Ὑπό τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς τοῦ Α.Π.Θ
Ἀπό τῆς 17ης ἕως καί τῆς 29ης Σεπτεμβρίου διεξάγεται εἰς τήν Βιέννην ὁ θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν διά τό Παπικόν Πρωτεῖον.
Κατά τάς πρώτας ἡμέρας τοῦ διαλόγου τηρεῖται ἔνοχος σιωπή ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων διά τήν πορείαν τοῦ Διαλόγου. Ἡ προηγουμένη διάσκεψις εἶχε γίνει εἰς τήν Κύπρον, ἀλλά δέν ἐλήφθησαν ἀποφάσεις, ἐξαἰτίας τῶν δυναμικῶν ἀντιδράσεων τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ ἐντίμου κλήρου καί τῶν θεολόγων τῆς Πανεπιστημιακῆς ἐκπαιδεύσεως. Σημαντικώτατον ὅμως ρόλον εἰς τήν ματαίωσιν τῶν ἀποφάσεων εἶχεν ἡ δυναμική τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως», ἡ ὁποία κατετρόμαξε καί τούς πλέον προωθημένους Οἰκουμενιστάς ὡς καί τόν Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τό ὁποῖον ὑπεχρεώθη νά ἀπολογηθῆ δημοσίως, ἐνῶ φιλοπαπικοί Ἱεράρχαι ὑπεχρεώθησαν εἰς δηλώσεις συμφώνως πρός τάς ὁποίας δέν θά προδώσουν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἀφορμήν τόν νέον κύκλον διαβουλεύσεων μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν εἰς τήν Βιέννην παραθέτομεν τήν εἰσήγησιν, τήν ὁποίαν ἔκαμνε εἰς τό πρόσφατον ἀντιπαπικόν συνέδριον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς ὁ καθηγητής τῆς δογματικῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Δημ. Τσελεγγίδης. Εἰς αὐτήν ἀναπτύσσει τάς ἐσφαλμένας θεολογικάς προϋποθέσεις τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου καί ὑπογραμμίζει ὅτι δογματικῶς «δέν μπορεῖ νά ὑφίσταται οὔτε οὐσιαστικά, οὔτε τυπικά ἑνότης» μετά τῶν Παπικῶν.
Ἡ εἰσήγησις
Ἡ εἰσήγησις ἔχει ὡς ἀκολούθως:
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Η ΕΝΟΤΗΤΑ τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἐκδοχές της -θεσμικές ἤ χαρισματικές- ἔχει σαφῶς ἁγιοπνευματική βάση. Παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται ὅμως, καλλιεργεῖται καί ἐκφαίνεται κατεξοχήν εὐχαριστιακῶς.
Καταρχήν, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητά της, προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν ὀντολογία της καί ἐκφράζει ἰδιαιτέρως τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ ὁποία διατυπώθηκε ἱστορικά κατά τόν πλέον ἐπίσημο καί ἀδιαμφισβήτητο τρόπο στόν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καί τό Σύμβολο Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Στό ἑξῆς, ὁμολογοῦμε διά τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως μέ κάθε ἐπισημότητα, ὅτι πιστεύουμε «εἰς
μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τότε μέ τήν συνεπῆ ἐκκλησιολογική ἔννοια καί κατά κυριολεξία δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες.
Ἀπό τήν διατύπωση τοῦ Συμβόλου προκύπτει ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός, στήν προκειμένη περίπτωση ὡς ἡ ἰδιότητα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, εἶναι τό ἀσφαλές δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Καί πραγματικά, στή συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός του σ' αὐτήν, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή.
Παρά ταῦτα, ἡ ἑνότητα παραμένει γιά τά συγκεκριμένα καί ἐπώνυμα μέλη τῆς Ἐκκλησίας κάθε ἐποχῆς καί ζητούμενο βιωματικό. Ὡς βιωματικό ζητούμενο ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν της ἀποτελεῖ τό προσωπικό ἄθλημα τῆς συνεργίας τους γιά τή δόκιμη παραμονή καί τήν σίγουρη καρποφορία στό ζωντανό καί ζωοποιό, θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐν πάσῃ αἰσθήσει ἑνότητα μέ τό Χριστό καί δι' αὐτοῦ μέ τόν ὅλο Τριαδικό Θεό, ἀλλά καί μεταξύ μας, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ γιά μᾶς, ὥστε νά γίνουμε ὄχι μόνον ἕνα σῶμα μέ τό Χριστό, ἀλλά καί ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό (Βλ. Ἐφ. 4, 4-5) «ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ἡμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». Αὐτό ἐκφράστηκε ἀπερίφραστα στήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ, πού θά ἐξηγήσουμε στή συνέχεια τῆς Εἰσηγήσεώς μας.
Συγκεκριμένα, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὑφίσταται καί ἐκφαίνεται θεσμικῶς στήν πίστη, τή λατρεία καί τή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Σέ κάθε περίπτωση ἡ παραπάνω τριπλῆ ἑνότητα θεμελιώνεται καί ἀντλεῖται ἀπό τό τρισσό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ: τό προφητικό, τό ἀρχιερατικό καί τό βασιλικό. Κατά συνέπεια, οἱ τρεῖς ἐκφάνσεις τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ἀλληλοεξαρτώμενες καί ἀδιάσπαστες συντεταγμένες τῆς μίας καί πλήρους ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καθεαυτήν, τόσο σέ θεσμικό ὅσο καί σέ βιωματικό-χαρισματικό ἐπίπεδο, χωρίς τήν ὀντολογικοῦ χαρακτήρα διάκριση ἀνάμεσα στήν ἄκτιστη οὐσία καί τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, παραμένει στήν πράξη οὐσιαστικά ἀκατανόητη, ἀλλά καί θεολογικά ἀτεκμηρίωτη. Ἡ παραπάνω διάκριση, ἀποτέλεσμα τοῦ χαρισματικοῦ καί ἐμπειρικοῦ χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἀποτελεῖ τό πνευματικό «κλειδί» κατανοήσεως τοῦ χαρακτήρα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γι' αὐτό καί ἡ διάκριση αὐτή θά προϋποτίθεται ὁπωσδήποτε σ' ὅλη τήν πραγμάτευση τοῦ θέματός μας, θά τό διαπερνᾶ ἀξονικά καί θά διέπει νοηματικά τά ἐπιμέρους λεγόμενά μας.
Α' Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
Η ΕΝΟΤΗΤΑ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἤδη ὑπαινιχθήκαμε, δέν ἀποτελεῖ μιά αὐτονομημένη καί ἀφηρημένη δογματική ἀλήθεια ἀνεξάρτητη ἀπό τή ζωή της, ἀλλά ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία
καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία της. Τό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, γίνεται ὁ χαρισματικός χῶρος, ὅπου συγκροτεῖται, βιώνεται καί φανερώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ὡς εἰκόνα τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ καρπό τῆς μεθέξεώς τους στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί συνιστᾶ ἔκφραση ζωῆς τῆς ΜΙΑΣ καί πάντοτε ἑνιαίας Ἐκκλησίας, ὡς ἀδιάσπαστης ἑνότητας καί τελείας κοινωνίας προσώπων. Κατά συνέπεια, οἱ θεολογικές-ὀντολογικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀναφορά τῶν πιστῶν στήν Τριαδική ἑνότητα βρίσκονται στήν ἵδρυση καί σύσταση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἁρμόζονται οἱ πιστοί ὡς ὀργανικά μέλη του.
Οἱ πιστοί ὡς κατοικητήριο τῶν θείων προσώπων, χαρισματικῶς, καλοῦνται νά ζοῦν κατά τό πρότυπο τῆς Τριαδικῆς ἑνότητας καί νά ἐκφράζουν μέ τόν τρόπο αὐτό τήν κοινωνία καί μετοχή τους στή ζωή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἡ πραγμάτωση τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν κατά τό πρότυπο τῆς ἑνότητας τῶν θείων προσώπων ἀποτελεῖ καί τή μαρτυρία τους στόν κόσμο: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας» (Ἰω. 17,21).
Στήν παραπάνω Ἀρχιερατική προσευχή ὁ Χριστός, κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ζητεῖ ἀπό τόν Πατέρα του τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν κατά τό ὑπόδειγμα τῆς δικῆς τους ἑνότητας. Βέβαια, ἐδῶ ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν δέν ἀναφέρεται στή φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, γιατί «μόνῃ τῇ φύσει πάντα μακράν ἐστιν αὐτοῦ» (Κατά Ἀρειανῶν 3,26, ΒΕΠ 30, σ. 269). Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ὡς μελῶν τῆς μίας καί μοναδικῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνεται ὄχι στή φύση ἀλλά στήν ἄκτιστη θεοποιό ἐνέργεια καί δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι πέραν πάσης ἀμφιβολίας ἡ τεκμηρίωση τῆς θέσεως αὐτῆς, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ ὑποστατική Ἀλήθεια, στήν ἄμεση συνέχεια τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, τό διατυπώνει ἀπερίφραστα:
«Κἀγώ τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκει ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς καθώς ἐμέ ἠγάπησας» (Ἰω. 17, 22-23). Στό χωρίο αὐτό βρίσκεται συμπυκνωμένα τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς ἁγιοπνευματικῆς βάσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας . Ἐκεῖνο πού ἑνοποιεῖ τούς πιστούς στήν Ἐκκλησία, ἤ ἐκεῖνο πού κάνει τήν Ἐκκλησία ἕνα καί ἀδιάσπαστο, ὀργανικό, θεανθρώπινο σῶμα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἄκτιστη θεοποιός δόξα καί Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄκτιστη αὐτή θεότητα, πού συνέχει καί τελειοποιεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, οἰκειώνεται χαρισματικά καί παραμένει ἐσαεί λειτουργικά στήν Ἐκκλησία, μυστηριακῶς, χάριν τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι καί ἡ κεφαλή τοῦ ἑνός θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας (βλ. Ἐφ. 1, 22-23). Στό σῶμα αὐτό πραγματώνεται ὀντολογικῶς καί χαρισματικῶς τό «ἐγώ ἐν αὐτοῖς» τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
καί τό ἑνιαῖο φρόνημα
Κατά συνέπεια, ὁ ἀναγκαῖος ὅρος τῆς ἑνότητάς μας μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν Χριστῷ εἶναι ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας ἐνεργῶς. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἑνότητά μας μέ τόν Τριαδικό Θεό δέν ὀφείλεται σέ προσόν τῆς φύσεώς μας, ἀλλά στό Ἅγιο Πνεῦμα. (Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Kατά Ἀρειανῶν 3, 25, ΒΕΠ 30, 271: «Τό Πνεῦμά ἐστιν τό ἐν τῷ Θεῷ τυγχάνον, καί οὐχ ἡμεῖς καθ' ἑαυτούς»). Πρακτικῶς, ἡ χαρισματική αὐτή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται μέ τή συμφωνία τῆς γνώμης καί τήν ὕπαρξη ἑνιαίου φρονήματος σέ μᾶς (βλ. Κατά Ἀρειανῶν 3,23, ΒΕΠ 30, 269).
Ἄν ὅμως ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησιας ὡς μυστηριακοῦ καί Θεανθρωπίνου σώματος, ἀλλά καί ἡ ἑνότητα τῶν ἐπιμέρους πιστῶν ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τους, κατά τό πρότυπο τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πραγματοποιεῖται ἄμεσα καί προσωπικά ἀπό τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό διά τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε γίνεται εὔκολα κατανοητό ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι -Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες- πού σέ καμία περίπτωση δέν συνιστοῦν Ἐκκλησίες ἀλλά θρησκευτικές κοινότητες μέ ἐκκλησιαστικό ὄνομα, ἀλλοιώνοντας διά τοῦ Filioque τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας στόν Τριαδικό Θεό καί πρακτικῶς μή κάνοντας τήν διάκριση ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας στό Θεό, καθιστοῦν ἀνέφικτη τήν ὀντολογικοῦ καί χαρισματικοῦ χαρακτήρα ἑνότητά τους μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μαζί μας ἐν Χριστῷ. Ἀλλά καί κάθε ἄλλη ἐπιδιωκόμενη μορφή ἑνότητας μέ τούς ἑτεροδόξους, πού παρακάμπτει τίς παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις γιά τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν», εἶναι στήν πραγματικότητα ἀνέφικτη. Ὡστόσο ὅμως, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τό συντονιστικό κέντρο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἐμφανίζονται νά ἔχουν ἄλλη θεώρηση γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐπ' αὐτοῦ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικό τό γεγονός, ὅτι στήν πρώτη παράγραφο τοῦ ὑποβληθέντος Προσχεδίου τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς στήν Κύπρο, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009, μνημονεύεται ὅτι στό συμφωνηθέν κοινό Κείμενο τῆς Ραβέννας (2007) Ρωμαιοκαθολικοί καί Ὀρθόδοξοι κάνουν λόγο γιά «τήν ἐποχή τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας», (βλ. Κείμενο τῆς Ραβέννας παρ. 41). Εἶναι σαφές ὅτι ἡ διατύπωση αὐτή προϋποθέτει γιά τά μέλη τῆς Μ.Δ.Ε. πώς σήμερα δέν ὑφίσταται ἡ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Καί ἑπομένως, σήμερα ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη, παρά τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁμολογοῦμε λεκτικά στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Αὐτό ὅμως σημαίνει ἔκπτωση ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅλων ἐκείνων, πού συνειδητά ὑποστηρίζουν ὅσα τό Κείμενο τῆς Ραβέννας διαλαμβάνει γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἔμμεσα πλήν σαφῶς δέν ἀποδέχονται μέρος τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά, ἤδη πολύ νωρίτερα, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί διαφοροποιήθηκαν ἀπό τή δογματική διδασκαλία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ τήν προσθήκη τοῦ Filioque. Τό Filioque κυοφορήθηκε καί φανερώθηκε στή Δύση, ὅταν ὑποχώρησε ἡ βίωση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς δικαιοδοσίας τοῦ πάπα. Οὐσιαστικά τό Filioque ἀπετέλεσε τήν ἀποκρυστάλλωση τῆς ἀποξενώσεως ἀπό τήν βιωματική ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μέσω τῆς ὁποίας πραγματοποιεῖται ἡ ἄμεση καί ἀληθινή κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο στόν κατεξοχήν φορέα τῆς ἑνότητας Θεοῦ καί ἀνθρώπου, δηλαδή στήν Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, ἐξαιτίας τῆς δογματικῆς διαφοροποιήσεώς μας ἀπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς δέν μπορεῖ νά ὑφίσταται οὔτε οὐσιαστικά οὔτε τυπικά ἑνότητα μαζί τους. Ὡστόσο ὅμως, τό δογματικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς παράδοξο εἶναι, ὅτι τό Κείμενο τῆς Ραβέννας -συνεπές πρός τά προηγούμενα κοινά Κείμενα τοῦ Μονάχου, τοῦ Bari, τοῦ Βάλαμο καί τοῦ Balamand- κάνει λόγο γιά κοινή ἀποστολική πίστη, κοινά μυστήρια καί ἐκκλησιακό χαρακτήρα τῶν ἑτεροδόξων. Ἔτσι, δίνεται ἡ ἐσφαλμένη καί βλάσφημη ἐντύπωση ὅτι μέ τό κοινό αὐτό Κείμενο τῆς Ραβέννας διαψεύδεται ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι τά ἀποκομμένα ἀπό τήν ἄμπελο κλήματα δέν μποροῦν νά φέρουν καρπό. Τά μέλη τῆς Μ.Δ.Ε. δηλαδή διαβεβαιώνουν στά κοινά Κείμενά τους, ὅτι παρά τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις τους οἱ Ρωμαιοκαθολικοί συνιστοῦν
Ἐκκλησία καί ὅτι ἔχουν γνήσια μυστήρια. Εἶναι θεολογικῶς ἀλλά καί λογικῶς ὄντως παράδοξο, πῶς οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν δέν ἀντιλαμβάνονται τό κολοσσιαῖο δογματικό σφάλμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν γιά τόν κτιστό χαρακτήρα τῶν μυστηρίων τους, τό ὁποῖο σφάλμα ἀκυρώνει κυριολεκτικά τόν παραπάνω ἰσχυρισμό τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, πού προσυπογράφουν καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι. Οἱ ἴδιοι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί μᾶς πιστοποιοῦν μέ τή δογματική διδασκαλία τους γιά τήν κτιστή Χάρη, ὅτι εἶναι ἐμπειρικῶς ἄμοιροι τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Θεανθρώπινου χαρακτήρα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητάς της. Κατά συνέπεια, μέ τίς ὑφιστάμενες προϋποθέσεις εἶναι θεολογικῶς τελείως ἄστοχο καί ἄσκοπο νά ἐπιχειρεῖται ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα ἑνότητα μαζί τους. Εἶναι πρακτικῶς ἄλλωστε καί τελείως ἀνέφικτη αὐτή ἡ ἑνότητα, ἐπειδή ἀντίκειται στίς θεολογικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας καί στό ὀντολογικό περιεχόμενο τοῦ χαρακτήρα της.
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ. ΦΥΛ. 1846
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου