Το κείμενον των παραιτηθέντων Συνοδικών έχει ως εξής
«Υπόμνημα πρός την Ιεράν Σύνοδον
...Έχοντες υπ΄ όψει τοιαύτην περίπτωσιν και αναλογιζόμενοι τας ευθύνας μιάς τοιαύτης καταστάσεως δεν νομίζομεν ότι είνε ορθόν να προβώμεν εις δίκην και δή εις καθαίρεσιν Αρχιερέων...
... Δεν εννοούμεν να λάβωμεν μέρος εις Δικαστήριον και να καταδικάσωμεν Αρχιερείς, διότι και μετά την καταδίκην και τον εντεύθεν σάλον το ζήτημα θα μένη άλυτον και η φθορά του γοήτρου της Εκκλησίας θα είναι ανυπολόγιστος.
Επειδή όμως η πλειοψηφία της Ιεράς Συνόδου έχει την αντίληψιν ότι, ανεξαρτήτως της στάσεως της Κυβερνήσεως απέναντι του θρησκευτικού ημερολογίου, πρέπει να επιβληθή η προσήκουσα τιμωρία εις τους αποστατήσαντας Αρχιερείς και επειδή ημείς, παρεδρεύοντες εις την Ιεράν Σύνοδον, μεταβαλλομένην εις δικαστήριον, ως ορίζει ο νόμος, δεν θα ηδυνάμεθα, συμφώνως πρός τας ανωτέρας σκέψεις μας, ούτε να αθωώσωμεν, ούτε να καταδικάσωμεν τους αποσχισθέντας Αρχιερείς, αλλ΄ επειδή και πάλιν λόγω της ιδιότητος ημών ως Συνοδικών Συνέδρων δεν δυνάμεθα να μη μετάσχωμεν του Συνοδικού δικαστηρίου, δια ταύτα αναγκαζόμεθα να υποβάλωμεν την παραίτησιν ημών απο την θέσιν του Συνοδικού Συνέδρου και ευχόμεθα όπως ο Κύριος αποδείξη ορθοτέραν και ευτυχεστέραν την αντίληψιν της πλειοψηφίας πρός το καλόν της Εκκλησίας.
... Δεν εννοούμεν να λάβωμεν μέρος εις Δικαστήριον και να καταδικάσωμεν Αρχιερείς, διότι και μετά την καταδίκην και τον εντεύθεν σάλον το ζήτημα θα μένη άλυτον και η φθορά του γοήτρου της Εκκλησίας θα είναι ανυπολόγιστος.
Επειδή όμως η πλειοψηφία της Ιεράς Συνόδου έχει την αντίληψιν ότι, ανεξαρτήτως της στάσεως της Κυβερνήσεως απέναντι του θρησκευτικού ημερολογίου, πρέπει να επιβληθή η προσήκουσα τιμωρία εις τους αποστατήσαντας Αρχιερείς και επειδή ημείς, παρεδρεύοντες εις την Ιεράν Σύνοδον, μεταβαλλομένην εις δικαστήριον, ως ορίζει ο νόμος, δεν θα ηδυνάμεθα, συμφώνως πρός τας ανωτέρας σκέψεις μας, ούτε να αθωώσωμεν, ούτε να καταδικάσωμεν τους αποσχισθέντας Αρχιερείς, αλλ΄ επειδή και πάλιν λόγω της ιδιότητος ημών ως Συνοδικών Συνέδρων δεν δυνάμεθα να μη μετάσχωμεν του Συνοδικού δικαστηρίου, δια ταύτα αναγκαζόμεθα να υποβάλωμεν την παραίτησιν ημών απο την θέσιν του Συνοδικού Συνέδρου και ευχόμεθα όπως ο Κύριος αποδείξη ορθοτέραν και ευτυχεστέραν την αντίληψιν της πλειοψηφίας πρός το καλόν της Εκκλησίας.
Ο Ύδρας και Σπετσών Προκόπιος
Ο Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος
Ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιερόθεος».
Ο Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος
Ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιερόθεος».
Εν τω μεταξύ, οι τρείς αποτειχισθέντες Αρχιερείς εχειροτόνησαν τέσσαρας Αρχιερείς, ήτοι τους Αρχιμανδρίτας Χριστόφορον Χατζήν εος Επίσκοπον Μεγαρίδος, Γρμανόν Βαρυκόπουλο εις επίσκοπον Κυκλάδων, Ματθαίον Καρπαθάκην εις Επίσκοπον Βρεσθένης και Πολύκαρπον Λιώσην εις Επίσκοπον Διαυλείας, συγκροτήσαντες ούτως επταμελή Σύνοδο. Το γεγονός τούτο ηνάγκασε την Ι.Σύνοδον όπως αιτήσηται παρά της Πολιτείας την άμεσον λήψιν περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων κατά των επτά Αρχιερέων «προς πρόληψιν νέων χειροτονιών και αντικανονικών πραξικοπημάτων» δεδομένου ότι οι τρεις αποστατήσαντες Μητροπολίται ευθύς μετά τας τοιαύτας επισκοπικάς χειροτονίας εδήλωσαν ότι θα προβώσι και εις ετέρας χειροτονίας προς συγκρότησιν Ι. Συνόδου. Το σχετικόν έγγραφον επέδωκεν ιδιοχείρως προς τον Υπουργόν Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων Δ. Χατζίσκον τριμελής Συνοδική Επιτροπή, απαρτιζομένη εκ των Μητροπολιτών Φθιώτιδας Αμβροσίου, Κοζάνης Ιωακείμ και Γυθείου Διονυσίου.
Άπαντες οι ανωτέρω μετά των νεοχειροτονηθέντων εξαπέλυσαν εγκύκλιον προς τον Ορθόδοξον Λαόν, εν τη οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται και τα κατωτέρω.
«... Τούτων ένεκα ανεπετάσαμεν την σημαίαν της Ορθοδοξίας και της εθνικής ημών ιδεολογίας με την ευγενή πρόθεση να χρησιμεύσωμεν ως έναυσμα δια την ανάφλεξιν της Χριστιανικής καρδίας και εθνικής ψυχής, και ούτω σύσσωμον το Έθνος εις εν ενθουσιώδες έξαλμα της ευσεβούς καρδίας του να προβή εις την εκκαθάρισην του Κλήρου παντός βαθμού και την ανύψωσιν των λειτουργών του Θεού εις εμπρέπουσαν περιωπήν...
Ημείς διεκηρύξαμεν εις αυτούς, ότι είμεθα έτοιμοι και το αίμα ημών να χύσωμεν εις τον ιερόν της Ορθοδοξίας βωμόν, επί τω τέλει να αναστηλώσωμεν τας καταπατηθείσας εκκλησιαστικάς παραδόσεις και εκκαθαρίσωμεν τας τάξεις του Κλήρου, παντός βαθμού, απο τα φαύλα στοιχεία, άτινα υπό την εγκληματικήν απάθειαν του Αρχιεπισκόπου, εισεχώρησαν εις τον περίβολον της Εκκλησίας και αυτής ακόμη της Αρχιεπισκοπικής αυλής....
Ο Δημητριάδος Γερμανός
Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος
Ο Ζακύνθου Χρυσόστομος»
Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος
Ο Ζακύνθου Χρυσόστομος»
Η Κυβέρνησις διέταξε τον περιορισμό αυτών εν των επί της οδού Αριστοτέλους υπ΄ αριθ. 37 Μεγάρω της Αρχιεπισκοπής των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, και την τοποθέτησιν ισχυράς Φρουράς εξ αστυφυλάκων, απηγορευούσης την είσοδον εις πάντας απολύτως μηδέ της απαραιτήτου υπηρεσίας εξαιρουμένης.
Ο περιορισμός ούτος ήρχισεν απο της 10ης μ.μ. της 29ης Μαίου 1935.
Την επομένην, 30 Μαίου, εδιπλασιάσθη η Φρουρά, αύτη δέ απηγόρευσε την είσοδον και εις αυτόν ακόμη τον διορισθέντα συνήγορον δικηγόρον. Συγχρόνως εφρουρήθησαν υπό δυνάμεως Αστυφυλάκων τα Γραφεία της Κοινότητος και αι κατοικίαι των τεσσάρων νεοχειροτονηθέντων Αρχιερέων.
Τα μέτρα ταύτα, ως ήτο επόμενον, εξηρέθισαν τον Παλαιοημερολογίτικον κόσμον Αθηνώς και Πειραιώς, και ήρχισαν ούτοι να συγκεντρούνται πρό του Μεγάρου της οδού Αριστοτέλους υπ΄ αριθ. 37, εν ώ ευρίσκοντο έγκλειστοι οι Ποιμένες των.
Δυστυχώς όμως κατέφθασε ισχυρά Αστυνομική δύναμις συνεπικουρουμένη υπό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και διέλυσε βιαίως τους συνελθόντας.
Την 31 Μαίου εξηκολούθησεν η ιδία κατάστασις, του Λαού εμμένοντος και ευρισκομένου ημέραν και νύκταν πέριξ των οδών Αριστοτέλους και Ηπείρου.
Την επομένην, 14ην Ιουνίου, προσδιωρίσθη υπό της Συνόδου η δίκη των τριών Μητροπολιτών, κατηγορουμένων «Επί φατρεία, τυρεία, παρασυναγωγή και καταφρονήσει της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας και παροτρύνσει του Ιερού Κλήρου και Λαού όπως αποκηρύξη την νόμιμον και κανονικήν Εκκλησίαν», «την ποινήν της καθαιρέσεως από του αρχιερατικού αξιώματος, μετά των επακολουθουσών τη ποινή ταύτη κανονικών συνεπειών, ήτοι της υπαγωγής αυτών εις την των μοναχών τάξιν και του πενταετούς σωματικού περιορισμού εν Μονή, απογυμνώσαν αυτούς τέλεον παντός αρχιερατικού τίτλου και ιερατικού βαθμού», ορίσαν τόπους εκτίσεως της ποινής αυτών «διά μεν τον πρώην Μητροπολίτην Δημητριάδος Γερμανόν, την εν Αμοργώ Ι. Μονήν της Χοζοβιωτίσσης, διά τον πρ. Μητροπολίτην Φλωρίνης Χρυσόστομον την εν τη Ι. Μητροπόλει Κίτρους Ι. Μονήν Αγ. Διονυσίου (Ολύμπου) διά δε τον πρ. Μητροπολίτην Ζακύνθου Χρυσόστομον την εν τη Μητροπόλει Ακαρνανίας Ι. Μονήν Ρόμβου».
Η Ιεραρχία ισχυρίσθη ότι οι κατηγορούμενοι παρέβησαν τους Ι. Κανόνας ΛΔ' της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, ΣΤ' της εν Γάγγρα, Ε' της εν Αντιοχεία, ΙΔ' και ΙΕ' της ΑΒ, κατεφρόνησαν την Ι. Σύνοδον της Ιεραρχίας, απεπειράθησαν να εξεγείρωσι τον λαόν κατ' αυτής και να μειώσωσι το γόητρον αυτής και απέκοψαν εαυτούς από του σώματος της Ιεραρχίας, πήξαντες αντικανονικώς και παρανόμως ιδίαν θρησκευτικήν κοινότητα, ιδρύσαντες 7μελή Σύνοδον υπό τον τίτλον «Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας της ακολουθούσης το πάτριον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον», καταπατήσαντες προς τοις Ι. Κανόσι και τους Νόμους του Κράτους, ενεργήσαντες εκ συστάσεως κατά της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας και της Ιεραρχίας αυτής, ην απεκήρυξαν ως σχισματικήν.
Η πληροφορία, ως ήτο επόμενον, κατετάραξε τα πλήθη, έλαβον δέ την απόφασιν να μεταβώσιν εν σώματι εις τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως και εις τους Υπουργούς δια να διαμαρτυρηθώσι.
Τότε όμως επηκολούθησαν θλιβερά γεγονότα. Αμέσως τίθενται εις κίνησιν αί πυροσβεστικαί αντλίαι. Συγχρόνως δέ διετέχθη η Αστυνομία, όπως διαλύση την συγκέντρωσιν δια των αστυνομικών ράβδων και δια παντός εν γένει άλλου μέσου. Πλέον των 100 ήσαν οι τραυματισθέντες κατά την 14ην Ιουνίου του έτους εκείνου 1935 ημέραν Παρασκευήν.
Τα πιεστικά μέτρα πολλαπλασιάζονται εναντίον των Αρχιερέων, την δέ 20ην Ιουνίου 1935 ημέραν Πέμπτην πρός εσπέρας της ημέρας ταύτης, ειδοποιήθησαν υπο του τότε Διευθυντού της Αστυνομίας κ. Έβερτ, ότι την πρωιάν της επομένης πρέπει να είναι έτοιμοι δια την πραγματοποίησιν της υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας αποφασισθείσης εξορίας εις τους ορισθέντας τόπους. Ενω επραγματοποιήθη η εξορία του πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου και τοθ Δημητριάδος Γερμανού, η εξορία του Ζακύνθου Χρυσοστόμου δεν συνετελέσθη διότι ο πρ. Ζακύνθου Χρυσόστομος ήσκησεν εμπροθέσμως έφεσιν (5-18 Ιουνίου 1935), εκδικασθείσαν τη 16-7-1935. Το Δευτεροβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον λαβόν υπ' όψιν την μεταμέλειαν του εφεσιβάλλοντος, εγγράφως ενώπιον αυτού ομολογηθείσαν, ήρε διά της υπ' αριθμ. 1/16-7-1935 αποφάσεως αυτού την ποινήν της καθαιρέσεως, της υπαγωγής εις την των μοναχών τάξιν και του σωματικού περιορισμού, και επανέφερε τούτον εις τον αρχιερατικόν βαθμόν και θρόνον της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου, επιβαλόν αυτώ μόνον την ποινήν 6μήνου αργίας.
Επίσης εδικάσθησαν και τέσσαρες νεοχειροτονηθέντες Επίσκοποι υπό του Συνοδικού δια τους Αρχιερείς Δικαστηρίου. Η κατηγορία ήταν «αποσχίσει εκ της Εκκλησίας και προσχωρήσει εις την κατά της ενότητος αυτής ανταρσίαν τριών Αρχιερέων, παρ' ων εδέξαντο αντικανονικήν επισκοπικήν χειροτονίαν».
Περατωθεισών των ανακρίσεων, η υπόθεσις ήχθη προς εκδίκασιν ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δι' Αρχιερείς Δικαστηρίον, όπερ εξέδοτο, ερήμην των κατηγορουμένων, την υπ' αριθμ. 3/3-7-1935 απόφασιν, δι' ης εκήρυξε τούτους ενόχους «παρανόμου και αντικανονικής χειροτονίας εις Επισκόπους, προσχωρήσεως εις το σχίσμα το δημιουργηθέν υπό των τ. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού, πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου, αντιποιήσεως αρχής διά συμπήξεως παρασυναγωγής, φατρίας και τυρείας» και επέβαλεν, «αυτοίς την ποινήν της καθαιρέσεως» και της επαναφοράς εις την των μοναχών τάξιν μετά 5ετούς σωματικού περιορισμού εν Μοναίς, ήτοι διά τον μεν Χριστοφόρον Χατζήν εν τη Ι. Μονή Ταξιαρχών Σερίφου, διά τον Γερμανόν Βαρυκόπουλον εν τη Ι. Μονή Καθαρών Ιθάκης, διά τον Ματθαίον Καρπαθάκην εν τη Ι. Μονή Αγ. Διονυσίου Στροφάδων και διά τον Πολύκαρπον Λιώσην εν τη Ι. Μονή Ευαγγελιστρίας Σκιάθου. Εκ των ως άνω τεσσάρων καταδικασθέντων οι μεν Χριστοφόρος Χατζής και Πολύκαρπος Λιώσης ήσκησαν εμπροθέσμως έφεσιν τη 8-7-1935 κατά της αποφάσεως ταύτης οι δ' έτεροι δύο ουδέν ήσκησαν κατ' αυτής ένδικον μέσον, με αποτέλεσμα να καταστή αύτη, ως προς τούτους, οριστική και τελεσίδικος και να εκδοθή εν συνεχεία το συμφώνως τω άρθρω(151) του ν. 5383/32, Βασιλικόν Διάταγμα το κηρύσσον εκτελεστήν την απόφασιν ταύτην, όπερ εδημοσιεύθη εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως.
Το επιληφθέν της εφέσεως των δύο καταδικασθέντων κληρικών (Χριστοφόρου Χατζή και Πολύπαρπου Λιώση) Δευτεροβάθμιον δι' Αρχιερείς Συνοδικόν Δικαστήριον διά της υπ' αριθμ. 2/18-7-1935 αποφάσεως αυτού, εν επικλήσει του Δ' Κανόνος της Β' Οικουμεν. Συνόδου, εθεώρησεν ως άκυρον και μη γενομένην την εις Επισκόπους χειροτονίαν αυτών, ήρε την επιβληθείσαν αυτοίς υπό της εφεσιβαλλομένης αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ποινήν της καθαιρέσεως και του 5ετούς σωματικού περιορισμού εν Μοναίς, και αποκατέστησε τούτους εις τον του πρεσβυτέρου βαθμόν, επιβαλόν άμα αυτοίς ενιαύσιον αργίαν από πάσης ιεροπραξίας. Η απόφασις αύτη εκηρύχθη εκτελεστή διά Β. Δ/τος δημοσιευθέντος εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως ( ΦΕΚ τ. Α' άρ. 105 της 9-8-1935.).
Εκ των ετέρω δύο (Γερμανός Βαρυκόπουλος και Ματθαίος Καρπαθάκης) ο μέν Κυκλάδων Γερμανός Βαρυκόπουλος εξορίσθη εις τηνεν τη νήσω Στροφάδων Ιεράν Μονήν του Αγίου Διονυσίου, ο δέ Επίσκοπος Βρεσθένης Ματθαίος Καρπαθάκης, προφασιζόμενος ασθένειαν, δεν εξορίσθη αλλ΄ έμεινεν εν τη Ιερά Μονή του εν Κερατέα.
Ο Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος διατρίβων εν τω τόπω της εξορίας του συνέγραψεν πραγματείαν, υπό την επωνυμίαν «Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας». Επίσης συνέγραψε πραγματείαν απευθυνομένην πρός τους «Διανοουμένους Ορθοδόξους Έλληνας», η οποία εδημοσιεύθη και εις τον «Κήρυκα των Ορθοδόξων».
Εις το επόμενον μέρος, θα δημοσιεύσωμεν την απάντησιν-απολογίαν των κατηγορουμένων κατά της αποφάσεως της Ιεραρχίας, αλλά θα αναρτήσουμε και τις προαναφερομένες πραγματείες ώστε ο αναγνώστης να έχει ολικήν γνώσιν δια των ζητημάτων όπου αναλύουμε.
Ο περιορισμός ούτος ήρχισεν απο της 10ης μ.μ. της 29ης Μαίου 1935.
Την επομένην, 30 Μαίου, εδιπλασιάσθη η Φρουρά, αύτη δέ απηγόρευσε την είσοδον και εις αυτόν ακόμη τον διορισθέντα συνήγορον δικηγόρον. Συγχρόνως εφρουρήθησαν υπό δυνάμεως Αστυφυλάκων τα Γραφεία της Κοινότητος και αι κατοικίαι των τεσσάρων νεοχειροτονηθέντων Αρχιερέων.
Τα μέτρα ταύτα, ως ήτο επόμενον, εξηρέθισαν τον Παλαιοημερολογίτικον κόσμον Αθηνώς και Πειραιώς, και ήρχισαν ούτοι να συγκεντρούνται πρό του Μεγάρου της οδού Αριστοτέλους υπ΄ αριθ. 37, εν ώ ευρίσκοντο έγκλειστοι οι Ποιμένες των.
Δυστυχώς όμως κατέφθασε ισχυρά Αστυνομική δύναμις συνεπικουρουμένη υπό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και διέλυσε βιαίως τους συνελθόντας.
Την 31 Μαίου εξηκολούθησεν η ιδία κατάστασις, του Λαού εμμένοντος και ευρισκομένου ημέραν και νύκταν πέριξ των οδών Αριστοτέλους και Ηπείρου.
Την επομένην, 14ην Ιουνίου, προσδιωρίσθη υπό της Συνόδου η δίκη των τριών Μητροπολιτών, κατηγορουμένων «Επί φατρεία, τυρεία, παρασυναγωγή και καταφρονήσει της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας και παροτρύνσει του Ιερού Κλήρου και Λαού όπως αποκηρύξη την νόμιμον και κανονικήν Εκκλησίαν», «την ποινήν της καθαιρέσεως από του αρχιερατικού αξιώματος, μετά των επακολουθουσών τη ποινή ταύτη κανονικών συνεπειών, ήτοι της υπαγωγής αυτών εις την των μοναχών τάξιν και του πενταετούς σωματικού περιορισμού εν Μονή, απογυμνώσαν αυτούς τέλεον παντός αρχιερατικού τίτλου και ιερατικού βαθμού», ορίσαν τόπους εκτίσεως της ποινής αυτών «διά μεν τον πρώην Μητροπολίτην Δημητριάδος Γερμανόν, την εν Αμοργώ Ι. Μονήν της Χοζοβιωτίσσης, διά τον πρ. Μητροπολίτην Φλωρίνης Χρυσόστομον την εν τη Ι. Μητροπόλει Κίτρους Ι. Μονήν Αγ. Διονυσίου (Ολύμπου) διά δε τον πρ. Μητροπολίτην Ζακύνθου Χρυσόστομον την εν τη Μητροπόλει Ακαρνανίας Ι. Μονήν Ρόμβου».
Η Ιεραρχία ισχυρίσθη ότι οι κατηγορούμενοι παρέβησαν τους Ι. Κανόνας ΛΔ' της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, ΣΤ' της εν Γάγγρα, Ε' της εν Αντιοχεία, ΙΔ' και ΙΕ' της ΑΒ, κατεφρόνησαν την Ι. Σύνοδον της Ιεραρχίας, απεπειράθησαν να εξεγείρωσι τον λαόν κατ' αυτής και να μειώσωσι το γόητρον αυτής και απέκοψαν εαυτούς από του σώματος της Ιεραρχίας, πήξαντες αντικανονικώς και παρανόμως ιδίαν θρησκευτικήν κοινότητα, ιδρύσαντες 7μελή Σύνοδον υπό τον τίτλον «Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας της ακολουθούσης το πάτριον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον», καταπατήσαντες προς τοις Ι. Κανόσι και τους Νόμους του Κράτους, ενεργήσαντες εκ συστάσεως κατά της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας και της Ιεραρχίας αυτής, ην απεκήρυξαν ως σχισματικήν.
Η πληροφορία, ως ήτο επόμενον, κατετάραξε τα πλήθη, έλαβον δέ την απόφασιν να μεταβώσιν εν σώματι εις τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως και εις τους Υπουργούς δια να διαμαρτυρηθώσι.
Τότε όμως επηκολούθησαν θλιβερά γεγονότα. Αμέσως τίθενται εις κίνησιν αί πυροσβεστικαί αντλίαι. Συγχρόνως δέ διετέχθη η Αστυνομία, όπως διαλύση την συγκέντρωσιν δια των αστυνομικών ράβδων και δια παντός εν γένει άλλου μέσου. Πλέον των 100 ήσαν οι τραυματισθέντες κατά την 14ην Ιουνίου του έτους εκείνου 1935 ημέραν Παρασκευήν.
Τα πιεστικά μέτρα πολλαπλασιάζονται εναντίον των Αρχιερέων, την δέ 20ην Ιουνίου 1935 ημέραν Πέμπτην πρός εσπέρας της ημέρας ταύτης, ειδοποιήθησαν υπο του τότε Διευθυντού της Αστυνομίας κ. Έβερτ, ότι την πρωιάν της επομένης πρέπει να είναι έτοιμοι δια την πραγματοποίησιν της υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας αποφασισθείσης εξορίας εις τους ορισθέντας τόπους. Ενω επραγματοποιήθη η εξορία του πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου και τοθ Δημητριάδος Γερμανού, η εξορία του Ζακύνθου Χρυσοστόμου δεν συνετελέσθη διότι ο πρ. Ζακύνθου Χρυσόστομος ήσκησεν εμπροθέσμως έφεσιν (5-18 Ιουνίου 1935), εκδικασθείσαν τη 16-7-1935. Το Δευτεροβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον λαβόν υπ' όψιν την μεταμέλειαν του εφεσιβάλλοντος, εγγράφως ενώπιον αυτού ομολογηθείσαν, ήρε διά της υπ' αριθμ. 1/16-7-1935 αποφάσεως αυτού την ποινήν της καθαιρέσεως, της υπαγωγής εις την των μοναχών τάξιν και του σωματικού περιορισμού, και επανέφερε τούτον εις τον αρχιερατικόν βαθμόν και θρόνον της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου, επιβαλόν αυτώ μόνον την ποινήν 6μήνου αργίας.
Επίσης εδικάσθησαν και τέσσαρες νεοχειροτονηθέντες Επίσκοποι υπό του Συνοδικού δια τους Αρχιερείς Δικαστηρίου. Η κατηγορία ήταν «αποσχίσει εκ της Εκκλησίας και προσχωρήσει εις την κατά της ενότητος αυτής ανταρσίαν τριών Αρχιερέων, παρ' ων εδέξαντο αντικανονικήν επισκοπικήν χειροτονίαν».
Περατωθεισών των ανακρίσεων, η υπόθεσις ήχθη προς εκδίκασιν ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δι' Αρχιερείς Δικαστηρίον, όπερ εξέδοτο, ερήμην των κατηγορουμένων, την υπ' αριθμ. 3/3-7-1935 απόφασιν, δι' ης εκήρυξε τούτους ενόχους «παρανόμου και αντικανονικής χειροτονίας εις Επισκόπους, προσχωρήσεως εις το σχίσμα το δημιουργηθέν υπό των τ. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού, πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου, αντιποιήσεως αρχής διά συμπήξεως παρασυναγωγής, φατρίας και τυρείας» και επέβαλεν, «αυτοίς την ποινήν της καθαιρέσεως» και της επαναφοράς εις την των μοναχών τάξιν μετά 5ετούς σωματικού περιορισμού εν Μοναίς, ήτοι διά τον μεν Χριστοφόρον Χατζήν εν τη Ι. Μονή Ταξιαρχών Σερίφου, διά τον Γερμανόν Βαρυκόπουλον εν τη Ι. Μονή Καθαρών Ιθάκης, διά τον Ματθαίον Καρπαθάκην εν τη Ι. Μονή Αγ. Διονυσίου Στροφάδων και διά τον Πολύκαρπον Λιώσην εν τη Ι. Μονή Ευαγγελιστρίας Σκιάθου. Εκ των ως άνω τεσσάρων καταδικασθέντων οι μεν Χριστοφόρος Χατζής και Πολύκαρπος Λιώσης ήσκησαν εμπροθέσμως έφεσιν τη 8-7-1935 κατά της αποφάσεως ταύτης οι δ' έτεροι δύο ουδέν ήσκησαν κατ' αυτής ένδικον μέσον, με αποτέλεσμα να καταστή αύτη, ως προς τούτους, οριστική και τελεσίδικος και να εκδοθή εν συνεχεία το συμφώνως τω άρθρω(151) του ν. 5383/32, Βασιλικόν Διάταγμα το κηρύσσον εκτελεστήν την απόφασιν ταύτην, όπερ εδημοσιεύθη εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως.
Το επιληφθέν της εφέσεως των δύο καταδικασθέντων κληρικών (Χριστοφόρου Χατζή και Πολύπαρπου Λιώση) Δευτεροβάθμιον δι' Αρχιερείς Συνοδικόν Δικαστήριον διά της υπ' αριθμ. 2/18-7-1935 αποφάσεως αυτού, εν επικλήσει του Δ' Κανόνος της Β' Οικουμεν. Συνόδου, εθεώρησεν ως άκυρον και μη γενομένην την εις Επισκόπους χειροτονίαν αυτών, ήρε την επιβληθείσαν αυτοίς υπό της εφεσιβαλλομένης αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ποινήν της καθαιρέσεως και του 5ετούς σωματικού περιορισμού εν Μοναίς, και αποκατέστησε τούτους εις τον του πρεσβυτέρου βαθμόν, επιβαλόν άμα αυτοίς ενιαύσιον αργίαν από πάσης ιεροπραξίας. Η απόφασις αύτη εκηρύχθη εκτελεστή διά Β. Δ/τος δημοσιευθέντος εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως ( ΦΕΚ τ. Α' άρ. 105 της 9-8-1935.).
Εκ των ετέρω δύο (Γερμανός Βαρυκόπουλος και Ματθαίος Καρπαθάκης) ο μέν Κυκλάδων Γερμανός Βαρυκόπουλος εξορίσθη εις τηνεν τη νήσω Στροφάδων Ιεράν Μονήν του Αγίου Διονυσίου, ο δέ Επίσκοπος Βρεσθένης Ματθαίος Καρπαθάκης, προφασιζόμενος ασθένειαν, δεν εξορίσθη αλλ΄ έμεινεν εν τη Ιερά Μονή του εν Κερατέα.
Ο Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος διατρίβων εν τω τόπω της εξορίας του συνέγραψεν πραγματείαν, υπό την επωνυμίαν «Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας». Επίσης συνέγραψε πραγματείαν απευθυνομένην πρός τους «Διανοουμένους Ορθοδόξους Έλληνας», η οποία εδημοσιεύθη και εις τον «Κήρυκα των Ορθοδόξων».
Εις το επόμενον μέρος, θα δημοσιεύσωμεν την απάντησιν-απολογίαν των κατηγορουμένων κατά της αποφάσεως της Ιεραρχίας, αλλά θα αναρτήσουμε και τις προαναφερομένες πραγματείες ώστε ο αναγνώστης να έχει ολικήν γνώσιν δια των ζητημάτων όπου αναλύουμε.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου