῾Ο ἅγιος πάπας Λέων ἔγειρε κι ἀγκάλιασε κάθιδρος τόν τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Καί σήμερα, ὅπως ἐπί σαράντα μέρες τώρα ἔκανε, εἶχε ξεκινήσει ἀξημέρωτα τήν προσευχή του μέ τό μοναδικό αἴτημα πού διακατεῖχε τήν καρδιά του: τήν πληφορία ἀπό τόν μεγάλο ἀπόστολο τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν του.
῎Ενιωθε
ὅτι βρισκόταν στό δεῖλι τῆς ζωῆς του. Τά χρόνια εἶχαν προχωρήσει καί τά σημάδια
τους πάνω του εἶχαν ἀρχίσει νά γίνονται ἐμφανῆ. ᾽Αλλά δέν ἦταν μόνον τό πέρασμα
τοῦ χρόνου καί τό γῆρας πού τόν εἶχε ἐπισκεφτεῖ. Περισσότερο ἀπό ὅλα ἔνιωθε ὅτι
καταβαλλόταν ἀπό τίς μέριμνες τῆς ἐπισκοπικῆς του θέσης. ῎Ω, ἡ Ρώμη ἦταν μεγάλη
πόλη καί πολύ δύσκολο νά διαποιμανθεῖ.
Κι ἦταν καί τά
προβλήματα μέ τούς ῾λύκους᾽ τῆς ᾽Εκκλησίας, τούς αἱρετικούς. ῾Η
᾽Εκκλησία μόλις εἶχε ξεπεράσει τόν κίνδυνο τοῦ αἱρεσιάρχη Νεστόριου, δυστυχῶς
ἀρχιεπισκόπου τῆς Κωνσταντινούπολης, γιατί διεῖδε ὅτι τά λεγόμενά του ἦταν
βλασφημίες πού ἀλλοίωναν τήν πίστη καί γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Παναγία Μητέρα
Του. ῾Η Σύνοδος πού συγκλήθηκε, ἡ Γ´ Οἰκουμενική, καταδίκασε καί καθαίρεσε τόν
βλάσφημο Νεστόριο καί διατύπωσε τήν ἀλήθεια: ὁ Κύριος εἶναι τέλειος Θεός καί
τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ Παναγία εἶναι ὄχι ῾Χριστοτόκος᾽ ἀλλά
῾Θεοτόκος᾽.
Νά, ὅμως, πού
τά προβλήματα δέν τελείωσαν. Στόν ἀντίποδα τοῦ Νεστόριου, ἀλλά μέ
τίς ἴδιες τελικῶς προϋποθέσεις βρέθηκε ὁ Εὐτυχής. Καλός κληρικός τῆς ᾽Εκκλησίας
τῆς ᾽Αλεξάνδρειας, εἶδε κι αὐτός τό ἀδιέξοδο τῶν θέσεων τοῦ Νεστορίου, ἀλλά
ἔφτασε στό ἄλλο ἄκρο: νά παρουσιάσει τόν Κύριο μόνον ὡς Θεό. Ἡ ἴδια βλασφημία κι
ἐδῶ μέ ἐκείνην τοῦ Νεστορίου: ἡ διαγραφή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί πῶς νά
πεῖ κανείς ὅτι σώζεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κατά τόν Εὐτυχή ὁ ἄνθρωπος ἀπορροφᾶται
ἀπό τόν Θεό, ὅπως ἀπορροφήθηκε κι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν θεότητά
Του;
῾Ο Λέων βρέθηκε
στό ἐπίκεντρο τῶν συζητήσεων καί τῶν ταραχῶν πού προκαλοῦσαν οἱ τελευταῖες
αἱρετικές θέσεις τοῦ Εὐτυχῆ. Πολλοί ἀπευθύνθηκαν σ᾽ αὐτόν νά καταδείξει τήν
αἵρεση, νά φανερώσει τήν ἀλήθεια. Κι ὁ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίθηκε.
Καταλάβαινε ὅτι ἔχει εὐθύνη ἔναντι ὅλης τῆς ᾽Εκκλησίας, ὅπως καί οἱ ἄλλοι
ἐπίσκοποι. Κι ὁ νέος κίνδυνος ἦταν ἐξίσου μεγάλος μέ τόν προηγούμενο. Ζήτησε τήν
βοήθεια καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ κι ἔγραψε γράμμα στόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς
Κωνσταντινούπολης, τόν Φλαβιανό, ἄνθρωπο πράγματι τοῦ Θεοῦ, μέ μεγάλη εὐαισθησία
στά θέματα τῆς πίστης καί ὀξυμμένα κριτήρια ὀρθοδοξίας. ῎Εδειξε μέ ἐπάρκεια καί
τό ἀδιέξοδο τῶν ἤδη καταδικασμένων θέσεων τοῦ Νεστορίου, ἀλλά πολύ περισσότερο
καί τοῦ Εὐτυχῆ.
῾Η σύνταξη τοῦ
γράμματος κυριολεκτικά τόν συνέτριψε. ῎Εβλεπε ὅτι ὄντως ἀπαντοῦσε μέ βάση τήν
ὀρθόδοξη πίστη στίς αὐθαιρεσίες καί τά φληναφήματα τοῦ Εὐτυχῆ. ᾽Αλλά ἡ εὐθύνη
γι᾽ αὐτά πού ἔγραφε τόν ἔκανε ἐπιφυλακτικό. ῎Ηθελε νά εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὄχι
μόνο ἀπό πλευρᾶς περιεχομένου ἀλλά καί μορφῆς. Οἱ ἐχθροί καιροφυλακτοῦσαν νά
πιαστοῦν κατά τήν προσφιλή συνήθειά τους ἀπό τίς λέξεις. ῎Ετσι δέν ἔκαναν
ἄλλωστε ὅλοι οἱ ἀνά τούς αἰῶνες αἱρετικοί; ῎Εμεναν στό γράμμα κι ἀδυνατοῦσαν νά
διεισδύσουν λίγο στό ῾ἀπόθετον κάλλος᾽ πού ἔλεγε ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,
στήν κρυμμένη ὀμορφιά πέρα ἀπό τίς λέξεις. ᾽Αλλ᾽ αὐτό προϋπέθετε βίωμα σωστό πού
δυστυχῶς δέν τό ἔβλεπες στούς αἱρετικούς. Δίσταζε λοιπόν ὁ πάπας, ὁ Λέων, ὁ
πρόεδρος τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν Ρωμαίων.
Δέν δίστασε
ὅμως γιά τήν ἀπόφαση πού πῆρε. ᾽Αναγάλλιασε ὅταν τό σκέφτηκε καί τό ἔθεσε ἀμέσως
σέ ἐφαρμογή. Θά ἀπευθυνόταν στόν προκάτοχό του, τόν ἀπόστολο Πέτρο. Οἱ ἅγιοί μας
δέν εἶναι ζωντανοί; Δέν μᾶς ἀκοῦνε καί δέν συμμετέχουν στόν πόνο καί στίς
ἀγωνίες μας; Λοιπόν, νά ἡ εὐκαιρία! Πῆρε τό γράμμα ὁ πάπας, πῆρε μαζί του καί
τόν διάκονό του, ἔδωσε ἐξηγήσεις γιά τό ποῦ θά βρίσκεται, κι ἐγκαταστάθηκε στόν
τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ναί, ὁ ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος δέν θά ἔφευγε ἀπό ἐκεῖ,
ἄν ὁ ἀπόστολος δέν ἔδειχνε μέ τρόπο ἄμεσο καί φανερό ὅτι δέν ἔχει πέσει ἔξω
κάπου στά γραφόμενα τῆς ἐπιστολῆς του. Γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ πάλευσε καί
ἀγωνιοῦσε. Δέν μπορεῖ. ῾Ο ἅγιος ἀπόστολος θά ἔστελνε κάποιο μήνυμα.
Τήν ἐπιστολή
τήν τοποθέτησε πάνω στόν τάφο τοῦ πρώτου τῶν ἀποστόλων, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀποδύθηκε
στόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας. ῞Ολη μέρα καί ὅλη νύκτα δέν ἔπαψε νά
δέεται καί νά παρακαλεῖ: ῾῞Αγιε ἀπόστολε, σύ ὁ ἴδιος στόν ὁποῖο ὁ Κύριος καί
Θεός καί Σωτήρας μας ᾽Ιησοῦς Χριστός ἔχει ἐμπιστευτεῖ τήν ᾽Εκκλησία καί τόν
θρόνο, διόρθωσε ἀπό τήν ἐπιστολή ὅ,τι παράλειψα σάν ἄνθρωπος᾽. Γονάτιζε ὁ ἅγιος
τοῦ Θεοῦ Λέων, ἔχυνε πύρινα δάκρυα, παρακαλοῦσε. Κι ὅταν ἀποκαμωμένος δέν
μποροῦσε νά σταθεῖ καθόλου στά πόδια του, ἔπεφτε κεῖ μπροστά στόν τάφο καί λίγο
ξεκουραζόταν γιά νά συνεχίσει τά ἴδια λόγια τῆς προσευχῆς ἀργότερα.
Μαζί του
ἀγωνιζόταν καί ὁ διάκος του. Δέν μποροῦσε βεβαίως ὁ νέος αὐτός ἄνθρωπος νά
διεισδύσει στά μύχια τῆς καρδιᾶς τοῦ ἐπισκόπου του καί νά νιώσει τήν ἀγωνία του
γιά τήν φανέρωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Δάκρυζε ὅμως γιατί ἔβλεπε τόν γέροντα
αὐτόν νά δέεται στόν Κύριο καί τόν ἀπόστολό Του μέ τέτοιον συγκλονιστικό τρόπο.
Καί κατέγραφε τήν στάση τοῦ ἁγίου μέσα του καί ἔβλεπε ὁρατά μπροστά του τό τί
σημαίνει ἁγιότητα. Τόν εἶχε ζήσει βεβαίως τόν ἅγιο πάπα ὁ διάκος, τόν ἔβλεπε πῶς
λειτουργεῖ, μέ τί ταπείνωση καί ἀγάπη συμπεριφέρεται στούς
κληρικούς καί τούς πιστούς καί παρακαλοῦσε τόν Θεό λίγο νά τοῦ μοιάσει. ᾽Αλλά
αὐτό πού συνέβαινε τώρα στόν τάφο τοῦ ἀποστόλου ἦταν κάτι ἄλλο. Τήν ἤδη μεγάλη
κορμοστασιά τοῦ πάπα Λέοντα τήν ἔβλεπε θεόρατη, σχεδόν νά ἀγγίζει τόν οὐρανό.
Γι᾽ αὐτό καί τά δικά του δάκρυα δέν σταματοῦσαν, γιατί δέν σταματοῦσαν καί τά
δάκρυα τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου.
Σαράντα μέρες
πέρασαν μέ τόν ἴδιο τρόπο. Εἶχε λιώσει ὁ Λέων ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή.
Κι ὅταν γιά πολλοστή φορά τά χείλη του συνέχιζαν νά λένε ῾ὅ,τι παράλειψα στήν
ἐπιστολή σάν ἄνθρωπος διόρθωσε σύ ὁ ἴδιος᾽, κι ἔνιωσε ὅτι δέν ἀντέχει ἄλλο, τότε
φῶς ἔλαμψε ἀπό τόν τάφο, ἄρρητη εὐωδία ξεχύθηκε καί πλημμύρισε τόν τόπο καί εἶδε
τόν ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἐκεῖ μπροστά του μέσα σέ
θεϊκό φῶς, νά τόν βλέπει γεμάτος ἀγάπη καί μέ μιά ἀπόκοσμη φωνή νά τοῦ λέει:
῾Διάβασα καί διόρθωσα᾽. Τό ἀποκαμωμένο του κορμί γέμισε δύναμη. ῾Η ψυχή του
ἔνιωσε νά πλημμυρίζει ἀπέραντη εὐτυχία κι ὁ νοῦς του σάν νά ἄνοιξε ἐντελῶς κι
εἶδε πλήρως τήν ἀλήθεια. ῎Επεσε νά προσκυνήσει μά ὁ ἀπόστολος δέν τόν ἄφησε. Τοῦ
εἶπε κι ἄλλα γιά τόν Κύριο, τοῦ ἀποκάλυψε κινδύνους καί διωγμούς πού ἡ ᾽Εκκλησία
ἔπρεπε ἀκόμη νά περάσει, τοῦ εἶπε ἀκόμη καί γιά τόν ἴδιο. Κι ἐκεῖ πού ἡ καρδιά
του κόντευε νά σπάσει ἀπό τό μέγεθος τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ τό ὅραμα χάθηκε.
῾Απαλά τό φῶς σβήστηκε κι ἀπόμεινε μόνος αὐτός μπροστά καί πάλι στόν τάφο, ὅπως
σαράντα μέρες τώρα.
Σηκώθηκε καί
φώναξε τόν διάκονο πού βρισκόταν ἐκείνη τήν ὥρα ἔξω. ᾽Εκεῖνος σάν κάτι νά
κατάλαβε βλέποντας τήν λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου πάπα. Δέν τόλμησε νά
ρωτήσει. ῾Ο Λέων μέ ἁπλότητα τοῦ εἶπε τί συνέβη. Ἡ ἀποστολή τους ἐκεῖ ἔλαβε
τέλος. ῾Ο πάπας προσκύνησε καί μέ τρεμάμενα χέρια ἔσκυψε καί πῆρε τήν ἐπιστολή.
Τήν ἄνοιξε καί - ὤ τοῦ θαύματος! – τήν βρῆκε διορθωμένη ἀπό τό χέρι τοῦ
ἀποστόλου. Ὁ ἀπόστολος κράτησε τόν λόγο του. ῾Ο Κύριος μίλησε. Ἡ ἐπιστολή θά
ἀποτελοῦσε τήν βάση γιά τήν ἀπάντηση τῆς ᾽Εκκλησίας πιά ἀπέναντι στόν αἱρεσιάρχη
Εὐτυχή. Ὁ ἅγιος Λέων καί ὁ διάκος πῆραν τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Αὐτά σκεφτόταν
ὁ ἅγιος Λέων, ὅταν ἔγειρε καί κάθιδρος ἀγκάλιασε τόν τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου.
Γιά δεύτερη φορά μετά ἀπό μερικά χρόνια ἀφότου εἶχε πάρει τήν πληροφορία ἀπό τόν
ἅγιο Πέτρο σχετικά μέ τό θέμα τῆς αἵρεσης τοῦ μονοφυσιτισμοῦ εἶχε θελήσει νά
ἐπαναλάβει τό ἐγχείρημα. Αὐτήν τήν φορά ὅμως ὄχι γιά κάποιο ἐπεῖγον θέμα τῆς
᾽Εκκλησίας, ἀλλά γιά τόν ἴδιο καί τά χρωστούμενά του στόν Κύριο.
Τά χρόνια ἔγερναν στήν πλάτη του κι ἤθελε νά ᾽ναι βέβαιος ὅτι ἡ ψυχή του θά᾽ ναι
ἀπόλυτα καθαρή στήν κρίση πού τόν περίμενε. ῎Εβλεπε ὅτι ἡ συνείδησή του δέν τόν
βάραινε γιά κάτι ἰδιαίτερο, ἀλλά ἄλλο ἡ συνείδησή του κι ἄλλο ὁ ἴδιος ὁ Κριτής.
Καί νά λοιπόν πού βρέθηκε στόν τάφο τοῦ ἀγαπημένου του ἀποστόλου.
῞Οπως τήν πρώτη φορά, ἔτσι καί τώρα ἀποδύθηκε στόν ἀγώνα τῆς
προσευχῆς καί τῆς νηστείας. Τό αἴτημά του βγαλμένο ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς του
ἦταν γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
῾Κύριε᾽,
ἔλεγε καί ξανάλεγε μέ δάκρυα στά μάτια, ῾στεῖλε τόν μαθητή σου νά μέ
πληροφορήσει ἄν συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες μου. Νιώθω ὅτι δέν ἔχω βάλει ἀκόμη ἀρχή
μετανοίας. ῞Οσο περνάει ὁ καιρός τόσο νιώθω καί μεγαλύτερο τό βάρος τῶν
ἀνομημάτων μου. Σύ βέβαια, Κύριε, λόγω τῆς ἄπειρης ἀγάπης Σου ἀπέναντι στά
πλάσματά Σου, ἤδη μᾶς ἔχεις συγχωρήσει. Τό αἷμα Σου πάνω στόν Σταυρό σήκωσε τίς
ἁμαρτίες μας. ᾽Αλλά τό πρόβλημα, Κύριε, εἶμαι ἐγώ. Δέν ξέρω ἄν σωστά σέ
προσεγγίζω. Δέν ξέρω ἄν πράγματι ζῶ μετανοημένα. Συγκρίνω τόν ἑαυτό μου μέ τούς
ἁγίους μαθητές Σου καί τούς ἄλλους φίλους Σου καί βλέπω τά τεράστια ἐλλείμματα
τοῦ ἑαυτοῦ μου. Κύριε, δέν θέλω νά Σέ χάσω. Δέν ἀντέχω νά βρίσκομαι μακριά Σου.
Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν. Κύριε, συγχώρησε τίς ἁμαρτίες
μου᾽.
Σαράντα μέρες
καί πάλι πέρασαν μέσα στήν ὀδύνη καί τήν ἄσκηση τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς.
Κι ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες ὁ οὐρανός φαινόταν κλειστός. Καμμία ἀπάντηση. Καμμία
πληροφορία. Δέν ἔχανε ὅμως τίς ἐλπίδες του ὁ ἅγιος πάπας. Τοῦ ᾽δινε μεγάλο
θάρρος καί τό γεγονός ὅτι καί τήν πρώτη φορά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα δόθηκε ἡ
ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ μέ τόν ἅγιο ἀπόστολο. ᾽Εκεῖ εἶχε προσανατολιστεῖ καί πάλι ὁ
Λέων. Καί δέν ἔπεσε ἔξω. ῞Οταν ἡ ἀγωνία του καί ἡ ἔντασή του ἔφτασαν σέ σημεῖο
πού δέν ἄντεχε ἄλλο, τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα, τοῦ φανερώθηκε καί πάλι ὁ ἀπόστολος
Πέτρος. Τά σημάδια τῆς παρουσίας του τά ἴδια: ἔντονο φῶς καί εὐωδία ἐξαίσια.
Γεμᾶτος στοργή καί εἰρήνη ὁ ἀπόστολος γιά τόν ἀγαπημένο του φίλο καί διάδοχο τοῦ
θρόνου του τοῦ μίλησε ἔτσι, ὥστε τά λόγια του ἔπεσαν σάν βάλσαμο στήν πληγωμένη
του καρδιά.
῾Προσευχήθηκα
γιά σένα κι ὁ Κύριος μοῦ ἀποκάλυψε ὅτι σοῦ συγχωρήθηκαν ὅλες οἱ ἁμαρτίες, ἐκτός
ἀπό τίς χειροτονίες πού ἔκανες. Οἱ χειροτονίες σου θά ᾽ναι ἐκεῖνες
γιά τίς ὁποῖες θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος, ἄν εἴτε καλά εἴτε κάπως ἀλλιῶς χειροτόνησες
ὅσους χειροτόνησες᾽.
῾Ο ἅγιος τοῦ
Θεοῦ ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του. Τώρα ἤξερε ὅτι μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του τά
δάκρυα τῆς μετανοίας του δέν θά εἶχαν τελειωμό. ᾽Αφέθηκε ὁλοκληρωτικά στό ἔλεος
τοῦ Θεοῦ.
ΠΗΓΗ ''ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ''
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου