Ώς πηγή του πρωτείου τον παπών της Ρώμης εθεωρήθη και διελαλήθη η σύνδεσίς του με τους μαρτυρήσαντας έν αυτή δύο πρωτοκορυφαίους αποστόλους, Πέτρο και Παύλο. Εντεύθεν, «προς την Εκκλησίαν ταύτην, ένεκα της υπερεχούσης αυθεντίας είναι ανάγκη να συμφωνή ολόκληρος η Εκκλησία». (Ειρηναίου τέλη Β΄ αιώνος, κατά αιρέσεων, 3, 3, 2).
Κατά δεύτερο, και γοργό μάλιστα, βήμα, το πρωτείο τούτο εξελήφθη και ως οριστικό εις τον επίσκοπο πάπα της προνομιακού δικαιώματος και αρμοδιότητός να παρεμβαίνη διαιτητικώς σε διαφορές των επισκόπων της Ανατολής και να δικάζη αυτούς κατά προσφυγήν η έκκλησιν ή και αυτοδικαίως!.. Και κατά τρίτο, τέλος, βήμα κι όλως καθοριστικό στάδιο, να περιβληθή, το παπικό πρωτείο, με κύρος θείου δικαίου, αφού υποστηρίχθηκε ως απ ευθείας θεόσδοτο, και συγκεκριμένως διά της φράσεως του Κυρίου, « σύ εί Πέτρος και επί ταύτην την πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής». (Μάτθ. 16, 18)
Η Ανατολή θέλησε να εναντιωθή και απορρίψη τελειώς αυτές τις υπερφίαλες και μόνον κατά στρεβλή και ιδιοτελή ερμηνεία των ευαγγελικών λογίων δυνάμενες να στηριχθούν οι βλέψεις και αξιώσεις της Ρώμης· γι αυτό και το όλο θέμα έθεσε υπ όψιν και κρίσιν της Β΄ εν Κωνσταντινουπόλει Οικουμενικής συνόδου (381), ή οποία διά του τρίτου κανόνα της, μη στραφείσα πάντως ονομαστικώς και ταπεινωτικώς κατά του και της Ρώμης, άπαξ διά παντός διετύπωσε την σωστή περί πρεσβείων τιμής και όχι προνομίων υπεροχής και αρχηγίας αντίληψι και θέση συμπάσης της Ανατολικής Εκκλησίας· κι ότι τα πρεσβεία ταύτα τιμής των πόλεων και των επισκόπων των αείποτε είχον και έχουν αποκλειστικώς μόνο ιστορικήν και πολιτικοκοινωνικήν σημασίαν. («Τόν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, διά το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην». Ράλλη-Πότλη, Σύνταγμα Ιερών Κανόνων, τ. β΄, Αθήναι 1852, σελ. 173).
Ο παλαιορωμαικός όμως εγωισμός έμεινε και μένει πεισμόνως ασυγκίνητος απ την επί ευαγγελικής και εκκλησιολογικής βάσεως και «εν πνεύματι αγίω» αυτή απόφαση και θέσπιση. Ο Ρώμης Λέων ο Ι΄, επί παραδείγματι εθεώρει συλλήβδην όλους τους αρχηγούς των κατά τόπους Εκκλησιών ως εκπρόσωπούς του, διότι αυτός μόνος ήταν αποκλειστικός κάτοχος ολόκληρης της εξουσίας.
Επανέλθούσα η Εκκλησία επί του αυτού θέματος διά του κη΄ κανόνος της Δ΄ έν Χαλκηδόνι (451), πλέον της ισότητος τιμής, ανέθηκε στον Κωνσταντινουπόλεως και την αρμοδιότητα της εκκλησιολογικής δικαιοδοσίας επί των Μητροπολιτών της Ασίας και της Θράκης καθώς και επί των επισκόπων «έν τοίς βαρβαρικοίς» «τα αυτά και ημείς ορίζομεν τε και ψηφιζόμεθα περί των πρεσβειών της αγιωτάτης Εκκλησίας, της αυτής Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης. και γάρ τώ θρόνω της πρεσβυτέρας Ρώμης διά το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην, οι πατέρες εικότως αποδεδώκασι τα πρεσβεία· και τώ αυτώ σκοπώ κινούμενοι οι εκατόν πεντήκοντα Θεοφιλέστατοι επίσκοποι (της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου), τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τώ της νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες, την βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και των ίσων απολαύουσαν πρεσβειών τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και έν τοίς εκκλησιαστικοίς ώς εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ εκείνην υπάρχουσαν. και ώστε τους της Ποντικής, και της Ασιανής και της Θρακικής των προειρημένων Διοικήσεων Μητροπολίτας μόνους, έτι δε και τους έν τοίς βαρβαρικοίς Επισκόπους των προειρημένων Διοικήσεων χειροτονείσθαι υπό του προειρημένου αγιωτάτου θρόνου της κατά Κωνσταντινούπολιν αγιωτάτης Εκκλησίας· δηλαδή εκάστου μητροπολίτου των προειρημένων διοικήσεων μετά των της επαρχίας επισκόπων χειροτονούντος τους της επαρχίας επισκόπους, καθώς τοίς θείοις κανόσι διηγόρευται· χειροτονείσθαι δε, καθώς είρηται, τους μητροπολίτας των προειρημένων διοικήσεων παρά του Κωνσταντινουπόλεως αρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων κατά το έθος γινομένων, και έπ’ αυτών αναφερομένων». (αυτόθι σελ. 281).
Σημειώνουμε ότι, η σαθρότης του επιχειρήματος των Ρωμαιοκαθολικών, καθ’ ο το πρωτείο του Πάπα εκπηγάζει εκ του ότι έν Ρώμη εμαρτύρησε και ετάφη ο Απόστολος Πέτρος και έκ του ότι τον επίσκοπο Ρώμης αφήκε διάδοχο της επισκοπής και της αποστολικότητός του, συμπεραίνεται διά του απλούστατου συλλογισμού ότι, εάν ίσχυε η αρχή αυτή, τότε, δεδομένου ότι ο Σωτήρ του κόσμου Χριστός στα Ιεροσόλυμα υπέστη τον υπέρ του ανθρωπίνου γένους σταυρικό θάνατο, και έν Ιεροσολύμοις υπάρχει ο πανάγιος και ζωηφόρος τάφος του, ο επίσκοπος Ιεροσολύμων, ως λαχών την θέσιν και τον τόπο του πρώτου και «εις τον αιώνα» υπεράτου αρχιερέως, θα έπρεπε παρά πάντων των της οικουμένης επίσκόπων αβιάστως και θείο δικαίω να αναγνωρίζεται ως πρώτος και υπέρτατος Προεστώς αυτών και πάσης της Εκκλησίας.
Τις συμπερασματικές αυτές επισημάνσεις (1401) προλαβόντως κατάστρωσε γραπτώς στο Παρίσι ο Άγκύρας Μακάριος, συνοδεύων τότε για φιλενωτικούς σκοπούς εκεί μεταβάντα αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο: «Εί δε τις ίσως πάλιν λέγειν, διά τό τή Ρώμη τελειωθήναι και κείσθαι τον απόστολον Πέτρον, διά τούτο οφείλομεν τον Ρώμης το πρωτείον έχειν, ούδ΄ ούτος αναγκαίος ο λόγος. Εί γάρ τούτο, πολλώ γε μάλλον δι΄ αυτό οφείλειν τον της Σιών, ήτοι Ιεροσολύμών, το πρωτείον έχειν· όπου ο των ιεραρχών Ιεράρχης και μέγας και πρώτος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός το σωτήριον προς τοίς άλλοις υπέστη πάθος, και τον υπέρ ημών ζωοποιόν κατεδέξατο διά σταυρού θάνατον και ανέστη τριήμερος· και το Πανάγιον κατά την Πεντηκοστήν εξεχύθη τοίς αποστόλοις Πνεύμα και πάντα σχεδόν τα Μυστήρια τετέλεσται· άφ΄ ού και ώς έκ πηγής ζωηράς ενθέου πήγασαν είς πάσαν την γήν διεδόθη το σωτήριον κήρυγμα· περί ής και δεδοξασμένα ελαλήθη πανταχού» (Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Καταλλαγής).
Οι Λατίνοι όμως, παλαιοί και σύχρονοι, ενοχλούμενοι από την αβιάστως αυτολαλούσαν αυτήν αλήθεια ηθελημένως και προκατειλημμένως κωφεύουν έναντι της και πεισμόνως επιμένουν να προβάλλουν και διδάσκουν ως ορθή τη δική τους εγωιστική και αυθαίρετη δοξασία, η οποία ψευδοεδράζει το παπικό πρωτείο και τα τούτω παρομαρτούντα στο γεγονός της έν Ρώμης τελευτής του Αποστόλου Πέτρου, στην ως έκ τούτου διάκριση, μεγάλυνση και υπεροχή του Επισκοπικού του θρόνου του, και στην προκύψασα κατ’ αυτούς ισοδυναμία με αυτόν του εκάστοτε διαδόχου του πάπα. Προς κατοχύρωση της θεωρίας αυτής πολύ κόπιασε γράφων ο ελληνορθοδόξου καταγωγής· αλλά έν Ρώμη σπουδάσας, εξομόσας και πλήρως εκλατινισθείς, Λέων Αλάτιος, ο οποίος ελαφρά τη συνειδήσει αντίπαρελθών τάς ορθοδόξους ερμηνείας και θέσεις, χαρακτήρισε ταύτας ώς «φλυαρίας» (βλ. Συμφωνία των Εκκλησιών, βιβλ. Α΄ κεφ.Β΄, η΄), περι πολλού δε εκλαβών έχων την ενός εκάστου των Αγίων Αποστόλων θρονική σχέση και συγγένεια με την πόλη στην οποία διδάξε και μαρτύρησε, επ αυτής κυρίως θεμελιώνει την επί πάντων υπεροχή και αρχηγία του πάπα.
Υποστηρίζει, δηλαδή, παρά τα θεόφθεκτα ρήματα, τα καθορίζοντα τον καθολικό και παγκόσμιο χαρακτήρα της αποστολής και της πέρα φραγμών και ορίων ποιμάνσεως και επισκοπής των μαθητών, «πορεύθεντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28, 19), « κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. 16, 15) ότι οι Αγίοι Απόστολοι καθώρισαν για τους εαυτούς των συγκεκριμένους θρόνους, τους τοιούτους, δηλαδή, της κηρυκτικής δράσεως και της μαρτυρικής τελευτής των.
Άλλ΄ αν έτσι είχαν τα πράγματα τότε μοιραίως προκύπτει το συμπέρασμα ότι αρκετοί των Αγίων Αποστόλων, και δή ο υπέρ πάντων ο κοπιάσας και παθών Απόστολος των εθνών Παύλος, «κινδυνεύουν » να μείνουν εντελώς άθρονοι, έρμαιοι και άστεγοι.
Κατά ταύτα, υποχρεούνται οι παποκαθολικοί να απαντήσουν στην ερώτησί μας; Άπ’ τις τόσες και τόσες πόλεις στις οποίες εκήρυξε το Ευαγγέλιο του Σωτήρος Χριστού και ίδρυσε και επαγίωσε επισκοπικούς θεσμούς και θρόνους ο απόστολος, ποίαν άραγε και ποίον να επέλεξε για τον εαυτό του; Αλλά και ο απόστολος Παύλος τελεύτησε μαρτυρικώς στην Ρώμη, δεν μπορεί λοιπόν να λογίζεται και να είναι ο επισκοπικός θρόνος της Ρώμης και θρόνος του αποστόλου Παύλου, του επί περισσότερον έν Ρώμη διατρίψαντος και κηρύξαντος και μαθητάς-επισκόπους καταλείψαντος, ως τον Λίνον, τον Κλήτον και Κλήμεντα; Άθρονος λοιπόν ο απόστολος των εθνών και απόκληρος του θρόνου και της επισκοπής της Ρώμης;… Ιδού σε ποιόν παραλογισμό μας άγουν οι παποκαθολικοί θεολόγοι και ο εξωμότης Αλάτιος.
Άλλ’ εάν, πάλι, θεωρηθή ότι ο θρόνος της Ρώμης, επί τι διάστημα έστω, εχρημάτισε και θρόνος του αποστόλου Παύλου, κατ΄ αυτό το διάστημα η Ρώμη και ο θρόνος της διατελούσαν έν… ανυποληψία και υποβαθμίσει; Δηλαδή ο πάπας εάν θεωρηθή διάδοχος του Πέτρου είναι οίος αυτός πιστεύει και οι παποκαθολικοί αποδέχονται, εάν όμως εκληφθή του αποστόλου Παύλου διάδοχος τότε αυτομάτως γυμνούται των πρωτείων και των άλλων εξουσιών. Ο αυτός πάπας λοιπόν κατά περίπτωσιν υπερέχων και υπερυψούμενος ή υποβαθμιζόμενος και μειούμενος; Μη χειρότερα!
Βιάσαντες ερμηνευτικώς οι παποκαθολικοί τα περί του αποστόλου Πέτρου καινοδιαθηκικά δεδομένα υπερύψωσαν την θέσι και την αξία του αποστόλου Πέτρου υπέρ την των άλλων αγίων αποστόλων, ώστε κατά… κληρονομίαν να καρπωθή ο παπικός θεσμός την αρχηγική επί των άλλων της Εκκλησίας επισκόπων αξία και θέσι, και άς καταβοά κατά της τόλμης, ασχημίας και αιρέσεως ταύτης σύσσωμος η πρωτοπαγής Εκκλησία και άπασα η Ιερά Παράδοσις, προβάλλουσα το ισότιμον και ισοστάσιον όλων των αγίων αποστόλων και των απανταχού γής διαδόχων αυτών, και άς… <<διαπορούμε>> εμείς, γιατί ο απόστολος Πέτρος προτίμησε και κατέστησε ισάξιο και ισοδύναμο του τόν έν Ρώμη διάδοχό του, παριδών και… περιφρονήσας ούτω τον όν πολύ προηγουμένως εγνώρισε και εγκατέστησε έν Αντιοχεία και γιατί ζών μέν… δεν φρόντισε να αποδείξη ότι είναι φορεύς τοιαύτης εκτάκτου και υπερτάτης πληρεξουσιότητος, την απέκτησε όμως… αποθνήσκων!
Τερματίζοντες τις επί του θέματος αυτού παρατηρήσεις, καταθέτουμε την ορθόδοξη πίστι και ομολογία, ότι όλοι οι επισκοπικοί θρόνοι, που συνεστήθησαν από τους αγίους αποστόλους κέκτηνται ισότιμο το προνόμιο και ισόποση την χάρι της αποστολικής διαδοχής.
Έφ΄ όσον η εκκλησιαστική ιστορία μαρτυρεί ότι δεν αποθανόν οι άγιοι απόστολοι είς… όλους εκείνους τους θρόνους των πόλεων στους οποίους εγκατέστησαν επισκόπους-διαδόχους των, τότε αναγκαίως συνεπάγεται, ότι η διαδοχή δεν εξαρτάται και κρέμεται από το αν απέθανε ή δεν απέθανε στον θρόνο εκείνος ο απόστολος που διώρισε τον κατά χώρα και πόλι διάδοχό του.
Εάν δε το γεγονός της έν Ρώμη εκχύσεως του αίματος των πρωτοκορυφαίων αποστόλων πορίζει στους λατίνους το επιχείρημα του υπερτονισμού της περιωπής της Ρώμης και της υπερεξάρσεως της αξίας του παπικού θρόνου, τότε, πολλώ μάλλον, υπέρ αυτήν και αυτόν θα εδικαιούτο να πρωτεύη, υπερτιμάται και μεγαλύνεται η Μήτηρ των Εκκλησιών Σιών- Ιερουσαλήμ, και να αρχηγεύη επί πάντων ο επισκοπικός θρόνος αυτής, διά το γεγονός ότι αύτη, η Ιερουσαλήμ, υπήρξε ο τόπος των γενεθλίων της Χριστιανικής πίστεως και της πρωτοπαγούς Εκκλησίας, έκ της έν Αυτή δηλονότι της σαρκώσεως και γεννήσεως του Θεανθρώπου Σωτήρος Ιησού Χριστού, διά την έν αυτή χάριν ημών παθήματα, για την έκχυση του ζωοποιού Αίματος Του κλπ. Έν συνεχεία δέ και για τον λιθασμό του πρώτου ιεράρχου αυτής Ιακώβου του Αδελφοθέου, και για την έν αυτή κοίμησι της Παναχράντου Αυτού Μητρός και Αειπαρθένου Μαρίας κλπ.
Όλα αυτά, λοιπόν, δεν στάθηκαν ικανά να πορίσουν στην Ιερουσαλήμ κανενός είδου πρωτείο και στον επισκοπικό θρόνο της καμμία αυταρχική επί των άλλων εξουσία, _ των ιστορικών λόγων και αιτίων άλλως ενεργησάντων_, και ήρκεσαν το μαρτύριο και ο τάφος του αποστόλου Πέτρου έν Ρώμη. Ώ της των ταγών της Ρώμης κουφότητος και μωροδοξίας και ώ της των οπαδών αυτής πλάνης και ευηθείας!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου