είς κρίμα αθείας. Είς τάς Συνόδους ταύτας αναφέρεται κυρίως ο λόγος του Κυρίου, <<εάν δέ και της Εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης>> (Ματθ. ιη΄ 17 και Πηδάλιον, σ. 120). Ο παραβαίνων και παραθεωρών τάς αποφάσεις των αγίων και ιερών Συνόδων της Ορθοδοξίας αρνείται την Αποστολικήν Παράδοσιν της Εκκλησίας. Αθετεί τους αγίους Αποστόλους και παρακούει είς την Εκκλησίαν, περιπίπτων είς το αμάρτημα της παρακοής και αθετήσεως Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπερ εστίν απιστία, συνεπαγομένη <<κόλασιν αιώνιον>> (Ματθ. κε΄ 46). Ώς γνωστόν, <<τοίς...απίστοις...το μέρος αυτών έν τή λίμνη τή καιομένη έν πυρί και θείω, ό έστιν ο θάνατος ο δεύτερος>> (Αποκ. κα΄ 8), ήγουν θάνατος ο αθάνατος (Χρυσοστόμου, 49, 160).
Ο θεσμός των Συνόδων έν τή Εκκλησία είναι θεόπνευστος, και είς αυτόν πρό παντός αφορά το θεόλεκτον, <<ού γάρ είσι δύο ή τρείς συνηγμένοι είς το εμόν όνομα, εκεί ειμί έν μέσω αυτών>> (Ματθ. ιη΄ 20). Ο εκκλησιαστικός ούτος θεσμός συνεστήθη υπό του Κυρίου διά των αγίων Αποστόλων. <<Το συνοδικόν σύστημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανάγει την αρχήν του κατ΄ ευθείαν είς την Παράδοσιν των Αποστόλων. Αμετακίνητος θεμέλιος του αρχαίου συνοδικού θεσμού παραμένει η πράξις της Αποστολικής Εκκλησίας, και δή αυτή η Αποστολική Σύνοδος>> (Γαλ. γ΄ 27), περί της οποίας μαρτυρεί το θεόπνευστον βιβλίον των Πράξεων των Αποστόλων της Καινής Διαθήκης. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΝ ΧΑΡΤΗΝ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ τον οποίον ακολουθούν πάσαι αί κατόπιν άγιαι Σύνοδοι της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.
Η Αποστολική Σύνοδος συνεκροτήθη έν έτει 49 μ.Χ είς Ιεροσόλυμα, ίνα αποφανθή περί των όρων της εισόδου είς την Εκκλησία των πιστευόντων εθνικών. Της Αποστολικής Συνόδου μετέσχον οι Απόστολοι, οι πρεσβύτεροι και πάσα η Εκκλησία, ώς μαρτυρείται διά των χωρίων των Πράξεων των Αποστόλων, <<τότε έδοξε τοίς Αποστόλοις και τοίς πρεσβυτέροις σύν όλη τή Εκκλησία>> (Πραξ. ιε΄ 22), και <<οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί τοίς έξ εθνών...>> (Πραξ. ιε΄ 23). Πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου εμφανίζεται ο αδελφόθεος Ιάκωβος, πρώτος Επίσκοπος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων (Πραξ. ιε΄ 13-21). <<Πολλής δέ συζητήσεως γενομένης>> (Πραξ. ιε΄ 7) έν Πνεύματι, η Αποστολική Σύνοδος εξέδωσεν απόφασιν, σύμφωνον πρός το Πνεύμα το Άγιον. <<Έδοξε γάρ τώ Αγίω Πνεύματι και ημίν>> (Πραξ. ιε΄ 28), αναγράφεται είς την Συνοδικήν <<Επιστολήν>> (Πραξ. ιε΄ 30), ήτις εγράφη και απεστάλη παρά της Αποστολικής Συνόδου πρός τους ώς άνω έξ εθνών αδελφούς.
Αί αποφάσεις των αγίων Συνόδων, δογματικαί και κανονικαί, διοικητικαί και δικαστικαί, είναι υποχρεωτικαί διά πάντα πιστόν και η τήρησίς των αναγκαία διά την έν Χριστώ σωτηρίαν, ή δέ παράβασίς των ρίπτει είς κρίμα αθείας. Είς τάς Συνόδους ταύτας αναφέρεται κυρίως ο λόγος του Κυρίου, <<εάν δέ και της Εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης>> (Ματθ. ιη΄ 17 και Πηδάλιον, σ. 120). Ο παραβαίνων και παραθεωρών τάς αποφάσεις των αγίων και ιερών Συνόδων της Ορθοδοξίας αρνείται την Αποστολικήν Παράδοσιν της Εκκλησίας. Αθετεί τους αγίους Αποστόλους και παρακούει είς την Εκκλησίαν, περιπίπτων είς το αμάρτημα της παρακοής και αθετήσεως Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπερ εστίν απιστία, συνεπαγομένη <<κόλασιν αιώνιον>> (Ματθ. κε΄ 46). Ώς γνωστόν, <<τοίς...απίστοις...το μέρος αυτών έν τή λίμνη τή καιομένη έν πυρί και θείω, ό έστιν ο θάνατος ο δεύτερος>> (Αποκ. κα΄ 8), ήγουν θάνατος ο αθάνατος (Χρυσοστόμου, 49, 160).
Ο θεσμός των Συνόδων έν τή Εκκλησία είναι θεόπνευστος, και είς αυτόν πρό παντός αφορά το θεόλεκτον, <<ού γάρ είσι δύο ή τρείς συνηγμένοι είς το εμόν όνομα, εκεί ειμί έν μέσω αυτών>> (Ματθ. ιη΄ 20). Ο εκκλησιαστικός ούτος θεσμός συνεστήθη υπό του Κυρίου διά των αγίων Αποστόλων. <<Το συνοδικόν σύστημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανάγει την αρχήν του κατ΄ ευθείαν είς την Παράδοσιν των Αποστόλων. Αμετακίνητος θεμέλιος του αρχαίου συνοδικού θεσμού παραμένει η πράξις της Αποστολικής Εκκλησίας, και δή αυτή η Αποστολική Σύνοδος>> (Γαλ. γ΄ 27), περί της οποίας μαρτυρεί το θεόπνευστον βιβλίον των Πράξεων των Αποστόλων της Καινής Διαθήκης. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΝ ΧΑΡΤΗΝ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ τον οποίον ακολουθούν πάσαι αί κατόπιν άγιαι Σύνοδοι της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.
Η Αποστολική Σύνοδος συνεκροτήθη έν έτει 49 μ.Χ είς Ιεροσόλυμα, ίνα αποφανθή περί των όρων της εισόδου είς την Εκκλησία των πιστευόντων εθνικών. Της Αποστολικής Συνόδου μετέσχον οι Απόστολοι, οι πρεσβύτεροι και πάσα η Εκκλησία, ώς μαρτυρείται διά των χωρίων των Πράξεων των Αποστόλων, <<τότε έδοξε τοίς Αποστόλοις και τοίς πρεσβυτέροις σύν όλη τή Εκκλησία>> (Πραξ. ιε΄ 22), και <<οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί τοίς έξ εθνών...>> (Πραξ. ιε΄ 23). Πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου εμφανίζεται ο αδελφόθεος Ιάκωβος, πρώτος Επίσκοπος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων (Πραξ. ιε΄ 13-21). <<Πολλής δέ συζητήσεως γενομένης>> (Πραξ. ιε΄ 7) έν Πνεύματι, η Αποστολική Σύνοδος εξέδωσεν απόφασιν, σύμφωνον πρός το Πνεύμα το Άγιον. <<Έδοξε γάρ τώ Αγίω Πνεύματι και ημίν>> (Πραξ. ιε΄ 28), αναγράφεται είς την Συνοδικήν <<Επιστολήν>> (Πραξ. ιε΄ 30), ήτις εγράφη και απεστάλη παρά της Αποστολικής Συνόδου πρός τους ώς άνω έξ εθνών αδελφούς.
ΟΡΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ
Η Αποστολική Σύνοδος Ιεροσολύμων έχει οικουμενικόν χαρακτήρα και παραμένει είς το διηνεκές ή πρότυπος Σύνοδος, ή εμπνέουσα το όλον συνοδικόν σύστημα της Εκκλησίας. Κατά την Σύνοδον ταύτην διέλαμψε το γνήσιον συνοδικόν πνεύμα της Ορθοδοξίας, απηλλαγμένον πάσης αλλοιώσεως. Αί κατόπιν Σύνοδοι της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας λειτουργούν κατά το πρότυπον της Αποστολικής Συνόδου. Ούτω πληρούν τους κάτωθι αναγκαίους όρους Ορθοδόξου Συνόδου, άνευ των οποίων η Σύνοδος δεν δύναται να εκπροσωπή την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
α) Δεν δύνανται να μετάσχουν της Συνόδου οι περί την πίστιν ασεβούντες. Τούτο τονίζει ο Μ. Αθανάσιος, γράφων το εξής <<Ού γάρ οίον τε συνόδω συναριθμηθήναι τους περί την πίστιν ασεβούντας>> (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
β) Δεν δύνανται να συγκαθήσουν έν Συνόδω οι διατελούντες υπό κατηγορίαν <<παρά αξιοπίστων ανθρώπων>> (ΟΔ΄ Κανών των Αποστόλων) και δή επί κακοδοξία (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
γ) Δεν επιτρέπεται έν Συνόδω να αποσιωπάται διαφωνία τις επί ζητήματος πίστεως. <<Χρή γάρ πρώτον πάσαν περί της πίστεως διαφωνίαν εκκόπτεσθαι, και τότε την περί των πραγμάτων έρευναν ποιείσθαι>> (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
Πάσα διαφωνία επί ζητήματος πίστεως δέον όπως μή παραγκωνίζεται, διά παραθεωρήσεως, ή παρασιωπήσεως των δογματικών διαφορών, ή διά συμβιβασμού έπ΄ αυτών, αλλά επιβάλλεται να αντιμετωπίζηται σοβαρώς, βάσει της Παραδόσεως της Ορθοδοξίας.
δ) Διό έν Συνόδω <<ουδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος εξέτασιν της περί πίστεως εξετάσεως>> (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260). Είναι αναγκαίον, όπως πρώτον εξετασθούν και τακτοποιηθούν ορθοδόξως τα προκύψαντα έν τή Εκκλησία ζητήματα πίστεως, και κατόπιν να αντιμετωπισθή πάν άλλο πράγμα.
ε) Έν τή Συνόδω ο ορθόδοξος λόγος πρέπει να είναι παντελώς ελεύθερος. Ούτε έν ονόματι του χρόνου να περιορίζεται, ούτε παρά του προεδρεύοντος να καταστέλληται, ουδέ διά του προγράμματος να περιστέλληται, μηδέ υπό πολιτικής εξουσίας να δεσμεύηται. Μάλιστα έν Συνόδω <<ού πρέπει τώ καιρώ δουλεύειν, αλλά τώ Κυρίω>> ( Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 33, 172). Οι μετέχοντες ταύτης οφείλουν να ενδιαφέρωνται πρωτίστως διά την ορθόδοξον διερεύνησιν και τακτοποίησιν εκάστου θέματος, ακολουθούντες το <<πολλής δέ συζητήσεως γενομένης>> ( Πραξ. ιε΄ 7) της Αποστολικής Συνόδου. Χάριν τούτου, ο ορθόδοξος λόγος δέον να λαλήται έν πάση ανέσει, τηρουμένης της αποστολικής τάξεως, <<προφήται δέ δύο ή τρείς λαλείτωσαν, και οι άλλοι διακρινέτωσαν· εάν δε άλλω αποκαλυφθή καθημένω, ο πρώτος σιγάτω>> (1 Κορ. ιδ΄, 29-30). Εάν η πολιτική αρχή δεν διακατέχηται υπό διαφέροντος ορθοδόξου πίστεως, τότε <<γινέσθω λοιπόν εκκλησιαστική Σύνοδος μακράν του παλατίου, έν ή βασιλεύς ού παρέστιν, ού κόμις παραγίνεται, ού δικαστής απειλεί, αλλά μόνον ό του Θεού φόβος αρκεί και η των Αποστόλων διάταξις>> (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
στ) Οι μετέχοντες της Συνόδου δέον να έχουν την ειλικρινή διάθεσιν, ίνα συζητήσουν και αποφασίσουν ουχί ίδια, ή αλλότρια, αλλά έν τή θεία Χάριτι τα δόξαντα <<τώ Αγίω Πνεύματι>> (Πραξ. ιε΄ 28) και ούτοις.
ζ) Οθεν επιβάλλεται, όπως αί αποφάσεις της Συνόδου μή είναι προαποφασισμέναι εκτός Συνόδου. Ενταύθα το προαποφασίζειν αποτελεί ουσιαστική κατάλυσιν της Συνόδου και αναιδή εμπαιγμόν του συνοδικού θεσμού της Ορθοδοξίας, αλλά και Αυτής της Εκκλησίας. Προσέτι, και Αυτού του Πνεύματος του Αγίου εμπαιγμόν, όστις είναι αληθώς αμάρτημα βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος. Άς έχουν υπ΄ όψιν των οι τούτο πράττοντες, ότι <<Θεός ού μυκτηρίζεται>> (Γαλ. στ΄ 7). Συνερχομένοι είς Σύνοδον, οφείλουν να προσέρχωνται ώς οι της Αποστολικής Συνόδου, περί των οποίων εγράφη <<Συνήχθησαν δέ οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου>> (Πραξ. ιε΄ 6).
η) Αί συζητήσεις της συνόδου δέον όπως διεξάγωνται μόνον βάσει της Παραδόσεως της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.
θ) Αί αποφάσεις της Συνόδου είναι αναγκαίον να έπωνται και να συμφωνούν πρός τάς προγενεστέρας Ορθοδόξους Συνόδους, τους Αποστόλους και τους Πατέρας της Ορθοδοξίας. Οι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ανεφώνησαν έν αυτή σχετικώς <<Αύτη η πίστις των Πατέρων· αύτη η πίστις των Αποστόλων· πάντες ούτω πιστεύομεν· οι Ορθόδοξοι ούτω πιστεύουσιν>> (Πρακτικά Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 6, 972).
ι) Η Σύνοδος πρέπει να έχη συγκληθή κανονικώς. Δηλαδή να κρατή και έν προκειμένω <<η των Αποστόλων διάταξις>>, ώς λέγει ο Μ. Αθανάσιος (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
ια) Ίνα η Σύνοδος κριθή ώς όντως ορθόδοξος, είναι αναγκαίον αί αποφάσεις της να γίνουν αποδεκταί υπό της καθ΄ όλου Εκκλησίας. Δηλαδή υπό πάντων των ορθοδόξων ιεραρχών, των λοιπών κληρικών, των μοναχών και των λαικών. Διότι, ώς ελέχθη κλασσικώς υπό του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, <<τάς γενομένας Συνόδους η ευσεβής πίστις κυροί, και πάλιν η των δογμάτων ορθότης κρίνει τάς Συνόδους>> (Πηδάλιον, σ. 118).
α) Δεν δύνανται να μετάσχουν της Συνόδου οι περί την πίστιν ασεβούντες. Τούτο τονίζει ο Μ. Αθανάσιος, γράφων το εξής <<Ού γάρ οίον τε συνόδω συναριθμηθήναι τους περί την πίστιν ασεβούντας>> (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
β) Δεν δύνανται να συγκαθήσουν έν Συνόδω οι διατελούντες υπό κατηγορίαν <<παρά αξιοπίστων ανθρώπων>> (ΟΔ΄ Κανών των Αποστόλων) και δή επί κακοδοξία (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
γ) Δεν επιτρέπεται έν Συνόδω να αποσιωπάται διαφωνία τις επί ζητήματος πίστεως. <<Χρή γάρ πρώτον πάσαν περί της πίστεως διαφωνίαν εκκόπτεσθαι, και τότε την περί των πραγμάτων έρευναν ποιείσθαι>> (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
Πάσα διαφωνία επί ζητήματος πίστεως δέον όπως μή παραγκωνίζεται, διά παραθεωρήσεως, ή παρασιωπήσεως των δογματικών διαφορών, ή διά συμβιβασμού έπ΄ αυτών, αλλά επιβάλλεται να αντιμετωπίζηται σοβαρώς, βάσει της Παραδόσεως της Ορθοδοξίας.
δ) Διό έν Συνόδω <<ουδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος εξέτασιν της περί πίστεως εξετάσεως>> (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260). Είναι αναγκαίον, όπως πρώτον εξετασθούν και τακτοποιηθούν ορθοδόξως τα προκύψαντα έν τή Εκκλησία ζητήματα πίστεως, και κατόπιν να αντιμετωπισθή πάν άλλο πράγμα.
ε) Έν τή Συνόδω ο ορθόδοξος λόγος πρέπει να είναι παντελώς ελεύθερος. Ούτε έν ονόματι του χρόνου να περιορίζεται, ούτε παρά του προεδρεύοντος να καταστέλληται, ουδέ διά του προγράμματος να περιστέλληται, μηδέ υπό πολιτικής εξουσίας να δεσμεύηται. Μάλιστα έν Συνόδω <<ού πρέπει τώ καιρώ δουλεύειν, αλλά τώ Κυρίω>> ( Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 33, 172). Οι μετέχοντες ταύτης οφείλουν να ενδιαφέρωνται πρωτίστως διά την ορθόδοξον διερεύνησιν και τακτοποίησιν εκάστου θέματος, ακολουθούντες το <<πολλής δέ συζητήσεως γενομένης>> ( Πραξ. ιε΄ 7) της Αποστολικής Συνόδου. Χάριν τούτου, ο ορθόδοξος λόγος δέον να λαλήται έν πάση ανέσει, τηρουμένης της αποστολικής τάξεως, <<προφήται δέ δύο ή τρείς λαλείτωσαν, και οι άλλοι διακρινέτωσαν· εάν δε άλλω αποκαλυφθή καθημένω, ο πρώτος σιγάτω>> (1 Κορ. ιδ΄, 29-30). Εάν η πολιτική αρχή δεν διακατέχηται υπό διαφέροντος ορθοδόξου πίστεως, τότε <<γινέσθω λοιπόν εκκλησιαστική Σύνοδος μακράν του παλατίου, έν ή βασιλεύς ού παρέστιν, ού κόμις παραγίνεται, ού δικαστής απειλεί, αλλά μόνον ό του Θεού φόβος αρκεί και η των Αποστόλων διάταξις>> (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
στ) Οι μετέχοντες της Συνόδου δέον να έχουν την ειλικρινή διάθεσιν, ίνα συζητήσουν και αποφασίσουν ουχί ίδια, ή αλλότρια, αλλά έν τή θεία Χάριτι τα δόξαντα <<τώ Αγίω Πνεύματι>> (Πραξ. ιε΄ 28) και ούτοις.
ζ) Οθεν επιβάλλεται, όπως αί αποφάσεις της Συνόδου μή είναι προαποφασισμέναι εκτός Συνόδου. Ενταύθα το προαποφασίζειν αποτελεί ουσιαστική κατάλυσιν της Συνόδου και αναιδή εμπαιγμόν του συνοδικού θεσμού της Ορθοδοξίας, αλλά και Αυτής της Εκκλησίας. Προσέτι, και Αυτού του Πνεύματος του Αγίου εμπαιγμόν, όστις είναι αληθώς αμάρτημα βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος. Άς έχουν υπ΄ όψιν των οι τούτο πράττοντες, ότι <<Θεός ού μυκτηρίζεται>> (Γαλ. στ΄ 7). Συνερχομένοι είς Σύνοδον, οφείλουν να προσέρχωνται ώς οι της Αποστολικής Συνόδου, περί των οποίων εγράφη <<Συνήχθησαν δέ οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου>> (Πραξ. ιε΄ 6).
η) Αί συζητήσεις της συνόδου δέον όπως διεξάγωνται μόνον βάσει της Παραδόσεως της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.
θ) Αί αποφάσεις της Συνόδου είναι αναγκαίον να έπωνται και να συμφωνούν πρός τάς προγενεστέρας Ορθοδόξους Συνόδους, τους Αποστόλους και τους Πατέρας της Ορθοδοξίας. Οι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ανεφώνησαν έν αυτή σχετικώς <<Αύτη η πίστις των Πατέρων· αύτη η πίστις των Αποστόλων· πάντες ούτω πιστεύομεν· οι Ορθόδοξοι ούτω πιστεύουσιν>> (Πρακτικά Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 6, 972).
ι) Η Σύνοδος πρέπει να έχη συγκληθή κανονικώς. Δηλαδή να κρατή και έν προκειμένω <<η των Αποστόλων διάταξις>>, ώς λέγει ο Μ. Αθανάσιος (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
ια) Ίνα η Σύνοδος κριθή ώς όντως ορθόδοξος, είναι αναγκαίον αί αποφάσεις της να γίνουν αποδεκταί υπό της καθ΄ όλου Εκκλησίας. Δηλαδή υπό πάντων των ορθοδόξων ιεραρχών, των λοιπών κληρικών, των μοναχών και των λαικών. Διότι, ώς ελέχθη κλασσικώς υπό του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, <<τάς γενομένας Συνόδους η ευσεβής πίστις κυροί, και πάλιν η των δογμάτων ορθότης κρίνει τάς Συνόδους>> (Πηδάλιον, σ. 118).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου