Του Βασιλείου Χ. Στεργιούλη, θεολόγου
Τις ημέρες αυτές είδαν το φως της δημοσιότητος από τις στήλες της αγαπητής «Ελευθερίας» κείμενα σχετικά με την ανάγνωση και την ψαλμωδία στους ναούς μας των αγιογραφικών και λατρευτικών κειμένων. Επειδή το θέμα είναι ιδιαίτερα λεπτό και σημαντικό, ας επιτραπεί η δική μας σύντομη συμμετοχή και συμβολή στο διάλογο.
Καταρχήν το γεγονός ότι το κείμενο του Ευαγγελίου και η περίλαμπρη βυζαντινή υμνωδία είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα αποτελούν τιμή και ευλογία Θεού για μας τους Ελληνες. Όχι με έννοια σοβινιστική και ανεδαφική, αλλά με ειλικρινή και αντικειμενική τοποθέτηση.
Ολοι οι διαπρεπείς μελετητές της ιστορίας και του πολιτισμού θαυμάζουν την Ελληνοβυζαντινή κληρονομιά μας. Από τον Βασίλιεφ και τον Φλωρόφσκι, ως τον Στήβεν Ράνσιμαν και την Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ. Ολοι δε οι λαοί μας σέβονταν και μας τιμούσαν ανέκαθεν τους Ελληνες για τον αρχαιοελληνικό και το βυζαντινό μας πολιτισμό. Και όχι για τη δική μας, τη σύγχρονη - εννοώ - ηθικοπνευματική κατάπτωση, που μας ευτέλισε στον κόσμο όλο. Ιδιαίτερα θαυμάζουν τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό οι Ρώσοι, οι αντιπρόσωποι των οποίων έμειναν άναυδοι όταν επισκέφτηκαν την Κωνσταντινούπολη και απήλαυσαν το μεγαλείο της ελληνορθοδόξου λατρείας μας. Γι΄ αυτό και προσπαθούσαν ως τις μέρες μας σε όλες τις εκδηλώσεις «της θρησκευτικής και πνευματικής ζωής των να μην απομακρύνονται από ελληνικά βυζαντινά μας πρότυπα».
Δεν θα υπεισέλθω στο θέμα εάν και κατά πόσο είναι δυνατή η απόδοση στη νεοελληνική των άφθαστων σε ποιητική έξαρση, λυρισμό και κατάνυξη λατρευτικών ύμνων και κειμένων, που υπομνηματίζουν και ερμηνεύουν αριστοτεχνικά την Αγία Γραφή και τη μεταβάλλουν, σε ποίηση και λατρεία, που αποδίδουν το δόγμα και μεταβάλλουν τα προσωπικά βιώματα των καθαρμένων από το Αγιο Πνεύμα καρδιών των δημιουργών τους σε οικουμενικά και πανανθρώπινα. Εχουν, άλλωστε, γραφεί πάμπολλα παλιότερα, αλλά και πρόσφατα. Θα επιμείνω κυρίως στο θέμα της ανάγνωσης των αγιογραφικών κειμένων στους ναούς μας σε νεοελληνική μετάφραση. Και ιδίως του Ευαγγελίου.
Ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι «το αιτιατόν της αιτίας». Για ποιο δηλαδή λόγο. Για ποιο αποτέλεσμα. Είναι ακατανόητο; Και σε ποιους; Ποιος δεν καταλαβαίνει σε γενικές γραμμές την απλή και επαγωγό διδασκαλία του Ιησού Χριστού, τα θαύματα ή τις παραβολές Του, εκφράσεις των οποίων χρησιμοποιούνται ακόμη και στην καθημερινή ζωή, όπως για παράδειγμα «αγρόν ηγόρασα» κ.λπ.; Σε ποιον είναι ακατανόητη η παραβολή του Ασώτου υιού, του Καλού Σαμαρείτη κ.ά.; Το Ευαγγέλιο αυτό, γραμμένο στην ελληνιστική κοινή, την απλοελληνική, θα λέγαμε σήμερα, δεν είναι κανένα αρχαΐζον και ακατάληπτο κείμενο. Με αυτό και τα λοιπά εκκλησιαστικά λατρευτικά βιβλία, όπως η Οκτώηχος, το Ψαλτήρι κ.ά., κρατήθηκε το υπόδουλο επί τετρακόσια χρόνια στους Τούρκους Γένος μας. Τότε, που φωτοσβέστες σουλτάνοι απαγόρευαν την ύπαρξη σχολείων. Με το Ευαγγέλιο, τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας και το Κρυφό Σχολειό, του οποίου από - απομυθοποίηση κάνει τελευταίως ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Φάνης Ι. Κακριδής, διατηρήθηκε η εθνική μας γλώσσα, η παράδοση και ο πολιτισμός μας. Αυτό, λοιπόν, που άντεξε στην μαύρη περίοδο της δουλείας, δεν αντέχει σήμερα και γι΄ αυτό ζητούμε την ανάγνωση του Ευαγγελίου στη νεοελληνική;
Υποστηρίζεται εσφαλμένως ότι την ως άνω αλλαγή επιβάλλει η σημερινή πνευματική υποβάθμιση και η λεξιπενία της νέας γενιάς. Δεν φαίνεται όμως να ευσταθεί ο ισχυρισμός αυτός, καθόσον υπάρχουν απλοί και αγράμματοι άνθρωποι και μάλιστα μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι κατανοούν γενικά το πνεύμα του Ευαγγελίου και της λατρείας - πολλοί δε περισσότεροι και από επιστήμονες - και μετέχουν συνειδητά και ολοκληρωτικά στη θεία μυσταγωγία. Δεν είναι, λοιπόν, τόσο θέμα γραμματικών γνώσεων, όσο πνευματικής λαχτάρας, και θερμουργού πίστης.
Εξάλλου, και αν ακόμη υποτεθεί πως αυτό δεν συνέβαινε, δεν φαίνεται ευλογοφανής η πρόταση να αντικατασταθεί στην κοινή λατρεία η ανάγνωση του Ευαγγελίου στη νεοελληνική. Θυμίζει αυτή η πρόταση τον παράλογο συλλογισμό «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι»! Γιατί, δηλαδή, να προβούμε σ’ αυτή τη λύση και να μην λάβουμε δραστικά μέτρα ως οικογένεια, εκκλησία, παιδεία και κοινωνία για την πνευματική άνοδο και καλλιέργεια της νέας γενιάς. Αυτή είναι η υποχρέωση όλων μας και ιδίως των ιερωμένων και των θεολόγων. Αν εργαστούμε όλοι με ζήλο για την κατήχηση και την πνευματική, υποστήριξη των νέων μας, τότε θα κατανοούν αρκούντως τα αγιογραφικά και λατρευτικά κείμενα. Και θα σωθούν από πολλά δεινά της εποχής μας, ιδίως δε από τη μάστιγα των ναρκωτικών, του έιτζ, της βίας και εγκληματικότητας.
Συνεπώς το καθαρά θρησκευτικό θέμα της απόδοσης στη νεοελληνική των αγριογραφικών και λατρευτικών μας κειμένων είναι και κοινωνικό, αλλά και εθνικό θέμα για μας τους Ελληνες. Γιατί γράφηκε στη γλώσσα μας. Και έχουμε το μεγάλο προνόμιο να το διαβάζουμε από το πρωτότυπο. Είναι επιτρεπτό να το απεμπολήσουμε; Φτάνει που υποτιμούμε και εξοβελίζουμε από το Λύκειο τα μαθήματα ανθρωπιστικής παιδείας (Θρησκευτικά, Αρχαία Ελληνικά, Ιστορία), μην φτάσουμε σε αυτό το κατάντημα!
Πόσο μεγάλο είναι το προνόμιό μας αυτό, το κατανοούμε, αν λάβουμε υπόψη πως «παραμένει πάντοτε μέγα πρόβλημα η επιτυχία της μεταφράσεων». Της οποιασδήποτε μεταφράσεως, αφού και η πιο επιτυχημένη μετάφραση δεν μπορεί να υποκαταστήσει το πρωτότυπο! Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιω. Σταματάκος «η γλώσσα εκάστου συγγραφέως έχει την προσωπική του σφραγίδα, είναι μέρος του είναι του και δεν ημπορεί να αντικατασταθεί από οιονδήποτε άλλον (ακόμη και σύγχρονόν του), χωρίς να χάσει κάτι από την αρμονία της»!
Αν τα ανωτέρω ισχύουν για κάθε μετάφραση, πολύ περισσότερο ισχύουν προκειμένου περί της μεταφράσεως του Ευαγγελίου και των θεοπνεύστων κειμένων γενικά. Γιατί πρέπει να επιλυθούν ζητήματα και προβλήματα μεταφραστικά (όπως είναι η γλώσσα της μετάφρασης, η απόδοση ιδιωματισμών του πρωτοτύπου, που δεν κατανοούνται αν αποδοθούν κατά λέξη κ.ά.) γλωσσικά ερμηνευτικά (που αναφέρονται στην ακριβή κατανόηση του ιερού κειμένου) και θεολογικά ερμηνευτικά (που σχετίζονται με την εξακρίβωση και απόδοση των αληθειών και των δογμάτων του ιερού κειμένου)! Ετσι θα μπορέσει να αποδώσει ο μεταφραστής «αλώβητον και αναλλοίωτον την υπάρχουσαν θεοπνευστίαν». Και επειδή όλα αυτά είναι ίσως δυνατότητα, αναφέρουμε ως παράδειγμα το εδάφιο 8,25 του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου; «Την αρχήν ότι και λαλώ υμίν». Η κατά λέξιν απόδοσή του φαίνεται γρίφος. Ανόμως αποδοθεί με την έννοια «Είσθε ανάξιοι και μόνον να ομιλώ μαζί σας», τότε είναι εύκολη και η θεολογική του ερμηνεία και διατύπωση.
Πόσην αξία έχει το πρωτότυπο ενός κειμένου και μάλιστα ιερού, τι κινδύνους αντιμετωπίζει ο αντικειμενικός μελετητής και μεταφραστής του και ο αναγνώστης της μετάφρασης, φαίνεται από την ομολογία που έκανε προσφάτως η πρώτη Κινέζα Ορθόδοξη Χριστιανή Ιεράποστολος Πελαγία Yu η οποία ήταν προηγουμένως Προτεστάντισσα: Ερευνούσε, γράφει επί πέντε χρόνια «την αλήθεια, χρησιμοποιώντας περισσότερες από τριάντα διαφορετικές εκδόσεις της Αγίας Γραφής, οι οποίες δυστυχώς όλες τους είναι γεμάτες λάθη (μεταφρασμένες από ετεροδόξους»! Γι΄ αυτό μακαρίζει τους Ελληνες, που έχουμε την Αγία Γραφή στο πρωτότυπο. Και διακηρύσσει τον καημό, τη μεγάλη της επιθυμία: «Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, ώστε να μπορώ να διαβάζω την Καινή Διαθήκη στο πρωτότυπο!».
Θα ακούσουμε άραγε την κραυγή και τη λαχτάρα της εμείς οι Ελληνες, που τόσο πλούσια ευλογηθήκαμε από τον Θεό, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε τελευταίως, γι΄ αυτό και γίναμε τόσο «προοδευτικοί»;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου