ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
Είναι εκείνοι που με πρόφαση το δόγμα της Χαλκηδόνας αποσχίσθηκαν από τον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Λέγονται ακόμα και Αιγυπτιακοί, επειδή πρώτοι οι Αιγύπτιοι άρχισαν αυτό το σχίσμα την εποχή των βασιλέων Μαρκιανού και Ουαλεντινιανού, ενώ κατά τα άλλα είναι Ορθόδοξοι. Αυτοί απο συμπάθεια πρός τον Αλεξανδρείας Διόσκορο, ο οποίος είχε καθαιρεθεί απο τη σύνοδο της Χαλκηδόνας, ως συνήγορος της διδασκαλίας του Ευτυχούς, αντιπάθησαν τη σύνοδο και όσων εξηρτάτο απο αυτούς προκάλεσαν μύριες κατηγορίες εναντίον της, αποδείχνοντας ότι είναι βάναυσοι και ανόητοι. Αυτών αρχηγοί είναι o Αλεξανδρείας Θεοδόσιος, από τον οποίο έρχονται οι Θεοδοσιανοί, ο Ιάκωβος ο Σύρος, απο τον οποίο προέρχονται οι Ιακωβίτες. Γνώστες και βεβαιωτές και Σύμμαχοι αυτών υπήρξαν ο Σευήρος, ο διαφθορεύς της Εκκλησίας της Αντιοχείας, και εκείνος που άδικα κοπίασε, ο Ιωάννης ο Τριθείτης, οι οποίοι αρνούνται το μυστήριο της κοινής σωτηρίας. Αυτοί κατέγραψαν πολλά απο τη θεόπνευστη διδασκαλία των εξακοσίων τριάντα Πατέρων στη Χαλκηδόνα, αλλά έβαλαν και πολλά σκάνδαλα, γι αυτούς που χάνονται απο τη δική τους ολέθρια αίρεση, και παγίδες κρυμμένες στο δρόμο, σύμφωνα με το λεγόμενο (Ψαλμ. 139, 6).
Είναι εκείνοι που με πρόφαση το δόγμα της Χαλκηδόνας αποσχίσθηκαν από τον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Λέγονται ακόμα και Αιγυπτιακοί, επειδή πρώτοι οι Αιγύπτιοι άρχισαν αυτό το σχίσμα την εποχή των βασιλέων Μαρκιανού και Ουαλεντινιανού, ενώ κατά τα άλλα είναι Ορθόδοξοι. Αυτοί απο συμπάθεια πρός τον Αλεξανδρείας Διόσκορο, ο οποίος είχε καθαιρεθεί απο τη σύνοδο της Χαλκηδόνας, ως συνήγορος της διδασκαλίας του Ευτυχούς, αντιπάθησαν τη σύνοδο και όσων εξηρτάτο απο αυτούς προκάλεσαν μύριες κατηγορίες εναντίον της, αποδείχνοντας ότι είναι βάναυσοι και ανόητοι. Αυτών αρχηγοί είναι o Αλεξανδρείας Θεοδόσιος, από τον οποίο έρχονται οι Θεοδοσιανοί, ο Ιάκωβος ο Σύρος, απο τον οποίο προέρχονται οι Ιακωβίτες. Γνώστες και βεβαιωτές και Σύμμαχοι αυτών υπήρξαν ο Σευήρος, ο διαφθορεύς της Εκκλησίας της Αντιοχείας, και εκείνος που άδικα κοπίασε, ο Ιωάννης ο Τριθείτης, οι οποίοι αρνούνται το μυστήριο της κοινής σωτηρίας. Αυτοί κατέγραψαν πολλά απο τη θεόπνευστη διδασκαλία των εξακοσίων τριάντα Πατέρων στη Χαλκηδόνα, αλλά έβαλαν και πολλά σκάνδαλα, γι αυτούς που χάνονται απο τη δική τους ολέθρια αίρεση, και παγίδες κρυμμένες στο δρόμο, σύμφωνα με το λεγόμενο (Ψαλμ. 139, 6).
Γιά τη φύση και υπόσταση, όπως πιστεύουν οι οπαδοί του Σευήρου, και πώς διδάσκουν τις επιμέρους ουσίες του Ιωάννη Γραμματικού του Τριθείτη, ο οποίος λέγεται και Φιλόπονος, από τον δ΄ λόγο του <<Διαιτητού>>.
Είναι έβδομος λόγος, ο οποίος εκθέτει αυτά που πρεσβεύουν οι αντίθετοι, επιβεβαιώνοντας την δική μας αλήθεια. Γιατί λέγοντας, ότι οι φύσεις του Χριστού είναι δύο, αξιώνουν ότι είναι μία και μοναδική η υποστασή του, δηλαδή το πρόσωπο, ομοία απορρίπτουν και εκείνους που πιστεύουν ή ότι είναι μία ή φύση του Χριστού μετά την ένωση, ή δύο οι υποστάσεις του. Άλλά πρίν προχωρήσουμε στόν έλεγχο αυτής της υποθέσεως, νομίζω πως είναι εύλογο να ορίσουμε τι θέλει να σημάνει η διδασκαλία των Εκκλησιών με τη λέξη φύση, και τί με τίς λέξεις του προσώπου και της υπόστασης. Φύση λοιπόν εννοεί τον κοινό λόγο αυτών που μετέχουν στήν ίδια ουσία, όπως του κάθε ανθρώπου κοινός λόγος είναι το ότι είναι λογικό ζώο, θνητό και επιδεκτικό νού και επιστήμης. Γιατί σ' αυτό κανένας απο τους ανθρώπους δε διαφέρει. Ουσία και φύση τις θεωρεί ταυτόσημες. Υπόσταση, ήτοι πρόσωπο, είναι η ιδιαίτερη ύπαρξη κάθε φύσεως, και για να το πώ αλλιώς, η περιγραφή ή οποία αποτελείται από μερικές ιδιότητες, κατά τις οποίες διαφέρουν μεταξύ τους αυτοί που μετέχουν στήν ίδια φύση, και για να μιλήσω με συντομία, αυτά που αρέσκονται οι περιπατητικοί να τα αποκαλούν άτομα, στα οποία καταλήγει η διαίρεση των ειδών.
Αυτά οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας τα ονόμασαν υποστάσεις, και ορισμενές φορές και πρόσωπο. Γιατί το ζώο διαιρείται σε λογικό και άλογο, και το λογικό πάλι σε άνθρωπο και άγγελο και δαίμονα, και έτσι εκείνα στα οποία υποδιαιρείται το καθένα από τα έσχατα αυτά είδη, ο άνθρωπος σε Πέτρο και Παύλο, και ο άγγελος σε Γαβριήλ και Μιχαήλ και στόν καθένα από τούς άλλους αγγέλους , τα ονομάζουν άτομα, διότι δεν είναι δυνατό το καθένα απο αυτά να υποδιαιρεθεί σε άλλα, διασώζοντας μετά τη τομή τη μία φύση τους. Γιατί η διαίρεση του ανθρώπου σε σώμα και ψυχή φέρνει το θάνατο ολόκληρου του ζώου. Γι' αυτό αρέσκονται εκείνοι να τα ονομάζουν άτομα, ενώ η εκκλησιαστική γλώσσα τα ονόμασε αυτά υποστάσεις, γιατί μέσα σ' αυτά τα γένη και τα είδη λαμβάνουν την υπαρξή τους. Άν και έχει δηλαδή ίδιο τον λόγο του είναι, π.χ. το ζώο και ο άνθρωπος, από τα οποία το ένα είναι γένος και το άλλο είδος, αλλά έχουν την υπαρξή τους στα άτομα, όπως στόν Πέτρο και Παύλο, και δεν υφίστανται χωρίς αυτά. Τι είναι λοιπόν υπόσταση και τί φύση, κατά την εκκλησιαστική διδασκαλία, το είπαμε.
Αυτή λοιπόν η κοινή φύση, η φύση του ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία κανένας άνθρωπος δεν διαφέρει από κανέναν, όταν φθάνει στο κάθε άτομο, γίνεται ξεχωριστή εκείνου και δεν είναι κοινή με κανέναν άλλο, όπως ορίσαμε στο τέταρτο κεφάλαιο. Γιατί το λογικό ζώοπου υπάρχει μέσα μου, θνητό, δεν είναι κοινό κανενός άλλου ζώου. Φυσικά, όταν παθαίνει κάποιος άνθρωπος, η βόδι η άλογο, δεν είναι αδύνατο να μένουν απαθή τα ομοειδή άτομα. Γιατί και όταν πεθάνει ο Παύλος είναι ενδεχόμενο να μη πεθάνει κανένας άλλος άνθρωπος. Και όταν έγινε ο Πέτρος και ήρθε στή ύπαρξη, οι μετά από αυτόν άνθρωποι δεν υπάρχουν ακόμα μεταξύ των όντων. Επομένως η κάθε φύση δεν χαρακτηρίζεται κατά ένα μόνο τρόπο ώς πρός αυτό που είναι, αλλά κατά δύο. Κατά τον ένα τρόπο, όταν θεωρείται ο κοινός λόγος κάθε φύσεως, αυτός καθ' εαυτόν, όπως η φύση του ανθρώπου ή του αλόγου, που δεν καταλήγει σε κανένα άτοπο, και κατά τον άλλο τρόπο, όταν βλέπουμε αυτή την ίδια την κοινή φύση να γίνεται στα άτομα και να παίρνει στο καθένα απο αυτά επιμέρους ύπαρξη, η οποία δεν εφαρμόζει σε κανένα άλλο, παρά μόνο σ' εκείνο το άτομο. Γιατί το δικό μου ζώο, που είναι λογικό και θνητό, δεν είναι κοινό σε κανέναν άλλο άνθρωπο ούτε η φύση του ζώου στόν τάδε ίππο, θα μπορούσε να υπάρξει σε κάποιον άλλο, όπως αποδείξαμε πλήρως.
Ότι λοιπόν η διδασκαλία της Εκκλησίας έχει αυτές τις αντιλήψεις για τις φύσεις και τις υποστάσεις, είναι φανερό απο το ότι ομολογούμε ότι η φύση του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι μία, ενώ διδάσκουμε οτι οι υποστάσεις τους, δηλαδή τα πρόσωπα, είναι τρία, το καθένα από τα οποία ξεχωρίζει ώς πρός κάποια ιδιότητα από τα άλλα. Διότι τι άλλο μπορεί να είναι η μία φύση της θεότητας, παρά ο κοινός λόγος της θείας φύσεως, καθεαυτόν θεωρούμενος, και διακρινόμενος νοερά απο την ιδιότητα της κάθε υποστάσεως; Οτι πάλι και κατά ιδιαίτερο τρόπο κατανοούμε την έννοια της φύσεως, τον κοινό λόγο της φύσεως σε κάθε ένα απο τα άτομα, δηλαδή στίς υποστάσεις κάθε φύσεως, βλέποντάς το να είναι ιδιαίτερο και να μη μπορεί να ταιριάσει με κανένα άλλο απο αυτά που ανήκουν στο κοινό είδος, γίνεται επίσης φανερό απο το ότι στο Χριστό πρεσβεύουμε την ένωση δύο φύσεων, της θείας δηλαδή και της ανθρώπινης. Δεν λέμε δηλαδή ότι σαρκώθηκε η κοινή της αγίας Τριάδας φύση, γιατί έτσι θα υποστηρίζαμε και την ενανθρώπηση του αγίου Πνεύματος, αλλά ούτε και ο κοινός λόγος της ανθρώπινης φύσεως πιστεύουμε οτι ενώθηκε με τον Θεό Λόγο. Γιατί έτσι πάλι θα λέγαμε δικαίως ότι ο Θεός λόγος ενώθηκε και με τούς ανθρώπους που έζησαν πρίν από τον ερχομό του Λόγου, και με εκείνους που θα υπάρξουν μετά από αυτόν. Είναι λοιπόν φανερό, ότι εδώ φύση της θεότητας λέμε την κοινή φύση της θεότητας στήν υπόσταση του Λόγου, γι' αυτό και ομολογούμε μία φύση του Θεού Λόγου σαρκωμένη, διακρίνοντάς την με την προσθήκη ''τού Θεού Λόγου'', σαφώς από τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα. Ώστε και εδώ τον κοινό λόγο της θείας φύσεως, κατανοώντας τον ώς ιδιαίτερον του θείου Λόγου, λέμε ότι σαρκώθηκε η φύση του Θεού Λόγου. Όπως επίσης λέμε ότι και η φύση της ανθρωπότητας ενώθηκε με τον Λόγο, εννοώντας την μερικώτατη εκείνη ύπαρξη, την οποία μόνη από όλες προσέλαβε ο Λόγος.
Ώστε σχεδόν, σύμφωνα μ' αυτή την σημασία της φύσεως, θα μπορούσε να είναι ταυτόσημες η φύση και η υπόσταση, με την παρατήρηση ότι η έννοια της υποστάσεως, πέρα απο την κοινή φύση, περιλαμβάνει και τις πρόσθετες ιδιότητες του καθενός, με τις οποίες διακρίνεται απο τούς άλλους. Γι' αυτό μπορεί κανείς να βρεί πολλούς απο τούς δικούς μας να λένε ότι η ένωση των φύσεων, δηλάδή των υποστάσεων, έγινε διαφορετικά. Γιατί η υπόσταση, όπως αποδείξαμε, σημαίνει την ιδική τού καθενός ύπαρξη, που είναι άτομος (δεν υποδιαιρείται), αλλά ωστόσο πολλές φορές χρησιμοποιούν και αυτά τα ονόματα, που είναι φανερό ότι θέλουν να δηλώσουν μ' αυτά σε μάς και την εντελώς ιδιαίτερη φύση γιατί και στην ομιλία αυτή, και κατά τη χρήση αυτών που φιλοσοφούν γι αυτά, συνηθίζεται απο όλους, και τον κοινό λόγο της φύσεως να τον ονομάζουν άνθρωπο, όπως π.χ. όταν λένε ότι ο άνθρωπος είναι είδος ζώου, εφόσον βέβαια κανένα απο τα άτομα ούτε είναι είδος, που υπόκειται στο γένος, ούτε λέγεται. Αλλά λέμε και ότι ο άνθρωπος διαφέρει απο το άλογο, εννοώντας φυσικά τις γενικές φύσεις. Και εδώ πάλι είναι απαραίτητο να το ξεχωρίσουμε αυτό, ότι οι έννοιες του προσώπου και της υποστάσεως πολλές φορές χρησιμοποιούνται με την αυτή σημασία, όπως και το ξίφος κανείς το λέει και μαχαίρι.
Ετσι λοιπόν και στην αγία Τριάδα αδιακρίτως μιλάμε για τρία πρόσωπα και τρείς υποστάσεις, εννοώντας με τον τρόπο αυτό την παράλληλη ταυτότητα του καθενός. Πολλές φορές όμως κάνουν διάκριση του προσώπου και της υποστάσεως, ονομάζοντας πρόσωπο τη σχέση κάποιων μεταξύ τους, χωρίς και η συνηθισμένη χρήση να αγνοεί αυτή τη σημασία του προσώπου. Γιατί λέμε, ότι ο τάδε προσέλαβε το δικό μου πρόσωπο, και στο πρόσωπο του τάδε κάνει την δίκη ο τάδε. Λέμε επίσης ότι ο ύπαρχος έχει το πρόσωπο του βασιλιά. Γι' αυτό και οι οπαδοί της διδασκαλίας του Νεστορίου, μή ανεχόμενοι να λένε ούτε μία φύση ούτε υπόσταση στο Χριστό, επειδή ούτε ένωση των υποστάσεων καθαυτές δέχονται, αλλά διδάσκουν ότι είναι απλός άνθρωπος αυτός που γεννήθηκε απο την Μαρία, πού δέχθηκε μέσα του όλη την έλλαμψη της θεότητας. Και κατά τούτο διαφέρει από τούς άλλους, στόν καθένα από τούς οποίους έγινε μερικώτερη θεία έλλαμψη, όμως τολμούν να ισχυρίζονται ότι ένα είναι το πρόσωπο του Χριστού, λέγοντας ένα πρόσωπο τη σχέση του Θεού Λόγου πρός τον άνθρωπο που γεννήθηκε από την Μαρία, επειδή εκείνος όλη τη θεία οικονομία τη συγκέντρωσε στο πρόσωπο της θεότητας του Θεού Λόγου. Γι' αυτό και δικαίως και η ύβρη στόν άνθρωπο αναφέρεται στο Θεό, όπως και η ύβρη των υπηκόων στόν ύπαρχο αναφέρεται στόν ίδιο τον βασιλιά.
Αυτό λοιπόν λένε ότι σημαίνει η σχέση και το όνομα του Χριστού, γι' αυτό αξιώνουν να ονομάζουμε και τον Χριστό ένα, επειδή και η σχέση, όπως λέχθηκε, είναι μία, άν και είναι περισσότερα εκείνα που μετέχουν σ' αυτήν. Είναι λοιπόν, νομίζω, φανερό για εκείνους που σέβονται την ενανθρώπηση του Σωτήρα, ότι εμείς, λέγοντας πως το πρόσωπο του Χριστού είναι ένα, δεν μεταχειριζόμαστε την έννοια του προσώπου, όπως νομίζουν οι φίλοι του Νεστορίου, στήν απλή σχέση του Θεού πρός τον άνθρωπο. Έτσι, λέγοντας, ότι είναι ένα το πρόσωπο του Χριστού, όπως του ανθρώπου είναι μία υπόσταση του Πέτρου τυχόν ή του Παύλου.
Άς λεχθεί όμως προηγουμένως απο μάς μαζί με τα άλλα και τούτο ότι δηλαδή η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν υπήρξε ούτε για παραμικρό χρονικό διάστημα χωρίς να είναι ενωμένη με τον Λόγο, αλλά ταυτόχρονα με τη έναρξη του ερχομού της στο είναι, ανέλαβε και την ένωση με τον Λόγο αλλά δεν λέμε ότι είναι ενυπόστατη η φύση εκείνη, η οποία είχε ιδιοσύστατη και ιδιοπερίγραπτη την ύπαρξη, έν σχέσει πρός τούς άλλους ανθρώπους, ξεχωρίζοντας με κάποια ιδιώματα πέρα απο την κοινή φύση όλων των υπολοίπων. Διότι αποδείξαμε ότι αυτό σημαίνει ακριβώς το όνομα της υποστάσεως. Συνεπώς, όπως στη θεότητα του Χριστού ομολογούμε και τη φύση και την υπόσταση της, έτσι ακριβώς και στην ανθρωπότητα του είναι ανάγκη να ομολογούμε και τη φύση και την ιδιαίτερη αυτή υπόσταση, για να μη αναγκασθούμε, όπως είπα, να πούμε τη φύση εκείνη ανυπόστατη. Γιατί, ένα είναι φανερό, ότι η ανθρώπινη φύση του Σωτήρα ήταν ίδια μ' εκείνη των ατόμων που βρίσκονται κάτω απο την κοινή φύση....
Το να ενεργεί μία φύση σε περισσότερες υποστάσεις είναι, νομίζω, σ' όλους φανερό. Γι' αυτό, ενώ ομολογούμε ότι μία είναι η φύση της θεότητας, ωστόσο πρεσβεύουμε ότι οι υποστάσεις της είναι τρείς. Αλλά και των ανθρώπων η φύση είναι μία, ενώ οι υποκείμενες σ' αυτήν υποστάσεις είναι άπειρες σε πλήθος, και τα άλλα το ίδιο, δύο όμως φύσεις, που διατηρούν αριθμητικά την δυάδα, είναι αδύνατο να αποτελέσουν μία υπόσταση.... Γιατί, εάν με τις υποστάσεις (δηλαδή τα άτομα), κάθε φύση αποκτά ύπαρξη, είναι ανάγκη, αφού οι φύσεις είναι δύο, δύο να είναι τουλάχιστον και οι υποστάσεις, με τις οποίες οι φύσεις απέκτησαν την ύπαρξη. Γιατί είναι αδύνατον να υπάρχει καθεαυτήν, χωρίς να φαίνεται σε ένα άτομο. Μάθαμε όμως καλά ότι άτομο και υπόσταση είναι το ίδιο. Ώστε, όσοι λένε ότι όχι μόνο η υπόσταση αλλά και η φύση είναι μία εξαιτίας της ένωσης, είναι συνεπείς και πρός τον εαυτό τους και πρός την αλήθεια. Όσοι όμως λένε ότι η υπόσταση είναι μία, ενώ οι φύσεις δύο, αντιφάσκουν και πρός τούς εαυτούς τους και πρός την αλήθεια.
Αλλά επειδή λένε ότι και η ανθρώπινη φύση του Χριστού είχε την υποστασή της στο Λόγο και δεν υπήρχε πρίν απο την ένωσή της με τον Λόγο, γι' αυτό λέμε ότι μία είναι η υπόσταση του Χριστού. Ποιό απο τα δύο λοιπόν, θα ρωτούσαμε και εμείς, νομίζετε ότι η φύση και η υπόσταση είανι ένα και το αυτό, και είναι διαφορετικά μόνο ώς ονόματα, προσαρμοζόμενα σε κάθε σημαινόμενο, όπως μαχαίρι και ξίφος, ή είναι διαφορετικά; Εάν λοιπόν είναι ταυτόσημα, εφόσον η υπόσταση είναι μία, μία είναι κατ' ανάγκην και η φύση, όπως εάν το ξίφος είναι ένα, κατ' ανάγκην και το μαχαίρι θα είναι ένα. Ή, εάν, οι φύσεις είναι δύο, θα είναι αναγκαστικά και οι υποστάσεις δύο, εάν όμως άλλο πράγμα σημαίνει το όνομα της φύσεως, και άλλο το όνομα της υποστάσεως, και θεωρούν ώς αιτία τού να είναι μία η υπόσταση του Χριστού τό ότι η υπόσταση του ανθρώπου, δηλαδή το πρόσωπο, δεν υπήρχε πρίν απο την ένωσίν του με τον Λόγο, τότε το γεγονός ότι οι φύσεις του Χριστού είναι δύο, θα πρέπει να έχει σαν αίτιο το ότι η φύση του ανθρώπου υπήρχε πρίν από την ένωσιν με τον Λόγο. Αλλά εάν προυπήρξε η μερική φύση που ενώθηκε με τον Λόγο, είναι απόλυτη ανάγκη να προυπήρξε και η υπόστασή της. Γιατί δεν μπορεί να υπάρχει το ένα από αυτά, χωρίς να υπάρχει και το άλλο, εννοώ την μερική φύση, χωρίς την ιδιαίτερη φύση της. Γιατί εάν και τα δύο βρίσκονται στο υποκείμενο, άν και πολλές φορές ταυτίζονται απο αυτούς που τα χρησιμοποιούν, όπως πρίν λίγο αποδείξαμε. Εάν λοιπόν, όπως η υπόσταση, έτσι και η φύση που ενώθηκε με τον Λόγο, δεν υπήρξε πρίν απο την ένωσι με αυτόν, πράγμα για το οποίο ισχυρίζονται ότι είναι μία η υπόσταση του Χριστού, γι' αυτό πρέπει να ισχυρίζονται ότι και η φύση του είναι μία γιατί, αφού δεν διαφέρει ώς πρός την ένωση, ούτε και σ αυτό πρέπει να διαφέρει.
Αυτά οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας τα ονόμασαν υποστάσεις, και ορισμενές φορές και πρόσωπο. Γιατί το ζώο διαιρείται σε λογικό και άλογο, και το λογικό πάλι σε άνθρωπο και άγγελο και δαίμονα, και έτσι εκείνα στα οποία υποδιαιρείται το καθένα από τα έσχατα αυτά είδη, ο άνθρωπος σε Πέτρο και Παύλο, και ο άγγελος σε Γαβριήλ και Μιχαήλ και στόν καθένα από τούς άλλους αγγέλους , τα ονομάζουν άτομα, διότι δεν είναι δυνατό το καθένα απο αυτά να υποδιαιρεθεί σε άλλα, διασώζοντας μετά τη τομή τη μία φύση τους. Γιατί η διαίρεση του ανθρώπου σε σώμα και ψυχή φέρνει το θάνατο ολόκληρου του ζώου. Γι' αυτό αρέσκονται εκείνοι να τα ονομάζουν άτομα, ενώ η εκκλησιαστική γλώσσα τα ονόμασε αυτά υποστάσεις, γιατί μέσα σ' αυτά τα γένη και τα είδη λαμβάνουν την υπαρξή τους. Άν και έχει δηλαδή ίδιο τον λόγο του είναι, π.χ. το ζώο και ο άνθρωπος, από τα οποία το ένα είναι γένος και το άλλο είδος, αλλά έχουν την υπαρξή τους στα άτομα, όπως στόν Πέτρο και Παύλο, και δεν υφίστανται χωρίς αυτά. Τι είναι λοιπόν υπόσταση και τί φύση, κατά την εκκλησιαστική διδασκαλία, το είπαμε.
Αυτή λοιπόν η κοινή φύση, η φύση του ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία κανένας άνθρωπος δεν διαφέρει από κανέναν, όταν φθάνει στο κάθε άτομο, γίνεται ξεχωριστή εκείνου και δεν είναι κοινή με κανέναν άλλο, όπως ορίσαμε στο τέταρτο κεφάλαιο. Γιατί το λογικό ζώοπου υπάρχει μέσα μου, θνητό, δεν είναι κοινό κανενός άλλου ζώου. Φυσικά, όταν παθαίνει κάποιος άνθρωπος, η βόδι η άλογο, δεν είναι αδύνατο να μένουν απαθή τα ομοειδή άτομα. Γιατί και όταν πεθάνει ο Παύλος είναι ενδεχόμενο να μη πεθάνει κανένας άλλος άνθρωπος. Και όταν έγινε ο Πέτρος και ήρθε στή ύπαρξη, οι μετά από αυτόν άνθρωποι δεν υπάρχουν ακόμα μεταξύ των όντων. Επομένως η κάθε φύση δεν χαρακτηρίζεται κατά ένα μόνο τρόπο ώς πρός αυτό που είναι, αλλά κατά δύο. Κατά τον ένα τρόπο, όταν θεωρείται ο κοινός λόγος κάθε φύσεως, αυτός καθ' εαυτόν, όπως η φύση του ανθρώπου ή του αλόγου, που δεν καταλήγει σε κανένα άτοπο, και κατά τον άλλο τρόπο, όταν βλέπουμε αυτή την ίδια την κοινή φύση να γίνεται στα άτομα και να παίρνει στο καθένα απο αυτά επιμέρους ύπαρξη, η οποία δεν εφαρμόζει σε κανένα άλλο, παρά μόνο σ' εκείνο το άτομο. Γιατί το δικό μου ζώο, που είναι λογικό και θνητό, δεν είναι κοινό σε κανέναν άλλο άνθρωπο ούτε η φύση του ζώου στόν τάδε ίππο, θα μπορούσε να υπάρξει σε κάποιον άλλο, όπως αποδείξαμε πλήρως.
Ότι λοιπόν η διδασκαλία της Εκκλησίας έχει αυτές τις αντιλήψεις για τις φύσεις και τις υποστάσεις, είναι φανερό απο το ότι ομολογούμε ότι η φύση του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι μία, ενώ διδάσκουμε οτι οι υποστάσεις τους, δηλαδή τα πρόσωπα, είναι τρία, το καθένα από τα οποία ξεχωρίζει ώς πρός κάποια ιδιότητα από τα άλλα. Διότι τι άλλο μπορεί να είναι η μία φύση της θεότητας, παρά ο κοινός λόγος της θείας φύσεως, καθεαυτόν θεωρούμενος, και διακρινόμενος νοερά απο την ιδιότητα της κάθε υποστάσεως; Οτι πάλι και κατά ιδιαίτερο τρόπο κατανοούμε την έννοια της φύσεως, τον κοινό λόγο της φύσεως σε κάθε ένα απο τα άτομα, δηλαδή στίς υποστάσεις κάθε φύσεως, βλέποντάς το να είναι ιδιαίτερο και να μη μπορεί να ταιριάσει με κανένα άλλο απο αυτά που ανήκουν στο κοινό είδος, γίνεται επίσης φανερό απο το ότι στο Χριστό πρεσβεύουμε την ένωση δύο φύσεων, της θείας δηλαδή και της ανθρώπινης. Δεν λέμε δηλαδή ότι σαρκώθηκε η κοινή της αγίας Τριάδας φύση, γιατί έτσι θα υποστηρίζαμε και την ενανθρώπηση του αγίου Πνεύματος, αλλά ούτε και ο κοινός λόγος της ανθρώπινης φύσεως πιστεύουμε οτι ενώθηκε με τον Θεό Λόγο. Γιατί έτσι πάλι θα λέγαμε δικαίως ότι ο Θεός λόγος ενώθηκε και με τούς ανθρώπους που έζησαν πρίν από τον ερχομό του Λόγου, και με εκείνους που θα υπάρξουν μετά από αυτόν. Είναι λοιπόν φανερό, ότι εδώ φύση της θεότητας λέμε την κοινή φύση της θεότητας στήν υπόσταση του Λόγου, γι' αυτό και ομολογούμε μία φύση του Θεού Λόγου σαρκωμένη, διακρίνοντάς την με την προσθήκη ''τού Θεού Λόγου'', σαφώς από τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα. Ώστε και εδώ τον κοινό λόγο της θείας φύσεως, κατανοώντας τον ώς ιδιαίτερον του θείου Λόγου, λέμε ότι σαρκώθηκε η φύση του Θεού Λόγου. Όπως επίσης λέμε ότι και η φύση της ανθρωπότητας ενώθηκε με τον Λόγο, εννοώντας την μερικώτατη εκείνη ύπαρξη, την οποία μόνη από όλες προσέλαβε ο Λόγος.
Ώστε σχεδόν, σύμφωνα μ' αυτή την σημασία της φύσεως, θα μπορούσε να είναι ταυτόσημες η φύση και η υπόσταση, με την παρατήρηση ότι η έννοια της υποστάσεως, πέρα απο την κοινή φύση, περιλαμβάνει και τις πρόσθετες ιδιότητες του καθενός, με τις οποίες διακρίνεται απο τούς άλλους. Γι' αυτό μπορεί κανείς να βρεί πολλούς απο τούς δικούς μας να λένε ότι η ένωση των φύσεων, δηλάδή των υποστάσεων, έγινε διαφορετικά. Γιατί η υπόσταση, όπως αποδείξαμε, σημαίνει την ιδική τού καθενός ύπαρξη, που είναι άτομος (δεν υποδιαιρείται), αλλά ωστόσο πολλές φορές χρησιμοποιούν και αυτά τα ονόματα, που είναι φανερό ότι θέλουν να δηλώσουν μ' αυτά σε μάς και την εντελώς ιδιαίτερη φύση γιατί και στην ομιλία αυτή, και κατά τη χρήση αυτών που φιλοσοφούν γι αυτά, συνηθίζεται απο όλους, και τον κοινό λόγο της φύσεως να τον ονομάζουν άνθρωπο, όπως π.χ. όταν λένε ότι ο άνθρωπος είναι είδος ζώου, εφόσον βέβαια κανένα απο τα άτομα ούτε είναι είδος, που υπόκειται στο γένος, ούτε λέγεται. Αλλά λέμε και ότι ο άνθρωπος διαφέρει απο το άλογο, εννοώντας φυσικά τις γενικές φύσεις. Και εδώ πάλι είναι απαραίτητο να το ξεχωρίσουμε αυτό, ότι οι έννοιες του προσώπου και της υποστάσεως πολλές φορές χρησιμοποιούνται με την αυτή σημασία, όπως και το ξίφος κανείς το λέει και μαχαίρι.
Ετσι λοιπόν και στην αγία Τριάδα αδιακρίτως μιλάμε για τρία πρόσωπα και τρείς υποστάσεις, εννοώντας με τον τρόπο αυτό την παράλληλη ταυτότητα του καθενός. Πολλές φορές όμως κάνουν διάκριση του προσώπου και της υποστάσεως, ονομάζοντας πρόσωπο τη σχέση κάποιων μεταξύ τους, χωρίς και η συνηθισμένη χρήση να αγνοεί αυτή τη σημασία του προσώπου. Γιατί λέμε, ότι ο τάδε προσέλαβε το δικό μου πρόσωπο, και στο πρόσωπο του τάδε κάνει την δίκη ο τάδε. Λέμε επίσης ότι ο ύπαρχος έχει το πρόσωπο του βασιλιά. Γι' αυτό και οι οπαδοί της διδασκαλίας του Νεστορίου, μή ανεχόμενοι να λένε ούτε μία φύση ούτε υπόσταση στο Χριστό, επειδή ούτε ένωση των υποστάσεων καθαυτές δέχονται, αλλά διδάσκουν ότι είναι απλός άνθρωπος αυτός που γεννήθηκε απο την Μαρία, πού δέχθηκε μέσα του όλη την έλλαμψη της θεότητας. Και κατά τούτο διαφέρει από τούς άλλους, στόν καθένα από τούς οποίους έγινε μερικώτερη θεία έλλαμψη, όμως τολμούν να ισχυρίζονται ότι ένα είναι το πρόσωπο του Χριστού, λέγοντας ένα πρόσωπο τη σχέση του Θεού Λόγου πρός τον άνθρωπο που γεννήθηκε από την Μαρία, επειδή εκείνος όλη τη θεία οικονομία τη συγκέντρωσε στο πρόσωπο της θεότητας του Θεού Λόγου. Γι' αυτό και δικαίως και η ύβρη στόν άνθρωπο αναφέρεται στο Θεό, όπως και η ύβρη των υπηκόων στόν ύπαρχο αναφέρεται στόν ίδιο τον βασιλιά.
Αυτό λοιπόν λένε ότι σημαίνει η σχέση και το όνομα του Χριστού, γι' αυτό αξιώνουν να ονομάζουμε και τον Χριστό ένα, επειδή και η σχέση, όπως λέχθηκε, είναι μία, άν και είναι περισσότερα εκείνα που μετέχουν σ' αυτήν. Είναι λοιπόν, νομίζω, φανερό για εκείνους που σέβονται την ενανθρώπηση του Σωτήρα, ότι εμείς, λέγοντας πως το πρόσωπο του Χριστού είναι ένα, δεν μεταχειριζόμαστε την έννοια του προσώπου, όπως νομίζουν οι φίλοι του Νεστορίου, στήν απλή σχέση του Θεού πρός τον άνθρωπο. Έτσι, λέγοντας, ότι είναι ένα το πρόσωπο του Χριστού, όπως του ανθρώπου είναι μία υπόσταση του Πέτρου τυχόν ή του Παύλου.
Άς λεχθεί όμως προηγουμένως απο μάς μαζί με τα άλλα και τούτο ότι δηλαδή η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν υπήρξε ούτε για παραμικρό χρονικό διάστημα χωρίς να είναι ενωμένη με τον Λόγο, αλλά ταυτόχρονα με τη έναρξη του ερχομού της στο είναι, ανέλαβε και την ένωση με τον Λόγο αλλά δεν λέμε ότι είναι ενυπόστατη η φύση εκείνη, η οποία είχε ιδιοσύστατη και ιδιοπερίγραπτη την ύπαρξη, έν σχέσει πρός τούς άλλους ανθρώπους, ξεχωρίζοντας με κάποια ιδιώματα πέρα απο την κοινή φύση όλων των υπολοίπων. Διότι αποδείξαμε ότι αυτό σημαίνει ακριβώς το όνομα της υποστάσεως. Συνεπώς, όπως στη θεότητα του Χριστού ομολογούμε και τη φύση και την υπόσταση της, έτσι ακριβώς και στην ανθρωπότητα του είναι ανάγκη να ομολογούμε και τη φύση και την ιδιαίτερη αυτή υπόσταση, για να μη αναγκασθούμε, όπως είπα, να πούμε τη φύση εκείνη ανυπόστατη. Γιατί, ένα είναι φανερό, ότι η ανθρώπινη φύση του Σωτήρα ήταν ίδια μ' εκείνη των ατόμων που βρίσκονται κάτω απο την κοινή φύση....
Το να ενεργεί μία φύση σε περισσότερες υποστάσεις είναι, νομίζω, σ' όλους φανερό. Γι' αυτό, ενώ ομολογούμε ότι μία είναι η φύση της θεότητας, ωστόσο πρεσβεύουμε ότι οι υποστάσεις της είναι τρείς. Αλλά και των ανθρώπων η φύση είναι μία, ενώ οι υποκείμενες σ' αυτήν υποστάσεις είναι άπειρες σε πλήθος, και τα άλλα το ίδιο, δύο όμως φύσεις, που διατηρούν αριθμητικά την δυάδα, είναι αδύνατο να αποτελέσουν μία υπόσταση.... Γιατί, εάν με τις υποστάσεις (δηλαδή τα άτομα), κάθε φύση αποκτά ύπαρξη, είναι ανάγκη, αφού οι φύσεις είναι δύο, δύο να είναι τουλάχιστον και οι υποστάσεις, με τις οποίες οι φύσεις απέκτησαν την ύπαρξη. Γιατί είναι αδύνατον να υπάρχει καθεαυτήν, χωρίς να φαίνεται σε ένα άτομο. Μάθαμε όμως καλά ότι άτομο και υπόσταση είναι το ίδιο. Ώστε, όσοι λένε ότι όχι μόνο η υπόσταση αλλά και η φύση είναι μία εξαιτίας της ένωσης, είναι συνεπείς και πρός τον εαυτό τους και πρός την αλήθεια. Όσοι όμως λένε ότι η υπόσταση είναι μία, ενώ οι φύσεις δύο, αντιφάσκουν και πρός τούς εαυτούς τους και πρός την αλήθεια.
Αλλά επειδή λένε ότι και η ανθρώπινη φύση του Χριστού είχε την υποστασή της στο Λόγο και δεν υπήρχε πρίν απο την ένωσή της με τον Λόγο, γι' αυτό λέμε ότι μία είναι η υπόσταση του Χριστού. Ποιό απο τα δύο λοιπόν, θα ρωτούσαμε και εμείς, νομίζετε ότι η φύση και η υπόσταση είανι ένα και το αυτό, και είναι διαφορετικά μόνο ώς ονόματα, προσαρμοζόμενα σε κάθε σημαινόμενο, όπως μαχαίρι και ξίφος, ή είναι διαφορετικά; Εάν λοιπόν είναι ταυτόσημα, εφόσον η υπόσταση είναι μία, μία είναι κατ' ανάγκην και η φύση, όπως εάν το ξίφος είναι ένα, κατ' ανάγκην και το μαχαίρι θα είναι ένα. Ή, εάν, οι φύσεις είναι δύο, θα είναι αναγκαστικά και οι υποστάσεις δύο, εάν όμως άλλο πράγμα σημαίνει το όνομα της φύσεως, και άλλο το όνομα της υποστάσεως, και θεωρούν ώς αιτία τού να είναι μία η υπόσταση του Χριστού τό ότι η υπόσταση του ανθρώπου, δηλαδή το πρόσωπο, δεν υπήρχε πρίν απο την ένωσίν του με τον Λόγο, τότε το γεγονός ότι οι φύσεις του Χριστού είναι δύο, θα πρέπει να έχει σαν αίτιο το ότι η φύση του ανθρώπου υπήρχε πρίν από την ένωσιν με τον Λόγο. Αλλά εάν προυπήρξε η μερική φύση που ενώθηκε με τον Λόγο, είναι απόλυτη ανάγκη να προυπήρξε και η υπόστασή της. Γιατί δεν μπορεί να υπάρχει το ένα από αυτά, χωρίς να υπάρχει και το άλλο, εννοώ την μερική φύση, χωρίς την ιδιαίτερη φύση της. Γιατί εάν και τα δύο βρίσκονται στο υποκείμενο, άν και πολλές φορές ταυτίζονται απο αυτούς που τα χρησιμοποιούν, όπως πρίν λίγο αποδείξαμε. Εάν λοιπόν, όπως η υπόσταση, έτσι και η φύση που ενώθηκε με τον Λόγο, δεν υπήρξε πρίν απο την ένωσι με αυτόν, πράγμα για το οποίο ισχυρίζονται ότι είναι μία η υπόσταση του Χριστού, γι' αυτό πρέπει να ισχυρίζονται ότι και η φύση του είναι μία γιατί, αφού δεν διαφέρει ώς πρός την ένωση, ούτε και σ αυτό πρέπει να διαφέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου