Τηρώντας σταθερά τις οικουμενιστικές του συνήθειες ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος γιορτάζει και φέτος την εορτή του Αγίου Ανδρέου μαζί με τους παπικούς αντιπροσώπους που θα έχουν επικεφαλής τον Βάλτερ Κάσπερ.
Ούτε οι φωνές των αγωνιστών πιστών ούτε το ναυάγιο του Διαλόγου στην Κύπρο φαίνεται πως μπορούν να συνετίσουν τους οικουμενιστές.
Ο εορτασμός του Αγίου Ανδρέου στο Φανάρι με την παρουσία παπικών και των Αγίων Αποστόλων στη Ρώμη με παρουσία ορθοδόξων επισκόπων είναι μία καθιερωμένη πλέον συνήθεια των οικουμενιστών και των παπικών.
Αυτή η κακή συνήθεια πρέπει άμεσα να διακοπεί διότι:
α) Η παρουσία παπικών στη Θεία Λειτουργία δεν αποτελεί παρά συμπροσευχή, την οποία απαγορεύουν οι Ιεροί Κανόνες.
Πολλές φορές άλλωστε οι παπικοί αναγινώσκουν το "Πάτερ ημών" ή άλλα λειτουργικά κείμενα κάνοντας ακόμη πιο ενεργή τη συμμετοχή τους στα τελούμενα.
β) Η εικόνα των παπικών μέσα στον πατριαρχικό ναό δημιουργεί στο λαό μία εντύπωση ενότητας μεταξύ όλων των Χριστιανών, εντύπωση πλήρως πλανεμένη.
Οι παπικοί είναι αιρετικοί και δεν έχουν θέση σε Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία.
Η παρουσία των παπικών καρδιναλίων στην πατριαρχική Λειτουργία δεν αποτελεί παρά αμαύρωση του εορτασμού του αγίου Αποστόλου Ανδρέου.
Το Φανάρι με τέτοιες ενέργειες μοιάζει να έχει χάσει οριστικά το φως του και δεν διαφαίνεται προς το παρόν τρόπος για να αποκτήσει ξανά την πνευματική του φωτεινότητα.
Ο κ. Παναγιώτης Τελεβάντος-Θεολόγος-Φιλόλο
Ακόμη μια μαύρη σελίδα καραχωρείται στις σελίδες ντροπής του οικουμενιστικού μητρώου του Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Τι δουλειά έχουν οι εκπρόσωποι του αιρεσιάρχη της Ρώμης στη Θρονική εορτή της πρωτόθρονης Ορθόδοξης Εκκλησίας;
Ακόμη μια παράβαση των κανόνων που απαγορεύουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς.
Ακόμη μια ενέργεια που προσπαθεί να εμπεδώσει το Λαϊκό οικουμενισμό.
Οι καρδινάλιοι και οι άλλοι εκπρόσωποι του Πάπα παρίστανται στη Θρονική εορτή του Φαναρίου ως εάν να ήσαν ορθόδοξοι Επίσκοποι.
Ετσι εμπεδώνεται στο λαό του Θεού η πλάνη ότι ο Παπισμός είναι τρόπο τινα αδελφή Εκκλησία.
H ομιλία του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην εορτή του Αγίου Ανδρέου στο Φανάρι αποτελεί συνέχιση της οικουμενιστικής του πορείας προς την αγκαλιά του Πάπα.
Ξεκινάει προσφωνώντας τον παπικό Walter Kasper «Σεβασμιώτατο» και τον αιρετικό Πάπα «Α.Αγιώτατο Πάπα και επίσκοπο Ρώμης». Παρακάτω ονομάζει τον Πάπα «εν Κυρίω αδελφόν αγιώτατον Πάπα της Παλαιάς Ρώμης» ενώ στο τέλος λέγει ότι στην προσπάθεια για ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας «ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως πολύτιμον πάντοτε ἡγεῖται τὴν συμπαράστασιν τῆς ἐν τῇ Παλαιᾷ Ρώμῃ Ἐκκλησίας»!
Διαβάζοντας κανείς όλα αυτά........
έχει την εντύπωση ή ότι βρίσκεται στην πρό του Σχίσματος εποχή ή ότι το Σχίσμα ήρθη και δεν το καταλάβαμε! Πως αλλιώς να αντιληφθεί ο πιστός τον αιρετικό Πάπα αναγνωριζόμενο ως «επίσκοπο», «Αγιώτατο», «εν Κυρίω αδελφό», και την παπική αίρεση ως «επισκοπή Ρώμης»;
Τουλάχιστον ατυχή δε και αθεολόγητα είναι όσα λέγει ο Πατριάρχης περί του Διαλόγου καθώς αναφέρεται σε «εν πνεύματι ταπεινώσεως» διάλογο παραβλέποντας ηθελημένα ότι στις μετά των αιρετικών συνομιλίες δεν αρμόζει η ταπείνωσις (ως υποχωρητικότητα και υποταγή στην αίρεση) αλλά η εν παρρησία προβολή της Αλήθειας και η υπόδειξη της οδού της μετανοίας προς τους αιρετικούς. Ουδένα λόγο δεν κάνει ο Πατριάρχης περί των συμπροσευχών που και αυτή τη φορά έκανε μετά αιρετικών.
Οικουμενιστές και Παπικοί αδιαφορούν για την Αλήθεια του Χριστού και της Αγίας Εκκλησίας Του. Όπως θα έλεγε και ο απλός λαός, Παπικοί και Οικουμενιστές δεν έχουν το Θεό τους.
ΟΛΗ Η ΟΜΙΛΙΑ
<<Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε Walter Kasper, ἐκπρόσωπε τῆς Α. Ἁγιότητος τοῦ Πάπα καὶ Ἐπισκόπου Ρώμης κυρίου Βενεδίκτου τοῦ 16ου, μετὰ τῆς τιμίας ὑμῶν συνοδείας, Μετὰ πολλῆς χαρᾶς ὑποδεχόμεθα ὑμᾶς καὶ πάλιν εἰς τὰς αὐλὰς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας τῆς Νέας Ρώμης, ἵνα συνεορτάσωμεν τὴν ἱερὰν μνήμην τοῦ ἱδρυτοῦ καὶ προστάτου αὐτῆς Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀπὸ μέσης καρδίας εὐχαριστοῦμεν τῷ ἀγαπητῷ ἡμῖν ἐν Κυρίῳ ἀδελφῷ ἁγιωτάτῳ Πάπᾳ τῆς παλαιᾶς Ρώμης κυρίῳ Βενεδίκτῳ διότι ηὐδόκησε καὶ ἐφέτος νὰ ἀποστείλῃ ἐκπροσώπους αὐτοῦ εἰς τὴν Θρονικὴν Ἑορτὴν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας στοιχῶν τῷ ἀπὸ δεκαετιῶν καθιερωθέντι ἔθει τῆς ἀνταλλαγῆς ἐπισκέψεων κατὰ τὰς θρονικὰς ἑορτὰς τῶν δύο παλαιφάτων καὶ ἀποστολικῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν εἰς ἐπιβεβαίωσιν τῆς βουλήσεως αὐτῶν ὅπως ἄρουν τὰ ἐπὶ χιλιετίαν συσσωρευθέντα ἐμπόδια εἰς τὴν μετ’ ἀλλήλων πλήρη κοινωνίαν. Εἰς τὴν ἐνταῦθα παρουσίαν ὑμῶν ἀποδίδομεν σπουδαίαν συμβολικὴν σημασίαν, καθότι δι’ αὐτῆς δηλοῦται κατὰ τρόπον λίαν ἐπίσημον ἡ βούλησις καὶ τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ὅπως πράξῃ καὶ αὕτη πᾶν τὸ κατ’ αὐτήν, ἵνα ἐπανεύρωμεν τὴν ἐν τῇ αὐτῇ πίστει καὶ μυστηριακῇ κοινωνίᾳ ἑνότητα ἡμῶν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς εἰς ἑνότητα «ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ» (Ἰω. ιζ’, 21). Ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος ὑπῆρξεν, ὡς γνωστόν, αὐτάδελφος τοῦ κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου, ἀπὸ κοινοῦ δὲ ἐγνώρισαν τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν. Κοινὴ ἡ πίστις τῶν αὐταδέλφων Ἀποστόλων, κοινὴ καὶ ἡ πίστις τῶν Ἐκκλησιῶν, τὰς ὁποίας οὗτοι ἵδρυσαν καὶ καθηγίασαν διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τοῦ μαρτυρίου των. Τὴν κοινὴν ταύτην πίστιν ἐδογμάτισαν οἱ κοινοὶ Πατέρες τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν συνελθόντες ἐξ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἐν οἰκουμενικαῖς συνόδοις, παραδόντες αὐτὴν ὡς θησαυρὸν πολύτιμον εἰς τὰς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ἵνα ἐπ’ αὐτῆς οἰκοδομήσωμεν τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα ἡμῶν. Τὴν κοινὴν ταύτην πίστιν, τὴν ὁποίαν ἐπὶ μίαν χιλιετίαν διεφυλάξαμεν ἀλώβητον ἔν τε τῇ ἀνατολῇ καὶ ἐν τῇ δύσει, καλούμεθα καὶ πάλιν νὰ θέσωμεν ὡς βάσιν τῆς ἑνότητος ἡμῶν, ἀποκαθαίροντες αὐτὴν ἐκ πάσης τυχὸν προσθήκης ἢ ἀλλοιώσεως, ὥστε «σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες» (Φιλ. β’, 2) νὰ χωρήσωμεν εἰς τὴν ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ κοινωνίαν, ἐν τῇ ὁποίᾳ καὶ εὑρίσκεται τὸ πλήρωμα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πορεία αὕτη πρὸς ἀνάκτησιν τῆς πλήρους κοινωνίας, τῆς ὁποίας ἀπήλαυον αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν, ἔχει ἤδη ἀρχίσει διὰ τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀληθείας, ὅστις καὶ συνεχίζεται, χάριτι θείᾳ, παρὰ τὰς ἐνίοτε ἀναφυομένας δυσκολίας. Μετ’ ἀνυστάκτου ἐνδιαφέροντος καὶ ἀδιαλείπτου προσευχῆς παρακολουθοῦμεν τὴν πορείαν τοῦ μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἡμῶν διεξαγομένου ἐπισήμου θεολογικοῦ Διαλόγου ὑπὸ τὴν συμπροεδρείαν καὶ τῆς ὑμετέρας Σεβασμιότητος, ὅστις εἰσέρχεται ἤδη εἰς τὴν ἐξέτασιν κρισίμων ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων, ὡς εἶναι τὸ θέμα τοῦ πρωτείου γενικῶς, καὶ εἰδικώτερον ἐκεῖνο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν. Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστὸν ὅτι τὸ ἀκανθῶδες τοῦτο θέμα ὑπῆρξε πέτρα σκανδάλου εἰς τὴν πορείαν τῶν σχέσων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, διὸ καὶ ἡ ἄρσις ἐκ τοῦ μέσου ἡμῶν τοῦ ἐμποδίου τούτου θέλει ἀναμφιβόλως διευκολύνει μεγάλως τὴν πορείαν ἡμῶν πρὸς τὴν ἑνότητα. Πεποίθαμεν, ὅθεν, ὅτι ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν ὡς πρὸς τὸ θέμα τοῦτο θέλει προσφέρει τὴν λυδίαν λίθον πρὸς ἀξιολόγησιν καὶ τῶν ἐν τῇ δευτέρᾳ χιλιετίᾳ ἐξελίξεων, αἵτινες ἀτυχῶς ὡδήγησαν τὰς Ἐκκλησίας ἡμῶν εἰς μείζονα ἀπ’ ἀλλήλων ἀποξένωσιν καὶ διηύρυναν τὸ μεταξὺ ἡμῶν χάσμα. Εἰς ἕνα κόσμον, ὁ ὁποῖος σπαράσσεται ἀπὸ ἀντιθέσεις καὶ συγκρούσεις, ὁ εἰρηνικὸς καὶ ἐποικοδομητικὸς διάλογος ἀποτελεῖ τὴν μόνην ὁδὸν πρὸς ἐπίτευξιν καταλλαγῆς καὶ ἑνότητος. Εἰς τὴν ἀποστολικὴν περικοπήν, ἡ ὁποία ἀνεγνώσθη κατὰ τὴν σημερινὴν Θείαν Λειτουργίαν, οἱ Ἀπόστολοι προβάλλονται ὡς ὑπόδειγμα ἄκρας ταπεινοφροσύνης κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ σταυρωθέντος Κυρίου: «λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α’ Κορ. δ’, 12-13). Ἐὰν τὸ ἦθος τοῦτο τῆς ταπεινοφροσύνης πρέπει νὰ ἐπικρατῇ εἰς τὰς σχέσεις τῶν πιστῶν πρὸς τοὺς διώκτας τῆς Ἐκκλησίας, πόσον μᾶλλον ἐπιβάλλεται τοῦτο εἰς τὰς μεταξὺ τῶν ἰδίων τῶν χριστιανῶν σχέσεις! Ἡ εἰρηνικὴ διευθέτησις τῶν ὑφισταμένων διαφορῶν εἰς τὰς διαχριστιανικὰς σχέσεις οὐδόλως συνεπάγεται ἀπομάκρυνσιν ἐκ τῆς ἀληθείας. Ἡ ἀλήθεια δὲν φοβεῖται τὸν διάλογον, ἀλλ’ ἀντιθέτως, χρησιμοποιεῖ αὐτὸν ὡς μέσον, διὰ νὰ γίνῃ ἀποδεκτὴ καὶ ὑπ’ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διὰ διαφόρους λόγους ἀφίστανται αὐτῆς. Ἡ μισαλλοδοξία καὶ ὁ φανατισμὸς προκαλοῦν τὴν ἀμυντικὴν περιχαράκωσιν ἑκάστης πλευρᾶς εἰς τυφλὴν ἐμμονὴν εἰς τὰς ἰδίας αὑτῆς θέσεις καὶ ἀπόψεις, μονιμοποιεῖ τὰς διαιρέσεις καὶ ἐξανεμίζει πᾶσαν ἐλπίδα καταλλαγῆς. Μία τοιαύτη στάσις οὐδεμίαν ἀπολύτως σχέσιν δύναται νὰ ἔχῃ πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς τὸ παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων. Μόνον «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ’, 15) ἀληθεύομεν ἀληθῶς, ὡς καὶ μόνον ἐν ἀληθείᾳ ἀγαπῶντες (Β’ Ἰω. 1) ἀγαπῶμεν γνησίως. Ὁ εἰλικρινὴς καὶ ἐν πνεύματι ταπεινοφροσύνης διάλογος διασφαλίζει τὸν εὐλογημένον τοῦτον συνδυασμόν, ὅστις καὶ ἀποτελεῖ τὴν μόνην θεοδίδακτον ὁδὸν δι’ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ εἶναι μιμηταὶ τῶν Ἀποστόλων (Α’ Κορ. δ’, 16). Τὸ πνεῦμα τοῦτο τοῦ εἰλικρινοῦς καὶ ἐν ἀγάπῃ διαλόγου καλεῖται σήμερον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐφαρμόσῃ ἡ ἰδία εἰς τὰς μεταξὺ τῶν διῃρημένων χριστιανῶν σχέσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ κηρύξῃ αὐτὸ πρὸς πάντα ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως εἰς οἱονδήποτε χῶρον καὶ ἂν ἀνήκῃ οὗτος. Γνωρίζομεν ἐκ πείρας πικρᾶς ὅτι ἡ θρησκεία δύναται εὐκόλως νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς σημαία φανατισμοῦ καὶ συγκρούσεων μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἔχομεν προσωπικῶς κατ’ ἐπανάληψιν τονίσει ὅτι ὁ πόλεμος ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας ἀποτελεῖ πόλεμον κατὰ τῆς θρησκείας. Διὰ τοῦτο ὁ διαθρησκειακὸς διάλογος ἐπιβάλλεται ὅλως ἰδιαιτέρως εἰς τὰς ἡμέρας μας, χωρὶς τοῦτο νὰ συνεπάγεται οἱονδήποτε συμβιβασμὸν εἰς τὰς θρησκευτικὰς ἑκάστου πεποιθήσεις. Τὸν διάλογον τοῦτον ἐνθαρρύνει καὶ καλλιεργεῖ καὶ τὸ ἡμέτερον Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, συμβάλλον καὶ οὕτω τὸ κατ’ αὐτὸ εἰς τὴν ἐμπέδωσιν τῆς εἰρήνης ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ. Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε μετὰ τῆς ἐντιμοτάτης ὑμῶν συνοδείας, Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Πόλεως ταύτης ἡ Θεία Πρόνοια ἀνέθηκε, διὰ τῆς ὑπὸ ἱερῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεσπισθείσης τάξεως, τὴν διακονίαν τῆς πρωτοθρόνου ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ Ἐκκλησίας, ἐχούσης τὴν εὐθύνην τοῦ συντονισμοῦ καὶ τῆς ἐκφράσεως τῆς ὁμοφωνίας τῶν κατὰ τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐν τῇ εὐθύνῃ ταύτῃ ἐργαζόμεθα ἤδη ἐπισταμένως διὰ τὴν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ τῆς ἐνεργοποιήσεως τῶν ἁρμοδίων προσυνοδικῶν ὀργάνων. Οὕτω, κατὰ τὸν παρελθόντα Ἰούνιον συνῆλθεν ἐπιτυχῶς ἡ Δ’ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις ἐπιληφθεῖσα τοῦ θέματος τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἐπίκειται δὲ ἡ συνάντησις τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς πρὸς μελέτην καὶ προετοιμασίαν καὶ τῶν λοιπῶν θεμάτων τῆς Μεγάλης Συνόδου. Σκοπὸν τῆς ὅλης προσπαθείας ἀποτελεῖ ἡ σφυρηλάτησις τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὥστε «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» νὰ συνεισφέρῃ εἰς τὴν μαρτυρίαν τοῦ Εὐαγγελίου ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ. Ἐν τῇ προσπαθείᾳ ταύτῃ καὶ τῇ καθόλου, πολυτρόπως δυσχερεῖ, διακονίᾳ αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως πολύτιμον πάντοτε ἡγεῖται τὴν συμπαράστασιν τῆς ἐν τῇ Παλαιᾷ Ρώμῃ Ἐκκλησίας, πρὸς τὴν ὁποίαν ἐν ἀγάπῃ πολλῇ στρέφομεν τὴν σκέψιν ἡμῶν καὶ ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ. Ἀσπαζόμενοι ὑμᾶς, καὶ δι’ ὑμῶν τὸν ἀποστείλαντα ὑμᾶς ἐνταῦθα ἀγαπητὸν ἐν Κυρίῳ ἀδελφόν, φιλήματι ἁγίῳ εὐχόμεθα ὅπως Κύριος ὁ Θεός, πρεσβείαις τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, σκέπῃ καὶ προστατεύῃ τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ ἀπὸ παντὸς κακοῦ ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ ἁγίου θελήματος Αὐτοῦ. Ὡς εὖ παρέστητε ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί >>!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου