Επειδή πολλοί αναγνώστες μας ερωτούν ποιά η σχέση της αλλαγής του ημερολογίου και του Οικουμενισμού, είναι υποχρέωσις μας να απαντήσουμε παραθέτοντας κείμενα της εποχής εκείνης δια να αποδείξουμε ότι η αλλαγή του ημερολογίου ήταν όντως η αιτία της εισαγωγής του Οικουμενισμού εν ελλάδι.
Η Παναίρεσις του Οικουμενισμού ενεφανίσθη τον παρελθόντα αιώνα. Ενταύθα δεν γράφομεν λεπτομερειακήν ιστορίαν αυτού. Λαμβάνονται μόνον τα αναγκαία στοιχεία προς κατανόησιν του περί τίνος πρόκειται, τίνων είναι έργον και εις τι αποβλέπει. Πρόδρομοι του Οικουμενισμού είναι μεταξύ άλλων διάφοροι προτεσταντικαί «χριστιανικαί οργανώσεις», όπως ήτο ή Χ Α.Ν. (= Χριστιανική Αδελφότης Νέων), ή Χ.Ε.Ν. (= Χριστιανική "Ενωσις Νεανίδων) κατασκευασθείσαι αμφότεροι ύπό των Αγγλων, ή μεν τό 1844, ή δε τό 1855 κλπ., καί αι οποίαι χρησιμοποιούν τάς μεθόδους αυτών. Αί οργανώσεις αυταί είναι διεθνιστικοί καί «άδογμάτιστοι», ηθικολογικοί καί πρακτικαί. Κατ΄ αρχάς τά μέλη των ήσαν μόνον προτεστάνται, ακολούθως έδέχοντο καί παπικούς καί ορθοδόξους καί αλλοθρήσκους. Έξ αύτων προήλθαν πολλά άπό τά μεγάλα στελέχη του Οίκουμενισμού.
Μιας των τοιούτων οργανώσεων, της «Παγκοσμίου Χριστιανικής Φοιτητικής Ομοσπονδίας» (Π.Χ.Φ.Ο.), ή όποία ήτο συγγενής προς τάς προηγούμενάς καί ώργανώθη παγκοσμίως τό 1895, κύριος εμπνευστής καί οργανωτής ήτο ό προτεστάντης Ιωάννης Μότ, περί ου κατωτέρω.
Ιδίως ήρχισε νά διοργανίζεται επισήμως αυτή ή «Κίνησις» καί νά περιπλέκη καί τήν Όρθοδοξίαν άπό του 1897, κυρίως διά της Αγγλικανικής «εκκλησίας» της Αγγλίας καί της 'Επισκοπελιανής «εκκλησίας» της Αμερικής. Καθ' ά άνέγραφεν τω 1920, τό έπίσημον όργανον του Οίκουμενικού Πατριαρχείου «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ»: «πρώτη αφορμή προς επίσημον επικοινωνίαν των δύο Εκκλησιών (Όρθοδόξου και Προτεσταντικής) εδόθη εκ του εν Λάμπεθ συνεδρίου του συνελθόντος κατά Ίούλιον του 1897, έν τω όποίω οι εξ άπάσης της των Άγγλικανών κοινωνίας επίσκοποι, 194 τον αριθμόν, ομού συνελθόντες μια φωνή εψήφισαν ενέργειαν αποβλέπουσαν εις την ένωσιν των Εκκλησιών...».
«Συνεπεία τούτου ό αρχιεπίσκοπος Κανταουρίας Φρειδερίκος διεβίβασε, κατά Φεβρουάριον του 1898, έπιστολάς προς τους Πατριάρχας τής Ανατολής καί τόν 'Αρχιεπίσκοπον Κύπρου, μετ' αντιγράφων των αποφάσεων του συνεδρίου τών σχετικών προς τήν ένωσιν τών Εκκλησιών.... Έζήτησεν ίνα ή Όρθόδοξος Εκκλησία παραδεχθή τό βάπτισμα τών Άγγλικανών καί έπιτρέψη είς τους ιερείς αυτής τήν μετάδοσιν τών θείων δώρων είς τους έπιθανατίους 'Αγγλικανούς, είς μέρη έν οίς δέν υπάρχουν ίδιοι αυτών ιερείς...».
Κατά τό ίδιον ακριβώς έτος (1897), ό Έβραίος Θεόδωρος Χέρζλ ίδρυσε τήν καταχθόνιον όργάνωσιν του Σιωνισμού, ή οποία διά του χρήματος καί τής πανταχού διεισδυτικότητος τών Εβραίων συνταράσσει όλα τά έθνη του κόσμου καί ετοιμάζει τήν έλευσιν του άντιχρίστου. Δεδομένου, ότι όλοι οί προτεστάνται «επίσκοποι» είς τήν σειράν τών αξιωμάτων των έχουν απαραίτητον καί τήν ένταξιν είς τήν μασωνίαν, έκ τούτου εννοείται ή καύχησις τών μασώνων ώς έγραφον είς τό μαοωνικόν περιοδικόν «LΕ ΤΕΜΡLΕ» τών Παρισίων ότι δηλ. «εάν αυτή ή λεγομένη κίνησις διά τήν ένωσιν τών εκκλησιών ευρίσκεται είς καλόν δρόμον, τούτο οφείλεται είς τήν τάξιν μας». Δεδομένου δέ, ότι ή μασωνία είναι όργανον είς χείρας τών σιωνιστών διά τήν έκτέλεσιν τών σχεδίων των, δέν είναι σύμπτωσις η σύγχρονος διοργάνωσις του Σιωνισμού και του Οικουμενισμού, αλλά δημιούργημα του πρώτου προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του.
Βάσει λοιπόν, τών ανωτέρω «αποφάσεων», ό «άρχιεπίσκοπος» Κανταουρίας συνεχίζων τήν δράσιν του προς τήν πλευράν τών ορθοδόξων: «Τόν Σεπτέμβριον του 1899 δι' επιστολής πρός τόν Πατριάρχην Κωνσταντίνον Ε' έκφράζων τόν διακαή πόθον των Άγγλων προς σαφεστέραν τινά συνεννόησιν και σύναψιν στενωτέρων σχέσεων δηλοί, ότι είναι δύσκολον νά διατυπώση τις επί του χάρτου τοιούτου είδους λεπτομερείας και ότι η ευκταία επικοινωνία δέον να χωρήση βαθμηδόν αύξουσα, καθόσον δύσκολος ενδείκνυται ο καθορισμός εκ των προτέρων οιουδήτινος επί του προκειμένου προγράμματος· υποδεικνύει δε ως μέσα, όπως η επικοινωνία των δυο Εκκλησιών καταστή ασφαλεστέραν, την παύσιν του προσηλυτισμού , την επίσκεψιν των Ορθοδόξων κληρικών του Λονδίνου, του αρχιεπισκόπου Κανταουρίας και του αγγλικανού ιερέως εις Κωνσταντινούπολιν εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον κατά τας μεγάλας εορτάς και άλλας επισήμους ημέρας και την αναγγελίαν υφ΄ εκατέρας των Εκκλησιών τη ετέρα των εν αυτή λαμβανουσών χώραν σπουδαίων μεταβολών... Επί τη βάσει των αμφοτέρωθεν αποδεκτών γενομένων σημείων τούτων, κατά Δεκέμβριον του έτους 1900», ήρχισε και εσυνεχίσθη σχετική αλληλογραφία. Μετά ταύτα επηκολούθησαν διάφορα άλλα γεγονότα, φιλικάς εμφαίνοντα σχέσεις μεταξύ των δυο Εκκλησιών...».
Εις άλλην περίπτωσιν, ο «Επίσκοπος» Γιβραλτάρ Γουλιέλμος ομιλών περί τινος «συνόδου» των Αγγλικανών τω 1908, λέγει συν τοις άλλοις «Η Σύνοδος αύτη μεταξύ πολλών άλλων ησχολήθη και δια το ζήτημα της ενώσεως της Αγγλικανικής μετά της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ειδικώς δε ετόνισε την απόφασιν της ειρημένης συνόδου, καθ΄ ην Αγγλικαναί Εκκλησίαι δύνανται να βαπτίζωσιν ορθοδόξων τέκνα προσαγόμενα εις Αγγλικανούς ιερείς εν τόποις, όπου ελλείπουσιν Ορθόδοξοι τοιούτοι, υπό τον όρον όμως όπως μη επαναλαμβάνηται το βάπτισμα τούτο υπό Ορθοδόξων κληρικών...».
Σημαντικόν σταθμόν εις την πορείαν του Οικουμενισμού αποτελεί το έτος 1910. Κατά το έτος τούτο οι προτεστάνται των οποίων είναι εφεύρημα και όργανον ο Οικουμενισμός, συνεκάλεσαν εις Αγγλίαν και Ελβετίαν διάφορα συνέδρια, με ονόματα κατ΄ επίφασιν μεν χριστιανικά, δια σκοπούς δε πολιτικούς και κοσμικούς.
Μεγαλύτερον και επισημότερον τών συνεδρίων τούτων ήτο τό «Διεθνές Ιεραποστολικόν Συνέδριον», γενόμενον είς Έδιμβούργον τό 1910, του οποίου οί σκοποί ήσαν ιδιοτελείς, αποικιοκρατικοί καί έγένετο προς συντονισμόν τής δράσεως μεταξύ τών ξένων λαών. Κατά τους οίκουμενιστάς, «ώς έν τών κυριωτέρων αιτίων, τά οποία παρήγαγον τήν Οίκουμενικήν Κίνησιν, εκλαμβάνεται ή ίεροποστολή». Τό συνέδριον τούτο του 1910 οί οίκουμενισταί «αποδέχονται ώς ίστορικήν αρχήν της Οικουμενικής Κινήσεως». Πρόεδρος τούτου ήτο ό προαναφερθείς Ιωάννης Μόττ, όστις καί ύπήρξεν ό εισηγητής τών όρων «Οικουμενισμός» καί «οικουμενικός», προς όνομασίαν τής νέας αίρέσεως τής Οίκουμενιστικής Κινήσεως. Είς αυτό δέ έλαβον μέρος οί μετά ταύτα μεγαλύτεροι προωθηταί τοΰ Οικουμενισμού.
Καρπός τών συνεδρίων τούτων ύπήρξεν ό λεγόμενος «Παγκόσμιος Σύνδεσμος Διεθνούς Φιλίας διά τών Εκκλησιών» (1914). Άπό τά επιτεύγματα του περιβόητου αύτού «Παγκοσμίου Συνδέσμου» ήσαν «Ή συνεργασία Ορθοδόξων και Προτεσταντών επί του κοινωνικού και ηθικού πεδίου, η εμφάνισις της Κινήσεως Ζωή και Εργασία, η εφαρμογή μεθόδων και τρόπων εργασίας οικουμενικής φύσεως χρησιμοποιηθέντων υπό των άλλων μορφών της Οικουμενικής Κινήσεως, και ιδίως ο χαρακτήρ προδρόμου κινήσεως, τον οποίον έσχεν ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος εν αναφορά πρός την καθόλου Οικουμενικήν Κίνησιν».
Αφού, όπως συμβαίνει πάντοτε, προητοιμάσθη τό έδαφος οίκουμενιστικώς, έκ τοΰ «Συνδέσμου» τούτου έξεπήγασεν ή περιβόητος «Παγκόσμιος Κίνησις Ζωής καί Εργασίας», ή «του Πρακτικού Χριστιανισμού», ή «Οίκουμενικόν Συνέδριον τής Έκκλησίας του Χριστού περί Ζωής και Έργου», η «κοινωνία τών Εκκλησιών». Κατά τά κείμενα τών οίκουμενιστών, «Ή συνδιάσκεψις περί Ζωής καί "Εργου, χωρίς νά είσέλθη είς ζητήματα πίστεως καί τάξεως, σκοπεύει νά ένωση τάς διαφόρους Εκκλησίας έν κοινώ ώφελίμω έργω...». «Ή Κίνησις Ζωής καί Έργασίας σκοπόν είχε τήν συνεργασίαν τών Χριστιανικών Εκκλησιών... 'Απώτερον σκοπόν είχε τήν διά τής συνεργασίας ταύτης προετοιμασίαν του καταλλήλου εδάφους διά τάς έπαφάς τών Εκκλησιών έπι του δογματικού επιπέδου καί τήν μελλοντικήν ένωσιν αυτών. Συστηματικώς άπεφεύγετο ή συζήτησις δογματικής φύσεως ζητημάτων».
«Κύριος παράγων καί μοχλός διά τήν γένεσιν καί τήν περαιτέρω όργάνωσιν τής κινήσεως ταύτης ύπήρξεν ό Αρχιεπίσκοπος Ούψάλης τής Σουηδίας Νάθαν Σόδερμπλομ». Ό «αρχιεπίσκοπος» αυτός, «είς ον οφείλεται καί τό σχέδιον τής συγκλήσεως οικουμενικής τών Εκκλησιών έν ουψάλη συνδιασκέψεως», είς άρθρον ύπό τόν τίτλον Διεθνής φιλία δι' ευαγγελικής καθολικότητας», γράφει
«Ό σύνδεσμος των λαών πρέπει να αποβή θρησκεία. Ανεξαρτήτως ομολογίας ο χριστιανισμός οφείλει να ενωθή εν κοινότητι προσευχών, διδασκαλίας, κηρύγματος, τάσεων, ίνα ενισχύση την συναδέλφωσιν και συνενώση τους λαούς. Ίνα εκτελέσωσι το καθήκον τούτο, την ένωσιν των λαών, πρέπει να ενωθώσι τα διάφορα τμήματα της Εκκλησίας. Και η ένωσις αύτη δέον να εκδηλωθή εν οργανισμώ, όστις να αποτελή κοινόν φερέφωνον του χριστιανισμού... ».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου