Ἀξιότιμον Κύριον Παναγιώτην Σημάτην, Θεολόγον.
Ἀξιότιμε κ. Σημάτη,
Μία καλή μου φίλη, εὐσεβής ὀρθόδοξη χριστιανή, εἶχε την καλοσύνη νά μοῦ στείλη τήν ἰστοσελίδα http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/07/blogpost_6076.html τῆς 9ης Ἰουλίου 2011 ὅπου διάβασα τό ἐρωτηματικό σας ἄρθρο : «Τό σχίσμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἔγινε μέ ἀφορμή τήν ἀφετηρία ἤ ἐξ αἰτίας τῆς ἰδίας της αἵρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;».
Κατά συνείδησιν αἰσθάνομαι ὑποχρεωμένος νά ἀπαντήσω καί νά καταθέσω τήν μαρτυρία μου. Καίτοι δέν εἶμαι θεολόγος καί δέν μπορῶ νά συναγωνισθῶ τήν ἐντιμότητά σας στίς γνώσεις, πλήν ὅμως, παρ’ ὅλον τόν σεβασμό πού σᾶς ὀφείλω, διακρίνω στήν θεολογία σᾶς τ’ ἀχνάρια τῆς πεπατημένης τοῦ δυτικοῦ καί ἰησουϊτικοῦ σχολαστικισμοῦ καί ὀρθολογισμοῦ.
Διάβασα κι ἐγώ τό βιβλίο τοῦ κ. Δελήμπαση καθώς καί διάφορα ἄλλα βιβλία καί ἀπό τίς δυό πλευρές. Ὁμολογῶ ὅτι πολλές φορές ὅσο περισσότερο διαβάζω τόσο λιγότερο καταλαβαίνω. Ἀλλά δέν πειράζει, διότι ἄν δέν καταλαβαίνω ἐγώ καταλαβαίνει ὅμως ἡ Ἐκκλησία μου.Ἐγώ δέν ξέρω, ἡ Ἐκκλησία μου ὅμως ξέρει. Ἐγώ μπορεῖ νά πλανηθῶ, ἡ Ἐκκλησία μου ὅμως δέν μπορεῖ οὔτε νά πλανηθῆ οὔτε νά μέ πλανήση. Καύχημά μου καί παρρησία μου δέν εἶναι οὔτε ἡ ὑποτιθέμενη ἀρετή μου, οὔτε οἱ γνώσεις μου οὔτε τά ἔργα μου. Καύχημα καί παρρησία μου εἶναι ἀποκλειστικά ὁ Σωτήρας καί Δεσπότης Χριστός καί ἡ Ἁγία Αὐτοῦ Ἐκκλησία.
Πρίν ὅμως ἀπαντήσω στά ἐπιχειρήματα τῆς ἐντιμότητός σας αὐτά καθ’ ἑαυτά εἶναι ἀνάγκη νά διασαφηνισθοῦν δύο πράγματα τά ὁποῖα εἶναι ἀκόμη συγκεχυμένα στόν νοῦ καί τήν συνείδηση πολλῶν ἀνθρώπων.
Πρῶτον: ἡ ὀνομασία μας καί δεύτερον τό ὑποτιθέμενο «σχίσμα» μας.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αἰσθάνομαι μεγάλη δυσφορία ὅταν μέ ἀποκαλοῦν «Παλαιοημερολογίτη» ἤ «Γ.Ο.Χ.» ἤ ὅτι δήποτε ἄλλο. Εγώ εἶμαι ἁπλά Ὀρθόδοξος Χριστιανός καί τά ἐπί πλέον ἐπίθετα στήν οὐσία δέν μέ ἀφοροῦν. Βέβαια εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τά ὑποστῶ ἀφοῦ ζῶ σέ μία κοινωνία ὅπου ἐπικρατεῖ τό δίκαιό του ἰσχυροτέρου, πλήν ὅμως «οὐ σύ μέ λοιδορεῖς ἀλλ' ὁ τόπος».
Ὅπως ὁ ἀπόστολος Τιμόθεος εἶχε διδαχθῆ τά «ἱερά γράμματα» ἀπ' τήν γιαγιά του, ἔτσι κι ἐγώ ἀπό τήν δική μου γιαγιά, μαζί μέ ὅλα τ’ ἄλλα κληρονόμησα καί τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἐπιτελῶ τά θρησκευτικά μου καθήκοντα, ὅπως κι’ αὐτή μέ τήν σειρά τῆς τό εἶχε κληρονομήσει ἀπό τήν δική της τήν γιαγιά. Ἡ μακαρίτισσα ἡ συχωρεμένη ἡ γιαγιά μου, οὔτε «Γόχισα» ἦταν οὔτε «Παλαιοημερολογίτισσα» ἀλλά μία ἁπλή ὀρθόδοξη χριστιανή.
Θυμᾶμαι ὅταν εἶχα μεγαλώσει ἀρκετά καί ἄρχισα νά μελετῶ καί νά καταλαβαίνω, μέ ἔβαλε νά καθίσω δίπλα της καί μοῦ εἶπε : «Βλέπεις παιδάκι μου; Στόν πλανήτη μᾶς ὑπάρχουν δισεκατομμύρια ἄνθρωποι διαφόρων θρησκευμάτων : Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι, Ἰνδουϊστές, Βουδδιστές, Μπαχάϊ, Ταοϊστές καί ἄλλοι. Ὅλοι αὐτοί χρησιμοποιοῦν ἕνα κοινό συμβατικό πολιτικό ἡμερολόγιο γιά τίς συναλλαγές μεταξύ τους, καί ἀφήνουν τό θρησκευτικό τους ἡμερολόγιο ἀνέπαφο. Τό ἴδιο κάνουν καί πολλοί ὁμόδοξοί μας στά Ἱεροσόλυμα, τό Ἅγιον Ὅρος, τήν Ρωσσία, τήν Σερβία καί τήν Βουλγαρία. Εἶναι ποτέ δυνατόν ὅλα αὐτά τά δισεκατομμύρια νά εἶναι τόσο ἀνόητοι καί ὁ Μεταξάκης καί ὁ Παπαδόπουλος, ποῦ προσάρτησαν τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας στό ἡμερολόγιο τῆς Πολιτείας, νά εἶναι τάχα πιό ἔξυπνοι»;
Ἐγώ ἀπό τήν γιαγιά μου τήν συχωρεμένη αὐτά κληρονόμησα. Και ἀφοῦ δέν ἄλλαξα τίποτε ἀπό αὐτά πού κληρονόμησα, δέν βλέπω τόν λόγο γιατί θά πρέπει ν’ἀλλάξω καί ὄνομα προσθέτοντάς του, περισσά ἐπίθετα. Ἔτσι τό «Ὀρθόδοξος Χριστιανός» μου ἀρκεῖ. Ἐσεῖς ὅμως κ. Σημάτη, ἀπό τήν δική σας τήν γιάγια τί πράγμα καί ποιό ἑορτολόγιο κληρονομήσατε;
Δέν γίνεται κάθε φορᾶ πού ἐσεῖς εἰσαγάγετε μία καινοτομία νά … «παλιώνουμε» ἐμεῖς! Δέν εἶναι οὔτε σωστό οὔτε δίκαιο. Ἐσεῖς π.χ. καινοτομήσατε καί στόν τύπο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Έτσι τώρα καθίζετε τά παιδιά σᾶς μέσα στήν κολυμβήθρα καί τούς ρίχνετε νερό στό κεφάλι βαπτίζοντας τά «δί ἐπιχύσεως», καθιστώντας ἔτσι τό βάπτισμά σας ἄδεκτο καί ἄκυρο ὅπως περιτράνως ἀπέδειξε καί ὁ πολύς μεταξύ ὑμῶν π. Γεώργιος Μεταλληνός.
Ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νά διατηροῦμε τόν τύπον, τήν πράξιν καί παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας βαπτίζοντες τά τέκνα μας διά τριτῆς καταδύσεως καί ἀναδύσεως. Μήπως θά ἔπρεπε σύμφωνα μέ τήν ἴδια λογική νά μᾶς ὀνομάζουν ἐπίσης … «Παλαιοβαπτιστές» γι’αὐτό; Τί νά κάνουμε; Ἐν ἀνάγκη θά τό ὑποστοῦμε κι αὐτό, ἀφοῦ ἐσεῖς κρατᾶτε ὁ μαχαίρι ἀπό τό μανίκι.
Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ὅμως εἶναι μέν Παλαιά, ὡς καί ὁ Κύριος εἶναι «ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν» δέν παλιώνει ὅμως ποτέ καί δέν γηράσκει καθ’ ὅτι «τό παλαιούμενον καί γηράσκον ἐγγύς ἀφανισμοῦ» (Ἑβρ. ἡ΄13).
Ἐμεῖς σύμφωνα μέ τόν ἐκ Λειρήνης Ἅγιον Βικέντιον κρατοῦμε «πᾶν ὅ,τι πάντοτε, παντοῦ καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη» χωρίς καινοτομίες καί νεωτερισμούς διότι ὁ νεωτερισμός θεωρεῖται «ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου» καί ὁ «δεχόμενος νεωτερισμόν κατελέγχει ἐλλειπῆ τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί βλασφημεῖ εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὡς μή ἀρτίως λαλῆσαν» ἐν τή Ἐκκλησία. Και αὐτό δέν εἶναι δική μας «παλαιοημερολογίτικη» ἄποψη καί διατύπωση, εἶναι ἄποψη καί διατύπωση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848 ἡ ὁποία οὐδέποτε ἠμφισβητήθη ὑπό τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδοξίας.
Καί περί μέν τῆς ὀνομασίας ταῦτα εἰρήσθω(ἄς λεχθοῦν). Ἄς δοῦμε τώρα καί τό πολυθρύλητο «σχίσμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν», πού μοιραίως μᾶς θυμίζει τήν λαϊκή παροιμία : «φωνάζει ὁ κλέφτης γιά νά φύγει ὁ νοικοκύρης».
Ἐπιτρέψατέ μας κ. Σημάτη, παρά τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπην μας, «νά σᾶς κρίνουμε ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν». Ἐσεῖς ὁ ἴδιος παραδέχεσθε στό παραπάνω ἄρθρο σας ὅτι ἡ ἀλλαγή τοῦ ἑορτολογίου ὑπῆρξε «ὁμολογουμένως ἀντικανονική». Και ποιός μᾶς ὑποχρεώνει μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά δεχόμεθα ἀντικανονικές πράξεις;
Μᾶς συστήνετε νά κάναμε «διαμαρτυρία»! Μά δέν εἴμαστε «Διαμαρτυρόμενοι» κ. Σημάτη μας, Ὀρθόδοξοι εἴμαστε οἱ πτωχοί, καί ὡς Ὀρθόδοξοι προσπαθοῦμε νά μιμηθοῦμε τούς Πατέρες μας. Ὅταν παραβιάζεται ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ εἴδατε ἐσεῖς μέσα στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας νά προβλέπονται «διαμαρτυρίες» καί «ἀντιδράσεις»;
Θά ἐπανέλθουμε σέ αὐτό τό σημεῖο παρακάτω.
Σύμφωνα λοιπόν μέ ἐσᾶς ἐάν κάποιος ἀπορρίψη μία «ὁμολογουμέ-νως ἀντικανονική» πράξη καί διαχωρίσει τίς εὐθύνες τους μέ τούς ὑπαιτίους γίνεται αὐτόχρημα «σχισματικός»! Αὐτά διδάσκει ἡ θεολογική ἐπιστήμη;
Δηλαδή ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης πού ἅπλα ἕναν παράνομον γάμο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ς΄ τόν ἐκήρυξε «αἵρεση ζευξιμοιχείας» καί ἔκοψε κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη καί τόν Αὐτοκράτορα, σύμφωνα μέ τά δικά σας κριτήρια πρέπει νά ἦταν κι ἐκεῖνος «σχισματικός»! Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὅμως δέν περιορίσθη σέ «διαμαρτυρίες» καί «ἀντιδράσεις» σύμφωνα μέ τήν δική σας νεώτερη συνταγή ἀλλά προέβη σέ διαχωρισμό τῶν εὐθυνῶν του, καί διακοπῆ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καίτοι αὐτό τοῦ κόστισε πολλούς ραβδισμούς, ἐξορίες καί πολλές κακώσεις, διωγμούς καί ταλαιπωρίες. Και πολλοί συνεβούλευαν τότε τόν Ἅγιο Θεόδωρο, νά βάλη λίγο νερό στό κρασί του καί νά κάνη τά στραβά μάτια, διότι μέ τόν αὐτοκράτορα πάντα ἐλλόχευε ὁ κίνδυνος τῆς ἐπανόδου τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὅμως δέν σκεπτόταν ὑπολογιστικά, χρησιμοθηρικά καί ὠφελιμιστικά. Δέν κάθισε νά σκεφθῆ ὅπως ἡ ὑμετέρα ἐντιμότης, ποιό εἶναι τό «πρωτεῦον» καί ποιό τό «δευτερεῦον» διότι δέν θεωροῦσε τόν ἑαυτόν τοῦ κριτῆ καί ἐκτιμητή τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Μπροστά στήν συγκεκριμένη παρανομία, ἔλαβε τήν ἐπιβαλλόμενη ἀπόφαση, ἀφήνοντας τό θέμα τῶν συνεπειῶν καί τοῦ αὔριο στήν κρίση τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ὁ ὁποῖος στήν πραγματικότητα «τούς οἴακας(τό τιμόνι) ἔχων ἐν τή τῆς Ἐκκλησίας κυβερνήσει πηδαλιουχεῖ διά τῶν Ἁγίων Πατέρων» σύμφωνα μέ τόν Ἱεροσολύμων Δοσίθεον.
Ἐάν λοιπόν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος δί ἕναν παράνομον γάμον ταῦτα ἔπραξε καί ὑπέστη, τί ἔπρεπε νά κάνουμε ἐμεῖς τό 1924 ὅταν εἴδαμε νά ἔρχονται τά πάνω κάτω μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί εἴδαμε τό ὑπερῶον τῆς ἀενάου Ἁγίας Πεντηκοστῆς ἔνθα «καινουργεῖται ἡ συμφωνία πρός σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν» νά ἐπανέρχεται στό «γλῶσσαι πότε συνεχύθησαν διά τήν τόλμαν τῆς πυργοποιΐας»; Ἔπρεπε ν΄ἀκολουθήσουμε τό παραλήρημα τοῦ Μελέτιου Μεταξακη καί τοῦ Χρυσόστομου Παπαδοπούλου γιά νά μήν μᾶς ποῦν «σχισματικούς»;
Ἀλλά μπροστά σ’αὐτό τό παραλήρημα δέν θυμᾶμαι νά κάναμε ἐμεῖς κάτι τό συγκεκριμένο: Ἁπλά «ἐμείναμε εἰς ἅ ἐμάθαμε καί ἐπιστώθημεν» (Β’ Τίμ. γ΄ 14) καί ὅ,τι ἤμασταν πρίν τήν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς καινοτομίας, παραμείναμε καί μετά, μή ἀλλάξαντες «ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραίαν» ἐξ ὧν παραλάβαμε. Ἀφοῦ λοιπόν δέν προβήκαμε σέ καμία ἐνέργεια, δέν μετακινηθήκαμε καί δέν ἀλλάξαμε ἀπολύτως τίποτε, πῶς εἶναι δυνατόν τήν μία μέρα νά κοιμηθοῦμε Ὀρθόδοξοι καί τό ἄλλο πρωί νά ξυπνήσουμε «σχισματικοί»; Ἐάν μοιραίως ἐπῆλθε σχίσμα ἀπό τήν δική σας καινοτομία «τί πρός ἠμᾶς»; Ὅποιος ἔχει νοῦν καί στοιχειῶδες συναίσθημα δικαιοσύνης, ἀντιλαμβά-νεται ποῖον βαρύνει ἡ εὐθύνη ἑνός τέτοιου σχίσματος.
Καί οἱ παπικοί ὅταν ἀρνηθήκαμε νά ἀκολουθήσουμε τίς καινοτομίες καί ἀποστασίες τούς ἄρχισαν κι ἐκεῖνοι σάν κι ἐσᾶς νά ἀποκαλοῦν τούς Ὀρθοδόξους «σχισματικούς». Εμείς αὐτό ποῦ ἀπαντήσαμε στούς παπικούς διά στόματος τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ ΣΤ τό 1868, ἐπαναλα-μβάνουμε καί πρός ὑμᾶς σήμερον μέ μίαν ἐλαφράν παραλλαγήν ἤ μᾶλλον προσαρμογήν πού ἐπιβάλλει ἡ περίπτωσις : «Ἀναδράμωμεν ἐκάτεροι καί ἴδωμεν, ὀπότεροι προσέθεντο ἤ ἀφεῖλον ἤ ἐκαινοτόμησαν. Ἐκκοπτέσθω ἡ καινοτομία, ἐάν ὑπάρχη καί ὅπου ὑπάρχει, καί τότε σύμπαντες ἀνεπαισθήτως εὐρεθησόμεθα εἰς τό αὐτό σημεῖον τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδοξίας»! (Ἄς σπεύσουμε καί ἀπό τίς δύο πλευρές καί ἄς δοῦμε ποιοί ἀπ' τούς δύο πρόσθεσαν ἤ ἀφαίρεσαν ἤ ἐκαινοτόμησαν. Ἄς κοπεῖ ἡ καινοτομία ἐάν ὑπάρχει καί ὅπου ὑπάρχει καί τότε ὁλοι χωρίς δυσκολία θά βρεθοῦμε εἰς τό ἴδιο σημεῖο τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδοξίας).
Καί ἔρχομαι τώρα στό ἄρθρο σας, τό ὁποῖο ἄν κατάλαβα καλά πραγματεύεται τήν σχέση «πρωτεύοντος» καί «δευτερεύοντος» ἀνάμεσα στήν καινοτομία αὐτήν καθ’ ἑαυτήν, καί τήν αἱρετικήν, σύμφωνα καί μέ τήν δικήν σας ὁμολογίαν, ἐγκύκλιο τοῦ 1920. Καί θέλετε, ἄν κατάλαβα καλά, νά δῆτε σέ ποιό ἀπό τά δύο οἱ «Παλαιοημερολογίτες» ἀπέδωσαν τήν βαρύτητα τοῦ «πρωτεύοντος». Εἰλικρινά κ. Σημάτη, δέν ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ἔχετε ἐμπλακεῖ στό λούκι τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ, ὅπως ἀναφέρω καί στήν ἀρχή τῆς παρούσης μου;
Οἱ ἄνθρωποι εἴτε «Παλαιοημερολογίτες» εἶναι εἴτε Νεοημερολογίτες, δέν εἶναι ὅλοι τους οὔτε λόγιοι, οὔτε ἱστορικοί οὔτε θεολόγοι. Τήν ὄντως αἱρετική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 ἐκτός ἀπό αὐτούς πού ἀσχολοῦνται ἐπισταμένως μέ αὐτά τά θέματα, ἀκόμη καί σήμερα πόσοι γνωρίζουν τήν ὕπαρξή της καί πόσοι τήν ἔχουν διαβάσει;
Μία καινοτομία ὅμως πού ἀναστατώνει τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας καί φέρνει τά πάνω κάτω εἶναι σέ ὅλους ὁρατή. Ἡ προαναφερθεῖσα Πανορθόδοξος Σύνοδος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848 ἀναφέρει σύν τοῖς ἄλλοις : «Παρ’ ἠμίν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησαν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς Θρησκείας ἐστίν αὐτό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι, αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
Ὁ δέ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος στόν «Τόμο Καταλαγής» τοῦ ἀναφέρει:
«Πατριάρχης ἤ Μητροπολίτης ἤ Ἐπίσκοπος ἤ κληρικός, ἤ μοναχός, ἤ λαϊκός, ἕκαστος καί ὁμού πάντες, ὁ τολμήσας ἀφελεῖν (νά ἀφαιρέσει) μίαν γοῦν συλλαβήν καί παρασαλεῦσαι, ὑπεύθυνος μέν ταῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων ποιναῖς, ἀποσυνάγωγος δέ καί ἀκήρυκτός της τῶν Ὀρθοδόξων Κοινωνίας ὡς σεσηπός μέλος (σάν σάπιο μέλος) ἀποκοπτόμενος τοῦ καθόλου Σώματος τῆς Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας»!
Δέν ἦταν λοιπόν δύσκολο, καί δέν ἀπαιτοῦντο ἰδιαίτερες θεολογικές γνώσεις οὔτε ἀπό τόν λαό οὔτε ἀπό τούς κληρικούς, νά συνειδητοποιήσουν ὅτι διά τῆς νεοημερολογιτικῆς καινοτομίας ἔπαυε πλέον τό θρήσκευμα αὐτῶν νά παραμένη «αἰωνίως ἀμετά-βλητον καί ὁμοειδές τῷ (θρησκεύματι) τῶν Πατέρων αὐτῶν».
Δέν ἀπαιτοῦντο ἰδιαίτερες θεολογικές γνώσεις, ἀπό τήν μία νά ἀκοῦν τόν ἱερέα νά ἐκφωνῆ: «καί δός ἠμίν, ἐν ἐνί στόματι καί μία καρδία, δοξάζει καί ἀνυμνεῖν τό παντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομά σου» καί ἀπό τήν ἄλλην νά ἀκοῦν τήν ἴδια μέρα τούς μισούς Ὀρθοδόξους νά ψέλνουν : «Ἑτοιμάζου, Βηθλεέμ, ἤνοικται πάσιν ἤ Ἐδέμ» καί ταυτόχρονά τούς ἄλλους μισούς νά ἀντιφωνοῦν : «Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε», γιά νά καταλάβουν ὅτι ἡ νεοημερολογιτική καινοτομία εἶχε σκοπό νά μπαχαλοποιήση τήν Ἐκκλησία.
Δέν χρειαζόντουσαν τόν μπαμπούλα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πού θεμελίωνε ἡ αἱρετική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 γιά νά καταλάβουν τό τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ὅτι ἐν τή Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία : «Δεινόν ἐστι καί ἀπρεπές, κατά τάς αὐτᾶς ἡμέρας, ἑτέρους μέν ταῖς νηστείαις σχολάζειν, ἑτέρους δέ συμπόσια συντελεῖν».
Ἁπλούστατα ὅταν ἀργότερα οἱ λόγιοι μεταξύ αὐτῶν ἀνεκάλυψαν σύν τοῖς ἄλλοις καί τήν αἱρετική Ἐγκύκλιο, εὐχαρίστησαν τόν Θεόν ἀναλογιζό-μενοι ἀπό ποιό βάραθρο καί ἀπό ποιόν κρημνόν ἡ Χάρις του, τούς εἶχε προστατεύσει. Καί αὐτό διότι εἰς «ὀλίγα ἤσαν πιστοί» (Μάτθ. κέ΄ 21). Ἄν δέν εἶχαν φανεῖ πιστοί εἰς τά «ὀλίγα», τότε οὔτε ἀπ’ τά «πολλά» θά τούς προστάτευε ὁ Θεός. Και παράδειγμα ὁ ἐαυτός σας, ἀγαπητέ μας κ. Σημάτη! Ἐσεῖς γνωρίζετε τήν αἱρετική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, πού ἀκόμη χιλιάδες ἀπό τούς «Παλαιοημερολογίτες» ἀγνοοῦν. Ἐσεῖς γνωρίζετε ἀπό πρῶτο χέρι ὅτι ὁ Νεοημερολογιτισμός εἶναι μεθόδευσις καί προθάλαμος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ἀποστασίας. Πολλοί ἀπό τούς «Παλαιοημερολογίτες» διανοητικά ἴσως δέν τό ἔχουν καταλάβει ἀκόμη ὅπως τό ἔχει κατανοήσει ἡ δική σας ἀγχίνεια καί πολυμάθεια.
Σέ τί σᾶς ἔχει ὅμως ὠφελήσει αὐτός ὁ πλεονασμός τῆς γνώσης, ἀφοῦ δέν ἔχετε ἀπεγκλωβισθῆ ἀπό τήν ἀποστασία; Ἀφοῦ στά «ὀλίγα» δέν φανήκατε δόκιμος, τά «πολλά» σέ τί σᾶς ὠφέλησαν; Ἁπλά ἀδολεσχεῖτε -(φλυαρεῖτε) περί «ἐλάσσονος» καί «μείζονος», περί «πρωτευόντων» καί «δευτερευόντων» καί δέν τηρεῖτε οὔτε τά μέν οὔτε τά δέ ἀλλά κατά τόν Ἀδελφόθεον «οὐκ εἰ ποιητής νόμου ἀλλά κριτής» (Ἰακ. δ΄ 11). Και τοῦτο διότι δέν ἐγκύψατε φαίνεται ἀρκετά εἰς τό τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου : «Πανταχοῦ τή Ἐκκλησία μετ’ ἀκριβείας ἐπώμεθα. Παράδοσίς ἐστι, μή πλέον ζήτει»!
Μή βιάζεσθε λοιπόν νά καταλήξετε σέ συμπεράσματα ὅτι τάχα «ἐστιάσαμε τήν προσοχή μας στίς 13 μέρες» καί παραπλανητικά νά μᾶς παρουσιάσετε ὡς ἡμερολάτρας. Ἐμεῖς ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος δέν εἴμεθα ἐκ τῶν παρατηρούντων «ἡμέρας καί μήνας καί καιρούς» (Γάλ. δ΄ 10). Ἁπλά παρατηροῦμε τήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας χωρίς νά τήν μετατρέψουμε σέ ἀντικείμενο δικῶν μᾶς ἐκτιμήσεων. Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ μας καί κανείς δέν τήν ἐγγίζει ἐπιπολαίως καί ἀτιμωρητί.
Δέν συγχωρεῖται στήν πολυμάθειά σας νά λέτε ὡς ἐπιχείρημα ὅτι «καμία Οἰκουμενική Σύνοδος δέν δογματοποίησε τό Ἡμερολόγιο». Μήπως γνωρίζετε ἐσεῖς καμία Οἰκουμενική Σύνοδο πού νά δογματοποίησε τό σημεῖον τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ; «Τίς ὁ διά γράμματος διδάξας»; ὅπως λέγει καί ὁ Μ. Βασίλειος στόν 91ο Κανόνα του. Μήπως αὐτό μας ἐξουσιοδοτεῖ νά τόν καταργήσουμε ὡς «δευτερεύοντα»; Καί διευκρινίζει ὁ Μ. Βασίλειος στή συνέχεια : «Εἰ γάρ ἐπιχειρήσαιμεν τά ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μή μεγάλην ἔχοντα τήν δύναμιν, παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἄν εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό Εὐαγγέλιον»!
Ἀλλά καί τό Πασχάλιον ποῦ εἶναι κατοχυρωμένον ἀπό τήν Οἰκουμενικήν Σύνοδον, μήπως αὐτό σας ἐμποδίζει ἀπό τοῦ νά ἐκχωρεῖτε τό Δυτικόν Πασχάλιον (τό Πασχάλιο τοῦ πάπα δηλαδή) σέ Ὀρθόδοξες λεγόμενες Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης ποῦ ἐξαρτῶνται ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως; Ἄς ἤμαστε λοιπόν ἔντιμοι καί ἄς μήν προφασιζόμαστε προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις.
Δέν συγχωρεῖται στήν πολυμάθειά σας νά ἐπικαλεῖσθε τήν διαφωνίαν τοῦ πάπα Ἀνικήτου μετά τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα γιά νά καταλήξετε στό τραβηγμένο ἀπό τά μαλλιά συμπέρασμα ὅτι «τό Ἡμερολόγιο δέν ἀποτελεῖ αἰτία διασπάσεως τῆς Ἐκκλησίας». Γνωρίζετε πολύ καλά ὅτι πρίν ἡ Ἐκκλησία ἀποκρυσταλλώσει γνώμη καί ἀπόφα-σιν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξουν διαφωνίες. Ὅταν ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἀποφα-νθῆ τότε οἱ διαφωνίες παύουν. Γι’αὐτό καί ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τούς Τεσσαρεσκαιδεκατίτας πού δέν συνεμορφώθησαν μέ τήν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Ἁγίου Πάσχα.
Ἀντίθετα δέ μέ τόν παραπάνω ἰσχυρισμό σᾶς ὁ Θεοδώρητος Κύρου λέγει :
«Ἐπειδή δέ τό νοερόν φῶς τήν ἀχλύν ἐκείνην ἐσκέδασε (διέλυσε) πανταχοῦ γής καί θαλάσσης, ἠπειρῶται καί νησιῶται, κοινή του Θεοῦ καί Σωτῆρος ἐπιτελούσιν τάς ἐορτᾶς καί ἔνθα ἄν τίς ἀποδημῆσαι θελήση, κάν πρός ἥλιον ἀνίσχοντα, κάν πρός δυόμενον, πανταχοῦ τήν αὐτήν εὐρήσει κατά τόν αὐτόν χρόνον ἐπιτελουμένην πανήγυριν»!
Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου εἰς τό «Κατά Αἱρέσεων» γράφει :
«Ἐπειδή δέ πρό τοῦ Κωνσταντίνου τά σχίσματα ἤν, καί ἤν χλεύη, Ἑλλήνων λεγόντων καί χλευαζόντων τήν ἐν τή Ἐκκλησία διαφωνίαν, ἐπί Κωνσταντίνου δέ διά τῆς τῶν ἐπισκόπων σπουδῆς συνηνώθη μᾶλλον τό σχίσμα εἰς μίαν ὁμόνοιαν. Τί οὔν τούτου ἐστί προυργιαίτερον καί χαριέστερον, ἀπό γής περάτων ἐν μία ἡμέρα ἁπαλλάττειν λαόν Θεῶ, συμφωνεῖν τέ καί ἀγρυπνεῖν, καί τάς αὐτᾶς ἡμέρας ἴσας φέρειν ἐν τέ ἀγρυπνίαις καί δεήσεσι, καί ὁμονοία καί λατρεία, νηστεία τέ καί ξηροφαγία ἁγνεία, καί ταῖς ἄλλαις ταῖς κατά τήν πανσεβάσμιον ταύτην ἡμέραν ἡμέραν ἀγαθαῖς Θεῶ εὐαρεστήσεσιν»;
Ὁ δέ ἱερός Χρυσόστομος τονίζοντας τό ἐν τή Ἐκκλησία ὁμόχρονον τῶν νηστειῶν καί τῶν πανηγύρεων λέγει : «Ἄλλ’ ἕν μόνον ζητῶ ὅπως ἐν εἰρήνη καί ὁμονοία ἅπαντα ποιῶμεν ὅπως μή, νηστευόντων ἠμῶν καί τοῦ δήμου παντός καί τῶν Ἱερέων τάς κοινᾶς ποιουμένων ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης ἰκετηρίας, σύ μένης μεθύων ἐπί τῆς οἰκίας. Ἐννόησον πώς διαβολικῆς τοῦτο ἐστιν ἐνεργείας καί ὡς οὔχ ἐν μόνον οὐδέ δύο οὐδέ τρία ἐστίν τά ἁμαρτήματα ἀλλά πολλῶ πλείω. ... οὐδέ γάρ ἡ Ἐκκλησία χρόνου ἀκρίβειαν οἶδεν· ἄλλ’ ἐπειδή παρά τήν ἀρχήν πάσιν ἔδοξε τοῖς πατράσι διηρημένοις, ὁμού συνελθεῖν καί τούτων ὁρισάντων ἡμέραν τήν συμφωνίαν πανταχοῦ τιμώσα καί τήν ὁμόνοιαν ἀγαπώσα κατεδέξατο τό ἐπιταχθέν».
Τό νά ἑορτάζει κανείς ὅποτε θέλει ποτέ δέν ἀποτέλεσε θέσιν καί παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀλλά μόνον τῶν αἱρετικῶν καί ἀλλοθρήσκων ὅπως π.χ. οἱ Ἐσσηνοί γιά τούς ὁποίους ὁ Ἄγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει ὅτι : «τοῖς δέ παρατυγχάνουσιν συνεορτάζοντες ἀδιαφό-ρως» καί οἱ Ναυατιανοί ποῦ σύμφωνα μέ τόν Σωζόμενο στήν ἐν Ἀγγάρω τῆς Βιθυνίας σύνοδόν τους ἀπεφάσισαν «μή ἀξιόλογον εἶναι αἰτίαν πρός χωρισμόν τῆς Ἐκκλησίας τήν διαφωνίαν τῆς ἑορτῆς», πράγμα πού στήν οὐσία ἐπανέλαβε καί ἡ Σύνοδος τῆς Μόσχας τοῦ 1948.
Θά μποροῦσα νά παραθέσω καί ἄλλα πολλά, ἀλλά νομίζω πῶς αὐτά ἀρκοῦν γιά νά καταδειχθῆ ὅτι ὁ ἰσχυρισμός σας ὅτι «τό ἡμερολόγιο δέν ἀποτελεῖ αἰτία διασπάσεως τῆς Ἐκκλησίας» εἶναι προσωπικός καί αὐθαίρετος καί πατερικῶς πάνυ ἀμάρτυρος, ἔτι δέ καί αἱρετικός. Ὄντας Ὀρθόδοξος κ. Σημάτη, παρακαλῶ μήν προτεσταντίζετε!
Ἐπαναλαμβάνετε τό γνωστό νεοημερολογιτικό ἐπιχείρημα ὅτι οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, δέν διέκοψαν κοινωνία μέ τίς καινοτομήσασες Ἐκκλησίες Ἑλλάδος καί Κῶν/πόλεως, καταλήγοντας στό συμπέρασμα ὅτι ἡ καινοτομία δέν μπορεῖ νά εἶναι αἰτία σχίσματος. Μήν ξεχνᾶτε ὅτι καί στήν περίπτωση τοῦ Μονοθελητισμοῦ ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς εἶχαν προσχωρήσει στήν αἵρεση ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων κοσμικῶν ἐπιδιώξεων τῶν ἱεραρχῶν. Ἑ λάχιστοι μόνον ὁμολογοῦσαν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν πού παρέμενε στήν συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποστασία εἶχε τόσο γενικευθῆ ποῦ οἱ διῶκτες τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ τόν λοιδοροῦσαν καί τόν εἰρωνεύοντο ἐρωτώντας τόν :
«Πές μας ἐπιτέλους σέ ποιάν Ἐκκλησία ἀνήκεις ἐσύ, Κῶν/πόλεως, Ἀντιοχείας»;
Αυτό δέ σημαίνει ὅτι ὁ Μονοθελητισμός δέν ἦταν αἵρεσις ἤ ὅτι ὁ Ἅγιος Μάξιμος δέν ἦταν Ὀρθόδοξος καί ἦταν σχισματικός ἤ ἐκτός Ἐκκλη-σίας.
Τό ὅτι οἱ διάφορες σημερινές ἱεραρχίες θυσιάζουν τήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας στόν βωμό τῶν διαφόρων κοσμικῶν τους σκοπιμοτήτων δέν εἶναι πρωτοφανές, οὔτε σημαίνει ὅτι ὅσοι τηροῦν τυπικά τό ὀρθόδοξο ἑορτολόγιο εἶναι ἀπαραιτήτως Ὀρθό-δοξοι. Ας μή λησμονοῦμε τοῦ Παύλου λέγοντος : «Οὐ γάρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οὗτοι Ἰσραήλ, οὐδ’ ὅτι εἰσί σπέρμα Ἀβραάμ, πάντες τέκνα»! (Ρώμ. ς΄ 9). Ὅταν χωρίζει ὁ τύπος ἀπό τήν οὐσία δέν σημαίνει ὅτι παραμένουμε Ὀρθόδοξοι. Ὑπάρχουν στόν κόσμο ἑκατομμύρια παπικῶν πού γιά τίς δικές τους σκοπιμότητες τηροῦν τό ὀρθόδοξο ἑορτολόγιο καί τό βυζαντινό τυπικό. Μήπως αὐτό τούς μετατρέπει σέ Ὀρθοδόξους;
Παλαιοημερολογίτες εἶναι καί οἱ Ρῶσσοι πού ἀνεγνώρισαν τά μυστήρια τῶν παπικῶν. Παλαιοημερολογίτες εἶναι καί οἱ Σέρβοι πού φίμωσαν τόν Μητροπολίτη Ἀρτέμιο Ραντοσάβλιεβιτς γιά νά μποροῦν πιό ἄνετα καί ἀνεξέλεγκτα νά συμπροσεύχονται μέ τούς παπικούς. Αυτοί ὄντως εἶναι παλαιοημερολογίτες διότι ἐνῶ κηρύσσουν ὅτι δέν ἔχει σημασία τό ποιό ἡμερολόγιο ἀκολουθεῖ κάποιος ἐξακολουθοῦν νά ἀκολουθοῦν τό θεωρούμενο παληό, δηλαδή εἶναι στήν οὐσία παρελθοντολόγοι.
Ἐμεῖς ὅμως δέν εἴμαστε Παλαιοημερολογίτες. Ἐμεῖς σύμφωνα μέ τό Συνοδικόν της Ὀρθοδοξίας προσπα-θοῦμε ἁπλά μέ τήν Χάριν τοῦ Χριστοῦ νά εἴμαστε οἱ «τήν διά τῶν Ἀποστόλων καί εἰς Πατέρας διήκουσαν ἔγγραφον τέ καί ἄγραφον παράδοσιν κρατύνοντες». Καί εἰς τό θέμα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως δέν εἴμαστε ἐπιλεκτικοί ἀλλά ἐννοοῦμε «πάσαν παράδοσιν», ὅπως καί εἰς τά Πρακτικά τῶν Συνόδων ἀναφέρεται : «εἰ τίς πάσαν παράδοσιν ἐκκλησιαστικήν ἔγγραφον ἤ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα».
Μέσα στήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας ἀνάμεσα σέ ὅλα τ’ ἄλλα συμπεριλαμβάνεται καί τό ἑορτολόγιο, αὐτό ποῦ εἶναι, καί ἐμᾶς αὐτό μας «ἀρκεῖ» ὅπως λέγει καί ὁ Ἄγ. Γρηγόριος Νύσσης : «Ἀρκεῖ γάρ εἰς ἀπόδειξιν τοῦ ἡμετέρου λόγου τό ἔχειν πατρόθεν ἤκουσαν πρός ἠμᾶς τήν παράδοσιν, οἶον τινά κλῆρον δί’ ἀκολουθίας ἐκ τῶν ἀποστόλων διά τῶν ἐφεξῆς ἁγίων παραπεμφθέντα». Τό ἄν δίνουμε σήμερα κάποια ἰδιαίτερη ἔμφαση στό ἑορτολόγιο εἶναι διότι μᾶς ἀναγκάσατε ἐσεῖς, οἱ διασαλεύσαντες τήν Παράδοσιν.
Δυστυχῶς κ. Σημάτη, τόσον ἐσεῖς ὅσον καί προγενέστεροι ὑμῶν ὅπως ὁ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος, ἤ ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἐπελέξατε μίαν στάσιν ὅλως ἀντιφατικήν καί προσπαθεῖτε νά βάλλετε τόν λύκο, τήν κατσίκα καί τό λάχανο μέσα στήν ἴδια βάρκα ἰσχυριζόμενοι ὅτι καί τά τρία θά περάσουν ἀλώβητα στήν ἀπέναντι ὄχθη. Λησμονεῖτε τοῦ Παύλου λέγοντος : «ἐάν ἄδηλον σάλπιγξ φωνήν δῶ, τίς παρασκευάσεται εἰς πόλεμον»; (Α΄ Κόρ. ἴδ΄ 8). Ἐσεῖς ὀνομάζετε τήν ἐορτολογικήν καινοτομίαν «ὁμολογου-μένως ἀντικανονικήν», ἄν δεῖτε μέσα στά γραπτά του π. Ἐπιφανίου θά δεῖτε ὅτι τήν ὀνομάζει «ἀνόητον», «ἀνώφελον», «ἄστοχον», «κάκιστον», «σφάλμα» κλπ.
Και ἐνῶ ἀπό τήν μία μεριά λέτε αὐτά, ἀπό τήν ἄλλη προσπαθεῖτε νά τήν ἐλαχιστοποιήσετε καί νά τήν παρουσιάσετε ὡς κάτι τό «δευτερεῦον», «ἔλασσον», «ἀδιάφορον» κλπ. Ἀλλά αὐτά δέν πᾶνε μαζί. Ἤ τό ἕνα εἶναι ἤ τό ἄλλο. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ταυτόχρονα καί ἀντικανονική καί ἀδιάφορος. Γι’ αὐτό ἔρχεται ὕστερα ὡς καταπέλτης καί ὁ μακάριος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς καί σᾶς λέει : «Τί δέ οὔχ εὐσεβέστερον καί εὐαπολογώτερον ἐστιν ἐν ἀδιαφόροις πράγμασι συμφέρεσθαι τοῖς πατράσι καί πρεσβυτέροις … οὐδέ γάρ μικρά, οὐδέ τά μικρά κατά Βασίλειον, ὅταν βλάβην εἰσφέρει μεγάλην, ἀλλ’ οὐδέ μικρόν σοί τό ταράττειν τήν Ἐκκλησίαν καί ἀνακυκᾶν»!
Μᾶς μέμφεσθε κ. Σημάτη καί πολλοί ἄλλοι μαζί σας ὅτι δίνουμε ἔμφαση στό ἑορτολόγιο ποῦ εἶναι «δευτερεῦον» καί ὄχι στόν οἰκου-μενισμό πού εἶναι … «πρωτεῦον»! Φαίνεται ὅτι δέν ἀντιληφθήκατε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι προϊόν καί ἀπόρροια τῆς δικῆς σας ἐκκλη-σιολογίας καί πρακτικῆς καί ὄχι τῆς δικῆς μας. Ὁ Οἰκουμενισμός ἐκδη-λώνεται στό δικό σας βίωμα καί ὄχι στό δικό μας. Ἐμεῖς μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ οὔτε συμπροσευχόμεθα μέ αἱρετικούς, οὔτε σέ οἰκουμενιστικές ἐκδηλώσεις συμμετάσχουμε, οὔτε ἄρσεις ἀναθεμάτων κάνουμε, οὔτε αἱρετικῶν μυστήρια ἀναγνωρίζουμε καί ἐπικυροποιοῦμε, οὔτε ἀπό οἰκουμενικές ὀργανώσεις χρηματοδοτούμαστε, οὔτε εἴμαστε μέλη αἱρετικῶν ὀργανώσεων. Ὅλα αὐτά συμβαίνουν ἀποκλειστικά στόν δικό σας τόν χῶρο καί ὄχι στόν δικό μας.
Ἀφοῦ δέν κάνουμε τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά πῶς εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἀγγίξη ὁ Οἰκουμενισμός;
Δεκαετίες ὁλόκληρές σας παρακολουθῶ τώρα καί βλέπω ὅτι ἀπό τήν μία φωνάζετε καί ὀρύεσθε κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀρθρογραφεῖτε, ἐκδίδετε βιβλία, κάνετε διαλέξεις, ὀργανώνετε ἀντιοικουμενιστικές συγκεντρώσεις, διαμαρτυρίες καί ἐκδηλώσεις, καί αὐτό ἐπαναλαμβάνω ἐπί δεκαετίες ὁλόκληρες. Ἀπό τήν ἄλλη οἱ ἱεράρχες σᾶς συμπροσεύχονται μετά πάσης φύσεως αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους, ἀκόμη καί μέ Βουντού, Νεοπαγανιστές καί λάτρεις τῆς Ἴσιδος, αἴρετε τά ἀναθέματα τῆς Ἐκκλησίας πού ἀπό τήν φύση τούς εἶναι αἰώνια, προβαίνετε σέ ἀναγνω-ρίσεις μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν κ.λ.π. Καί ἀφοῦ γίνουν ὅλα αὐτά ἐσεῖς πηγαίνετε τήν ἑπομένη Κυριακή στήν Ἐκκλησία καί τούς μνημονεύετε ὡς «ὀρθοτομοῦντας τόν Λόγον τῆς Ἀληθείας», κι ἔτσι ὅλοι βρίσκετε τόν λογαριασμό σας καί εἶστε ὅλοι ἱκανοποιημένοι καί εὐχαριστημένοι, καί αὐτοί πού ἀνοσιουργοῦν καί ἐσεῖς πού φωνασκεῖτε καί διαμαρτύρεσθε κατά τῶν ἀνοσιουργιῶν τους!
Καί ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά περιμένετε ἀπό ἐμᾶς νά κάνουμε σταυροφορία κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Δόξα τῷ Θεῶ, δέν τρελλαθήκαμε ἀκόμη! Δέν θά διαμαρτυρηθοῦμε ἐμεῖς γιά προβλήματα πού ἐσεῖς οἱ ἴδιοι δημιουργεῖτε.
Όπως στρώνετε νά κοιμηθῆτε! Καί ὅλα αὐτά ἐσεῖς τά δικαιολογεῖτε λέγοντας ὅτι εἶναι «σποραδικά» καί δέν ἀποτελοῦν «καθεστώς»! Δέν νομίζετε ὅτι αὐτό πιά εἶναι ὑποκρισία καί ὅτι «Θεός οὐ μυκτηρίζεται»; (Γάλ. ς΄ 7).
Εάν π.χ. ἡ «ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων» τό 1965 δέν εἶναι «καθεστώς» τότε τί εἶναι «καθεστώς»; Ἐάν ἡ ἐπίσημος χορηγία τῶν Μυστηρίων πρός τούς παπικούς τό 1969 ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας δέν εἶναι «καθεστώς» τότε τί εἶναι «καθεστώς»; Ἐάν ἡ συμμετοχή σας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) δέν εἶναι «καθεστώς» τότε τί εἶναι «καθεστώς»; Εάν ἐσεῖς δέν ἤσασταν «Ἰδρυτικά μέλη» τοῦ ΠΣΕ τί θά ἦταν σήμερα τό ΠΣΕ, ἐκτός ἀπό μία συνάθροιση Διαμαρτυρομένων χωρίς καμία διάσταση παγκοσμιότητος ἤ οἰκουμενικότητος; Οὔτε οἱ Παπικοί δέν καταδέχτηκαν ποτέ νά γίνουν μέλη τοῦ ΠΣΕ στήν ἵδρυση τοῦ ὁποίου ἐσεῖς πρωτοστατήσατε ἀπό τό 1948 μέ τό Πατριαρχεῖο Κῶν/πόλεως, τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, καί μέ τό ὁποῖο θά συνεργασθεῖ στενά ὅλη ἡ πλειάς τῶν θεολόγων σᾶς: Ἀγουρίδης, Ἀλιβιζάτος, Βέλλας, Ἰωαννίδης, Καλογήρου, Καρμίρης, Κονιδάρης, Μπρατσιώτης, Νησιώτης, Σιώτης, Τρεμπέλας κλπ. Αλλά ὅλα αὐτά γιά σᾶς εἶναι … «σποραδικά»!!!
Ὅταν στάζη τό ταβάνι τοῦ σπιτιοῦ μας ἀπό τήν βροχή, δέν περιοριζόμαστε στό νά βάλουμε γύψο στό μέρος πού στάζει, γιατί ξέρουμε πολύ καλά ὅτι σέ λίγο θά στάξη ἀπό ἄλλο μέρος. Βγαίνουμε ἔξω στήν βροχή, τόν ἄνεμο καί τήν καταιγίδα, σκαρφαλώνουμε στήν ὀροφή τοῦ σπιτιοῦ καί προσπαθοῦμε νά βροῦμε τό σπασμένο κεραμίδι καί νά τό ἀντικαταστήσουμε. Θεραπεύουμε τήν αἰτία καί ὄχι τά συμπτώματα.
Πολλοί μας μέμφονται καί πολύ δικαίως ὅτι ἐμεῖς οἱ «Παλαιοημερολογίτες» εἴμαστε κατακερματισμένοι «σέ σαράντα κομμάτια»! Ἐμεῖς οἱ «Παλαιοημερολογίτες» δέν εἴμαστε καλύτεροι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ διάβολος μᾶς πολεμεῖ μέ τά ἴδια πάθη, τούς ἴδιους πειρασμούς καί τίς ἴδιες ἁμαρτίες μέ ὅλους τους ἄλλους, ἄν μή καί περισσότερο ὅπως εἶναι φυσικό. Γι’ αὐτό καί δέν προβάλουμε οὔτε τήν ὑποτιθέμενη ἀρετή μας καί τά ἔργα μας στούς ἄλλους, ἀλλά τήν τάξη καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς ὅπως λέει καί ὁ Ἀββάς Ἀγάθων, ἔχουμε ἐπάνω μας ὅλες τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Ἀλλά αἱρετικοί καί σχισματικοί δέν εἴμαστε! Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἶναι Ἁγία καί τό θυσιαστήριό μας ἀμόλυντο.
Ἀλλά ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς ποιός εὐθύνεται γιά τίς παρατάξεις αὐτές καί διαιρέσεις τῶν «Παλαιοημερολογιτῶν»; Ἐάν ἐσεῖς δέν εἴχατε εἰσαγάγει τήν «καινοτομία», πόσοι «Παλαιοημερολογίτες» καί πόσες «Παρατάξεις» θά ὑπῆρχαν σήμερα; Καί τί εἶναι ἄρα γέ προτιμότερο σήμερα; Να μείνουμε «σαράντα κομμάτια» ὅπως εἴμαστε ἤ νά ἑνωθοῦμε κάτω ἀπό τήν ὀμπρέλα τῆς ἀποστασίας ἁπλά καί μόνον γιά νά λέμε ὅτι εἴμαστε «ἑνωμένοι»;
Ἀλλά καί ἕνα ἄλλο σημεῖο. Εμείς οἱ «Παλαιοημερολογίτες» δέν ἔχουμε τήν πολυτέλεια τοῦ «ἑνιαίου μισθολογίου» καί τοῦ «συνταξιο-δοτικοῦ ταμείου» τοῦ κρατικοῦ κορβανά. Ας περιμένουμε νά δοῦμε τήν ἡμέρα πού οἱ κληρικοί σας θά πάψουν νά πληρώνονται ἀπό τό Κράτος καί τότε θά κάνουμε τήν καταμέτρηση πόσες εἶναι οἱ δικές μας παρατάξεις καί πόσες οἱ δικές σας.
Ἐμεῖς ἀκόμη ἔχουμε Ἐπισκόπους καί κληρικούς πού εἶναι μέ τήν τσάπα στό χέρι, γιά νά θρέψουν τόν ἑαυτό τους, νά συντηρήσουν τήν Ἐκκλησία καί νά δώσουν ἐλεημοσύνη στούς ἀναξιοπαθοῦντες, ὅπως λένε οἱ Πατέρες.
Κριτήριον τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κανείς ἄλλος παρά μόνον ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία!
Πολλοί μας λένε νά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν στάση ποῦ τήρησαν γιά τό ἑορτολόγιο ὁ πάπα-Πλανᾶς, ὁ Γέρων Πορφύριος, ὁ Γέρων Παΐσιος, ὁ Μακαριστός Ἰωάννης Μαξιμόβιτς καί ἄλλοι. Ὅπως λέει καί ὁ λαός «τούς καλούς τους καλογέρους ὁ Θεός τούς ξέρει». Ὁ Θεός θά κρίνη τό ἔργο τῶν σεβασμίων τούτων Γερόντων καί ὄχι ἐμεῖς. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ὀπαδοί ἀνθρώπων ἀλλά τοῦ Δεσπότου καί Σωτῆρος Χριστοῦ. Όσα εἶπαν καί ἔπραξαν οἱ σεβάσμιοι τοῦτοι Γέροντες καί εἶναι σύμφωνα μέ τήν Ἐκκλησία ἐμεῖς τά δεχόμεθα ὡς φωνήν τῆς Ἐκκλησίας. Αν τώρα ὡς ἄνθρωποι «σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες» ἔτυχε νά ποῦν ἤ νά κάνουν πράγματα πού δέν εἶναι σύμφωνα μέ τήν Ἐκκλησία, ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τήν Ἐκκλησία.
Κριτήριον τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κανείς ἄλλος παρά μόνον ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία!
Πολλοί λένε ὅτι ἐάν ἡ Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. ἦταν καλύτερα δομημένη θά προσχωροῦσαν σ’αὐτήν. Σέ ὅλους μας ἀρέσει ὅταν φύγουμε ἀπό κάπου νά πᾶμε κάπου πού θά εἶναι πιό ζεστά καί πιό μαλακά. Σέ ὅλους μας ἀρέσει ἡ ἄνεση, ἡ ἀσφάλεια καί ἡ σιγουριά. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι πίστις! Πίστις εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις» (Ἑβρ. ἴα΄ 1).
Ὅταν ὁ Μακαριστός Μητροπολίτης Κιτίου τῶν Γ.Ο.Χ. Ἐπιφάνιος στό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 ἦταν ἀκόμη δόκιμος μοναχός στήν Ἱερά Μονή Σταυροβουνίου, ἔτυχε νά μελετήση τό θέμα τοῦ ἑορτολογίου καί κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ νεοημερολογιτισμός εἶναι καινοτομία. Καίτοι δέν ἤξερε τότε ὅτι ἤδη ὑπάρχουν ἄλλοι «Παλαιοημερολογίτες» στόν κόσμο ἀπεφάσισε νά κόψη τήν μυστηριακή κοινωνία μέ τό Μοναστήρι του καί κατά συνέπεια μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου!.
Ὁ πειρασμός ἦταν τρομερός. Ἕνας νεαρός δόκιμος πού πρίν ἀπ’ ὅλα φοβᾶται τήν πλάνην, πῶς νά εἶναι σίγουρος ὅτι ἐπιλέγοντας νά μείνη μόνος του δέν ἦταν πλανεμένος. Με δάκρυα στά μάτια ζητοῦσε μέρα νύκτα ἀπό τόν Θεό νά τόν προστατέψη ἀπό τήν πλάνη. Από τήν ἄλλη ἤξερε ἀπό τίς Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ὅτι «Κρεῖσον εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ μυριάδες παραβαίνοντες». Τό πρωταρχικό εἶναι νά πιστεύη ὁ ἄνθρωπος ὅτι στό σύμπαν δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο παρά ὁ Θεός καί ἡ συνείδησίς του καί ἀνάλογα νά πορεύεται.
Δέν θά διηγηθῶ ἐδῶ τήν ζωή τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐπιφα-νίου. Θά πῶ μόνον ὅτι ἀναδιοργά-νωσε ἐκ τοῦ μηδενός τήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. Κύπρου, καί ὅταν ἐκοιμήθη τό 2005 ἄφησε πίσω του χιλιάδες πιστῶν πού ἀκολουθοῦσαν τό ὀρθό-δοξο ἑορτολόγιο καί τήν ὅλη παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας πίστευε ὅτι ἀπέμεινε μόνος. Χωρίς ἀνθρώπινο στήριγμα, βοήθεια καί ἀσφάλεια. Μόνος μέ τόν Θεόν του. Όπως ὅμως καί στήν περίπτωση τοῦ προφήτου ὁ Θεός εἶχε χιλιάδες πού δέν εἶχαν κλίνει γόνυ «τή Βάαλ» τῆς καινοτομίας καί τῆς ἀποστασίας.
Περί τό 1972 ἄν θυμᾶμαι καλά ἡ μακαρίας μνήμη Γερόντισσα Εὐγενία εὐρίσκετο στό Κορωπί ὅπου εἶχε ὀργανώσει καί κτίσει τό Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτυχε κι ἐκείνη νά ἐξετάση τό θέμα τοῦ ἑορτολογίου καί κατέληξε στήν πεποίθηση ὅτι ὁ νεοημερολογιτισμός ἀποτελοῦσε καινοτομία.
Ἤξερε ὅτι ὑπῆρχαν «Παλαιοημερολογίτες» καί γνώριζε τίς διαμάχες τῶν παρατάξεών τους. Αὐτό δέν τήν ἐμπόδισε νά σηκωθῆ μία μέρα καί νά ἐγκαταλείψη τό Μοναστήρι της μέ τά ράσα πού φοροῦσε καθώς καί οἱ Ἀδελφές πού τήν ἀκολούθησαν, καί ὅπως ὁ Ἀβραάμ «ἐξῆλθε μή ἐπισταμένη ποῦ ἔρχεται» (Ἑβρ. ἴα’ 8).
Ἄφηνε πίσω της τούς κόπους μιᾶς ζωῆς, ἕναν χῶρο πού τῆς ἐξασφάλιζε ἄνεση καί ἀσφάλεια καί τά ἐγκατέλειψε μή γνωρίζουσα πού ὑπάγει. Καίτοι δέν ἐπῆρε ἀπό τό Μοναστήρι πού ἡ ἴδια ἵδρυσε οὔτε μία βελόνα ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀττικῆς Νικόδημος Γκατζιρούλης, ἔχοντας γιά συνείδηση τόν χωροφύλακα, τῆς ἐκίνησε διωγμό καί δέν τήν ἄφηνε σέ χλωρό κλαρί. Ζήτησε τουλάχιστον νομική προστασία ἀπό τούς «Γ.Ο.Χ.» καί ἐκεῖνοι ἁπλά ἐδήλωσαν ἀδυναμία.
Ὕστερα ἀπό πολλούς κόπους ἵδρυσε στά Κιούρκα κοντά ἕνα νέο Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιωτίσσης. Μία μέρα τήν ἐπισκέφθηκε ἕνας θεολόγος πού ἦταν κατ΄ ἀρχάς μέ τό «παλαιό» καί κατόπιν γύρισε μέ τό νέο. Ἐλπίζοντας νά δικαιωθῆ ὡς πρός τό διάβημά του τῆς ὑπέβαλλε τήν ἑξῆς ἐρώτηση:
- Βρήκατε Γερόντισσα στούς Παλαιοημερολογίτες αὐτό ποῦ ζητούσατε;
Αὐθόρμητα τότε ἡ μακαρία ἐκείνη εὐγενής ὄχι μόνον κατά τό ὄνομα ἀλλά καί κατά τήν ψυχή τοῦ ἀπήντησε :
Ὄχι! Ἀλλά καί ποτέ δέν τό μετανίωσα!
Ὅταν κανείς ἐμπιστεύεται τόν Θεόν περιμένει ἄνεση, ἀσφάλεια καί σιγουριά μόνον ἀπό Αὐτόν. Καί ἡ ἄνεσις θά ἔλθη ἀπό τόν Θεόν ὅποτε καί ὅπως Ἐκεῖνος ξέρει. Οὔτε ἀπό συνόδους, οὔτε ἀπό ἱεραρχίες, οὔτε ἀπό ἐκκλησιαστικές δομές, οὔτε ἀπό τίποτε ἄλλο ἀλλά ἀπό τόν εἰπόντα : «Δεῦτε πρός μέ, πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Μάτ. ἴα΄ 28) Διά νά εἶναι ἡ πίστις μας «οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδέ δί’ ἀνθρώπου ἀλλά διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γάλ. ἅ΄ 1).
Δέν γνωρίζω κ. Σημάτη, ἐάν μέ τήν χειμαρώδη φλυαρία μου σᾶς ἔδωσα νά καταλάβετε κάπως καλύτερα τόν τρόπο τῆς σκέψης μας, ἀλλά εὔχομαι στόν Κύριο ὅπως διά πρεσβειῶν τῆς Ἁγίας Μητρός αὐτοῦ μας φωτίση ὅλους μας, μᾶς δώση μετάνοιαν καί μᾶς ὁδηγήση εἰς τήν ἐπουράνιον αὐτοῦ βασιλείαν καί δόξαν. Γένοιτο!
Μέ ἀγάπην Χριστοῦ,
Ἕνας ἀχρεῖος δοῦλος Β.Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου