Εις το προσωπικό του ιστολόγιο ο κ. Τελεβάντος αναφέρει μερικά σχόλια δια την απάντηση μας προς τον κ. Σημάτη σχετικά με το ζήτημα των παλαιοημερολογιτών. Αυτό που μας έδωσε την αφορμή όμως να σημειώσουμε κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις, είναι ότι ο κ. Τελεβάντος παρουσιάζει τα λεγόμενά μας ως συμπίπτοντα με τα λεγόμενα του κ. Σημάτη, ενω συμβαίνει ακριβώς το αντίθετον.
Αναφέρει ο ίδιος
«Από την ενδιάφερουσα συζήτηση που άνοιξε ο κ. Π. Σημάτης αναφορικά με το Παλαιοημερολογητικό σχίσμα, διαπιστώνουμε από την ομολογία των ιδίων των Παλαιοημερολογιτών, ότι το Σχίσμα όντως ουδεμία σχέση είχε με την αιρετική εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1920, επειδή αγνοούσαν ακόμη κα το περιεχόμενό της, όχι μόνον οι απλοί πιστοί, αλλά ακόμη και οι επίσκοποι, οι οποίοι αργότερα προσεχώρησαν στο σχίσμα.!»
Και δημοσίευει μέρος απο την απάντησή μας η οποία έχει ως εξής
«Ο κ. Σημάτης λησμονεί ότι η ''Εγκύκλιος του 1920'' δεν εδημοσιεύθη εις τους πάντες (εννοούμε τον λαό) αλλά ούτε εις όλους τους Ιεράρχες. Οι ίδιοι οι Ιεράρχες καν δεν εγνώριζαν καν δια το θέμα του εορτολογίου. Αναφέρει ο Δημητριάδος Γερμανός «Εζήτησα τρίς να κατατεθώσι τα έγγραφα των Πατριαρχείων και δεν κατετέθησαν, δια τούτο ουδέ αναγνώσθησαν, ίνα διαφωτισθώ εγώ και η Ιεραρχία».
Εννοεί ότι τέσσερα έτη μετά την εορτολογική καινοτομία του 1924, η Σύνοδος της Ιεραρχίας δεν εγνώριζεν επισήμως τας απαντήσεις των Πατριαρχείων επ΄ αυτής! ( Ε.Ε.Ι., 3, 1533, 1534).»
Εμείς όμως δεν εννοούσαμε ότι την Εγκύκλιο του 1920 δεν την εγνώριζε κανείς απο την Ιεραρχία, αλλά εγράψαμε ότι δεν εδημοσιεύθη εις όλους τους Ιεράρχες. Κάποιοι εγνώριζαν (όπως ο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης) και κάποιοι δεν εγνώριζαν. Δια τούτο τον λόγο αναφέραμε και τα λεγόμενα του πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου τα οποία, δυστυχώς, δεν εδημοσίευσε ο κ. Τελεβάντος και έχουν ως εξής
«Οι εμπνευσταί και πρωτεργάται τούτου στερούμενοι δυστυχώς βαθέως ορθοδόξου πνεύματος, εγένεντο εν γνώσει ή ανεπιγνώστως όργανα ξένων επιθυμιών και σκοπών, δι ων επιδιώκεται η διάσπασις της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Ελληνικής ιδεολογίας απο της Ορθοδοξίας.
Η ιδέα της εισαγωγής του Γρηγοριανού ημερολογίου και εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ως δήθεν τελειοτέρου, συνεζητήθη προ τινών ετών και εις το Εκκλησιαστικόν Συνέδριον, όπερ συνεκάλεσεν εν Κωνσταντινουπόλει ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος και όπερ κακώς απεκλήθη πανορθόδοξον, διότι δεν αντεπροσωπεύθησαν εν αυτώ παρά μόνον τρείς αυτοκεφάλοι ορθόδοξοι Εκκλησίαι....
Εκείνο όπερ καθιστά ύποπτον την σύγκλησιν του Εκκλησιαστικού τούτου Συνεδρίου είναι ότι παρεκάθισαν εν αυτώ και δύο Κληρικοί ετεροδόξου Εκκλησίας, καθ΄άς έχομεν εξωδίκους πληροφορίας (διότι οι ίδιοι οι γράφοντες δεν εσυμμετείχαν εις αυτό. Μην λησμονούμε ότι ο ΤΥΠΟΣ εκείνης της εποχής δεν είχε την σύγχρονη μορφή που έχει σήμερα εννοώντας την τόσο μεγάλη δυνατότητα όγκου πληροφοριών).... Έπειτα πως δύναται η εκκλησιαστική αύτη καινοτομία να μην αποτελή λόγον Σχίσματος αφού πραγματικώς αποσχίζει τας καινοτομησάσας Εκκλησίας των άλλων και κάμνει αυτάς να εορτάζωσιν και να νηστεύσωσιν, ουχί μετά των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά μετά των ετεροδόξων και αιρετικών Δυτικών Εκκλησιών;Τοιαύτα όντως κατετόλμησαν ο Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, οι δύο ούτοι Λούθηροι της ορθοδόξου Εκκλησίας, οίτινες υπο το πρόσχημα του συγχρονισμού δεν εδειλίασαν ουδ΄ απερρίγησαν να καταπατήσωσιν αποφάσεις πανορθοδόξων Συνόδων και Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνας, ίνα προσεγγίσωσι πρός τας Εκκλησίας της Δύσεως δια της ημερολογιακής καινοτομίας επί διασπάσει της Ορθοδοξίας και επ΄ αθετήσει της αιωνοβίου πράξεως της Μιάς Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας» (Πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου «Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας»).
Ο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος είναι σαφέστατος, ομολογώντας και λέγοντας ότι ο λόγος της ημερολογιακής καινοτομίας ήταν η προσέγγισις προς τας Εκκλησίας της Δύσεως σύμφωνα με τα λεγόμενα των ιδίων των καινοτόμων «Ἀποδοχὴν τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου προτείνει ὁ Μητροπολίτης Σελευκείας, φρονῶν ὅτι ἡ χρησιμοποίησις αὐτοῦ καὶ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας εἰς οὐδένα κανονικὸν λόγον προσκρούει, ἀποτελεῖ δὲ μάλιστα τὸ πρῶτον βῆμα πρὸς τὴν ποθητὴν Κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν….» (Συνεδρίαν της Ι. Συνόδου του Οικ. Πατριαρχείου εν τη 10η Ιανουαρίου 1919), αλλά και όπως αναφέρει η ίδια η εγκύκλιος του 1920
«δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανκών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών».
Αναφέρει ο ίδιος
«Από την ενδιάφερουσα συζήτηση που άνοιξε ο κ. Π. Σημάτης αναφορικά με το Παλαιοημερολογητικό σχίσμα, διαπιστώνουμε από την ομολογία των ιδίων των Παλαιοημερολογιτών, ότι το Σχίσμα όντως ουδεμία σχέση είχε με την αιρετική εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1920, επειδή αγνοούσαν ακόμη κα το περιεχόμενό της, όχι μόνον οι απλοί πιστοί, αλλά ακόμη και οι επίσκοποι, οι οποίοι αργότερα προσεχώρησαν στο σχίσμα.!»
Και δημοσίευει μέρος απο την απάντησή μας η οποία έχει ως εξής
«Ο κ. Σημάτης λησμονεί ότι η ''Εγκύκλιος του 1920'' δεν εδημοσιεύθη εις τους πάντες (εννοούμε τον λαό) αλλά ούτε εις όλους τους Ιεράρχες. Οι ίδιοι οι Ιεράρχες καν δεν εγνώριζαν καν δια το θέμα του εορτολογίου. Αναφέρει ο Δημητριάδος Γερμανός «Εζήτησα τρίς να κατατεθώσι τα έγγραφα των Πατριαρχείων και δεν κατετέθησαν, δια τούτο ουδέ αναγνώσθησαν, ίνα διαφωτισθώ εγώ και η Ιεραρχία».
Εννοεί ότι τέσσερα έτη μετά την εορτολογική καινοτομία του 1924, η Σύνοδος της Ιεραρχίας δεν εγνώριζεν επισήμως τας απαντήσεις των Πατριαρχείων επ΄ αυτής! ( Ε.Ε.Ι., 3, 1533, 1534).»
Εμείς όμως δεν εννοούσαμε ότι την Εγκύκλιο του 1920 δεν την εγνώριζε κανείς απο την Ιεραρχία, αλλά εγράψαμε ότι δεν εδημοσιεύθη εις όλους τους Ιεράρχες. Κάποιοι εγνώριζαν (όπως ο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης) και κάποιοι δεν εγνώριζαν. Δια τούτο τον λόγο αναφέραμε και τα λεγόμενα του πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου τα οποία, δυστυχώς, δεν εδημοσίευσε ο κ. Τελεβάντος και έχουν ως εξής
«Οι εμπνευσταί και πρωτεργάται τούτου στερούμενοι δυστυχώς βαθέως ορθοδόξου πνεύματος, εγένεντο εν γνώσει ή ανεπιγνώστως όργανα ξένων επιθυμιών και σκοπών, δι ων επιδιώκεται η διάσπασις της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Ελληνικής ιδεολογίας απο της Ορθοδοξίας.
Η ιδέα της εισαγωγής του Γρηγοριανού ημερολογίου και εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ως δήθεν τελειοτέρου, συνεζητήθη προ τινών ετών και εις το Εκκλησιαστικόν Συνέδριον, όπερ συνεκάλεσεν εν Κωνσταντινουπόλει ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος και όπερ κακώς απεκλήθη πανορθόδοξον, διότι δεν αντεπροσωπεύθησαν εν αυτώ παρά μόνον τρείς αυτοκεφάλοι ορθόδοξοι Εκκλησίαι....
Εκείνο όπερ καθιστά ύποπτον την σύγκλησιν του Εκκλησιαστικού τούτου Συνεδρίου είναι ότι παρεκάθισαν εν αυτώ και δύο Κληρικοί ετεροδόξου Εκκλησίας, καθ΄άς έχομεν εξωδίκους πληροφορίας (διότι οι ίδιοι οι γράφοντες δεν εσυμμετείχαν εις αυτό. Μην λησμονούμε ότι ο ΤΥΠΟΣ εκείνης της εποχής δεν είχε την σύγχρονη μορφή που έχει σήμερα εννοώντας την τόσο μεγάλη δυνατότητα όγκου πληροφοριών).... Έπειτα πως δύναται η εκκλησιαστική αύτη καινοτομία να μην αποτελή λόγον Σχίσματος αφού πραγματικώς αποσχίζει τας καινοτομησάσας Εκκλησίας των άλλων και κάμνει αυτάς να εορτάζωσιν και να νηστεύσωσιν, ουχί μετά των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά μετά των ετεροδόξων και αιρετικών Δυτικών Εκκλησιών;Τοιαύτα όντως κατετόλμησαν ο Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, οι δύο ούτοι Λούθηροι της ορθοδόξου Εκκλησίας, οίτινες υπο το πρόσχημα του συγχρονισμού δεν εδειλίασαν ουδ΄ απερρίγησαν να καταπατήσωσιν αποφάσεις πανορθοδόξων Συνόδων και Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνας, ίνα προσεγγίσωσι πρός τας Εκκλησίας της Δύσεως δια της ημερολογιακής καινοτομίας επί διασπάσει της Ορθοδοξίας και επ΄ αθετήσει της αιωνοβίου πράξεως της Μιάς Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας» (Πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου «Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας»).
Ο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος είναι σαφέστατος, ομολογώντας και λέγοντας ότι ο λόγος της ημερολογιακής καινοτομίας ήταν η προσέγγισις προς τας Εκκλησίας της Δύσεως σύμφωνα με τα λεγόμενα των ιδίων των καινοτόμων «Ἀποδοχὴν τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου προτείνει ὁ Μητροπολίτης Σελευκείας, φρονῶν ὅτι ἡ χρησιμοποίησις αὐτοῦ καὶ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας εἰς οὐδένα κανονικὸν λόγον προσκρούει, ἀποτελεῖ δὲ μάλιστα τὸ πρῶτον βῆμα πρὸς τὴν ποθητὴν Κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν….» (Συνεδρίαν της Ι. Συνόδου του Οικ. Πατριαρχείου εν τη 10η Ιανουαρίου 1919), αλλά και όπως αναφέρει η ίδια η εγκύκλιος του 1920
«δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανκών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου