«Προκαταρκτικό συνέδριον» της «Κινήσεως Ζωή και Εργασία» συνήχθη εις την Γενεύην το 1920. Κατά τον αυτόν χρόνον (Αύγουστος 1920) συνήλθεν επίσης εις την Γενεύην η «Προκαταρκτική συνέλευσις» της άλλης νεοεφευρέτου «Κινήσεως Πίστις και Τάξις».
Αί δυο αυταί «Κινήσεις» δρώσαι κεχωρισμένως φαινομενικώς, ενώ πολλά πρόσωπα μετείχον και της μιάς και της άλλης, συνεκρότησαν ανα δυο «Παγκόσμια Συνέδρια» η μεν εις την Στοκχόλμην το 1925 και εις Οξφόρδην το 1937, η δέ εις την Λωζάνην το 1927 και Εδιμβούργον το 1937. Το 1937 απεφάσισαν την συνένωσιν αυτών των δυο «Κινήσεων» και ούτω προήλθε εξ΄ αυτών, το 1948, το πρωτοφανές εις την ιστορίαν και πρωτάκουστον εις ονομασίαν και σύνθεσιν «Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών».
Η δράσις των Οικουμενιστών η οποία ανεκόπη εν μέρει κατά τα έτη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), επανήρχισε σφοδρότερον μετά το τέλος τούτου.
Το 1919 ερρίφθη υπό του προαναφερθέντος «αρχιεπισκόπου» Ουψάλης Νάθαν Σόδερμπλομ η ιδέα συγκλήσεως «Παγχριστιανικού συνεδρίου. Απο τότε δέ ήρχισαν συστηματικαί «επισκέψεις Επιτροπών» των προτεσταντών εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και εν γένει την Ανατολήν και αι προσκλήσεις Ορθοδόξων εις τα συνέδριά των.
Ανέγραφε Η «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ» (επίσημον όργανον των εν Φαναρίω και εκ του οποίου λαμβάνονται πλείστα των εν τω παρόντι αναγραφομένων κειμένων) το 1919
«Εν τη συνεδρία της 10ης Ιανουαρίου του έτους τούτου (1919) εγένετο υπό της Α. Σεβασμιότητος του Τοποτηρητού του Οικουμενικού Θρόνου κυρ. Δωροθέου η εξής πρότασις εις την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον «Νομίζω ότι είναι καιρός πλέον όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία σκεφθή σοβαρώς και περί του ζητήματος της ενώσεως των επί μέρους χριστιανικών Εκκλησιών»!Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν εγίνετο λόγος περί τοιούτου είδους «ενώσεως» και δια πρώτην φοράν εχαρακτηρίζεντο επισήμως αι δυσωνύμοι αιρέσεις ως «επί μέρους Εκκλησίες».
α΄) δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανκών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών,
β΄) δια της ανταλλαγής αδελφικών γραμμάτων κατά τας μεγάλας του εκκλησιαστικού ενιαυτού εορτάς, εν αις είθισται, και εν άλλαις εκτάκτοις περιστάσεσι,
γ΄) δια της οικειοτέρας συσχετίσεως των εκασταχού ευρισκομένων αντιπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών,
δ΄) δια της επικοινωνίας των Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της Θεολογικής Επιστήμης και δια της ανταλλαγής των εν εκάστη Εκκλησία εκδιδομένων θεολογικών και εκκλησιαστικών περιοδικών και συγγραμμάτων,
στ΄) δια της συγκροτήσεως παγχριστιανικών συνεδρίων προς εξέτασιν ζητημάτων κοινού πάσαις ταις Εκκλησίαις ενδιαφέροντος,
ζ΄)δια της απαθούς και επί το ιστορικώτερον εξετάσεως των δογματικών διαφορών από της έδρας και εν ταις συγγραφαίς,
η΄) δια του αμοιβαίου σεβασμού των κρατούντων εν ταις διαφόροις Εκκλησίαις ηθών και εθίμων,
θ΄) δια της παροχής αμοιβαίως ευκτηρίων οίκων και κοιμητηρίων δια τας κηδείας και την ταφήν των εν τη ξένη αποθνησκόντων οπαδών των ετέρων ομολογιών,
ι΄) δια του διακανονισμού μεταξύ των διαφόρων ομολογιών του ζητήματος των μικτών γάμων,
ια΄) δια της πρόφρονος τέλος αμοιβαίας υποστηρίξεως των Εκκλησιών εν τοίς έργοις της θρησκευτικής επιρρώσεως, της φιλανθρωπίας και τοίς παραπλησίοις.....».
Αί δυο αυταί «Κινήσεις» δρώσαι κεχωρισμένως φαινομενικώς, ενώ πολλά πρόσωπα μετείχον και της μιάς και της άλλης, συνεκρότησαν ανα δυο «Παγκόσμια Συνέδρια» η μεν εις την Στοκχόλμην το 1925 και εις Οξφόρδην το 1937, η δέ εις την Λωζάνην το 1927 και Εδιμβούργον το 1937. Το 1937 απεφάσισαν την συνένωσιν αυτών των δυο «Κινήσεων» και ούτω προήλθε εξ΄ αυτών, το 1948, το πρωτοφανές εις την ιστορίαν και πρωτάκουστον εις ονομασίαν και σύνθεσιν «Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών».
Η δράσις των Οικουμενιστών η οποία ανεκόπη εν μέρει κατά τα έτη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), επανήρχισε σφοδρότερον μετά το τέλος τούτου.
Το 1919 ερρίφθη υπό του προαναφερθέντος «αρχιεπισκόπου» Ουψάλης Νάθαν Σόδερμπλομ η ιδέα συγκλήσεως «Παγχριστιανικού συνεδρίου. Απο τότε δέ ήρχισαν συστηματικαί «επισκέψεις Επιτροπών» των προτεσταντών εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και εν γένει την Ανατολήν και αι προσκλήσεις Ορθοδόξων εις τα συνέδριά των.
Ανέγραφε Η «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ» (επίσημον όργανον των εν Φαναρίω και εκ του οποίου λαμβάνονται πλείστα των εν τω παρόντι αναγραφομένων κειμένων) το 1919
«Εν τη συνεδρία της 10ης Ιανουαρίου του έτους τούτου (1919) εγένετο υπό της Α. Σεβασμιότητος του Τοποτηρητού του Οικουμενικού Θρόνου κυρ. Δωροθέου η εξής πρότασις εις την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον «Νομίζω ότι είναι καιρός πλέον όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία σκεφθή σοβαρώς και περί του ζητήματος της ενώσεως των επί μέρους χριστιανικών Εκκλησιών»!Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν εγίνετο λόγος περί τοιούτου είδους «ενώσεως» και δια πρώτην φοράν εχαρακτηρίζεντο επισήμως αι δυσωνύμοι αιρέσεις ως «επί μέρους Εκκλησίες».
Κατὰ τὴν αὐτὴν ὡς ἄνω συνεδρίαν τῆς Ι. Συνόδου, Μετὰ συζήτησιν τῆς προτάσεως ταύτης κατηρτίσθη Ἐπιτροπή, ἥτις ὑπέβαλεν «Ἔκθεσιν ἐγκριθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ι. Συνόδου». Εἰς αὐτὴν περιελαμβάνοντο καὶ ταῦτα:
«Ἡ τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν προσέγγισις καὶ κοινωνία μὴ ἀποκλειομένη ὑπὸ τῶν ὑφισταμένων μεταξύ αὐτῶν δογματικῶν διαφορῶν, ἀλλ’ ὑπό τινας ὅρους οὖσα δυνατὴ καὶ παρὰ ταύτας, ὑπάρχει ἅμα καὶ εὐκταία ὡς ἀναγκαία καὶ πολλαχῶς χρήσιμος εἰς τὸ καλῶς έννοούμενον συμφέρον τῶν ἐπὶ μέρους ἐκκλησιῶν καὶ τῆς χριστιανοσύνης ἁπάσης. Ὁ πρῶτος καὶ ἀπαραίτητος ὅρος τῆς εὐκταίας προσεγγίσεως καὶ κοινωνίας εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσις πάσης ἀμοιβαίας δυσπιστίας καὶ δυσφορίας… Ἕτερος οὐχ ἧττον σπουδαῖος ὅρος τοῦ δυνατοῦ καὶ τελεσφόρου τῆς ζητουμένης προσεγγίσεως καὶ ἐπικοινωνίας εἶναι τὸ ζωηρὸν ἐνδιαφέρον ὑπὲρ τῆς εὐσταθείας καὶ εὐεξίας καὶ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, μὴ λογιζομένων ὡς πάντη ξένων καὶ ἀλλοτρίων, ἀλλ’ ὡς συγγενῶν καὶ οἰκείων ἐν Χριστῶ. Τρίτος ὅρος εἶναι ἡ προθυμία καὶ σπουδὴ εἰς τὸ παρακολουθεῖν μὲν τοῖς παρὰ ταῖς ἄλλαις ἐκκλησίαις συμβαίνουσι…τείνειν δὲ αὐταῖς χεῖρα βοηθείας καὶ ἀντιλήψεως…Ἀνταλλαγή ἀδελφικῶν γραμμάτων κατὰ τε τὰς ἐπισήμους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνιαυτοῦ ἑορτὰς καὶ ἐν ἄλλαις περιστάσεσιν ἐκτάκτοις…νέοι χάριν σπουδῶν ἀποστελλόμενοι ἑκατέρωθεν παρὰ τῆ ἑτέρα…ἐπικοινωνία τῶν θεολογικῶν σχολῶν…συνεργασία ἐν ταῖς χριστιανικαῖς ἀδελφότησι τῶν νέων…συγκρότησις παγχριστιανικῶν συνεδρίων…διαπραγμάτευσις τῶν δογματικῶν διαφορῶν…παροχή ὑπὸ τῆς μιᾶς ἐκκλησίας εὐκτηρίων οἴκων καὶ κοιμητηρίων πρὸς ταφὴν τῶν ὀπαδῶν τῆς ἄλλης…διακανονισμός τῶν μικτῶν γάμων…Ἡ ὑπὸ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν ἀποδοχὴ τῶν ὡς ἄνω θὰ ἀποτελέση τὸ πρῶτον βῆμα τῆς προσεγγίσεως αὐτῶν.
Συμφώνως το ανωτέρω προγράμματι, ήρχισε μεταξύ ορθοδόξων και αιρετικών η μέθοδος των αλληλοεπισκέψεων. Κατά ταύτα ο «επίσκοπος» Λονδίνου «εις έκτακτον υποδοχήν αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου», προσφωνών αυτήν είπε
«Τα γεγονότα ταύτα (των επισκέψεων) προήγαγον εις μέγαν βαθμόν την αμοιβαίαν συννενόησιν και τον πόθον όπως επιτέλους οι δυο μεγάλοι κλάδοι εις τους οποίους ανήκουσιν ενωθώσιν ομού».
Οι δε Ορθόδοξοι λέγουν απαντώντες
«Η πρεσβεία ήλθεν εις το συνέδριον LAMPETH, ίνα συζητήση μετά των μελών της Αγγλικανικής Εκκλησίας τα χωρίζοντα αμφοτέρας τας Εκκλησίας σημεία και κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι η συννενόησις των δεν ήτο όνειρον. Σήμερον κάμνομεν ευθείας τας τρίβους δια την ένωσιν».
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ τῶν «συσκέψεων» καὶ διαβουλεύσεων τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς διορισθείσης ὑπὸ τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου μετὰ τὴν γενομένην, ὡς ἀνωτέρω ἐλέχθη, πρότασιν τοῦ Τοποτηρητοῦ Δωροθέου κατὰ τὴν συνεδρίαν τῆς 10 Ἰανουαρίου 1919, ὑπῆρξεν ἡ μετὰ ἓν ἀκριβῶς ἔτος ἐκδοθεῖσα περιβόητος «Ἐγκύκλιος τοῦ 1920», τῆς ὁποίας ἡ σπουδαιότης καὶ ἐπικαιρότης δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἀποφασιστικὴ καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἔκτοτε τὸν «Καταστατικὸν χάρτην» τῶν Οἰκουμενιστῶν και ανέφερε τα εξῆς
«Δύναται δε η φιλία αύτη και αγαθόφρων πρός αλλήλους διάθεσις εκφαίνεσθαι και τεκμηριούσθαι ειδικώτερον, κατά την γνώμην ημών, ως εξής:α΄) δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανκών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών,
β΄) δια της ανταλλαγής αδελφικών γραμμάτων κατά τας μεγάλας του εκκλησιαστικού ενιαυτού εορτάς, εν αις είθισται, και εν άλλαις εκτάκτοις περιστάσεσι,
γ΄) δια της οικειοτέρας συσχετίσεως των εκασταχού ευρισκομένων αντιπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών,
δ΄) δια της επικοινωνίας των Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της Θεολογικής Επιστήμης και δια της ανταλλαγής των εν εκάστη Εκκλησία εκδιδομένων θεολογικών και εκκλησιαστικών περιοδικών και συγγραμμάτων,
στ΄) δια της συγκροτήσεως παγχριστιανικών συνεδρίων προς εξέτασιν ζητημάτων κοινού πάσαις ταις Εκκλησίαις ενδιαφέροντος,
ζ΄)δια της απαθούς και επί το ιστορικώτερον εξετάσεως των δογματικών διαφορών από της έδρας και εν ταις συγγραφαίς,
η΄) δια του αμοιβαίου σεβασμού των κρατούντων εν ταις διαφόροις Εκκλησίαις ηθών και εθίμων,
θ΄) δια της παροχής αμοιβαίως ευκτηρίων οίκων και κοιμητηρίων δια τας κηδείας και την ταφήν των εν τη ξένη αποθνησκόντων οπαδών των ετέρων ομολογιών,
ι΄) δια του διακανονισμού μεταξύ των διαφόρων ομολογιών του ζητήματος των μικτών γάμων,
ια΄) δια της πρόφρονος τέλος αμοιβαίας υποστηρίξεως των Εκκλησιών εν τοίς έργοις της θρησκευτικής επιρρώσεως, της φιλανθρωπίας και τοίς παραπλησίοις.....».
Ἀμέτρητα εἶναι τὰ ἐγκώμια, τὰ ὁποῖα ἐπιλέχθησαν ὑπὸ τοῦ Τύπου καὶ ἐπισήμων αἱρετικῶν Εὐρῶπης καὶ Ἀμερικῆς διὰ τὴν «Ἐγκύκλιον» ταύτην, ἐξ ῶν καὶ ταῦτα: Εἰς ἔκθεσίν της ἡ «Ἐπισκοπελιανὴ Ἐκκλησία» τῆς Ἀμερικῆς περιγράφουσα λεπτομερῶς αὐτήν, λέγει:
«Καθ’ ὑπόδειξιν τῆς Βουλῆς τῶν Ἐπισκόπων ἐδόθη εἰς τὴν ἀνακοίνωσιν ταύτην ἀπάντησις εὐνοϊκὴ καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζουσιν ὅτι μέγα μέρος τοῦ προγράμματος τούτου υἱοθετήθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ταύτης… Προτείνεται ὅπως ἐκφράση αὕτη τὴν ἰδίαν εὐγνωμοσύνην ἐπὶ τῆ ἐκδοθείση τῶ 1920 Ἐγκυκλίω ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συστήση τοῖς Ἐπισκόποις, τοῖς κληρικοῖς καὶ λαϊκοῖς νὰ προαγάγωσιν ἐκ παντὸς τρόπου τὴν φιλικὴν ἐπικοινωνίαν, ἣν ἐπιθυμεῖ ἡ εἰρημένη Ἐγκύκλιος».
Ὁ ἀρχηγὸς τῆς Σουηδικῆς Ἐκκλησίας Ἀρχιεπίσκοπος Οὐψάλης Νάθαν Σόνδερμπλομ ἐκφράζων τὰς εὐχαριστίας του καὶ φρονῶν:
«Ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶχε ποτὲ μεγαλυτέραν ἀποστολὴν κατὰ τὴν μακρὰν αὐτοῦ ἱστορίαν», ἐπιλέγει˙ «Ἡμῶν αἱ καρδίαι διαπνέονται ζωηρῶς ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ ζήλου τῆς ἑνώσεως, ὅστις ἐνέπνευσε τὴν μεγάλην Ἐγκύκλιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἣν οὗτος ἀπέλυσε κατὰ τὸ 1920 πρὸς ὅλους τοὺς πιστούς».
Ὁ ὑπογράψας τὴν «Ἐγκύκλιον» ταύτην ὡς Τοποτηρητὴς τοῦ Θρόνου, ὁ Προύσης Δωρόθεος, ἐπορεύθη μετὰ τοῦτο εἰς τὴν Ἀγγλίαν, πρῶτος δὲ τῶν ἐπισήμων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πορευθεὶς εἰς τὴν Δύσιν μετὰ τὸν ἀπὸ πέντε αἰώνων πορευθέντα εἰς τὴν Φλωρεντίαν πατριάρχην Ἰωσήφ.
«Τιμαὶ ὑπέρλαμπροι ἀπεδόθησαν αὐτῶ καὶ τοῖς παρ’ αὐτῶ συμβούλοις, ἐπίσημοι δοχαὶ καὶ ἐντεύξεις παρὰ τοῖς εὐγενεστάτοις πολιτικοῖς, παρὰ τῶ Σεβασμιωτάτω Ἀρχιεπισκόπω Κανταουρίας καὶ παρὰ τῶ μεγαλειοτάτω τόν τε θρόνον καὶ τὴν καρδίαν Βασιλεῖ, ἱστορικαὶ ἐν τῆ ἱστορία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ εἰδικῶς ἀκόμη διὰ τὴν σύσφιγξιν τῶν δεσμῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, Ὀρθοδόξου καὶ Ἀγγλικανικῆς». Μὲ τὴν ευκαιρίαν ταύτην, «Ὁ Παγκόσμιος Σύνδεσμος περὶ τῆς φιλίας τοῦ Κόσμου διὰ τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐτέλεσεν ἐπὶ τῆ εἰς Ἀγγλίαν καθόδω τοῦ Σεβ. Τοποτηρητοῦ κυροῦ Δωροθέου ἐπιτίμου ἀντιπροέδρου, ὡραίαν καὶ εὐγενῆ συνεδρίαν, εἰς ἣν δυστυχῶς δὲν προέλαβεν ὁ μακαρίτης ἵνα παραστῆ (Την ίδιαν ημέραν και ώραν εξέψυξεν), ὡς ἡτοιμάσθη καὶ ἔγραψεν»!!
«Εὐγνωμοσύνης ἕνεκεν» τὸ ὄργανον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὸ «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν» ἐπὶ τῆ 25ετηρίδι αὐτοῦ (1973) ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Θυατείρων Γερμανόν, κύριον συντάκτην τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, μίαν τῶν εἰς τὸ ἐν Γενεύη Κέντρον αὐτοῦ αἰθουςῶν, μετ’ ἀναμνηστικῆς πλακός!!
Επίσημος προτεστάντης συγγραφεὺς εἰς «τιμητικὸν τόμον», ἀφοῦ κάμνει λόγον περὶ τῆς «ἰσχυρᾶς ἀνασχετικῆς ἐπιδράσεως» τῆς περὶ ἐκκλησίας ἐννοίας τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Οἰκουμενιστικὴν Κίνησιν, προσθέτει:
«Ἐν ἀντιδιαστολῆ πρὸς τὴν ἀντίληψιν ταύτην (περὶ τῆς ἀποκλειστικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας), ἡ περίφημος Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία ὑπῆρξεν ἀποφασιστικὴ διὰ τῆς συμμετοχὴν της Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ἀπευθύνεται γενικῶς πρὸς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀνὰ τὸν κόσμον, ὡς δὲ ἐκ τοῦ κειμένου αὐτῆς προκύπτει, υἱοθετεῖ μίαν ἄλλην ἀντίληψιν τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ προβλήματος: ἐκείνην ἀκριβῶς, ἡ ὁποία κατέστησε δυνατὴν τὴν συμμετοχὴν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν. Βεβαίως, αἱ δύο αὐταὶ ἐκκλησιολογικαὶ ἀντιλήψεις συνυπάρχουν εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποδεικνύουσαι οὕτω εἰς αὐτὴν πλείονα τοῦ ἑνὸς ρεύματα. Ὡς ἐκ τούτου καλοῦνται (οἱ αἱρετικοὶ) νὰ ἐπιδείξουν πνεῦμα κατανοήσεως διὰ τὰς παρατηρουμένας αὐτὰς ἀντινομίας εἰς τὰς θέσεις τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων».
Κατὰ τὴν αὐτήν, ὡς προαναφέρθη, συνεδρίαν τῆς Ι. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου (τῆς 10 Ἰανουαρίου 1919), ὁ Βιζύης (κατόπιν Μαρωνείας) Ἄνθιμος, ὑπέβαλεν πρότασιν «περὶ ἀναθεωρήσεως καὶ μελέτης τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου». Ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὴν πρότασιν ταύτην, διώρισεν Ἐπιτροπήν, ἡ ὁποία ὑπέβαλε τὴν σχετικὴν αὐτῆς «Ἔκθεσιν» τὴν 1 Σεπτεμβρίου καὶ περιλαμβάνονται καὶ ταῦτα:
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου