Εἰσαγωγή. Ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα καὶ τὸ Ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο τοῦ Οἱκουμενισμοῦ
Γίνεται σήμερα γενικὰ δεκτὸ ἀπὸ πολλοὺς Ὀρθοδόξους ὅτι ἡ σύγχρονη Οἰκουμενικὴ κίνηση ξεκίνησε μὲ τὴν Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 «Πρὸς τὰς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Ἐπιπλέον ἀποτελεῖ κοινὴ πεποίθηση ὅτι ἡ κίνηση γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἑνότητα προῆλθε ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση γιὰ ἑνότητα «ἐν ἀληθεία» καὶ δογματικὴ συμφωνία. Συνεπῶς θὰ προκαλέσει ἔκπληξη σὲ πολλούς, ὅταν ἀνακαλύψουν ὅτι ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα καταρρίπτει καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς ἰσχυρισμούς.
Ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ σύγχρονη οἰκουμενικὴ κίνηση ἔχει τὶς καταβολές της στὴν Προτεσταντικὴ ἱεραποστολικὴ κίνηση τοῦ 19ου αἰώνα καὶ στὴν ἐπιθυμία τῶν μελῶν τοῦ διομολογιακοῦ προτεσταντικοῦ κινήματος τῶν«Εὐαγγελικῶν» γιὰ μιὰ «ἀδελφικὴ ἑνότητα» (unity in fellowship) μὲ κύριο σκοπὸ τὴν ἐπιτυχία στὸ ἱεραποστολικὸ πεδίο. Ὁ Willem Saayman, ἕνας Προτεστάντης εἰδικὸς σὲ θέματα ἱεραποστολῆς , ἀρχίζει τὴν μελέτη του γιὰ τὴν ἱεραποστολὴ καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: « Ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση δὲν προέρχεται ἁπλῶς ἀπὸ τὸ πάθος γιὰ ἑνότητα. Πηγάζει ἀπὸ τὸ πάθος γιὰ ἑνότητα, ποὺ εἶναι τελείως συγχωνευμένο μὲ τὴν ἱεραποστολή»(1). Ὡστόσο ἡ ἑνοποίηση τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τοῦ οἰκουμενισμοῦ στὸν προτεσταντικὸ κόσμο προχώρησε βῆμα βῆμα καὶ ὄχι χωρὶς ἐμπόδια, στὴν βάση παγκόσμιων ὁμολογιακῶν συμμαχιῶν καὶ συμφώνων ἀποφυγῆς ἀμοιβαίου προσηλυτισμοῦ (comity agreements) (2) κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰώνα καὶ συνεχίστηκε μὲ τὰ διεθνῆ φοιτητικὰ κινήματα καὶ τὰ ἱεραποστολικὰ συνέδρια. Ἔτσι ἡ ἑνοποίηση ἱεραποστολῆς καὶ οἰκουμενισμοῦ ἀποτέλεσε ἕνα νέο παράδειγμα ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας- «χάριν τῆς ἐκχριστιάνισης τοῦ κόσμου»- πάνω στὸ ὁποῖο ἀπὸ τὸ 1910 καὶ μετὰ κτίσθηκε ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση(3)
Εἶναι συνεπῶς, φανερὸ ὅτι πολὺ πρὶν τὴν δημοσίευση τῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1920 καὶ τῆς εἰσόδου τῶν Ὀρθοδόξων στὸν διάλογο, οἱ προϋποθέσεις καὶ οἱ παράμετροι τῆς συμμετοχῆς εἶχαν ἤδη τεθεῖ, χωρὶς νὰ ἀπηχοῦν ἢ κὰν νὰ λαμβάνουν ὑπόψιν τὶς Ὀρθόδοξες ἐκκλησιολογικὲς ἀρχές(4). Τὸ ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση σφυρηλατήθηκε, μορφοποιήθηκε, ἀναπτύχθηκε καὶ λειτουργεῖ μέχρι σήμερα εἶναι - μὲ κάποιες τροποποιήσεις - προϊὸν τοῦ Εὐαγγελικοῦ Προτεσταντικοῦ Κινήματος τοῦ 19ου αἰώνα.
Στὴν προκείμενη εἰσήγηση θὰ ἐξετάσουμε αὐτὴ τὴν «Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησιολογία», τὴν προϊστορία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὶς καταβολές της στὴν Προτεσταντικὴ ἱεραποστολὴ καὶ τὸ ἱστορικὸ καὶ θεολογικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο εἰσῆλθαν οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τὴν προσχώρησή τους στὴν Οἰκουμενιστικὴ Κίνηση. Εἰδικότερα θὰ σταθοῦμε σὲ κάποια ὁρόσημα ἀπὸ τὰ ὁποῖα πέρασε ὁ Οἰκουμενισμός, μέχρι τὴν στιγμὴ τῆς προσχώρησης τῶν Ὀρθοδόξων.
Ὁρόσημο Πρῶτο. Τὸ Προτεσταντικὸ ἱεραποστολικὸ Κίνημα τοῦ 19ου αἰώνα
Ἡ πορεία ξεκινᾶ μὲ τὶς λεγόμενες «Μεγάλες Εὐαγγελικὲς Ἀφυπνίσεις»(Great Evangelical Awakenings). Προκειμένου νὰ ἐκτιμηθεῖ σωστὰ ἡ Σύγχρονη Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ εἰδικότερα τὰ Παγκόσμια ἱεραποστολικὰ Συνέδρια, εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοηθεῖ ὁ θεμελιώδης ρόλος ποὺ ἔπαιξαν οἱ «Μεγάλες Ἀφυπνίσεις» τοῦ 19ου αἰώνα οἱ Μεταρρυθμισμένες Ὁμολογίες εἶχαν γνωρίσει τὴν μεγαλύτερη κάμψη τῆς θρησκευτικῆς ζωντάνιας τους καὶ εἶχαν μεγάλη ἀνάγκη πνευματικῆς ἀναζωογόνησης(5). Αὐτὴ ἡ ἀναζοωγόνηση ἦλθε μὲ τὸ κίνημα τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀφύπνισης, οἱ ρίζες τοῦ ὁποίου ἀνιχνεύονται στὸ Πιετιστικὸ κίνημα τῆς Γερμανίας, στὶς ἀρχὲς τοῦ Μεθοδισμοῦ τῆς Μεγάλης Βρετανίας καὶ στὴν λεγόμενη «Μεγάλη Ἀφύπνιση» (Great Awakening) τῶν Ἀμερικανῶν ἀποικιστῶν(6). Ἂν καὶ τὸ κύριο κίνητρό του ἦταν ὁ Βρετανικὸς Εὐαγγελισμός, θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὑπερεθνικό, καθόσον ἐξαπλώνονταν ἀπὸ χώρα σὲ χώρα.(7)
Τὸ πνεῦμα πάντως καὶ ἡ ἰθύνουσα δύναμις αὐτοῦ τοῦ κινήματος ἦταν ἕνα: τὸ πάθος γιὰ ἱεραποστολή. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος δημιουργήθηκαν σύλλογοι, πρωτοβουλίες καὶ ὀργανώσεις, ὅπου Προτεστάντες διαφόρων ἐθνικοτήτων καὶ ὁμολογιῶν «συνασπίσθηκαν γιὰ νὰ κερδίσουν τὸν κόσμο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ»(8).
Τὸ ἱεραποστολικὸ αὐτὸ κίνημα ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν Εὐαγγελικὴ Ἀφύπνιση(9) δὲν λειτούργησε μέσα σὲ κενὸ, ἀλλὰ ἐπηρεάστηκε σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες. Τὸ ὄνειρο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν εἰδωλολατρῶν ὅλης τῆς γῆς φάνηκε ξαφνικὰ πραγματοποιήσιμο μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀποικισμοῦ καὶ τῆς ἀποικιοκρατίας καὶ γιὰ αὐτὸ στὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ στηρίχθηκε κατὰ πολὺ στὶς Δυτικὲς Δυνάμεις, ἰδιαίτερα στὴν Ἀγγλὶα καὶ τὴν Ἀμερική. Ἔτσι, στὸ πάντρεμα τῆς ἱεραποστολῆς μὲ τὸν ἀποικισμὸ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πάθος γιὰ «ἐκχριστιανισμὸ» τοῦ κόσμου προστέθηκε καὶ τὸ καθῆκον τοῦ «ἐκπολιτισμοῦ» του.
Ὁ Samuel Worcester τῆς ἀμερικάνικης πτέρυγας τῶν ἀποκαλουμένων «Ἐξωτερικῶν ἱεραποστολῶν» περιέγραψε τοὺς στόχους τῆς ὀργάνωσής του μὲ τὴν ἀκόλουθη ἱεράρχηση: «Νὰ κάνουμε ὅλη τὴν φυλὴ Ἀγγλόφωνη, νὰ τὴν ἐκπολιτίσουμε στὶς συνήθειές της καὶ νὰ τὴν ἐκχριστιανίσουμε ὡς πρὸς τὴν θρησκεία της: αὐτὸ εἶναι τὸ παρὸν σχέδιο»(10).
Πάντως ἂν γιὰ τὸν Ἀμερικανὸ Προτεστάντη ἱεραπόστολο ὁ «ἐκχριστιανισμὸς» ἦταν ἀχώριστος ἀπὸ τὸν «ἐκπολιτισμό», ὁ Χριστιανισμὸς χωρὶς τὸ ἐμπόριο δὲν ἦταν ἐλκυστικὸς γιὰ τὸν Ἄγγλο Προτεστάντη. Ὁ ἐξερευνητὴς-ἱεραπόστολος David Livingston τὸ 1856 ἠλέκτρισε τὸ Βρετανικὸ ἔθνος μὲ τὰ περιπετειώδη ταξίδια του στὴν Ἀφρική, στήνοντας πρῶτος μιὰ συμμαχία μεταξὺ «ἐμπορίου, πολιτισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ», ἡ ὁποία στὸ ἑξῆς θὰ χαρακτήριζε τὶς βρετανικὲς προτεσταντικὲς ἱεραποστολές, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀποικιοκρατίας. Μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς κλίσης τῶν ἰθαγενῶν γιὰ ἐμπόριο, ὁ Λίβινγκστον ἰσχυρίσθηκε ὅτι: «τὰ κέρδη ποὺ μποροῦν νὰ ἀντληθοῦν ἀπὸ ἐμπορικῆς ἀπόψεως εἶναι ἀναρίθμητα, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ χάσουμε ἀπὸ τὰ μάτια μας καὶ τὶς ἀνεκτίμητες εὐλογίες ποὺ εἴμαστε σὲ θέση νὰ χαρίσουμε στὸν ἀφώτιστο Ἀφρικανό, προσφέροντάς του τὸ φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτοὶ οἱ δύο σκαπανεῖς τοῦ πολιτισμοῦ -Χριστιανισμὸς καὶ ἐμπόριο- πρέπει νὰ παραμείνουν ἀχώριστοι»(11).
Ὡστόσο τὸ ἐμπόριο ἀπὸ μόνο του δὲν ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἐμψυχώσει αὐτὸ ποὺ οἱ Προτεστάντες ἱστορικοὶ ἀποκαλοῦν τὴ «μεγαλύτερη μέχρι σήμερα γεωγραφικὴ ἐπέκταση τῆς Πίστης»(12). Ἦταν κυρίως ἡ ραγδαία αὔξηση τοῦ ἱεραποστολικοῦ ζήλου καὶ τῶν συναφῶν ὀργανώσεων τῶν Εὐαγγελικῶν ποὺ προκάλεσε ἐκεῖνο ποὺ ὁ Ρούφους Ἄντερσον περιέγραψε ὡς «τὴν δεδηλωμένη προσδοκία καὶ ἐπιδίωξη νὰ ἐργαστοῦμε - πρώτη φορὰ μετὰ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ - γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ ὁλόκληρου τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου»(13).
Πίσω ἀπὸ τὴν ἔκρηξη τῶν ἱεραποστόλων βρίσκονταν ἡ ἐπιθυμία τῶν Προτεσταντῶν νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὸν συμβατικὸ καὶ πειθαρχημένο τρόπο ζωῆς τους καὶ νὰ ἀνακαλύψουν «ὅτι βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς συμβατικῆς ζωῆς»(14). Ὅμως αὐτὴ ἡ αἰσιοδοξία καὶ ὁ ὁραματισμὸς(15) ποὺ χαρακτήριζε τὴν ἱεραποστολὴ στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα βασίζονταν καὶ σὲ σημαντικὰ οἰκονομικὰ καὶ τεχνολογικὰ μέσα, ποὺ αὐτὴ εἶχε πλέον στὴν διάθεσή της. Ἔτσι μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ αἰώνα ὁ John Mott, ὁ ἐκπρόσωπος τῶν παγκόσμιων ἱεραποστόλων τῶν Προτεσταντῶν(16), τόλμησε νὰ μιλήσει γιὰ τὸν «Εὐαγγελισμὸ τοῦ κόσμου μέσα σὲ αὐτὴν τὴν γενεά»(17). Οἱ ἕξι Προτεσταντικὲς ἱεραποστολικὲς ὀργανώσεις τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰώνα εἶχαν γίνει περὶ τὰ τέλη του πεντακόσιες τριάντα ἑπτά (537). Ἔβλεπε ἐπίσης, μιὰ ἀπαράμιλλη εὐκαιρία γιὰ ἐξουσία, ποὺ οἱ δυτικοὶ κυβερνῆτες εἶχαν ἐπὶ τοῦ ἑνὸς τρίτου τοῦ «μὴ Εὐαγγελιζομένου κόσμου»(18). «Φαίνεται ἀπολύτως ἐφικτὸ» γράφει ὁ Μότ, «τὸ νὰ γεμίσει ἡ γῆ μὲ τὴν γνώση τοῦ Χριστοῦ, πρὶν παρέλθει ἡ παρούσα γενεά... Τώρα ὁ ἀτμὸς καὶ ὁ ἠλεκτρισμὸς ἔχουν συνδέσει τὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὴν ἀνιούσα. Ἔχει στὸν ἄμεσο ἔλεγχό της τὴν ἰσχύ, τὸν πλοῦτο καὶ τὴν γνώση τοῦ κόσμου»(19).
Αὐτὸ τὸ παγκόσμιο προτεσταντικὸ ἱεραποστολικὸ ὅραμα ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ τὸν ἐπόμενο «οἰκουμενιστικὸ αἰώνα» μὲ δυὸ σημαντικοὺς τρόπους:
Πρῶτον: ἔβγαλε τὸν Προτεσταντισμὸ ἀπὸ τὴν γεωγραφική του ἀπομόνωση καὶ τὸν ἔφερε σὲ ἐπαφὴ μὲ πολιτισμοὺς καὶ θρησκεῖες ὅλου τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ σὲ συνειδητοπίίηση τῆς δικῆς του ὁμολογιακῆς κατάτμησης, ἡ ὁποία μεταφυτεύθηκε πλέον στὸ ἱεραποστολικὸ πεδίο. (Προξενεῖ ἐντύπωση τὸ ὅτι οἱ πιὸ θερμοὶ ὑποστηρικτὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γύρω στὴν ἀλλαγὴ τοῦ αἰώνα, εἶναι οἱ ἀρχηγοὶ τῶν νεοπαγῶν ἱεραποστόλων τῆς Κίνας καὶ τῆς Ἰνδίας. Τὰ τέκνα τῆς διαίρεσης καλοῦν τοὺς πατέρες τους σὲ ἀπολογία).
Δεύτερον: βασισμένοι στὴν ἀποικιακή, οἰκονομικὴ καὶ συγκοινωνιακὴ ἐπέκταση, ἡ παγκόσμια ἐξάπλωση τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἀποβαίνει σημαντικὸς παράγοντας στὰ πρῶτα στάδια τῆς «παγκοσμιοποίησης»(20), ἡ ὁποία ἔχει οἰκοδομηθεῖ πάνω στὴν φιλοσοφία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς Προτεσταντικῆς Δύσης(21).
Ἔτσι τὸ παμπροτεσταντικὸ ἱεραποστολικὸ ἐγχείρημα ἔγινε ἐφαλτήριο τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης καὶ προετοίμασε τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἄφιξη τοῦ ἐπόμενου «οἰκουμενιστικοῦ αἰώνα» καὶ τὴν μετάβαση ἀπὸ τὴν ἱεραποστολικὴ στὴν «οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία».
Ὁρόσημο Δεύτερο. Ἡ «ἀόρατη ἐκκλησία» τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησιολογίας
Μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα φορτισμένη ἀπὸ ἱεραποστολικὴ προσδοκία καὶ φιλοδοξία ἑτοιμάσθηκε τὸ ἔδαφος γιὰ τὸν σπόρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἕνας ἱστορικὸς περιγράφει τὰ ἑνοποιητικὰ ἀποτελέσματα τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀφύπνισης ὡς ἑξῆς:
«Στὴν πρώτη της ἐνθουσιώδη φάση, ἡ ἀμεσότητα τῆς Ἀφύπνισης, ἡ αἴσθηση τῆς χιλιαστικῆς προσδοκίας ποὺ προκάλεσε, ἡ φρεσκάδα τῆς Εὐαγγελιστικῆς ἐμπειρίας, τὸ κίνημα ἀνανέωσης, ὅλα ἐξυπηρέτησαν τὴν δημιουργία ἑνὸς δυνατοῦ αἰσθήματος ἀδελφοσύνης μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ἀφυπνίσθηκαν. Οἱ Ἀρμίνιοι καὶ οἱ Καλβινιστές, οἱ τῆς Ἄνω καὶ τῆς Κάτω Ἐκκλησίας καὶ οἱ Ἀντικομφορμιστὲς πέτυχαν μιὰ ἑνότητα πρωτοφανοῦς ἐπιπέδου»(22).
Αὐτὸ τὸ αἴσθημα ἀδελφοσύνης δὲν παρέμεινε μόνο συναίσθημα, ἀλλὰ ἐκφράσθηκε καὶ θεσμικά. Τὸ 1846 στὸ Λονδῖνο δημιουργήθηκε «μιὰ ἐπὶ τούτω ὀργάνωση γιὰ τὴν ἔκφραση τῆς ἑνότητας μεταξὺ τῶνΧριστιανῶν ποὺ ἀνῆκαν σὲ διαφορετικὲς ἐκκλησίες, ἡ Εὐαγγελικὴ Συμμαχία»(23). Σ' αὐτὴν συμμετεῖχαν ὀκτακόσιοι Εὐαγγελικοὶ ἡγέτες, ποὺ ἀνῆκαν σὲ περισσότερες ἀπὸ πενήντα δύο προτεσταντικὲς ὁμολογίες. Μὲ τὴν συμμαχία αὐτὴ θεωρήθηκε ὅτι «ἡ πραγματικότητα τῆς Χριστιανικῆς ἑνότητας βρῆκε ἐπιτέλους σωματειακὴ ἔκφραση»(24).
Ἡ Εὐαγγελικὴ Συμμαχία ἦταν μιὰ ὀργάνωση ποὺ «ἀπέβλεπε στὸ νὰ κάνει ὁρατὴ τὴν "Ἀόρατη Ἐκκλησία", ὥστε ὁ κόσμος νὰ γνωρίζει»(25). Μὲ τὴν βοήθειά της οἱ Εὐαγγελικοὶ «ἔμαθαν νὰ αἰσθάνονται ἐν Χριστῷ ὡς ἕν, πέρα ἀπὸ ἐθνικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ σύνορα, συνασπίσθηκαν σὲ ἐθελοντικὲς ὀργανώσεις καὶ ἄρχισαν νὰ βλέπουν τὴν μεταξύ τους συνεργασία γιὰ τὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου σὰν ἕνα κανονικὸ καὶ εὐχάριστο μέρος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς»(26).
Ἑνωμένοι στὴν ἱεραποστολικὴ ἐμπειρία, παρὰ τὶς δογματικές τους διαφορές, οἱ Εὐαγγελικοὶ βρῆκαν μιὰ ἑνότητα ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐκφράσεις τοῦ σύγχρονου οἰκουμενιστικοῦ πνεύματος(27). Ὅπως γράφει ὁ T. V. Philip, οἱ Εὐαγγελικοὶ συνειδητοποίησαν ὅτι: «κατεῖχαν μιὰ κοινὴ ἐμπειρία, ποὺ τοὺς ξεχώριζε καθοριστικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς ἕνωνε στὴν ἀδελφότητα μιᾶς ἀόρατης ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, στὴν ὁποία ἀνῆκαν ὅλοι οἱ λεγόμενοι "ζωντανοὶ" Χριστιανοί. Τὸ "Εὐαγγελικὸ" φαινόμενο δὲν ἦταν ζήτημα θεολογικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλὰ μᾶλλον ἕνας γενικὸς παροξυσμὸς ἐμπειρίας... Γι' αὐτοὺς (τοὺς Εὐαγγελικούς), ἂν οἱ θεολογίες μποροῦσαν νὰ διαιροῦν, ἡ ἐμπειρία μποροῦσε νὰ ἑνώνει»(28).
Ἔτσι λοιπὸν τὸ πάθος γιὰ Εὐαγγελισμὸ προκάλεσε τὸ πάθος γιὰ ἑνότητα. καὶ αὐτὸ ἐκφράσθηκε τόσο σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο, πρὸς μεγαλύτερη ἱεραποστολικὴ ἐπιτυχία, ὅσο καὶ σὲ θεωρητικό, μὲ τὴν Εὐαγγελικὴ ἀντίληψη περὶ ἀόρατης ἐκκλησίας καὶ περὶ ἑνότητας ὡς θέματος καρδιᾶς, θέματος πνευματικοῦ καὶ ὄχι ὀργανωτικοῦ(29). Ἡ ἐξάπλωση καὶ ἡ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς ἀντίληψης τῆς ἐκκλησίας σὲ ὅλους τοὺς Εὐαγγελικοὺς κύκλους, ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπὸ αὐτούς, κατέστη δυνατὴ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς λεγομένης «ἱεραποστολικῆς ὀργάνωσης» (missionary society), ποὺ ἦταν μὴ ἐκκλησιαστικὸ καὶ ταυτόχρονα ὑπὲρ- ἐκκλησιαστικό.
Ἡ Προτεστάντις ἱστορικὸς Routh Rouse ἀναφέρει τὰ ἑξῆς γιὰ τὶς Εὐαγγελικὲς «ἱεραποστολικὲς ὀργανώσεις» : «Δὲν ἦταν οἰκουμενικὲς ὡς πρὸς τὸν σκοπό..., ἀλλά ... ἦταν οἰκουμενικὲς ὡς πρὸς τὸ ἀποτέλεσμα... Δημιούργησαν μιὰ συνείδηση ἑνότητας, μιὰ "αἴσθηση σύμπνοιας" μεταξὺ Χριστιανῶν ἀπὸ διάφορες ἐκκλησίες. Ἂν καὶ σπανίως διατυπώνονταν ἡ διήκουσα ἀντίληψη περὶ χριστιανικῆς ἑνότητας ποὺ κρυβόταν κάτω ἀπὸ τὸν κοινὸ ἀγώνα, ἦταν ὅτι ὅλοι οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ ἔχουν κοινὴ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἕν καὶ αὐτὸ τὸ ἕν εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ χριστιανικὴ ἑνότητα»(30).
Ἕνα «καινούργιο πράγμα» ἐμφανίσθηκε στὴν Χριστιανικὴ ἱστορία: μιὰ ἀόρατη «ἐκκλησία», ταυτόχρονα ἐντὸς καὶ ὑπεράνω τῶν ἐκκλησιῶν. Οἱ Εὐαγγελικοὶ ζοῦσαν διπλὴ ζωὴ: ἦταν ἔντιμα καὶ πιστὰ μέλη τῆς ἐθνικῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ γνώριζαν ἐπίσης στὶς καρδιές τους ὅτι μοιράζονταν μιὰ κοινὴ πίστη καὶ ἐμπειρία μὲ ἄλλους Εὐαγγελικούς, «ποὺ ὑπερέβησαν τὰ δογματικὰ σύνορα καὶ τὶς θεολογικὲς ὁμάδες»(31). Τὸ μέγιστο κακὸ γιὰ τοὺς Εὐαγγελικοὺς τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἔβλεπαν σὰν κύρια ἀποστολή τους τὸν Εὐαγγελισμὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἦταν ἡ «δογματικὴ μισαλλοδοξία». Ἡ ἵδρυση τὸ 1795 τῆς ἱεραποστολικῆς Ὀργάνωσης τοῦ Λονδίνου, ποὺ ξεκίνησε σὰν ἑνωτικὴ προσπάθεια τῶν Congrational-ιστῶν, τῶν πρεσβυτεριανῶν, τῶν Μεθοδιστῶν καὶ τῶν Ἀγγλικανῶν, χαιρετίστηκε ὡς ἡ «κηδεία τῆς μισαλλοδοξίας»(32).
Ἔτσι λοιπὸν μιὰ «Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησιολογία» ἐμφανίζεται μέσα ἀπὸ τὴν κοινὴ ἱεραποστολικὴ ἐμπειρία, θεμελιωμένη πάνω στὸ σύνθημα: «Ἂν οἱ θεολογίες διαιροῦν ἡ ἐμπειρία ἑνώνει».
Μὲ τοὺς Εὐαγγελικοὺς τὰ δογματικὰ τείχη γκρεμίζονται καὶ ἡ χριστιανικὴ ἑνότητα θεμελιώνεται πάνω στὴν ὑποκειμενικὴ ἐμπειρία, ποὺ παραμένει χωρισμένη ἀπὸ τὴν θεολογικὴ ἀλήθεια. Οἱ δογματικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς διαφορὲς παραβλέπονται χάριν ἑνὸς ὀμιχλώδους ὁράματος τῆς «Χριστιανοσύνης». Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο διασπᾶται ἡ ἑνότητα θεολογίας καὶ ἐμπειρίας, ἀλήθειας καὶ ζωῆς, καὶ μένει ἀνοιχτὴ ἡ πόρτα γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς ἐκκλησίας ἀνάμεσα καὶ ὑπεράνω τῶν ἐκκλησιῶν, ἑνὸς εἴδους ἀόρατης ὑπερεκκλησίας, ἀπαρτισμένης ἀπὸ ὅλους τοὺς «ζωντανοὺς» Χριστιανούς, ποὺ κατέχουν ἰδιαίτερα γνωρίσματα, ἐμπειρίες καὶ γνώση.
Ὅταν ὅμως ἡ ζωὴ διαχωρίζεται ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ἡ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν θεολογία, τότε πολὺ σύντομα ἡ τελευταία ἀπορρίπτεται καὶ περιφρονεῖται, πρῶτα σὰν κάτι κακὸ καὶ ἀνούσιο καὶ κατόπιν σὰν κὰτι ἐνοχλητικὸ καὶ παρεμποδιστικό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ στὸν προτεσταντικὸ κόσμο ἡ ἐπιμονὴ σὲ συγκεκριμένες θέσεις ἐκκλησιολογίας καὶ κανονικῆς τάξης ἀντιμετωπίζεται σὰν «μισαλλοδοξία». Ὅμως ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς δὲν ἐπιμένει στὶς λεπτομέρειες τοῦ δόγματος λόγω στενομυαλίας ἢ ἐμπαθοῦς μισαλλοδοξίας, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ γνωρίζει ποὺ ὁδηγεῖ ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ περιφρόνηση τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του: στὴν διάλυση καὶ διαίρεση ποὺ χαρακτηρίζει τὸν προτεσταντικὸ κόσμο καὶ ἀπὸ κεῖ στὸ ἀδιέξοδο τῆς ἐκκοσμίκευσης.
Ὁρόσημο Τρίτο. Ἡ Χριστιανικὴ Ἕνωση Νέων (Χ.Ε.Ν) καὶ τὰ Χριστιανικὰ Φοιτητικὰ Κινήματα.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα(33) ἐμφανίστηκαν δύο κινήματα, τὰ ὁποῖα «περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἐπακόλουθο τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀφύπνισης ἔμελλαν νὰ προετοιμάσουν καὶ νὰ ἐπηρεάσουν τὴν πορεία τῆς σύγχρονης οἰκουμενικῆς κίνησης». Αὐτὰ τὰ κινήματα ἦταν ἡ Χριστιανικὴ Ἕνωση Νέων (Χ.Ε.Ν.) (34) καὶ τὸ Φοιτητικὸ Χριστιανικὸ Κίνημα. Εἶναι προφανὴς ὁ κεντρικὸς ρόλος ποὺ ἔπαιξαν οἱ ὀργανώσεις αὐτὲς στὴν ἀνάπτυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἂν λάβει κανεὶς ὑπ' ὄψιν ὅτι τὰ 4/5 αὐτῶν ποὺ συγκεντρώθηκαν στὴν ἱδρυτικὴ συνέλευση τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) χρωστοῦσαν τὴν «οἰκουμενική ἔμπνευσή» τους στὴ Χ.Ε.Ν. καὶ στὸ Χριστιανικὸ Φοιτητικὸ Κίνημα(35).
Οἱ περισσότεροι ἡγέτες τῶν φοιτητικῶν κινημάτων,ἂν καὶ ἦταν ἀδιάφοροι γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα καὶ γιὰ τὶς σχέσεις τῶν ἐκκλησιῶν, ἦταν Εὐαγγελικόφρονες, ἱεραποστολικοὶ καὶ συνειδητοὶ διεθνιστές. Προήγαγαν τὰ κινήματά τους σὲ διεθνεῖς ὀργανώσεις. Στράφηκαν πρὸς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Ἀφρικὴ καὶ σκόπιμα ἀνεζήτησαν καὶ ἐξεπαίδευσαν στελέχη μὲ ἀνατολικὴ καταγωγή. Ἀντελήφθησαν τὴν στρατηγικὴ σημασία τοῦ φοιτητικοῦ κινήματος καὶ τὸ κατέστησαν ἰκανὸ νὰ ὑπηρετήσει τὸ οἰκουμενικὸ ὅραμα.
Τὸ 1895, τὰ χριστιανικὰ φοιτητικὰ κινήματα πολλῶν χωρῶν εἶχαν ἤδη ἑνωθεῖ στὴν Παγκόσμια Φοιτητικὴ Χριστιανικὴ Ὁμοσπονδία. Ὁ John Mott, τὸ «σύμβολο καὶ ὁ προφήτης» τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ στὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ ὁ μέντωρ τῆς Ὁμοσπονδίας, λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν ἵδρυσή της, ἔγραφε τὰ ἀκόλουθα: «Ἡ Ὁμοσπονδία θά... ἑνώσει τὸ πνεῦμα τῶν φοιτητῶν τοῦ κόσμου [καὶ] μὲ αὐτὸ θὰ ἐπιτύχει ἕνα ἀκόμη πιὸ σημαντικὸ ἀποτέλεσμα: τὴν ἐπίσπευση τῆς ἐκπλήρωσης τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, "ἵνα πάντες ἕν ὦσιν῾῾". Ἀσφαλῶς δὲν ἔχει ἐμφανισθεῖ πιὸ ἐλπιδοφόρα ἐξέλιξη πρὸς μιὰ πραγματικὴ πνευματικὴ ἕνωση τῆς Χριστιανοσύνης ἀπὸ τὴν Ὁμοσπονδία, ποὺ ἑνώνει σὲ ἕνα κοινὸ σκοπὸ καὶ ἔργο τοὺς μελλοντικοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας σὲ ὅλες τὶς χῶρες»(36).
Ὁ John Mott ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐν συνεχείᾳ θὰ ἔπαιζε κεντρικὸ καὶ καίριο ρόλο στὸ νὰ εἰσέλθει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση(37). Λόγω τῆς ἐπιμονῆς καὶ τῆς μαεστρίας του, δεκαέξι χρόνια ἀργότερα, τὸ 1911 ὀργανώθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ Συνέδριο τῆς Παγκόσμιας Φοιτητικῆς Χριστιανικῆς Ὁμοσπονδίας, μὲ τὴν «κοσμοϊστορικὴ ἐκπροσώπηση τῶνἈνατολικῶν Ἐκκλησιῶν»(38). Ὁ Mott ἐργάσθηκε πυρετωδῶς γιὰ νὰ φέρει τοὺς Ὀρθοδόξους στὸ Φοιτητικὸ Κίνημα, ταξιδεύοντας ἐκτενῶς στὰ Βαλκάνια καὶ τὴν Ρωσία(39), τόσο ποὺ μέχρι τὸ 1911 εἶχε πεισθεῖ ὅτι ἡ συνεργασία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους ἦταν δυνατή. Πρὸς ἐπίρρωσιν μὰλιστα τῆς αἰσιοδοξίας του χρησιμοποιοῦσε τὰ λόγια τοῦ Γερμανοῦ Στρηνόπουλου, Μητροπολίτη Θυατείρων καὶ Ἐξάρχου Δυτικῆς Εὐρώπης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (πρώιμου φίλου καὶ ὑποστηρικτὴ τοῦ Mott καὶ τοῦ Φοιτητικοῦ Κινήματος): «Ὅπου οἱ καρδιὲς εἶναι ἑνωμένες, ἡ ἀντίσταση τοῦ μυαλοῦ θὰ μειωθεῖ. Ἡ χαλάρωση τῶν δεσμῶν τῆς ἀγάπης ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔφερε τὶς διαιρέσεις στὸν Χριστιανισμό»(40).
Ἡ Routh Rouse, συνεργάτις τοῦ Mott καὶ ἱστορικὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γράφει γιὰ τὸ Χριστιανικὸ Φοιτητικὸ Κίνημα «Ἦταν ἡ ἰδέα ἑνὸς νέου τύπου χριστιανικῆς ὀργάνωσης, μιὰ νέα ἀντίληψη τῆς βάσης πάνω στὴν ὁποὶα οἱ Χριστιανοὶ διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν θὰ μποροῦσαν νὰ ἑνωθοῦν γιὰ νὰ κερδίσουν τὸν κόσμο γιὰ τὸν Χριστὸ σὲ βάση περισσότερο διομολογιακὴ "παρὰ μὴ ὁμολογιακή"»(41). Ἦταν ἕνα κίνημα, τὸ ὁποῖο «ξεκίνησε μὲ τὴν πεποίθηση ὅλων ὅτι μοιράζονται τὴν ἴδια ἐν Χριστῷ ζωὴ μὲ τοὺς πιστεύοντες συναδέλφους τους» καὶ παράλληλα ἀνεγνώριζε τὴν προσκόλληση τῶν πιστῶν στὰ διάφορα Χριστιανικὰ Σώματα, στὰ ὁποῖα» ὅπως ἐκεῖνοι πίστευαν, «διαιρεῖται τὸ ἕνα Σῶμα τοῦ Χριστοῦ»(42).Τὰ Χριστιανικὰ Φοιτητικὰ Κινήματα ἔγιναν ὁ συνδετικὸς κρίκος ποὺ θὰ μετέφερε τὴν Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησιολογία πέρα ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τὰ φοιτητικὰ κινήματα μὴ-δογματικά, μὴ-ἐκκλησιαστικά, μὴ-μυστηριακὰ- εἰρωνικὰ σηματοδότησαν ταυτόχρονα τὴν ἀποσύνθεση τῶν Δυτικῶν ὁμολογιῶν καὶ τὴν ἐπανασύνθεσή τους, ἀλλὰ κατὰ μὴ-ἐκκλησιαστικὸ τρόπο. Ἀναζητοῦσαν καθολικότητα, ἀλλὰ μόνο ὀριζόντια, ὄχι κάθετα, ὄχι διαχρονικά.
Μέσα λοιπὸν ἀπὸ τέτοιες ἐμπειρίες, τὶς παραμονὲς τοῦ Συνεδρίου τοῦ Ἐδιμβούργου τὸ 1910, οἱ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενικοὶ ζηλωτὲς ὅπως ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανὸς Στρηνόπουλος, ἑτοιμάζονταν νὰ λάβουν θέση στὸ τραπέζι τῆς σύγχρονης οἰκουμενικῆς Κίνησης (43).
Παρὰ ταῦτα, ἡ θέση τοῦ Στρηνόπουλου δὲν ἦταν ἡ μόνη δυνατή. Ὑπῆρχαν ἄλλοι Χριστιανοὶ ποὺ ἀπέρριψαν τὸ κάλεσμα τοῦ Mott γιὰ ἑνότητα καὶ κοινωνία ἀκριβῶς μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι αὐτοὶ ποὺ τὸ ἐξέδωσαν ἀγνοοῦσαν τὴν αἰωνίως παρούσα ἑνότητα καὶ κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας τέτοιος διακεκριμένος Ὀρθόδοξος θεολόγος καὶ ἱεράρχης ἦταν ὁ νεομάρτυρας Ἰλαρίων (Τρόιτσκι). Μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψη τοῦ John Mott στὴν Ρωσία, ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα: «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀρνοῦνται σταθερὰ τὴν Ἐκκλησία ὁμιλοῦν γιὰ «Εὐαγγελικὲς αρχὲς» καὶ «Εὐαγγελικὴ διδασκαλία», ἀλλὰ ὁ Χριστιανισμὸς ὡς ζωὴ εἶναι τελείως ξένος σ' αὐτοὺς... ὁ Προτεσταντισμὸς ἔχει σκοτώσει τὴν ἐν γένει Ἐκκλησιαστικὴ ζωή, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς προσευχήθηκε στὴν ἱερή του προσευχή».
Ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυρας ἔπειτα ἀπευθύνθηκε εἰδικότερα στὸ Φοιτητικὸ Κίνημα: «Ἐνῶ ἄκουγα τὴν διάλεξη γιὰ τὴ «Διεθνὴ Χριστιανικὴ Φοιτητικὴ Ἕνωση», ἡ καρδιά μου γέμισε ἀπὸ λύπη καὶ θλίψη. Πόσοι εἰλικρινεῖς ἄνθρωποι ποὺ διψοῦν γιὰ τὸν Θεό, διψοῦν γιὰ τὴν ζωή, λιώνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τρέφονται μὲ τὸ θήλαστρο ἀπὸ κάποια ὑπερπόντια φοιτητικὴ ἕνωση. Εἶναι μὴπως ὅτι δὲν γνωρίζουν πῶς νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ἄρτο στὸ σπίτι τοῦ Οὐράνιου Πατέρα τους, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἀρκεῖ μόνο νὰ ξεχασθοῦν οἱ "ὁμοσπονδιακὲς βάσεις", νὰ δώσουν ἐλεύθερα τὸν ἑαυτό τους στὴν πλήρη ὑπακοὴ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ προσκολληθοῦν στὴν πληρότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, στὴν ζωὴ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ (προκειμένου νὰ χρησιμοποιήσουν τοὺς ἄφθονους ἄρτους)»(44).
Ἡ κρίση τοῦ Ἁγίου Ἰλαρίωνα δὲν υἱοθετήθηκε ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ ἔσπευσαν νὰ συναδελφωθοῦν μὲ τοὺς ἑτεροδόξους χωρὶς οἱ τελευταῖοι προηγουμένως νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ὅμως ἀκόμη ἕνα βῆμα, ποὺ ὁ Προτεσταντικὸς κόσμος ἔπρεπε νὰ κάνει πρὶν νὰ συμμετέχουν οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν ἀναζήτηση τῆς ἑνότητας: τὸ Ἐδιμβοῦργο τὸ 1910.
Ὁρόσημο Τέταρτο: Ἐδιμβοῦργο 1910: Τὸ λίκνο τοῦ Σύγχρονου Οἰκουμενισμοῦ
Τὸ διεθνὲς ἱεραποστολικὸ Συνέδριο, ποὺ ὀργανώθηκε στὸ Ἐδιμβοῦργο τὸ 1910, χαιρετίστηκε ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς ὡς «ἡ κορυφαία καμπὴ στὴν οἰκουμενικὴ συνεργασία»(45), ὡς «ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα ὁρόσημα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας» (46) καὶ ὡς « τὸ λίκνο τοῦ σύγχρονου οἰκουμενισμοῦ»(47).
Τὸ Ἐδιμβοῦργο ἦταν τὸ πρῶτο συνέδριο ποὺ ἐπεδίωξε νὰ συμπεριλάβει μεγάλο ἀριθμὸ προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν, καὶ ὄχι μόνο Εὐαγγελικούς. «Ἀπὸ αὐτὸ προῆλθαν τὰ κινήματα ποὺ ἀργότερα συγχωνεύθηκαν γιὰ νὰ σχηματίσουν τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν τὸ 1948 καὶ τὸ Διεθνὲς ἱεραποστολικὸ Συμβούλιο, τὸ ὁποῖο ἀργότερα μετετράπη σὲ βραχίονα ἱεραποστολῆς καὶ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ ΠΣΕ τὸ 1961. Πεπεισμένοι ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς καλοῦσε γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τοῦ κόσμου, οἱ ἀπεσταλμένοι στὸ Ἐδιμβοῦργο ἀντιμετώπισαν τὶς ἐκκλησιαστικὲς διαιρέσεις σὰν ἱεραποστολικὴ ἀδυναμία καὶ τὴν ἑνότητα στὴν ἱεραποστολὴ σὰν θεία ἐπιταγὴ»(48).
Ὅταν δόθηκε τελικὰ τὸ κάλεσμα γιὰ νὰ ἔλθουν ὅλοι στὸ Ἐδιμβοῦργο, «to spend and to be spent» (γιὰ νὰ ξοδέψουν καὶ νὰ ἀναλωθοῦν) στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ἡ ἡγεσία τῶν Εὐαγγελικῶν «ἦταν ἤδη ἐξοικειωμένη μὲ τὴν συνεδριακὴ διαδικασία μὲ κεχωρισμένους ἐν τῇ πίστει ἀδελφούς»(49). Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ὁ John Mott , μεθοδιστὴς λαϊκὸς καὶ «πνευματικὸ παιδὶ τοῦ ἀνανεωτικοῦ κινήματος», ἦταν ὁ ἰθύνων νοῦς τῆς συνάθροισης(50). Μαζὶ μὲ τὸν Joseph H. Oldham, ἐπίσης παιδὶ τῶν φοιτητικῶν καὶ ἱεραποστολικῶν κινημάτων, ὁ Mott μετέτρεψε τὴν σύναξη τοῦ Ἐδιμβούργου σὲ πεδίο ἐξάσκησης καὶ ἀνάδειξης οἰκουμενιστικῶν ἡγετῶν, ἔτσι ὥστε ἐλάχιστοι ἀπὸ τοὺς παρισταμένους «νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν μεταδοτικὴ ἐπιμόλυνση τῶν ἰδεῶν τοῦ συνεδρίου»(51).
Μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ δογματικὰ ζητήματα ἐκτὸς ἐπισήμου διατάξεως, τὸ ἐνδιαφέρον κατευθυνόταν κυρίως στὴν ἱεραποστολικὴ στρατηγικὴ καὶ συνεργασία. Ἡ ἀνάγκη γιὰ ἑνότητα στὸ ἱεραποστολικὸ πεδίο διέπνεε ὅλο τὸ συνέδριο. Οἱ ἱεραπόστολοι «ἦταν κυριολεκτικῶς ἰκετευτικοὶ μὲ τὴν ἔκκλησή τους, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπανακτήσει τὴν χαμένη ἀπὸ καιρὸ ἑνότητά της»(52). ὁ φόβος τῆς αὔξησης καὶ ἀνεξαρτητοποίησης τῶν προκεχωρημένων ἱεραποστολικῶν κοινοτήτων καὶ τῆς ἀπομάκρυνσής τους ἀπὸ τὶς δυτικὲς παραδόσεις καὶ τὸν δυτικὸ ἔλεγχο, ὁδήγησαν τὶς ἱεραποστολικὲς ὀργανώσεις σὲ συνεργασία καὶ ἑνότητα(53). Ὁ Lord Balfour, πρώην γραμματέας γιὰ τὴν Σκωτία στὸ Βρετανικὸ Ὑπουργικὸ Συμβούλιο , ἀναγνώρισε τὴν ἐπιρροὴ τῶν νέων ἐκκλησιῶν, ὅταν εἶπε ὅτι: «ἡ ἑνότητα ποὺ ξεκίνησε στὸ ἱεραποστολικὸ πεδίο θὰ ἐπεκτείνει τὴν ἐπίδρασή της καὶ θὰ ἐπηρεάσει ἐμᾶς τοὺς παλαιότερους πολιτισμοὺς»(54). Ὁ Ἐπισκοπελιανὸς Ἐπίσκοπος Brendt, ποὺ σύντομα θὰ διακρίνονταν ὡς ἡγέτης τοῦ κινήματος «Πίστη καὶ Τάξη», ἐξέφρασε τὴν ὀξύτητα τοῦ προβλήματος ὥς ἑξῆς: «Ἐμεῖς οἱ ἱεραπόστολοι περνοῦμε στιγμὲς βαριᾶς κατάθλιψης, ὅταν ἡ συνείδηση μᾶς λέγει, ὅτι εἶναι σχεδὸν παράλογο τὸ νὰ προσπαθοῦμε νὰ φέρουμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὰ μεγάλα ἔθνη τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ προτάξουμε ἕνα κοινὸ καὶ ἀδιαίρετο μέτωπο»(55).
Ἡ ἀπόγνωση τοῦ Ἐπισκόπου Brendt δὲν εἶναι ἀβάσιμη. Στὸν Προτεσταντισμὸ τοῦ 19ου αἰώνα, ὁ χωρισμὸς μεταξὺ ἐκκλησίας καὶ ἱεραποστολῆς ἦταν τόσο μεγάλος, σέ σημεῖο ποὺ ἡ «μοναδικὴ πραγματικότητα γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς στὸ ἱεραποστολικὸ πεδίο νὰ εἶναι ἡ ἱεραποστολή», καὶ νὰ μὴν ἔχουν κὰν τὴν συνείδηση ὅτι ἀνήκουν σὲ κάποια ἐκκλησία(56). Ὥστόσο στὸ Ἐδιμβοῦργο ἡ ἔννοια τῆς ἐκκλησίας ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της τουλάχιστον θεωρητικὰ: «Ἡ παγκόσμια ἱεραποστολὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔγινε ἐκκλησιοκεντρικὴ» καὶ ἡ προκεχωρημένη ἱεραποστολικὴ κοινότητα ὡς διοικητικὴ ὀντότητα ἔμελλε νὰ θεωρηθεῖ ξεπερασμένη(57). Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν παρα-εκκλησιαστικότητα στὴν δι-εκκλησιαστηκότητα εἶχε ξεκινήσει καὶ ἔτσι γεννήθηκε ἡ σύγχρονη Οἰκουμενικὴ Κίνηση.
Μέσα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ὤθηση γιὰ ἱεραποστολὴ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἡ διαίρεση, καὶ ἡ διαίρεση ἦταν ἕνα σκάνδαλο, πρὸς τὸ ὁποῖο οἱ νεοπαγεῖς ἱεραποστολικὲς ἐκκλησίες ἀντέδρασαν, ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ ἐθνικισμοῦ τῶν αὐτοχθόνων. Ἡ ἀντίδρασή τους αὐτὴ ἦταν ἡ σπίθα ποὺ ἄναψε τὸν Οἰκουμενισμὸ στὶς μητρικὲς ἑκκλησίες: ἕναν Οἰκουμενισμὸ ποὺ διακρίνονταν ἀπὸ δογματικὸ μινιμαλισμὸ καὶ «ἀδελφικὴ ἑνότητα»(unity in fellowship). Ἡ συνέλευση τοῦ Ἐδιμβούργου ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Μὸττ σηματοδότησε τὸ μεσουράνημα τῆς προσφορᾶς τῶν Εὐαγγελικῶν καὶ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν Εὐαγγελικὴ στὴν οἰκουμενικὴ ἐκκλησιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Μιὰ «ἑνωμένη καὶ ἀνανεωμένη ἐκκλησία» ἐξοπλισμένη γιὰ παγκόσμια ἱεραποστολὴ καὶ διακονία, κινούμενη πέρα ἀπὸ τὰ σύνορά της καὶ ἑνώνοντας ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη: Ἰδοὺ τὸ νέο ὅραμα ποὺ ὤθησε τοὺς Προτεστάντες νὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ ἀπίστευτο δράμα τοῦ Ἐδιμβούργου καὶ νὰ ξεκινήσουν τὴν σύγχρονη Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Ἦταν ἕνα ὅραμα μὲ «ἐσχατολογικὲς συνέπειες» καὶ Ὀρθὰ κάποιοι βλέπουν σ' αὐτὸ τὴν παράξενη ἀντιστροφὴ τῆς μέχρι τότε ὑπάρχουσας ἀντίληψης περὶ Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Στὸ Ἐδιμβοῦργο τὰ τείχη τοῦ δόγματος ἄρχισαν νὰ πέφτουν καὶ στὴ θέση τους νὰ οἰκοδομεῖται ἡ πεποίθηση ὅτι οἱ διαφορὲς θὰ ξεπερνιόταν, χωρὶς νὰ ἐγκαταλειφθοῦν(58). Λίγο μετὰ τὸ Ἐδιμβοῦργο ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ εἰσέρχονταν στὴ σκηνὴ καὶ θὰ ὑποχρεωνὸταν νὰ ἐργασθοῦν μέσα σὲ ἕνα τέτοιο θεωρητικὸ πλαίσιο, τὸ ὁποῖο δὲν χωροῦσε τὶς Ὀρθόδοξες ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις.
Ὁρόσημο Πέμπτο. Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 καὶ ἡ πρώιμη Ὀρθόδοξη Συμμετοχὴ
Ὅπως εἴδαμε, μέσα στὴν πρώτη δεκαετία τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ὁ John Mott καὶ οἱ συνεργάτες του ἐπιζητοῦσαν ἔντονα τὴν Ὀρθόδοξη συμμετοχὴ στὸ προτεσταντικὸ ἀνανεωτικὸ κίνημα γιὰ «ἀδελφικὴ ἑνότητα» (unity in fellowship). Καρπὸς τῆς ἐργασίας τους ἦταν καταρχὴν τὸ «κοσμοϊστορικὸ» Συνέδριο τῆς Παγκόσμιας Φοιτητικῆς Χριστιανικῆς Ὁμοσπονδίας (W.C.S.F.) στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1911, ὅπου ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανὸς βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὸν νωπὸ ἀκόμη ἐνθουσιασμὸ τοῦ συνεδρίου τοῦ Ἐδιμβούργου καὶ ἄνδρες σὰν τὸν John Mott,τὸν Σουηδὸ ἀρχιεπίσκοπο Nathan Söderblom καὶ ἄλλους σκαπανεῖς τῆς Οἰκουμενιστικῆς Κίνησης(59). ὁ σκληρὸς πυρήνας τοῦ Ἐδιμβούργου θὰ ἐπεκτείνετο κατόπιν γιὰ νὰ συμπεριλάβει ἕναν ἀριθμὸ τοποθεσιῶν, ἐπιλεγμένο εἰδικὰ γιὰ τὸ ἄνοιγμα τοῦ κινήματος πρὸς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὸ Νότο: ὁ Joseph H. Oldman συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ Παγκόσμιου ἱεραποστολικοῦ Συμβουλίου, ὁ ἐπίσκοπος Brendt ἡγήθηκε τοῦ κινήματος «Πίστη καὶ Τάξη», ὁ Nathan Söderblom ὑποστήριξε τὸ κίνημα «Ζωὴ καὶ Ἐργασία» καὶ οὔτω καθεξῆς. Ἐν μέσω αὐτῶν τῶν ἐξελίξεων, τὸ 1920 ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανὸς καὶ ἄλλοι συνέταξαν τὸ κείμενο τῆς ἱστορικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Πρὸς τὰς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ».
Θὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας μόνο σὲ μιὰ ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ πτυχὴ τῆς Ἐγκυκλίου. Ἡ Ἐγκύκλιος ἔκανε ἔκκληση γιὰ μιὰ νέα θεώρηση τῶν ὁμολογιῶν, «ὥστε αὐτὲς νὰ μὴ θεωροῦνται πλέον μεταξύ τους ξένες καὶ ἄγνωστες, ἀλλὰ συγγενεῖς καὶ σύνοικοι τοῦ Χριστοῦ καὶ «συγκληρονόμοι καὶ σύσσωμοι καὶ συμμέτοχοι τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»(Εφ.3,6)(61).
Σχολιάζοντας αὐτὴν τὴν ἰδέα ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανὸς γράφει τὰ ἑξῆς: «Στὸ συγκεκριμένο σημεῖο ἡ εὐρύτητα τῆς ἀντίληψης τῆς ἐγκυκλίου γίνεται προφανὴς ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὴ ἐπεκτείνει τὴν ἀντίληψη γιὰ τὶς σχέσεις μεταξὺ πολλῶν διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν»(62).
Ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἐρμηνείας τῆς ἐγκυκλίου ἀπὸ τὸν κύριο συντάκτη της καὶ τὸν ἀρχιτέκτονα τῆς συμμετοχῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση δὲν πρέπει νὰ ὑποτιμηθεῖ. Ἐδῶ βρίσκεται ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς τοῦ Πατριαρχείου καὶ τὸ σημεῖο κλειδὶ γιὰ τὴν συμπόρευση μὲ τὴν προϊούσα «οἰκουμενικὴ ἐκκλησιολογία» τῶν Προτεσταντῶν.
Ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός, μὲ τὴν διεύρυνση τῆς ἔνοιας τῆς Ἐκκλησίας ὥστε νὰ συμπεριλάβει σώματα ἐκτὸς ἐκκλησιαστικῆς, μυστηριακῆς ἢ δογματικῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συμπλέει ἁρμονικὰ τόσο μὲ τὴν προγενέστερη «Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία κάνει λόγο γιὰ «ἀδελφικὴ ἑνότητα μιᾶς ἀόρατης ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στὴν ὁποία ἀνήκουν ὅλοι οἱ "ζωντανοὶ" Χριστιανοί», ὅσο καὶ μὲ τὴν ἀκόλουθη «οἰκουμενικὴ ἐκκλησιολογία», ποὺ παρομοίως ἀποδέχεται τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀόρατου «μυστικοῦ» Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ ἀναζητᾶ τὴν ὁρατὴ ἑνότητα ἐν Χριστῷ.(63)
Ἡ ριζοσπαστικὴ νέα ἐρμηνεία τοῦ Μητροπολίτη Γερμανοῦ καὶ ἡ διεύρυνση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σχετικὰ μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν περιορισμένη μόνο σ' αὐτόν, ἀλλὰ διεπότισε ὁλόκληρη τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς οἰκουμενιστικῆς συνοδοιπορίας(64). Μ' αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστὲς ὁδηγήθηκαν ἐνσυνειδήτως ἢ ἀσυνειδήτως, στὴν ἀποδοχὴ προτεσταντικῶν ἐκκλησιολογικῶν θέσεων καὶ νοοτροπιῶν.
Πράγματι ἤδη ἀπὸ τὸ 1920, ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας συγκέντρωση στὴν ὁποία συμμετεῖχαν Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι, ἐκεῖνοι ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ πρότειναν τὴν συνεργασία γιὰ τὴν ἱεραποστολή. Ἐκ μέρους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ καθηγητὴς Ἀμίλκας Ἀλιβιζᾶτος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα παρουσίασε ἕνα πρόγραμμα γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς Ὁμοσπονδίας Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖο περιλάμβανε ὡς πρῶτο στόχο του «τὴν παύση τοῦ προσηλυτισμοῦ μεταξὺ τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν προώθηση τῆς ἀμοιβαίας κατανόησης γιὰ τὶς Χριστιανικὲς ἱεραποστολὲς στοὺς μὴ Χριστιανικοὺς λαούς»(65).
Ἔτσι κιόλας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Ὀρθόδοξης συμμετοχῆς, οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστὲς ἀκολούθησαν κατὰ πόδας τοὺς Προτεστάντες προδρόμους τους, συνδέοντας τὸν Οἰκουμενισμὸ μὲ τὴν ἱεραποστολὴ καὶ υἱοθετώντας τὴν ἀκρογωνιαία μέθοδο τοῦ προτεσταντικοῦ Οἰκουμενισμοῦ: σύμφωνα ἀποφυγῆς ἀμοιβαίου προσηλυτισμοῦ καὶ ἀλληλοϋποστήριξη στὴν ἱεραποστολή. Αὐτὸ ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα φαίνεται ἀπίστευτο στοὺς περισσότερους Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς - συνεργασία στην ἱεραποστολὴ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους - δὲν ἀποτέλεσε ποτὲ πρόβλημα γιὰ τοὺς Ὀρθόδοξους οἰκουμενιστές. Στὴν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ συνεργασία ἦταν ἀρχικὰ γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο ἕνα ἀπὸ τὰ κίνητρα τῆς συμμετοχῆς.
Ἑπτὰ χρόνια ἀργότερα, τὸ 1927, στὸ συνέδριο τοῦ «Πίστις καὶ Τάξις» στὴν Λωζάνη, ἡ διακήρυξη τῶν Ὀρθοδόξων περιελάμβανε ἀπόψεις ἀρκετὰ ὅμοιες μὲ αὐτὲς ποὺ εἶχαν ἐκφρασθεῖ ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι διακήρυξαν «ὅτι, ἂν καὶ εἴμαστε διηρημένοι λόγω τῶν δογματικῶν διαφορῶν, ἐν τοῦτοις εἴμαστε ἕν μὲ τοὺς ἐδῶ ἀδελφούς μας, ἐν τῇ πίστει τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»(66). Παρομοίως δέκα χρόνια ἀργότερα στὸ Ἐδιμβοῦργο, ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανὸς διάβασε πάλι μία δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία ἀφοῦ σημείωνε κάποιες Ὀρθόδοξες ἀπόψεις, συμπεριελάμβανε μία σαφῶς προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση: «Ἀδελφοί!... Μαζὶ μὲ σᾶς θρηνοῦμε γιὰ τὸν διαμερισμὸ τοῦ ἀρράφου χιτῶνος τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμοῦμε ὅσο ἐσεῖς τὴν ἐπανένωση τῶν μελῶν τοῦ ἕνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ»(67).
Ἐπιπρόσθετα σὲ αὐτὴν τὴν ξεχωριστὴ δήλωση οἱ Ὀρθόδοξοι προσχώρησαν στὴν υἱοθέτηση τοῦ κειμένου: «Ζήτημα τῆς βεβαίωσης τῆς ἕνωσης ἐν πίστει στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό μας ἐν ὅψει τῆς παγκόσμιας κατάστασης». Διαβάζουμε ἀποσπασματικά: «Εἴμαστε ἕνα ἐν πίστει στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μας, τὸν ἐνσαρκωμένο λόγο τοῦ Θεοῦ... Αὐτὴ ἡ ἑνότητα δὲν συνιστᾶται στὴν νοητικὴ συμφωνία ἢ συναίνεση τῶν βουλήσεων. Θεμελιώνεται στὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔζησε, πέθανε καὶ ἡγέρθη πάλι γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν Πατέρα, καὶ ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία Του... ἡ ἑνότητά μας εἶναι ἑνότητα καρδιᾶς καὶ πνεύματος. Εἴμαστε διχασμένοι στοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας, διότι ἀντιλαμβανόμαστε διαφορετικὰ τὸ θέλημά του γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του... Γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία μας ἐξασθενεῖ ἀπὸ τὶς διαιρέσεις μας. Ὡστόσο εἴμαστε ἕνα ἐν Χριστῷ καὶ στὴν συναδελφότητα (fellowship) τοῦ Ἀγίου Πνεύματος»(68).
Μὲ τὴν διατύπωση τέτοιων δηλώσεων οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι ἀνεγνώρισαν κατ' οὐσίαν τὴν de facto περιεκτικὴ «οἰκουμενικὴ ἐκκλησιολογία», ποὺ ἦταν ἔμφυτη στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Ὀρθόδοξης συμμετοχῆς τὸ 1920, ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός, μὲ τὴν «διευρυμένη» ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ἔθεσε την Ὀρθοδοξία σὲ πλήρη ἁρμονία μὲ τὸν ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τῆς κίνησης καὶ ὡς ἐκ τούτου τὴν ἀναγνώρισε, κατὰ κάποιον τρόπο, ὡς ἕνα «ὀντολογικὰ νέο φαινόμενο στὴ χριστιανικὴ ἱστορία, ποὺ μᾶς καλεῖ σὲ μιὰ βαθειὰ ἐπανεξέταση καὶ ἐπανεκτίμηση τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας ποὺ διαμορφώθηκε κατὰ τὴν "μὴ οἰκουμενικὴ" ἐποχή»(69).
Ἡ ἐγκύκλιος τοῦ 1920 χαιρετίστηκε ὡς ἕνα προφητικὸ καὶ ρηξικέλευθο γεγονός, τὸ ὁποῖο ὄχι μόνο εἰσήγαγε τοὺς Ὀρθοδόξους στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ἀλλὰ ἦταν σὲ μεγάλο βαθμὸ ὑπεύθυνο γιὰ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν Κίνηση. Ὅμως αὐτός ὁ τελευταῖος ἰσχυρισμὸς δὲν ἔχει ἀποδειχθεῖ ἰκανοποιητικὰ μὲ βάση τὰ προγενέστερα γεγονότα. Ἀντιθέτως ἡ ἐγκύκλιος φαίνεται ἱστορικὰ νὰ εἶναι μία ἀντίδραση καὶ συγχρόνως μιὰ ἀναχώρηση: ἀντίδραση στὰ πολιτικὰ καὶ παγκόσμια γεγονότα(70) καὶ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν μέχρι τότε προσεκτικὴ θεώρηση, ποὺ βασιζόταν στὴν ἐμπειρία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ στοὺς ἀρχαίους Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας(71). Μάλιστα ἡ ἐγκύκλιος ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀναχώρηση: ἀποτελοῦσε μιὰ «σημαντικὴ ἀλλαγὴ φρονήματος»(72). Μὲ τὴν ἐγκύκλιο τὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἄλλαξε ἁπλῶς τὴν στάση του ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν, ἀλλὰ ἄλλαξε καὶ τὴν ἀντίληψή του γιὰ τὴν ἴδια τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἐπίλογος
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ὅσο ἀφορᾶ στὴν θεολογικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος, δὲν ἔχουν ἀλλάξει πολλὰ στὸν χῶρο τῆς ἐπίσημης, συνοδικῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Καμιὰ ἐπισήμανση προγενέστερων σφαλμάτων, καμιὰ ἐπίσημη διορθωτικὴ συνοδικὴ ἀπόφαση δὲν ἔχει παρθεῖ - πέρα ἀπὸ κάποιες ποὺ θεωροῦνται σχισματικὲς καὶ περιθωριακὲς.
Ἐπικρατεῖ μάλλον σύγχυση καὶ διγλωσσία καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστὲς θὰ ἤθελαν νὰ βλέπουμε σήμερα τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν ὡς ἕνα ἀνθρωπιστικὸ καὶ εἰρηνιστικὸ βῆμα διαλόγου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ ἀπουσιάζουμε «γιὰ νὰ μὴν ἀπομονωθοῦμε». Ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τὸ ΠΣΕ δὲν ἔχει πάψει ποτὲ μέχρι σήμερα νὰ διαπνέεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγελιστικὸ προτεσταντικὸ ὅραμα μιᾶς ἑνοποιημένης παγκόσμιας ἱεραποστολῆς, ἀδιαφόρως δογματικῶν ἰδιαιτεροτήτων καὶ εὐαισθησιῶν: Κάτι ποὺ εἶναι ἴσως κατανοητὸ γιὰ τοὺς Προτεστάντες, μὲ τὶς μικρὲς συνήθως δογματικὲς διιαφορὲς μεταξὺ τους, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους(73).
Ἐκεῖνο δὲ ποὺ καθιστᾶ αὐτὸ τὸ ὅραμα ἀκόμα πιὸ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι σήμερα τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν διαφημίζει τὸ μειονέκτημά του σὰν πλεονέκτημα καὶ ἀρχίζει νὰ τιμᾶ καὶ νὰ «ἑορτάζει» τὴν «διαφορετικότητα» τῶν μελῶν του, ἀντὶ νὰ θλίβεται γι' αὐτὴν καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ τὴν ξεπεράσει.
Αὐτὰ σέ συνδυασμὸ μὲ τὴν προϊοὺσα ἀπομάκρυνση πολλῶν μελῶν τοῦ ΠΣΕ ἀπὸ τὴν γνήσια Εὐαγγελικὴ πίστη καὶ ἡθική, ὅσο καὶ μὲ τὴν ὅλο καὶ πιὸ ὁρατὴ προσέγγιση καὶ συμφιλίωση του μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ρίχνουν πάνω στὸ παγκοσμιοποιημένο ἱεραποστολικὸ ὅραμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀνταύγειες ἑνὸς ἐφιάλτη τῆς Ἀποκαλύψεως, μιᾶς παγκόσμιας ἱεραποστολῆς χωρὶς Χριστό, ἕτοιμης νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ κηρύξει τὸν Ἀντίχριστο.
Ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο αὐτὸ τῆς οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας καὶ ἱεραποστολῆς, ἡ ὁποία περισσότερο δίχασε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρὰ τὴν ἕνωσε, μοναδικὴ διέξοδο ἀποτελεῖ ἡ Ὀρθόδοξη ἱεραποστολή.
Ἂν ἡ Προτεσταντικὴ ἱεραποστολὴ μᾶς ὁδήγησε στὸν Οἰκουμενισμό, Ὀρθόδοξη ἱεραποστολὴ θὰ μᾶς βγάλει ἀπ' αὐτόν: ἡ δοκιμασμένη, Ἀποστολικὴ καὶ Ἁγιοπατερικὴ ἱεραποστολή, αὐτὴ ποὺ εἶναι ἀληθινή, ἀσυμβίβαστη, ἀσκητικὴ καὶ αὐτοθυσιαστική, καὶ ἔχει στόχους οὐράνιους καὶ ὄχι ἐφήμερους. Κατὰ τὴν Παράδοση καὶ τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου, Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀλάσκας Ἰννοκεντίου, ἀλλὰ καὶ τῶν πιὸ πρόσφατων καὶ ἀείμνηστων, Κοσμᾶ Γρηγοριάτη καὶ Μαγαδασκάρης κυροῦ Νεκταρίου.
Σὲ τέτοιου εἴδους Ὀρθόδοξη μαρτυρία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προβάλει ἀντίρρηση. Μιὰ τέτοια Ὀρθόδοξη ἱεραποστολὴ μπορεῖ νὰ ἑνώσει ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους στὴν πραγμάτωση ἑνὸς γνήσιου καθολικοῦ καὶ ἀποστολικοῦ ὁράματος, ὅπου ὅλοι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, θὰ εἴμαστε «ἕτοιμοι ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου»(Α' Πετρ. Γ' 15).
Ἔτσι μὲ τέτοιου εἴδους πνευματικὴ καὶ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ ἱεραποστολὴ θὰ μποροῦμε νὰ καλοῦμε ὅλους - ἀλλόθρησκους, ἀλλόπιστους καὶ ἀλλόδοξους- στὴν μοναδικὴ κιβωτὸ σωτηρίας, τὴν Μία, Ἁγία, Ὀρθόδοξη, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο , τὸ ἴδιο τὸ ἀληθινὸ Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εὐχαριστῶ.
Σημειώσεις
1. SAAYMAN WILLEM A., 1984, Ἑνότητα καὶ ἱεραποστολή, Πρετόρια: Πανεπιστήμιο τῆς Νότιας Ἀφρικῆς (ἡ ἔμφαση τοῦ γράφοντος). εἶναι γενικὰ ἀποδεκτὸ ὅτι ἡ σύγχρονη Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει τὶς ἄμεσες καταβολές της στὴν ἱεραποστολικὴ κίνηση τῶν Προτεσταντῶν τοῦ 19ου αἰώνα. «Ἡ σύχρονη ἀναζήτηση γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας ξεκίνησε στὸ πλαίσιο τῆς ἱεραποστολικῆς προσπάθειας. Οἱ ἱεραπόστολοι ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἀναζήτησαν τρόπους καὶ μεθόδους μαρτυρίας στῆν ἑνότητα, ἀναγνωρίζοντας ὅτι τὸ σκάνδαλο τῶν Χριστιανικῶν διαιρέσεων καὶ τῶν ὁμολογιακῶν ἀνταγωνισμῶν ἐμπόδιζαν σημαντικὰ τὴν ἀπήχηση τοῦ μηνύματός τους», ἱεραποστολὴ καὶ Εὐαγγελισμὸς στὴν Ἑνότητα Σήμερα, Προκαταρτικὸ ἔγγραφο Νο 1 γιὰ τὸ WCME στὴν Ἀθήνα, Μάιος 2005 (στὰ Ἀγγλικά). Βλ. ἐπίσης κεφάλαια 7 & 8 στὴν Ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Κινήματος, 1517 - 1968, ἐπιμέλεια ὑπὸ Routh Rouse καὶ Stephen C Neil, WCC, Γενεύη, τέταρτη ἔκδοση, 1993 (στὰ Ἀγγλικά). Ὁ π. Γεώργιος Τσέτης στὸ ἄρθρο του: Οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση (στὰ Ἀγγλικὰ) φαίνεται νὰ ἔχει διαφορετικὴ ἄποψη ὅταν δηλώνει: «Ὁ Οἰκουμενισμὸς τόσο ὡς θεολογικὴ πρόκληση ὅσο καὶ ὡς ἔκφραση τῆς Ὀρθόδοξης θέλησης γιὰ Χριστιανικὴ ἑνότητα βιώθηκε στὴν Ἐκκλησία μας κατὰ τὸν 1ο, 5ο, 11ο καὶ 16ο αἰώνα. Ἐπανεμφανίζεται στὸ ξεκίνημα τοῦ 20ου αἰώνα ὅταν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πῆρε τὴν προαναφερθείσα πρωτοβουλία (στὴν ἐγκύκλιο τοῦ 1920), προκειμένου νὰ καλλιεργήσει τὴν συνεργασία καὶ νὰ προωθήσει τὴν ἑνότητα»( ἡ ἔμφαση τοῦ γράφοντος).
2. Στὸ κείμενο αὐτὸ οἱ «comity agreements» ἀναφέρονται στὴν ἀποφυγὴ προσηλυτισμοῦ τῶν μελῶν ἄλλων θρησκευτικῶν ὁμολογιῶν.
3. Βλ. GOHEEN MICHAEL W., As the Father has sent me, I am sending you (Ὡς ὁ Πατὴρ ἀπέστειλε ἐμένα, ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ). J.E.LESSLIE NEWBIGIN ‘S, Missionary ecclesiology (J.E.LESSLIE NEWBIGIN ‘S, Ἱεραποστολικὴ Ἐκκλησιολογία) (Zoetermeer: boekencentrum,2000),
Κεφ.2: Ἀπὸ τὴν Χριστιανοσύνη σὲ μιὰ ἱεραποστολικὴ Ἐκκλησιολογία. http://www.library.uu.nl/digiarchief/dip/diss/1947080/inhoud.htm
4. Ἀλλά, ἐπίσης, ὅπως θὰ παρουσιάσουμε παρακάτω, οὔτε αὐτοὶ οἱ Ὀρθόδοξοι ποὺ συμμετεῖχαν ἀρχικὰ στὴν κίνηση ἀπαίτησαν ἢ προώθησαν τέτοιες ἀρχὲς ὡς προϋπόθεση στὴν συμμετοχή.
5. NICHOLS JAMES HASTINGS (Καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Πανεπιστήμιο τοῦ Σικάγο), ἡ Ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ 1650-1950, ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς Δύσης (The Ronald Press Company, 1956), sel. 135 (στὰ Ἀγγλικά).
6. Ἡ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, 1517-1968, κεφ. 7: Οἱ Ἐθελοντικὲς Κινήσεις στὸ Μεταβαλλόμενο Οἰκουμενικὸ Κλίμα, ἐπιμέλεια ὑπὸ Routh Rouse καὶ Stephen C Neil, WCC, Γενεύη, τέταρτη ἔκδοση, 1993, σελ. 309 (στὰ Ἀγγλικά).
7. NICHOLS JAMES HASTINGS, σελ. 135
8. Ἡ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 309
9. PHILIP T. V., ἀπὸ τὸ Ἐδιμβοῦργο στὸ Σαλβαδόρ, ἡ Οἰκουμενικὴ ἱεραποστολογία στὸν 20ο αἰώνα: Μιὰ ἱστορικὴ Μελέτη τῶν Οἰκουμενικῶν Συζητήσεων ἐπὶ τῆς ἱεραποστολῆς (Δελχί, Τιρουβάλα, Ἰνδία: ISPCK Christian Sahitya Samithy, 1999), σελ. 7 (στὰ Ἀγγλικά).
http://www.religion-online.org/showchapte.asp?title=1573&C=1517.
10. THOMAS NORMAN E.,(ἐπιμέλεια), Κλασσικὰ Κείμενα τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τοῦ Παγκόσμιου Χριστιανισμοῦ (Maryknoll,Νέα Ὑόρκη:Orbis Books, 1995) σελ.61, τὸ ὁποῖο παραθέτει ἀποσπάσματα ἀπὸ SAMUEL WORSCESTER, «Ἔκθεση τοῦ 1816», στὶς Πρῶτες Δέκα Ἐτήσιες Ἐκθέσεις τῆς Ἀμερικάνικης Ἐπιτροπῆς τῶν Συνιεραποστόλων γιὰ τὰ ξένα κράτη μὲ ἄλλα ἔγγραφα τῆς Ἐπιτροπῆς (Βοστώνη:ABCFM,1834), σελ. 135-6 (στὰ Ἀγγλικά).
11. THOMAS NORMAN E.,(ἐπιμέλεια), Κλασσικὰ κείμενα τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τοῦ Παγκόσμιου Χριστιανισμοῦ, σελ. 67, ὅπου παρατίθενται ἀποσπάσματα ἀπό : David Livingston, D. Livingstone ‘ s Cambridge Lectures, ed. William Monk (London, Deighton, Bell & Co., 1860), σελ. 165 (στὰ Ἀγγλικά).
12. Ἡ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, 1517-1968, Κεφάλαιο 8: Οἰκουμενικὴ Ὤθηση τῆς ἱεραποστολικῆς Κίνησης καὶ Διεθνὲς ἱεραποστολικὸ Συμβούλιο, ἐπιμέλεια ὑπὸ Routh Rouse καὶ Stephen C Neil, WCC, Γενεύη, τέταρτη ἔκδοση, 1993, σελ. 309 (στὰ Ἀγγλικά).
13. THOMAS NORMAN E.,(ἐπιμέλεια), Κλασσικὰ κείμενα τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τοῦ Παγκόσμιου Χριστιανισμοῦ, σελ. 68, ὅπου παρατίθενται ἀποσπάσματα ἀπό : RUFUS ANDERSON, Ξένες ἱεραποστολὲς (Νὲα Ὑόρκη: Charles Scribner 1870), σελ. 1, 109-110, 115, 117, 119 (στὰ Ἀγγλικά).
14. NEWBIGIN LESSLIE, «Ἱεραποστολὴ σὲ ἕξι ἡπείρους», στὴν Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 174.
15. Ὁ J. H. Nichols γράφει χαρακτηριστικά : «Ὁ William Carey, ἴσως ὁ κύριος σκαπανέας τῶν Εὐαγγελικῶν ἱεραποστολῶν, ἄντλησε μέρος τῆς ἔμπνευσής του ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἔργου ποὺ ἔγινε μεταξὺ τῶν Ἰνδιάνων στὴν Ἀποικιακὴ Ἀμερικὴ τοῦ John Eliot καὶ David Brainerd. Αὐτὴ ἡ ἀνάγνωση καὶ ἡ ἀνάγνωση τῶν Ταξιδιῶν τοῦ Κάπταιν Κοὺκ συνδυασμένα ἐνέπνευσαν τὸ ὄνειρὸ του γιὰ ἱεραποστολὴ σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα». NICHOLS, σελ. 308
16. THOMAS NORMAN E. (ἐκδότης), Κλασσικὰ κείμενα τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τοῦ Παγκόσμιου Χριστιανισμοῦ, σελ. 74
17. Ὅ.π., σελ. 74, ὅπου παρατίθενται ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν John Mott, Εὐαγγελισμὸς τοῦ κόσμου σὲ αὐτὴ τὴν γενεὰ (Νέα Ὑόρκη, Φοιτητικὴ Ἐθελοντικὴ Κίνηση γιὰ τὴν Ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, 1900).
18. Ὅ.π. σελ. 75.
19. Ο.π. σελ.76
20. Ἡ παγκοσμιοποίηση, ποὺ «ἰσοπεδώνει τὰ πάντα καὶ ἀποσυνθέτει τὴν κοινωνικὴ ζωή», ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, Χριστιανικὴ ἠθικὴ ΙΙ, ἐκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 124. Πράγματι, εἶναι τραγικὰ εἰρωνικό, ἀλλὰ καὶ συνάμα πολὺ ἐνδεικτικό, ὅτι ὁ Προτεσταντισμός, ὅταν ἑνώνει τὸν μὴ-Χριστιανικὸ κόσμο μέσα του, τὸν ὁδηγεῖ στὴ διαίρεση.
21. NICHOLS, βλ. ὅ.π., σελ. 432, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει χαρακτηριστικά : «Ἕνα σημαντικὸ τμῆμα τῶν Προτεσταντῶν ἱεραποστόλων στὴν Κίνα σκόπευαν συνειδητὰ νὰ διαμορφώσουν ὅλη τὴν κινέζικη ζωὴ καὶ ἐπηρέασαν ἀξιόλογα πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση».
22. PHILIP T. V., σελ. 7
23. Ἡ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 324.
24. Ὅ.π., σελ. 319-320. Γιὰ νὰ ὀνοματίσουμε μερικὰ ἀπὸ τὰ «μεγάλης ἐπίδρασης ἀποτελέσματα» τῆς Εὐαγγελικῆς συμμαχίας ἀναφέρουμε: «τὴν «ἑβδομάδα τῆς χριστιανικῆς προσευχῆς», τὸ σχέδιο γιὰ τὸ Α' Διεθνὲς ἱεραποστολικὸ Συνέδριο καὶ τὶς μελέτες γιὰ τὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ποὺ θὰ ἀποτελοῦσαν τὰ πρωτότυπα γιὰ τὶς μελέτες ποὺ ἀργότερα θὰ ἐμφανίζονταν στὸ περιοδικὸ Διεθνεῖς Ἐκθέσεις τῶν Ἱεραποστόλων.
25. Αὐτὲς οἱ ἴδιες ἐκφράσεις ἔγιναν ἀργότερα τὸ σλόγκαν τοῦ Π.Σ.Ε.
26. Ὅ.π., σελ. 234
27. Ὅ.π.
28. PHILIP T. V., σελ. 8
29. Ὅ.π., σελ. 2,4
30. Ἡ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 309
31. PHILIP T. V., σελ. 8
32. Ὅ.π.
33. Στὴν πραγματικότητα ἡ Χ.Ε.Ν. ἱδρύθηκε τὸ 1840 καὶ τὸ Φοιτητικὸ Χριστιανικὸ Κίνημα τὸ 1895. Ἡ ἱεραποστολικὴ πτέρυγα τοῦ Φ.Χ.Κ. ἦταν ἡ Φοιτητικὴ Ἐθελοντικὴ Κίνηση γιὰ τὶς Ἐξωτερικὲς ἱεραποστολές.
34. Ἡ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 327, Πράγματι, ἡ Χ.Ε.Ν. ἦταν οἰκουμενικὴ ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της. Ὅταν ὁ νεαρὸς George Williams συζητοῦσε τὴν ἵδρυση τῆς ὀργάνωσης μὲ τρεῖς ἄλλους νέους, ἀναφώνησε: «Ἐδῶ βρισκόμαστε ἕνας Ἐπισκοπελιανός, ἕνας Μεθοδιστής, ἕνας Βαπτιστὴς καὶ ἕνας Congregationalist-ής, τέσσερις πιστοὶ ἀλλὰ μία πίστη στὸν Χριστό. Ἐμπρὸς μαζί! Ibid
35. Ἀρχηγοὶ ποὺ ξεκίνησαν τὴν οἰκουμενική τους καριέρα ὡς μέλη ἢ ὑπάλληλοι σὲ κάποια Φ.Χ.Κ ἢ «κερδήθηκαν» ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ ἀπὸ κάποιες ἐπαφὲς μὲ τὸ κίνημα ἦταν : John Mott, Robert Wilder, Nathan Söderblom, W.A. Visser' t Hooft, J.H. Oldham, Tissington Tatlow, Zöe Fairfield, William Temple, William Paton, Marc Boegner, Suzanne de Dietrich, Friedrich Wilhem Siegmund-Schultze, Hanns Lilje, V.S. Azariah, David Yui, T.Z.Koo, Michi Kawai, Germanos Strynopoulos of Thyateira (metropolitan Exarch), Stefan Zankov.
36. Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 341.
37. Ἡ Routh Rouse τὸ θέτει ὡς ἑξῆς: «Καλλιεργοῦμε σταθερὰ σχέσεις ὄχι μόνο μὲ ὅλες τὶς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ μὲ τὶς ἀρχαῖες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, κατέβαλλε ἐπιτυχημένες προσπάθειες νὰ τὶς προσελκύσει στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση. Ἕνα ἀξιοσημείωτο γεγονὸς σ' αὐτὴν τὴν φάση τῶν δραστηριοτήτων του ἦταν ὅταν τὸ 1913 αὐτός, ἕνας Ἀμερικανὸς Μεθοδιστὴς λαϊκός, προήδρευσε στὸ πρῶτο συνέδριο γιὰ ἐπανένωση μεταξὺ τῶν διαφορετικῶν κλάδων τῆς Συριακῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἰνδία». Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 344.
38. Ὅ.π. σελ. 342
39. Ἕνα ρωσικὸ Φοιτητικὸ Χριστιανικὸ Κίνημα ἱδρύθηκε τὸ 1903 ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Λουθηρανοῦ Baron Nicolay, ποὺ περιλάμβανε στὶς τάξεις του Ὀρθοδόξους καὶ μὴ Ὀρθοδόξους. Βλ. σχόλια τοῦ νεομάρτυρα Ἰλαρίωνα (Τρόιτσκι) παρακάτω.
40. Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 651.
41. Ὅ.π., σελ. 342
42. Ὅ.π. σελ. 342,343
43. Ὅ.π. σελ. 344
44. TROITSKY, NEW HIEROMARTYR HILARION, Χριστιανοσύνη ἢ ἡ Ἐκκλησία; (Jordanville, NY: Holy Trinity Monastery) (στὰ Ἀγγλικά).
45. THOMAS NORMAN E., (ἐπιμέλεια), Κλασσικὰ κείμενα τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τοῦ Παγκόσμιου Χριστιανισμοῦ, σελ. 223
46. Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 355.
47. THOMAS NORMAN E., (ἐπιμέλεια), Κλασσικὰ κείμενα τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τοῦ Παγκόσμιου Χριστιανισμοῦ, σελ. 223
48. Ὅ.π.
49. Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 324.
50. Ὅ.π., σελ. 356.
51. Ὅ.π., σελ. 360, Ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας στὸ Ἐδιμβοῦργο καὶ ἀνταποκριτὴς γιὰ τὸ περιοδικὸ Χριστιανικὸς αἰώνας μᾶς μεταδίδει κάτι ἀπὸ τὴν «ἐπιμόλυνση τοῦ πνεύματος» ποὺ ἔνιωσαν οἱ παρευρισκόμενοι ὡς ἑξῆς: «Καθὼς κάποιος διαβάζει τὶς ἐκθέσεις φαίνεται σὰν νὰ διερευνᾶ στὸ μεγάλο ἐργαστήριο τῆς ἱστορίας. Εἶδε τὶς δυνάμεις ποὺ σχημάτιζαν τὰ ἔθνη, ποὺ σχημάτιζαν τὶς θρησκεῖες, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν μάτια νὰ δοῦν εἶδαν τὴν δημιουργία κάτι πολὺ πελώριου, κάτι πολὺ ἀξιοσέβαστου καὶ πλήρους ἐπαγγελίας». MORRISON CHARLES CLAYTON, «Τὸ Παγκόσμιο ἱεραποστολικὸ Συνέδριο», ὁ Χριστιανικὸς αἰώνας, Ἰούλιος 7, 1910. (στὰ Ἀγγλικά)
52.
53. MORRISON CHARLES CLAYTON, «Τὸ Παγκόσμιο ἱεραποστολικὸ Συνέδριο», ὁ Χριστιανικὸς αἰώνας, Ἰούλιος 7, 1910. (στὰ Ἀγγλικά)(Article prepared for religion online by Ted and Winnie Brock, Copyright by The Christian Century Foundation).
54. PHILIP T. V.,σελ. 13
55. MORRISON CHARLES CLAYTON, «Τὸ Παγκόσμιο ἱεραποστολικὸ Συνέδριο»
56. PHILIP T. V.,σελ. 15
57. PHILIP T. V.,σελ. 24. Αὐτὲς ἦταν οἱ παρατηρήσεις τοῦ Henry T. Silcock συνοψίζοντας τὶς συζητήσεις τοῦ συνεδρίου.
58. Ἡ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 360. «Στὸ Ἐδιμβοῦργο οἱ Χριστιανοὶ διαφορετικῶν πίστεων (allegiances) ἀνακάλυψαν ὅτι μποροῦν νὰ συζητοῦν ἀπεριόριστα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα κοινῆς λατρείας, ὅτι σὲ μιὰ συναδελφικότητα ποὺ μεγαλώνει μεταξύ τους καὶ ἐμβαθύνει μὲ τὴν προσευχὴ μποροῦν ξεκάθαρα νὰ τεθοῦν οἱ ἐνσυνειδήτως κρατοῦσες διαφορὲς καὶ νὰ ξεπερασθοῦν χωρὶς νὰ ἐγκαταλειφθοῦν καὶ ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μεταξὺ τῶν πιστῶν μπορεῖ νὰ γίνει αἰσθητή».
59. VISSER' T HOOFT W. A., Ἡ Γένεσις καὶ ἡ Ἀνάπτυξη τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ: Γενεύη 1982), σελ. 2 (στὰ Ἀγγλικά).
60. Ὅ.π., σελ. 2. ὁ VISSER' T HOOFT γράφει ὅτι ὁ Γερμανὸς Στρηνόπουλος «θεωρεῖται γενικὰ ὅτι ἔχει γράψει τὸ περισσότερο κείμενο». Ὁμοίως καὶ ὅτι «Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1919, ὅταν μιὰ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἀγγλικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς (ἢ Ἐπισκοπελιανῆς Ἐκκλησίας) ἐπισκέφθηκε τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ἐνημερώσει τὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ Παγκοσμίου Συνεδρίου γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Τάξη, ὁ Μητροπολίτης Καισαρείας ἦταν σὲ θέση νὰ ἀναφέρει ἐκ μέρους τῆς Συνόδου ὅτι ἡ εἰδικὴ ἐπιτροπὴ ποὺ συστάθηκε γιὰ τὴν μελέτη τοῦ ἐρωτήματος τῆς ὁμοσπονδίας διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῆς πιθανοῦς μεταξύ των δημιουργίας ἐγκάρδιων σχέσεων, ἔχει ἤδη καταλήξει στὰ συμπεράσματά της. ὁ VISSER' T HOOFT θεωρεῖ αὐτὸ ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀνεξάρτητης ἔμπνευσης τοῦ Πατριαρχείου νὰ ἀναδυθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπομόνωση καὶ νὰ θέσει τέρμα στὴν «κλοπὴ τῶν ἀρνίων» ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες μισσιονάριους. Ἐπιπλέον, αὐτή ἡ ἐκτίμηση τῶν γεγονότων ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐπακόλουθη ἀνάπτυξη τῆς Πατριαρχικῆς οἰκουμενικῆς προσέγγισης ἐν μέσω τῆς αὐξανόμενης πολιτικῆς ταραχῆς καὶ ἀστάθειας.
61. Ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1920) «Πρὸς τὰς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», σελ. 2
62. VISSER' T HOOFT W. A., ὅ.π. σελ. 3.
63. Πράγματι ἡ παρέμβαση τοῦ Μητροπολίτη Γερμανοῦ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς γέφυρα ποὺ ἕνωνε τὴν ἀτομιστικὴ θεωρία τῶν Εὐαγγελιστῶν, ἡ ὁποία ἑστιάζονταν στὴν συναδελφικότητα τῶν ἀτόμων μιὰς ἀόρατης ἐκκλησίας, μὲ τὴν συλλογικὴ ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἑστιάζονταν στὴν «ἀδελφοσύνη τῶν ἐκκλησιῶν» καὶ τὴν «φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἑνότητά της». Αὐτὴ ἡ τελευταία φράση εἶναι ἀπὸ τὴν δήλωση «Ἡ Ἐκκλησία, οἱ ἐκκλησίες καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν»: ἡ Ἐκκλησιολογικὴ σημασία τοῦ ΠΣΕ ΙV 2. Αὐτὴ ἡ δήλωση, σχεδιασθείσα μερικῶς καὶ συμφωνηθείσα ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους, ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ ΠΣΕ στὸ Τορόντο τὸ 1950, μόνο δύο χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ ΠΣΕ. Οἱ Ὀρθόδοξοι συμμετέχουν ἔκτοτε ὑπὸ τοὺς ὅρους αὐτῆς τῆς δήλωσης.
64. Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα τῆς οἰκουμενικῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων: ὅτι παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς Ὀρθοδοξότατες δηλώσεις ποὺ ἀφοροῦν στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ μεμονωμένους συμμετέχοντες, ἡ ἴδια ἡ βάση τῆς συμμετοχῆς - ἡ περιεκτικότητα αὐτοῦ ποὺ εἶναι ἀνάρμοστου - ἐξασθενίζει καὶ τελικὰ (ἐὰν ὁ σκοπὸς εἶναι ἡ οἰκοδόμηση τῆς Ἐκκλησίας μέσω μυστηριακῆς μύησης) καθιστᾶ ἀνύπαρκτη τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία. Μόνο μὲ τὴν ἔσχατη ὑποβάθμιση ἢ ἐξάλειψη καθ' ὁλοκληρίαν τῆς σημασίας τῆς μύησης στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλᾶ γιὰ Ὀρθόδοξη μαρτυρία στοὺς ἑτεροδόξους στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενικῆς συμμετοχῆς. Ἐν τέλει αὐτὸ μεταφράζεται σὲ ἄρνηση τῆς ὑπαρξιακῆς πραγματικότητας τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας (τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ), καὶ ὡς ἐκ τούτου, κατ' ἐπέκτασιν τῆς ἴδιας τῆς διαχρονικῆς παρουσίας τοῦ ἴδιου Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ.
65. VISSER' T HOOFT, σελ. 6. Παραθέτει ἀπὸ τὸ φυλλάδιο Πίστη καὶ Τάξη Νο 34, «Μία μετάφραση τῶν προτάσεων γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἑνότητα», σελ. 78-79.
66. Ἡ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 656.
67. Ὅ.π., σελ. 659
68. Ὅ.π., σελ. 434-435.
69. Ἔτσι ὁ π. Ἀλεξάντερ Σμέμαν περιέγραψε τὴν προσέγγιση κάποιων Ρώσων θεολόγων στὸ φαινόμενο τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης καὶ τῆς φύσης τῆς Ὀρθόδοξης συμμετοχῆς σ' αὐτό. Ὁ πατὴρ Σμέμαν συμπεριέλαβε ὡς ἀντιπροσώπους τῆς παραπάνω ἀναφερόμενης ἄποψης Ρώσους μετανάστες θεολόγους ὅπως ὁ Sergius Bulganov, Leo Zander, Pavel Evdokimov. Βλ. Ρώσικη Θεολογία 1920-1972, σελ. 190-1919, ὅπως παρατίθενται ἀπὸ τὸν Andrew Blane στὸν George Florovsky, Ρῶσοι Διανοούμενοι καὶ Ὀρθόδοξοι Κληρικοί, Saint Vladimir Seminary Press, Νέα Ὑόρκη 1993, σελ. 125 (στὰ Ἀγγλικά). Βλ. ἐπίσης Divine Ascent Περιοδικὸν Ὀρθοδόξου Πίστεως, τομ. 1, Νο 2, 1997 (Μοναστήρι Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Σαγκάης καὶ τοῦ Σὰν Φραντζίσκου, Point Reyes) σελ43f( στὰ Ἀγγλικά).
70. Τὸ ἴδιο ἔγγραφο ἐξηγεῖ ὅτι τόσο ἡ ἔμπνευση γιὰ τὴν συγγραφή του ὅσο καὶ ὁ χρόνος γιὰ τὴν ἔκδοσή του εἶναι στενὰ συνδεδεμένα μὲ τὴν ἴδρυση τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν ( ἡ ὁποία ἀπέτυχε πραγματικὰ ἀθλίως) ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἀρχηγοὺς ποὺ «πραγματικὰ ἐφάρμοζαν τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ». ὅπως ὁ W. A. Visser' t Hooft παρατηρεῖ : «Δύο φορὲς στὴν ἴδια τὴν ἔγκύκλιο καὶ στὸ συνοδευτικὸ ἔγγραφο ἀναφερόταν ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν... Τὸ συνοδευτικὸ ἔγγραφο ῎εκανε λόγο γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν». Ἐπιπλέον, «ἡ ἐγκύκλιος ἐγράφη κατὰ τὸ ἔτος 1919, κατὰ τὸ ὁποῖο πολλοὶ φιλόσοφοι ὀνειρεύτηκαν τὸ ὄνειρο μιᾶς διεθνοῦς τάξης βασισμένης στὸ νόμο καὶ τὴ δικαιοσύνη, καὶ τὸ ὁποῖο φαινόταν ἐπιτέλους νὰ γίνεται πολιτικὴ πραγματικότητα». VISSER' T HOOFT, σελ. 4. ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσιάζεται εἶναι καθαρὰ μιᾶς ἐκκλησίας ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν κόσμο, τόσο στὴν ἔμπνευση ὅσο καὶ στὴν μέθοδο, ποὺ μὲ ἄλλα λόγια ὀνομάζεται ἐκκοσμίκευση.
71. Στὸ βαθμὸ ποὺ « ἡ σύνοδος ἔνιωσε ὅτι ἡ δημιουργία ἐγκάρδιων σχέσεων καὶ ἡ συνεργασία μεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν δὲν χρειαζόταν νὰ περιμένουν τὶς δογματικὲς διαφορὲς νὰ ξεπερασθοῦν» (VISSER' T HOOFT, σελ.3), τὸ Πατριαρχεῖο συμβάδισε μὲ τὴν Προτεσταντικὴ ἔννοια ὅτι ἡ «ἀδελφικὴ ἑνότητα» δὲν χρειαζόταν νὰ περιμένει τὴν «ἑνότητα ἐν ἀληθείᾳ» καὶ ὅτι «οἱ διαφορὲς θὰ μποροῦσαν νὰ ξεπερασθοῦν χωρὶς νὰ ἐγκαταλειφθοῦν». ὁ Nicholas Zernov, ἕνας ἐνθουσιώδης ὑποστηρικτὴς τῆς καινοτομικῆς προσέγγισης τῆς ἐγκυκλίου, ἔγραψε ὅτι «αὐτὴ ἡ ἐπιστολὴ σηματοδοτεῖ τὴν ὰναχώρηση ἀπὸ τὴν συνήθη προσεκτικὴ στάση τῶν Ὀρθοδόξων πρὸς τὴν Δύση». Βλ. «Οἱ Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες καὶ ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση στὸν 20ο αἰώνα» στὴν Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 654. Ὁμοίως καὶ ὁ VISSER' T HOOFT γράφει ὅτι ἡ ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦταν μιὰ πρωτοβουλία ἄνευ προηγουμένου στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία». Βλ. VISSER' T HOOFT, σελ.1
72. Ἡ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, σελ. 654.
73. Ἡ ἴδια ἡ βάση τῆς συμμετοχῆς - ἡ ἀναγνώριση μιᾶς ἑνότητας ἐν Χριστῷ καὶ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καταργεῖ τὸν ἴδιο τὸν λόγο τῆς συμμετοχῆς, δηλαδὴ τὴν ἐνστάλαξη στοὺς ἑτεροδόξους τῆς «καλῆς ἀνησυχίας» καὶ τοῦ αἰσθήματος τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης τὸ λέει ὡς ἑξῆς: «Αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο εἶναι νὰ βάζει τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδή, ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους καὶ στερηθοῦν καὶ σ' αὐτὴ τὴν ζωὴ τίς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ». ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Λόγοι, τομ. Α', Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο Ἄνθρωπο, ἐκδ. ἱερὸν ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 348-349.
ΑΠΟ ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου