Η ενότητα της πίστεως και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είναι οι προυποθέσεις, οι οποίες οδηγούν όπως ήδη ετονίσθη, στην συμπροσευχή και γενικώτερα στην κοινωνία των προσώπων «εν Χριστώ». Για τον λόγο αυτό οι Πατέρες της εν Λαοδικεία Συνόδου, στηριζόμενοι στους Ο΄, ΟΑ΄ και ΜΕ΄ Αποστολικούς κανόνες, συνέθεσαν τέσσερις κανόνες (ΛΒ΄, ΛΖ΄, ΛΗ΄, ΛΘ΄), με τους οποίους αποσαφηνίζουν όσα εξέθεσαν εκείνοι, υποδεικνύοντες κατ΄ αυτόν τον τρόπον την ορθή στάση των Ορθοδόξων κληρικών και λαικών έναντι των αιρετικών και αλλοθρήσκων στο θέμα τηυς συμπροσευχής και της μετ΄ αυτών κοινωνίας. «Ότι ου δεί αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αιτινές εισιν αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι» (Ένθ. ανωτ. σελ.198), «Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων, ή αιρετικών, τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς» (Στον συνεορτασμό μετά αιρετικών και αλλοθρήσκων υποφώσκει συμπροσευχή και κοινωνία έξω απο τον χώρο της κοινωνίας πίστεως και Αγίου Πνεύματος. Η σοβαρότητα του ζητήματος της κοινωνίας Ορθοδόξων και αιρετικών εμφαίνεται και στον κανόνα αυτόν, ο οποίος δεν επιτρέπει ούτε την ανταλλαγή δώρων. Βλ. και τον Ξ΄ κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου). «Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων άζυμα λαμβάνειν, ή κοινωνείν ταίς ασεβείαις αυτών» (Οι πράξεις των αλλοθρήσκων είναι , κατα την παρούσα Σύνοδο, ασέβειες). «Ότι ου δεί τοίς έθνεσι συνεορτάζειν, και κοινωνείν τή αθεότητι αυτών» (Ράλλη - Πότλη, ένθ΄ ανωτ., σελ. 206. Απαγορεύει η Σύνοδος αυτή τον συνεορτασμό Ορθοδόξων και απίστων (Αρχαιοελλήνων κ.τ.τ.) Βλ. και τον Ζ΄ κανόνα της εν Αγκύρα Συνόδου).
Αλλά και η εν Τρούλλω ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος επελήφθη του ως ανω ζητήματος με τον ΙΑ΄ κανόνα της, ορίζουσα «Μηδείς των εν ιερατικώ καταλεγομένων τάγματι, ή λαικός, τα παρά των Ιουδαίων άζυμα εσθιέτω, ή τούτοις προσοικειούσθω, ή εν νόσοις προσκαλείσθω, και ιατρείας παρ΄ αυτών λαμβανέτω, ή εν βαλανείοις τούτοις παντελώς συλλουέσθω· ει δέ τις τούτο πράξαι επιχειροίη, ει μέν κληρικός είη, καθαιρείσθω· ει δέ λαικός, αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.2, σ.σ. 328-329). Ο κανόνας αυτός παρατίθεται για τον λόγο ότι πρέπει να επισημανθή η αυστηρότητα των Αγίων Πατέρων ως πρός την παντοία κοινωνία των Ορθοδόξων μετά αλλοθρήσκων και αιρετικών.
Η συμπροσευχή είναι, όπως ήδη ελέχθη, μυστήριο κοινωνίας «εν Χριστώ». Δεν είναι δυνατόν να κοινωνή ο Ορθόδοξος μετά του αιρετικού ή του αλλοθρήσκου μέσω της προσευχής ή του συνεορτασμού ή της ανταλλαγής δώρων ή συλλουόμενος ή ιατρευόμενος υπ΄ αυτών. Ο Βαλσάμων επισημαίνει «Σημείωσαι τον παρόντα κανόνα δια τους Λατίνους, τους εορτάζοντας μετά αζύμων, και δια τους ιατρευομένους παρά Ιουδαίων, και παρά αιρετικών· πάντες γαρ ούτοι αφωρισμένοι εισίν» (Αυτόθι).
Για να κατανοηθή δεόντως ο προαναφερθείς κανόνας είναι αναγκαίο ο μελετητής να γνωρίζη ότι αυτή η κοινωνία και συνύπαρξη «εν τη προσευχή» διασπάται απο την αίρεση. Η αίρεση είναι ολική ή μερική άρνηση της αποκαλυφθείσης αληθείας, που στην πράξη εκφράζεται ως κατάλυση της εν Χριστώ αγαπητικής κοινωνίας (Ο Όσ. Εφραίμ ο Σύρος συμβουλεύει «Μηδέποτε συμφιλιάσης μετά αιρετικών· μη συμπίης, μη συνοδοιπορήσης. Μη εισέλθης εις οίκον αυτών, μηδέ εις εκκλησίαν· πάντα γαρ όσα εισίν, ακάθαρτα εισίν...» Έργα 5, 116).
Θα ήθελα στο σημείο τούτο να επεκταθώ λίγο, πέρα απο το διαπραγματευόμενο θέμα μου, στα δύο Μυστήρια, του Βαπτίσματος και του Γάμου, ενδεικτικώς και όχι αναλυτικώς. Άλλωστε η συμπροσευχή εντάσσεται στο μυστήριο.
Η Ορθοδοξία διακηρύσσει ότι τα μυστήρια των αιρετικών είναι άκυρα, για τον λόγο ότι δεν επιδρά η άκτιστη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η ενότητα στην πίστη, όχι σε οποιαδήποτε πίστη, αλλά στην Ορθόδοξη πίστη, είναι η πρωταρχική βάση για την intercommunio (δια-κοινωνία), για την πλήρη μυστηριακή κοινωνία μετά των αιρετικών.
Κατα τον ΞΗ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων «τους γαρ παρά των τοιούτων (των αιρετικών δηλαδή) βαπτισθέντας, ή χειροτονηθέντας, ούτε πιστούς, ούτε κληρικούς είναι δυνατόν» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., σελ. 87). Σχολιάζων ο Ζωναράς τον προαναφερθέντα κανόνα, μεταξύ άλλων λέγει «...ούτε γαρ βάπτισμα αιρετικών δύναταί τινα ποιήσαι Χριστιανόν, ούτε χειροτονία τούτων κληρικόν εργάσαιτο άν» (Αυτόθι- Άς δώσουν προσοχή οι Ορθόδοξοι εκείνοι, κληρικοί και λαικοί, οι οποίοι ομιλούν θετικώς περί της εγκυρότητος του βαπτίσματος των αιρετικών Ρωμαιοκαθολικών. Βλ. για το θέμα αυτό τους Ζ΄ και Ε΄ κανόνες των Β΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων αντίστοιχα, καθώς και τους Α΄ και ΜΖ΄ του Μ. Βασιλείου).
Ο Μ. Βασίλειος επιμένει στο του Αποστόλου των Εθνών Παύλου «Είς Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα» (Εφ. Δ΄ 5) και απορρίπτει παντελώς το βάπτισμα των αιρετικών. Στον Α΄ κανόνα του το διασαφηνίζει «...το μεν των αιρετικών (βάπτισμα) παντελώς αθετήσαι» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.4, σελ. 89).
Επίσης, οι Άγιοι Πατέρες οι συγκροτήσαντες την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, με τον ΟΒ΄ κανόνα τους απαγορεύουν την σλυναψη γάμου μεταξύ Ορθοδόξου και αιρετικού «Μη εξέστω ορθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μήν αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι· αλλ΄ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· ου γαρ χρή τα άμικτα μιγνύναι ουδέ τώ προβάτω λύκω συμπλέκεσθαι, και τη του Χριστού μερίδι τον των αμαρτωλών κλήρον· ει δέ παραβή τις τα παρ΄ ημών ορισθέντα, αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.2, σελ. 471). Ο Ζωναράς στα σχόλιά του λέγει μεταξύ των άλλων «Οι της συνόδου ταύτης ιεροί και θείοι Πατέρες...απαγορεύουσι τάς τοιαύτας συζυγίας (ορθοδόξων και αιρετικών) και γενομένας δέ, διασπάσθαι κελεύουσιν» (Αυτόθι).
Όλοι οι προαναφερθέντες Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, αλλά και οι κανόνες των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων δεν επιτρέπουν την συμπροσευχή και την μυστηριακή κοινωνία των Ορθοδόξων μετά των αιρετικών και αλλοδόξων, για τον λόγο ότι η αίρεση επιζητεί να καθυποτάξη την εκκλησιαστική αλήθεια στον τεμαχισμένο μεταπτωτικό τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου. Η Ορθόδοξος πιστη είναι η έκφραση της αποδοχής της αποκαλυφθείσης αληθείας και άρα μόνο εκείνος ο οποίος έχει ενταχθή σ΄ αυτή την κοινωνία της Ορθοδόξου πίστεως είναι αποδεκτός στην συμπροσευχή και την μυστηριακή κοινωνία και ενότητα. Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος αναφωνεί «Τοιγαρούν παραιτού την κοινωνίαν των σχισματικών και αιρετικών» (Έργα 6, 176).
Η κοινωνία είναι σχέση και η σχέση προυποθέτει αυθυπέρβαση και ταύτιση. Υπερβαίνει ο Ορθόδοξος χριστιανός τον υποκειμενισμό του και ταυτίζεται με την εν Χριστώ αντικειμενική αλήθεια. Εάν δεν συμβαίνη το αυτό και με τον συμπροσευχόμενο καθίσταται αδύνατος και α-νόητος η συμπροσευχή.
Οι Αποστολικοί κανόνες, οι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, τους οποίους προαναφέραμε, απαγορεύουν ρητώς την συμπροσευχή μετά αιρετικών και αλλοθρήσκων. Και τούτο γιατί επιδιώκουν να απομακρυνθούν τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κληρικοί και λαικοί, απο μία αισθηματο-εξωτερική αντίληψη της κοινωνίας και ενότητος κατά την ώρα της προσευχής και να αποδεχθούν την συμπροσευχή ως πράξη οντολογικο-πνευματική εντός του χώρου της ορθής πίστεως.
Η διαφορετική στάση απέναντι στην συμπροσευχή φανερώνει μία αλλοτριωμένη αντίληψη περί της εν Χριστώ κοινωνίας, η οποία δεν είναι δυνατόν να υιοθετηθή απο την Ορθόδοξο Εκκλησία. Ο ιερός Χρυσόστομος, ομιλών περί της κοινωνίας μετά των αιρετικών, συμβουλεύει τα εξής «Φεύγε των τοιούτων (αιρετικών) τας συνουσίας ως των φαρμάκων τα δηλητήρια. Και γαρ εκείνων ούτοι χαλεπώτεροι· εκείνα μεν γαρ μέχρι του σώματος ίστησι την βλάβην, ούτοι δέ αυτή τή σωτηρία της ψυχής λυμαίνονται» (Catecheses ad illuminados 1, p198).
Οι ιεροί Κανόνες εμπεριέχουν, ως γνωστόν, ερμηνευμένη την αποκαλυφθείσα αλήθεια. Ώς εκ τούτου εκφράζουν το θέλημα του Θεού. Ο Ζωναράς γράφει «Οι ιεροί κανόνες εκτίθενται υπό των Συνόδων εις κατάστασιν εκκλησιαστικήν και ωφέλειαν πιστών» (Αμ. Αλιβιζάτου, Οι ιεροί Κανόνες, Αθήναις 1949, σελ. 120). Για τον λογο αυτό και οι ανωτέρω κανόνες περί συμπροσευχής πρέπει να τύχουν της δεούσης προσοχής και εκ μέρους των λαικών μελών της Εκκλησίας, αλλά κυρίως εκ μέρους των κληρικών - ποιμένων της.
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ''Η ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗΣ'' ΣΕΛ. 73-92
Αλλά και η εν Τρούλλω ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος επελήφθη του ως ανω ζητήματος με τον ΙΑ΄ κανόνα της, ορίζουσα «Μηδείς των εν ιερατικώ καταλεγομένων τάγματι, ή λαικός, τα παρά των Ιουδαίων άζυμα εσθιέτω, ή τούτοις προσοικειούσθω, ή εν νόσοις προσκαλείσθω, και ιατρείας παρ΄ αυτών λαμβανέτω, ή εν βαλανείοις τούτοις παντελώς συλλουέσθω· ει δέ τις τούτο πράξαι επιχειροίη, ει μέν κληρικός είη, καθαιρείσθω· ει δέ λαικός, αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.2, σ.σ. 328-329). Ο κανόνας αυτός παρατίθεται για τον λόγο ότι πρέπει να επισημανθή η αυστηρότητα των Αγίων Πατέρων ως πρός την παντοία κοινωνία των Ορθοδόξων μετά αλλοθρήσκων και αιρετικών.
Η συμπροσευχή είναι, όπως ήδη ελέχθη, μυστήριο κοινωνίας «εν Χριστώ». Δεν είναι δυνατόν να κοινωνή ο Ορθόδοξος μετά του αιρετικού ή του αλλοθρήσκου μέσω της προσευχής ή του συνεορτασμού ή της ανταλλαγής δώρων ή συλλουόμενος ή ιατρευόμενος υπ΄ αυτών. Ο Βαλσάμων επισημαίνει «Σημείωσαι τον παρόντα κανόνα δια τους Λατίνους, τους εορτάζοντας μετά αζύμων, και δια τους ιατρευομένους παρά Ιουδαίων, και παρά αιρετικών· πάντες γαρ ούτοι αφωρισμένοι εισίν» (Αυτόθι).
Για να κατανοηθή δεόντως ο προαναφερθείς κανόνας είναι αναγκαίο ο μελετητής να γνωρίζη ότι αυτή η κοινωνία και συνύπαρξη «εν τη προσευχή» διασπάται απο την αίρεση. Η αίρεση είναι ολική ή μερική άρνηση της αποκαλυφθείσης αληθείας, που στην πράξη εκφράζεται ως κατάλυση της εν Χριστώ αγαπητικής κοινωνίας (Ο Όσ. Εφραίμ ο Σύρος συμβουλεύει «Μηδέποτε συμφιλιάσης μετά αιρετικών· μη συμπίης, μη συνοδοιπορήσης. Μη εισέλθης εις οίκον αυτών, μηδέ εις εκκλησίαν· πάντα γαρ όσα εισίν, ακάθαρτα εισίν...» Έργα 5, 116).
Θα ήθελα στο σημείο τούτο να επεκταθώ λίγο, πέρα απο το διαπραγματευόμενο θέμα μου, στα δύο Μυστήρια, του Βαπτίσματος και του Γάμου, ενδεικτικώς και όχι αναλυτικώς. Άλλωστε η συμπροσευχή εντάσσεται στο μυστήριο.
Η Ορθοδοξία διακηρύσσει ότι τα μυστήρια των αιρετικών είναι άκυρα, για τον λόγο ότι δεν επιδρά η άκτιστη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η ενότητα στην πίστη, όχι σε οποιαδήποτε πίστη, αλλά στην Ορθόδοξη πίστη, είναι η πρωταρχική βάση για την intercommunio (δια-κοινωνία), για την πλήρη μυστηριακή κοινωνία μετά των αιρετικών.
Κατα τον ΞΗ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων «τους γαρ παρά των τοιούτων (των αιρετικών δηλαδή) βαπτισθέντας, ή χειροτονηθέντας, ούτε πιστούς, ούτε κληρικούς είναι δυνατόν» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., σελ. 87). Σχολιάζων ο Ζωναράς τον προαναφερθέντα κανόνα, μεταξύ άλλων λέγει «...ούτε γαρ βάπτισμα αιρετικών δύναταί τινα ποιήσαι Χριστιανόν, ούτε χειροτονία τούτων κληρικόν εργάσαιτο άν» (Αυτόθι- Άς δώσουν προσοχή οι Ορθόδοξοι εκείνοι, κληρικοί και λαικοί, οι οποίοι ομιλούν θετικώς περί της εγκυρότητος του βαπτίσματος των αιρετικών Ρωμαιοκαθολικών. Βλ. για το θέμα αυτό τους Ζ΄ και Ε΄ κανόνες των Β΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων αντίστοιχα, καθώς και τους Α΄ και ΜΖ΄ του Μ. Βασιλείου).
Ο Μ. Βασίλειος επιμένει στο του Αποστόλου των Εθνών Παύλου «Είς Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα» (Εφ. Δ΄ 5) και απορρίπτει παντελώς το βάπτισμα των αιρετικών. Στον Α΄ κανόνα του το διασαφηνίζει «...το μεν των αιρετικών (βάπτισμα) παντελώς αθετήσαι» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.4, σελ. 89).
Επίσης, οι Άγιοι Πατέρες οι συγκροτήσαντες την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, με τον ΟΒ΄ κανόνα τους απαγορεύουν την σλυναψη γάμου μεταξύ Ορθοδόξου και αιρετικού «Μη εξέστω ορθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μήν αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι· αλλ΄ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· ου γαρ χρή τα άμικτα μιγνύναι ουδέ τώ προβάτω λύκω συμπλέκεσθαι, και τη του Χριστού μερίδι τον των αμαρτωλών κλήρον· ει δέ παραβή τις τα παρ΄ ημών ορισθέντα, αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.2, σελ. 471). Ο Ζωναράς στα σχόλιά του λέγει μεταξύ των άλλων «Οι της συνόδου ταύτης ιεροί και θείοι Πατέρες...απαγορεύουσι τάς τοιαύτας συζυγίας (ορθοδόξων και αιρετικών) και γενομένας δέ, διασπάσθαι κελεύουσιν» (Αυτόθι).
Όλοι οι προαναφερθέντες Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, αλλά και οι κανόνες των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων δεν επιτρέπουν την συμπροσευχή και την μυστηριακή κοινωνία των Ορθοδόξων μετά των αιρετικών και αλλοδόξων, για τον λόγο ότι η αίρεση επιζητεί να καθυποτάξη την εκκλησιαστική αλήθεια στον τεμαχισμένο μεταπτωτικό τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου. Η Ορθόδοξος πιστη είναι η έκφραση της αποδοχής της αποκαλυφθείσης αληθείας και άρα μόνο εκείνος ο οποίος έχει ενταχθή σ΄ αυτή την κοινωνία της Ορθοδόξου πίστεως είναι αποδεκτός στην συμπροσευχή και την μυστηριακή κοινωνία και ενότητα. Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος αναφωνεί «Τοιγαρούν παραιτού την κοινωνίαν των σχισματικών και αιρετικών» (Έργα 6, 176).
Η κοινωνία είναι σχέση και η σχέση προυποθέτει αυθυπέρβαση και ταύτιση. Υπερβαίνει ο Ορθόδοξος χριστιανός τον υποκειμενισμό του και ταυτίζεται με την εν Χριστώ αντικειμενική αλήθεια. Εάν δεν συμβαίνη το αυτό και με τον συμπροσευχόμενο καθίσταται αδύνατος και α-νόητος η συμπροσευχή.
Οι Αποστολικοί κανόνες, οι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, τους οποίους προαναφέραμε, απαγορεύουν ρητώς την συμπροσευχή μετά αιρετικών και αλλοθρήσκων. Και τούτο γιατί επιδιώκουν να απομακρυνθούν τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κληρικοί και λαικοί, απο μία αισθηματο-εξωτερική αντίληψη της κοινωνίας και ενότητος κατά την ώρα της προσευχής και να αποδεχθούν την συμπροσευχή ως πράξη οντολογικο-πνευματική εντός του χώρου της ορθής πίστεως.
Η διαφορετική στάση απέναντι στην συμπροσευχή φανερώνει μία αλλοτριωμένη αντίληψη περί της εν Χριστώ κοινωνίας, η οποία δεν είναι δυνατόν να υιοθετηθή απο την Ορθόδοξο Εκκλησία. Ο ιερός Χρυσόστομος, ομιλών περί της κοινωνίας μετά των αιρετικών, συμβουλεύει τα εξής «Φεύγε των τοιούτων (αιρετικών) τας συνουσίας ως των φαρμάκων τα δηλητήρια. Και γαρ εκείνων ούτοι χαλεπώτεροι· εκείνα μεν γαρ μέχρι του σώματος ίστησι την βλάβην, ούτοι δέ αυτή τή σωτηρία της ψυχής λυμαίνονται» (Catecheses ad illuminados 1, p198).
Οι ιεροί Κανόνες εμπεριέχουν, ως γνωστόν, ερμηνευμένη την αποκαλυφθείσα αλήθεια. Ώς εκ τούτου εκφράζουν το θέλημα του Θεού. Ο Ζωναράς γράφει «Οι ιεροί κανόνες εκτίθενται υπό των Συνόδων εις κατάστασιν εκκλησιαστικήν και ωφέλειαν πιστών» (Αμ. Αλιβιζάτου, Οι ιεροί Κανόνες, Αθήναις 1949, σελ. 120). Για τον λογο αυτό και οι ανωτέρω κανόνες περί συμπροσευχής πρέπει να τύχουν της δεούσης προσοχής και εκ μέρους των λαικών μελών της Εκκλησίας, αλλά κυρίως εκ μέρους των κληρικών - ποιμένων της.
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ''Η ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗΣ'' ΣΕΛ. 73-92
1 σχόλιο :
Οσα και να πουμε εμεις οι ορθοδοξοι.το παραπορτι του καστρου της ορθοδοξιας ειναι ανοιχτο για τους παπικους και τους αιρετικους απο τον ιδιο τον πατριαρχη βαρθολομαιο αρχοντωνη.μια μερα θα χτυπησουν οι καμπανες των εκκλησιων.λισαδως και θα αναγγειλουν οι παπαδες οτι ειμαστε ενα πια με τους παποκαθολικους.ανευ ορων και προυποθεσεων.
Δημοσίευση σχολίου