Όταν οι άγιοι συμβούλευαν να απομακρυνόμαστε άπό τους αιρετικούς, δεν τό έκαναν επειδή αισθάνονταν δυνατοί ή αδύνατοι στην πίστη, άλλα επειδή ακολουθούσαν τήν δοκιμασμένη και θεόπνευστη Παράδοση και ώς έκ τούτου είχαν κοινή γραμμή, δεν έσπερναν τήν σύγχυση, δεν δημιουργούσαν σκανδαλισμό στους πιστούς, δεν προετοίμαζαν νέα σχίσματα και διαιρέσεις.
Είναι σημαντικό κάθε ποιμαντική πράξη των Ποιμένων της 'Εκκλησίας, νά ακολουθεί τις αρχές της όλης θεολογίας και του δόγματος. Ακριβώς, όπως ή θεολογία «εξαίρει έντονα τήν ενότητα και τήν Ιστορική συνέχεια της ΙΙαλαιάς και της Καινής Διαθήκης» και στηρίζεται στην βιωμένη Ποιμαντική των Πατέρων, τήν Παράδοση στό σύνολό της, με τόν ίδιο τρόπο και ή σύγχρονη ποιμαντική πρακτική, απαντώντας βέβαια στις προκλήσεις τών καιρών, πρέπει νά αποδεικνύει στην πράξη τήν συνέχεια της πρακτικής τών Πατέρων. Οι καινοτόμες πρωτοβουλίες γιά τους Πατέρες ήταν πάντα κάτι τό ύποπτο.Έθεωρείτο ύβρις γι' αυτούς ή διαπίστωση ότι καινοτομούν, ότι κάνουν κάτι καινούργιο πού δεν υπήρχε στην Παράδοση. «Ούδεις έκ τών Πατέρων θα έδέχετο νά χαρακτηρισθεί ώς καινοτόμος... Ή Παράδοσι δεν είναι τίποτε άλλο παρα ή έν Άγίω Πνεύματι ζωή και εμπειρία της Εκκλησίας, ή συσσώρευσι τών άγιοπνευματικών εμπειριών, πού έβίωσαν οί άγιοι μέσα στον χώρο τήςΈκκλησίας». Γι' αυτό πάντα έστήριζαν τις ενέργειες τους στους προηγούμενους, ξεκινώντας πολλές φορές άπό τήν Π. Διαθήκη και φτάνοντας ώς τους συγχρόνους τους πνευματικούς οδηγούς.
Ή στάση τών Πατέρων έναντι τών αιρετικών ήταν ανέκαθεν ή ίδια. Ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος έγραφε: «κατ' ουδέν τους πατέρας ευρίσκομεν διαφωνούντας, άλλ' ώς του αυτού πνεύματος όντες, πάντες τό αυτό κηρύττουσι και διδάσκουσι». Και αυτό μας οδηγεί στό ερώτημα: όσοι Πατέρες δέν είναι «του αυτού πνεύματος» μέ τους Αγίους, πόσο «Πατέρες» είναι; Άξιούνται τόν τίτλο του πνευματικού Πατρός ή πλησιάζουν προς τήν κατηγορία εκείνη τών ψευδοπροφητών, πού ό Χριστός, οί Απόστολοι και οι γνήσιοι Πατέρες μας έχουν προειδοποιήσει πώς θά έρθουν, γιά νά τό γνωρίζουμε και νά φυλλαγόμαστε;
Κατ' αρχάς, όπως ό χριστιανός μέ διάκριση και αγάπη επικοινωνεί μέ τους συνανθρώπους του, τό ίδιο θά κάνει και στην επικοινωνία μέ τους έτερόδοξους, αλλόθρησκους και τους άθεους. Όμιλών ό Ευγένιος Βούλγαρις γιά τις καθημερινές σχέσεις μας προς τους αιρετικούς γράφει: «Ή αποχή άπό τούτων στρέφεται εις μόνα τά πνευματικά- τά δ' άλλα επιεικώς και φιλανθρώπως μεταχειριζόμεθα έν πάση έλευθερία τήν έξωτερικήν μετά τούτων συνδιατριβήν τε και κοινωνίαν, φυλάττοντες προς αυτούς τήν πολιτικήν σχέσιν, διατηρούντες προς αυτούς πάντα τά ανθρώπινα δίκαια και καθήκοντα, άγαπώντες αυτούς και τιμώντες και φιλοφρονούμενοι ώς μέλη του κοινού πολιτεύματος».
Όμως, όταν ό διδάσκαλος του γένους Ευγένιος και Επίσκοπος τής Όρθοδόξου'Εκκλησίας, ομιλεί γιά τις σχέσεις μας σέ επίπεδο πίστεως, διαφοροποιείται και συμβουλεύει: «Φεύγε μόνην τήν μετά τών τοιούτων πνευματικήν κοινωνίαν, άγκαλά (μολονότι) ό βίος ο πολιτικός σε υποχρεώνει νά διασώζης τήν κοσμικήν οικειότητα και σννάφειαν. Άποστρέφου τήν άπιστίαν και τήν αίρεσιν καΐ τό σχίσμα, όχι τόν άπιστον και τόν αίρετικόν...» (Βουλγάρεως Ευγενίου, Σχεδίασμα περί της Άνεξιθρησκείας, σελ. 49-50).
Στις Διαταγές τών Αγίων Αποστόλων διά Κλήμεντος υπάρχει ειδική αναφορά μέ τίτλο: «ιη'. Παραίνεσις κελεύουσα φεύγειν τήν τών ασεβών αιρετικών κοινωνίαν» (Διαταγαί τών Αγίων Αποστόλων διά Κλήμεντος, b.6, c. pin, I.31).
Και ό άγιος Ιγνάτιος ό Θεοφόρος γράφει Προς Φιλαδελφείς: «Ώς τέκνα ούν φωτός αληθείας φεύγετε τόν μερισμόν της ένότητος και τάς κακοδιδασκαλίας τών αίρεσιωτών, έξ ών μολυσμός έξήλθεν εις πάσαν τήν γήν».
Ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος διδάσκει, ότι πρέπει νά αποστρεφόμαστε τους αιρετικούς, ώς άλλοτρίους της Καθολικής Εκκλησίας: «Τους ούν» όρθοδόξως «φρονούντας και διδάσκοντας έχε κοινωνικούς, επεί και ημείς· τους δέ έτέρως έχοντας άποστρέφου και αλλοτρίους ηγού και του Θεού και της καθολικής 'Εκκλησίας» (Γρηγορίου Θεολόγου, Προς Κληδόνιον πρεσβύτερον, επιστ. β΄).
Θά ακολουθήσουν στή συνέχεια πολλά κείμενα γιά τή στάση μας απέναντι στους έτερόδοξους, όταν πρόκείται γιά θέματα πίστεως. Έδώ νά δούμε και δυό-τρείς τοποθετήσεις Πατέρων όχι γιά τις συζητήσεις μέ αιρετικούς, αλλά αυτά πού έπονται αυτών τών αδιάκριτων συζητήσεων: τις συμπροσευχές, τό συνεκκλησιασμό και τή διακοινωνία.
Είναι σημαντικό κάθε ποιμαντική πράξη των Ποιμένων της 'Εκκλησίας, νά ακολουθεί τις αρχές της όλης θεολογίας και του δόγματος. Ακριβώς, όπως ή θεολογία «εξαίρει έντονα τήν ενότητα και τήν Ιστορική συνέχεια της ΙΙαλαιάς και της Καινής Διαθήκης» και στηρίζεται στην βιωμένη Ποιμαντική των Πατέρων, τήν Παράδοση στό σύνολό της, με τόν ίδιο τρόπο και ή σύγχρονη ποιμαντική πρακτική, απαντώντας βέβαια στις προκλήσεις τών καιρών, πρέπει νά αποδεικνύει στην πράξη τήν συνέχεια της πρακτικής τών Πατέρων. Οι καινοτόμες πρωτοβουλίες γιά τους Πατέρες ήταν πάντα κάτι τό ύποπτο.Έθεωρείτο ύβρις γι' αυτούς ή διαπίστωση ότι καινοτομούν, ότι κάνουν κάτι καινούργιο πού δεν υπήρχε στην Παράδοση. «Ούδεις έκ τών Πατέρων θα έδέχετο νά χαρακτηρισθεί ώς καινοτόμος... Ή Παράδοσι δεν είναι τίποτε άλλο παρα ή έν Άγίω Πνεύματι ζωή και εμπειρία της Εκκλησίας, ή συσσώρευσι τών άγιοπνευματικών εμπειριών, πού έβίωσαν οί άγιοι μέσα στον χώρο τήςΈκκλησίας». Γι' αυτό πάντα έστήριζαν τις ενέργειες τους στους προηγούμενους, ξεκινώντας πολλές φορές άπό τήν Π. Διαθήκη και φτάνοντας ώς τους συγχρόνους τους πνευματικούς οδηγούς.
Ή στάση τών Πατέρων έναντι τών αιρετικών ήταν ανέκαθεν ή ίδια. Ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος έγραφε: «κατ' ουδέν τους πατέρας ευρίσκομεν διαφωνούντας, άλλ' ώς του αυτού πνεύματος όντες, πάντες τό αυτό κηρύττουσι και διδάσκουσι». Και αυτό μας οδηγεί στό ερώτημα: όσοι Πατέρες δέν είναι «του αυτού πνεύματος» μέ τους Αγίους, πόσο «Πατέρες» είναι; Άξιούνται τόν τίτλο του πνευματικού Πατρός ή πλησιάζουν προς τήν κατηγορία εκείνη τών ψευδοπροφητών, πού ό Χριστός, οί Απόστολοι και οι γνήσιοι Πατέρες μας έχουν προειδοποιήσει πώς θά έρθουν, γιά νά τό γνωρίζουμε και νά φυλλαγόμαστε;
Κατ' αρχάς, όπως ό χριστιανός μέ διάκριση και αγάπη επικοινωνεί μέ τους συνανθρώπους του, τό ίδιο θά κάνει και στην επικοινωνία μέ τους έτερόδοξους, αλλόθρησκους και τους άθεους. Όμιλών ό Ευγένιος Βούλγαρις γιά τις καθημερινές σχέσεις μας προς τους αιρετικούς γράφει: «Ή αποχή άπό τούτων στρέφεται εις μόνα τά πνευματικά- τά δ' άλλα επιεικώς και φιλανθρώπως μεταχειριζόμεθα έν πάση έλευθερία τήν έξωτερικήν μετά τούτων συνδιατριβήν τε και κοινωνίαν, φυλάττοντες προς αυτούς τήν πολιτικήν σχέσιν, διατηρούντες προς αυτούς πάντα τά ανθρώπινα δίκαια και καθήκοντα, άγαπώντες αυτούς και τιμώντες και φιλοφρονούμενοι ώς μέλη του κοινού πολιτεύματος».
Όμως, όταν ό διδάσκαλος του γένους Ευγένιος και Επίσκοπος τής Όρθοδόξου'Εκκλησίας, ομιλεί γιά τις σχέσεις μας σέ επίπεδο πίστεως, διαφοροποιείται και συμβουλεύει: «Φεύγε μόνην τήν μετά τών τοιούτων πνευματικήν κοινωνίαν, άγκαλά (μολονότι) ό βίος ο πολιτικός σε υποχρεώνει νά διασώζης τήν κοσμικήν οικειότητα και σννάφειαν. Άποστρέφου τήν άπιστίαν και τήν αίρεσιν καΐ τό σχίσμα, όχι τόν άπιστον και τόν αίρετικόν...» (Βουλγάρεως Ευγενίου, Σχεδίασμα περί της Άνεξιθρησκείας, σελ. 49-50).
Στις Διαταγές τών Αγίων Αποστόλων διά Κλήμεντος υπάρχει ειδική αναφορά μέ τίτλο: «ιη'. Παραίνεσις κελεύουσα φεύγειν τήν τών ασεβών αιρετικών κοινωνίαν» (Διαταγαί τών Αγίων Αποστόλων διά Κλήμεντος, b.6, c. pin, I.31).
Και ό άγιος Ιγνάτιος ό Θεοφόρος γράφει Προς Φιλαδελφείς: «Ώς τέκνα ούν φωτός αληθείας φεύγετε τόν μερισμόν της ένότητος και τάς κακοδιδασκαλίας τών αίρεσιωτών, έξ ών μολυσμός έξήλθεν εις πάσαν τήν γήν».
Ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος διδάσκει, ότι πρέπει νά αποστρεφόμαστε τους αιρετικούς, ώς άλλοτρίους της Καθολικής Εκκλησίας: «Τους ούν» όρθοδόξως «φρονούντας και διδάσκοντας έχε κοινωνικούς, επεί και ημείς· τους δέ έτέρως έχοντας άποστρέφου και αλλοτρίους ηγού και του Θεού και της καθολικής 'Εκκλησίας» (Γρηγορίου Θεολόγου, Προς Κληδόνιον πρεσβύτερον, επιστ. β΄).
Θά ακολουθήσουν στή συνέχεια πολλά κείμενα γιά τή στάση μας απέναντι στους έτερόδοξους, όταν πρόκείται γιά θέματα πίστεως. Έδώ νά δούμε και δυό-τρείς τοποθετήσεις Πατέρων όχι γιά τις συζητήσεις μέ αιρετικούς, αλλά αυτά πού έπονται αυτών τών αδιάκριτων συζητήσεων: τις συμπροσευχές, τό συνεκκλησιασμό και τή διακοινωνία.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου