Ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος θεσπίζει την συμπροσευχή , όταν μας διαβεβαιοί «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. ΙΗ΄ 20). Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινών την κοινή - εκκλησιαστική προσευχή, υπογραμμίζει μεταξύ άλλων «Η της Εκκλησίας ευχή τον Πέτρον απο των δεσμών έλυσεν, του Παύλου το στόμα ηνἐωξε. Η τούτων ψήφος, ούχ ώς έτυχε, και τους επί τας πνευματικάς αρχάς ερχομένους κατακοσμεί» (PG. 61, 527).
Ο πιστός χριστιανός είναι μέλος του σώματος του Χριστού και όχι χριστιανός καθεαυτόν. Ακόμη και η προσευχή που επιτελείται «έν τώ ταμείω» είναι προσευχή κοινή, αφού την στιγμή εκείνη ο προσευχόμενος απευθύνεται πρός τον κοινόν Πατέρα, ώς μέλος της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η κοινή προσευχή, η συμπροσευχή, προυποθέτει για κάθε προσευχόμενο την ιδιότητα του πιστού μέλους της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ακόμη προυποθέτει την κοινή πίστη πρός τον Ένα Τριαδικό Θεό.
Οι συμπροσευχόμενοι διαλέγονται μετά του Τριαδικού Θεού ώς υιοί Αυτού κατά χάριν. Ο προσευχόμενος κοινωνεί εσωτερικώς μετά της κεφαλής της Εκκλησίας τον Θεάνθρωπο Κύριο, όπως και ο συμπροσευχόμενος σε έναν κοινό διάλογο αληθείας και γνώσεως «εν Αγίω Πνεύματι».
Αυτή η κοινωνία των συμπροσευχόμενων μελών, έχοντας ως περιέχομενο την καθολική αλήθεια της Εκκλησίας, διασπάται όταν ένα ή περισσότερα μέλη αμφισβητούν, αλλοιώνουν ή απορρίπτουν την αποκαλυφθείσα αλήθεια. Και τούτο γιατί η αλήθεια είναι ο τρόπος υπάρξεως της Εκκλησίας, πέρα απο κάθε συμβατική έννοια και σκέψη. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται μέσα απο την Αγία Γραφή και την αυθεντική ερμηνεία της στα Πατερικά συγράμματα και τις αποφάσεις των Συνόδων, οι οποίες έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα μέλη της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό προηγείται της συμπροσευχής η ομολογία πίστεως. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξη συμπροσευχή, εαν δεν προυπάρχη ομοφωνία στην πίστη και στο βίωμα.
Η Εκκλησία είναι ενα Θεανθρώπινο σώμα, μία θανθρώπινη κοινωνία. Τα μέλη της δεν ζούν ατομικιστικά, αλλά σε μία οργανική ενότητα πίστεως και αγάπης, αποδεχόμενα την εκκλησιαστική αλήθεια «Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν» (εκφώνηση Θείας Λειτουργίας). Το μέλος, το οποίο θα αποδεχθή την οποιαδήποτε αίρεση, αποκόπτεται απο την κοινωνία αυτή και κατ΄ αυτόν τον τρόπο δεν έχει την δυνατότητα της συν - προσευχής. Δεν είναι δυνατόν ο μή αποδεχόμενος την αποκαλυφθείσα αλήθεια περί Θεού να συνυπάρξη με τον αποδεχόμενο την προαναφερθείσα αλήθεια σε μιά στάση - προσευχής - ομολογίας της αποδοχής αυτής, πολλώ δέ μάλλον στην ευχαριστιακή κοινωνία εν τή Θεία Λειτουργία.
Η Εκκλησία αντέδρασε στο αλλόκοτο είδος της συμπροσευχής Ορθοδόξου μετά αιρετικού, επισημαίνουσα τα όρια της αλήθειας αφ΄ ενός και αφ΄ ετέρου το ανεπίτρεπτο της εκκλησιαστικής κοινωνίας και συμπροσευχής του Ορθοδόξου μέλους της μετά του αιρετικού. Η αντίδραση αυτλη φανερώνεται και εν ταύτω εκφράζεται μέσα απο τους ιερούς Κανόνες της Αποστολικής Συνόδου, των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και των Τοπικών, οι οποίες έλαβαν οικουμενικό κύρος. «... η Εκκλησία ούτε τις συμπροσευχές, ούτε τις συλλειτουργίες, ούτε τους συνεορτασμούς, ούτε τα συμβούλια, ούτε τις συνεδριάσεις, ούτε τις συνεστιάσεις αναγνωρίζει ως τρόπο θεραπείας και διορθώσεως των αντικανονικοτήτων. Και τούτο αποδεικνύεται και απο το γεγονός, ότι οι κανόνες όχι μόνον δεν προβλέπουν και δεν συνιστούν , αλλά αντιθέτως και απαγορεύουν αυτού του είδους τις ''θεραπείες''». (Π. Μπούμη, Η θεραπεία μιάς αντικανονικότητας (οι συνέπειες της Συλλειτουργίας), Αθήνα 1993, σσ. 5-6).
1. Κατά τους Αποστολικούς Κανόνες
Ο πιστός χριστιανός είναι μέλος του σώματος του Χριστού και όχι χριστιανός καθεαυτόν. Ακόμη και η προσευχή που επιτελείται «έν τώ ταμείω» είναι προσευχή κοινή, αφού την στιγμή εκείνη ο προσευχόμενος απευθύνεται πρός τον κοινόν Πατέρα, ώς μέλος της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η κοινή προσευχή, η συμπροσευχή, προυποθέτει για κάθε προσευχόμενο την ιδιότητα του πιστού μέλους της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ακόμη προυποθέτει την κοινή πίστη πρός τον Ένα Τριαδικό Θεό.
Οι συμπροσευχόμενοι διαλέγονται μετά του Τριαδικού Θεού ώς υιοί Αυτού κατά χάριν. Ο προσευχόμενος κοινωνεί εσωτερικώς μετά της κεφαλής της Εκκλησίας τον Θεάνθρωπο Κύριο, όπως και ο συμπροσευχόμενος σε έναν κοινό διάλογο αληθείας και γνώσεως «εν Αγίω Πνεύματι».
Αυτή η κοινωνία των συμπροσευχόμενων μελών, έχοντας ως περιέχομενο την καθολική αλήθεια της Εκκλησίας, διασπάται όταν ένα ή περισσότερα μέλη αμφισβητούν, αλλοιώνουν ή απορρίπτουν την αποκαλυφθείσα αλήθεια. Και τούτο γιατί η αλήθεια είναι ο τρόπος υπάρξεως της Εκκλησίας, πέρα απο κάθε συμβατική έννοια και σκέψη. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται μέσα απο την Αγία Γραφή και την αυθεντική ερμηνεία της στα Πατερικά συγράμματα και τις αποφάσεις των Συνόδων, οι οποίες έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα μέλη της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό προηγείται της συμπροσευχής η ομολογία πίστεως. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξη συμπροσευχή, εαν δεν προυπάρχη ομοφωνία στην πίστη και στο βίωμα.
Η Εκκλησία είναι ενα Θεανθρώπινο σώμα, μία θανθρώπινη κοινωνία. Τα μέλη της δεν ζούν ατομικιστικά, αλλά σε μία οργανική ενότητα πίστεως και αγάπης, αποδεχόμενα την εκκλησιαστική αλήθεια «Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν» (εκφώνηση Θείας Λειτουργίας). Το μέλος, το οποίο θα αποδεχθή την οποιαδήποτε αίρεση, αποκόπτεται απο την κοινωνία αυτή και κατ΄ αυτόν τον τρόπο δεν έχει την δυνατότητα της συν - προσευχής. Δεν είναι δυνατόν ο μή αποδεχόμενος την αποκαλυφθείσα αλήθεια περί Θεού να συνυπάρξη με τον αποδεχόμενο την προαναφερθείσα αλήθεια σε μιά στάση - προσευχής - ομολογίας της αποδοχής αυτής, πολλώ δέ μάλλον στην ευχαριστιακή κοινωνία εν τή Θεία Λειτουργία.
Η Εκκλησία αντέδρασε στο αλλόκοτο είδος της συμπροσευχής Ορθοδόξου μετά αιρετικού, επισημαίνουσα τα όρια της αλήθειας αφ΄ ενός και αφ΄ ετέρου το ανεπίτρεπτο της εκκλησιαστικής κοινωνίας και συμπροσευχής του Ορθοδόξου μέλους της μετά του αιρετικού. Η αντίδραση αυτλη φανερώνεται και εν ταύτω εκφράζεται μέσα απο τους ιερούς Κανόνες της Αποστολικής Συνόδου, των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και των Τοπικών, οι οποίες έλαβαν οικουμενικό κύρος. «... η Εκκλησία ούτε τις συμπροσευχές, ούτε τις συλλειτουργίες, ούτε τους συνεορτασμούς, ούτε τα συμβούλια, ούτε τις συνεδριάσεις, ούτε τις συνεστιάσεις αναγνωρίζει ως τρόπο θεραπείας και διορθώσεως των αντικανονικοτήτων. Και τούτο αποδεικνύεται και απο το γεγονός, ότι οι κανόνες όχι μόνον δεν προβλέπουν και δεν συνιστούν , αλλά αντιθέτως και απαγορεύουν αυτού του είδους τις ''θεραπείες''». (Π. Μπούμη, Η θεραπεία μιάς αντικανονικότητας (οι συνέπειες της Συλλειτουργίας), Αθήνα 1993, σσ. 5-6).
1. Κατά τους Αποστολικούς Κανόνες
Ο ΜΕ΄ κανόνας των Αγίων Αποστόλων διαλαμβάνει τα εξής «Επίσκοπος,ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω·῝ εί δέ επέτρεψεν αυτοίς, ώς κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω» (Ράλλη - Πότλη, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων...., τ. 2, σελ. 60). Ο κανόνας αυτός διαπραγματεύεται το θέμα της συμπροσευχής και ορίζει απερίφραστα να αφορίζεται - αποκόπτεται απο το σώμα της Εκκλησίας ο κληρικός όλων των βαθμίδων, ο οποίος θα συμπροσευχηθή μετά αιρετικών, χωρίς να καθαιρήται. Εάν, όμως, επιτρέψη στους αιρετικούς να ενεργοποιήσουν την ''ιερατική'' τους ιδιότητα, τότε πρέπει να υφίσταται την καθαίρεση (Βλ. Ιερόν Πηδάλιον, σσ 50-51).
Η συμπροσευχή του κληρικού μετά αιρετικού επιφέρει τον αφορισμό, ακόμη κι αν συμβή εκτός ιερού Ναού και ιεράς Ακολουθίας, βάσει του Ι΄ Αποστολικού κανόνον «Εί τις ακοινωνήτω, κάν έν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., σελ. 14). Εάν, όμως, διενεργηθή συμπροσευχή έν τώ Ναώ, τότε επιβάλλεται η καθαίρεση του δράστου, κατά τον προαναφερθέντα ΜΕ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων. Ο Βαλσάμων στην ερμηνεία του διευκρινίζει «Ενταύθα μή είπεις έν ναώ τον επίσκοπον και τους λοιπούς συνεύξασθαι μετά αιρετικών· οι τοιούτοι γάρ καθαιρεθήσονται κατά τον μστ΄ κανόνα, καθώς και ο επιτρέψας αυτοίς ΄΄ως κληρικοίς ενεργήσαι τι» (Ένθ. ανωτ., σελ. 60).
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω εναργώς συμπεραίνουμε ότι ο Ορθόδοξος κληρικός, παντός βαθμού, συμπροσευχηθείς μετά αιρετικού, αφορίζεται. Εάν η συμπροσευχή συμβή σε χώρο λατρείας (ιερό ναό, ιερά μονή) τότε ο κληρικός καθαιρείται, όπως, επίσης, εάν επιτρέψη στον αιρετικό να λάβη ενεργό μέρος στην λατρεία· «εί δέ επέτρεψεν αυτοίς (τοίς αιρετικοίς) ώς κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω» (Αυτόθι).
Τα μέλη της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας», των Διαμαρτυρομένων και άλλων αιρετικών παραφυάδων πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν κατέρχεται κατά τρόπο τέλειο στα Μυστήρια ή ότι απλώς χορηγεί στους πιστούς ενα συναισθηματικό δεσμό. Τοιουτοτρόπως, με την θεολογική αυτλη θέση τους εξοβελίζουν ουσιαστικά τον κλήρο και τον λαό του Θεού απο τον χώρο των ακτίστων ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος. Με αυτές τις προυποθέσεις πως υπάρχει δυνατότητα συμπροσευχής; Σε ποιόν Θεό απευθύνονται οι συμπροσευχόμενοι και τί το όμοιο και ταυτόσημο επιζητούν; Είναι δυνατόν κατ΄ εκείνη την στιγμή να ταυτισθή η σχετικοποιημένη ευαγγελική αλήθεια των αιρετικών ώς προς το Τριαδικό δόγμα με την απόλυτη τοιαύτη των Ορθοδόξων;
Ο ΜΣΤ΄ Αποστολικός κανόνας αποδεικνύει μέσω του περιεχομένου του την θεολογική αλήθεια περί της μή εγκυρότητος των μυστηρίων των αιρετικών «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον, αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα, ή θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., σελ. 61).
Ο προαναφερθείς Αποστολικός κανόνας ρητώς απαγορεύει την αποδοχή των απο αιρετικούς τελεσθέντων μυστηρίων του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας ως κανονικών μυστηρίων. Εκείνος ο Επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος, ο οποίος ήθελε αποδεχθή τα μυστήρια αυτά ώς έγκυρα και κανονικά, να καθαιρήται. Ο Ζωναράς λέγει τα εξής «Τούς αιρετικούς, και τάς εκείνων τελετάς υπό των Ορθοδόξων βδελύττεσθαι χρή... Εί δέ τις Επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, τον υπ΄ εκείνων (των αιρετικών) βαπτισθέντα δέξοιτο, ή προσαγωγήν τινα παρ΄ εκείνων εις θυσίαν προσαγομένην λάβοι, καθαιρεθήσεται» (Αυτόθι. Βλ. Οσίου Νικοδήμου, Ιερόν Πηδάλιον, σελ. 51).
Και τούτο γιατί η αποδοχή των μυστηρίων των αιρετικών εξαντλεί την αλήθεια στην στατικότητα της υποκειμενικής αγάπης και δεν περνά στην αντικειμενικότητα, εκεί όπου υπάρχει η αγάπη «έν αληθεία». Έτσι με την στάση αποδοχής υπονοείται ότι γίνεται δεκτή η αίρεση, δηλαδή η καθυπόταξη της Βιβλικής και Πατερικής αληθείας στην υποκειμενική και άρα στην αποσπασματική κατανόηση και βίωσή της. Ακόμη, καθίσταται φανερή η προσωπική εκτίμηση των ούτως φρονούντων κληρικών ότι δεν είναι απαραίτητο να αγωνισθούν για την διόρθωση των κακοδοξιών των αιρετικών. Χαρακτηριστικά εξηγεί ο Ζωναράς «ώς υπόνοιαν διδούς, ή τα όμοια εκείνοις φρονείν, ή τέως μή σπεύδειν πρός διόρθωσιν της εκείνων κακοδοξίας» (Αυτόθι). Ο Όσιος Νικόδημος, ερειδόμενος επί του χωρίου του Αποστόλου των Εθνών Παύλου «...είς κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα» (Εφ. Δ΄, 4) και μεταφέροντας την άποψη της εν Καρχηδόνι Συνόδου υπογραμμίζει τα εξής «Εί γάρ φησι, μία είναι η Καθολική Εκκλησία, και έν είναι το αληθές βάπτισμα, πως ημπορεί να είναι αληθές βάπτισμα το των αιρετικών και σχισματικών, εις καιρόν όπου αυτοί δεν είναι μέσα εις την Καθολική Εκκλησίαν, αλλ΄ εξεκόπησαν απο αυτήν διά της αιρέσεως. Εί δέ αληθές είναι το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών, αληθές δέ είναι και το της ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, λοιπόν δεν είναι έν βάπτισμα, καθώς ο Παύλος βοά, αλλά δύο ''όπερ εστιν ατοπώτατον» (Ιερόν Πηδάλιον, ένθ. ανωτ..).
Δεν είναι δυνατόν κατά τον προαναφερθέντα κανόνα να συνυπάρχη το βάπτισμα το Θεανθρώπινο με το βάπτισμα το δαιμονικό. Πως θα δυνηθή να ταυτισθή ο πιστός με τον απίστο; Ή πως θα αποδείξει ο Ορθόδοξος κληρικός ότι τα μυστήρια των αιρετικών είναι άμοιρα χάριτος, όταν τα αποδέχεται; Για τον λόγο αυτό αποφαίνεται ο Αριστηνός «Βάπτισμα και θυσίαν αιρετικών δεξάμενος ιερεύς, ανίερος» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ.).
Η συμπροσευχή και η μυστηριακή κοινωνία συμβαίνουν μέσα στο σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, η οποία δεν είναι νομοκανονική οργάνωση. Σε αντίθεση με τον Παπισμό όπου η προσευχή είναι δυνατόν να υφίσταται ως νομοκανονική σχέση κάθε πιστού με τον Θεό, ακόμη κι αν απουσιάζη η ενότητα πίστεως μεταξύ των μελών. Για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να υπάρξη συμπροσευχή μετά των αποκομμένων μελών απο το σώμα της Εκκλησίας ή μυστηριακή κοινωνία μετ΄ αυτών («Και κατά ταύτα, όχι μόνον η συλλειτουργία και συνιερουργία αλλά και αυτή η είσοδος εις ετεροδόξους ναούς, χάριν προσευχής, απαγορεύεται ''κατ΄ ακρίβειαν''. '''Κατ΄ οικονομίαν'' δέ... επιτρέπεται ή εις ετεροδόξους ναούς ''χάριν προσκυνήσεως'' είσοδος, όχι όμως και το συνεύχεσθαι, πολλώ δέ μάλλον το συνεργείν ή συλλειτουργείν μετά των ετεροδόξων κληρικών», Ιερ. Ί. Κοτσώνη (Αρχ.) Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (Intercommunio), Αθήναις 1957, σελ. 191).
Η συμπροσευχή του κληρικού μετά αιρετικού επιφέρει τον αφορισμό, ακόμη κι αν συμβή εκτός ιερού Ναού και ιεράς Ακολουθίας, βάσει του Ι΄ Αποστολικού κανόνον «Εί τις ακοινωνήτω, κάν έν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., σελ. 14). Εάν, όμως, διενεργηθή συμπροσευχή έν τώ Ναώ, τότε επιβάλλεται η καθαίρεση του δράστου, κατά τον προαναφερθέντα ΜΕ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων. Ο Βαλσάμων στην ερμηνεία του διευκρινίζει «Ενταύθα μή είπεις έν ναώ τον επίσκοπον και τους λοιπούς συνεύξασθαι μετά αιρετικών· οι τοιούτοι γάρ καθαιρεθήσονται κατά τον μστ΄ κανόνα, καθώς και ο επιτρέψας αυτοίς ΄΄ως κληρικοίς ενεργήσαι τι» (Ένθ. ανωτ., σελ. 60).
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω εναργώς συμπεραίνουμε ότι ο Ορθόδοξος κληρικός, παντός βαθμού, συμπροσευχηθείς μετά αιρετικού, αφορίζεται. Εάν η συμπροσευχή συμβή σε χώρο λατρείας (ιερό ναό, ιερά μονή) τότε ο κληρικός καθαιρείται, όπως, επίσης, εάν επιτρέψη στον αιρετικό να λάβη ενεργό μέρος στην λατρεία· «εί δέ επέτρεψεν αυτοίς (τοίς αιρετικοίς) ώς κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω» (Αυτόθι).
Τα μέλη της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας», των Διαμαρτυρομένων και άλλων αιρετικών παραφυάδων πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν κατέρχεται κατά τρόπο τέλειο στα Μυστήρια ή ότι απλώς χορηγεί στους πιστούς ενα συναισθηματικό δεσμό. Τοιουτοτρόπως, με την θεολογική αυτλη θέση τους εξοβελίζουν ουσιαστικά τον κλήρο και τον λαό του Θεού απο τον χώρο των ακτίστων ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος. Με αυτές τις προυποθέσεις πως υπάρχει δυνατότητα συμπροσευχής; Σε ποιόν Θεό απευθύνονται οι συμπροσευχόμενοι και τί το όμοιο και ταυτόσημο επιζητούν; Είναι δυνατόν κατ΄ εκείνη την στιγμή να ταυτισθή η σχετικοποιημένη ευαγγελική αλήθεια των αιρετικών ώς προς το Τριαδικό δόγμα με την απόλυτη τοιαύτη των Ορθοδόξων;
Ο ΜΣΤ΄ Αποστολικός κανόνας αποδεικνύει μέσω του περιεχομένου του την θεολογική αλήθεια περί της μή εγκυρότητος των μυστηρίων των αιρετικών «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον, αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα, ή θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., σελ. 61).
Ο προαναφερθείς Αποστολικός κανόνας ρητώς απαγορεύει την αποδοχή των απο αιρετικούς τελεσθέντων μυστηρίων του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας ως κανονικών μυστηρίων. Εκείνος ο Επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος, ο οποίος ήθελε αποδεχθή τα μυστήρια αυτά ώς έγκυρα και κανονικά, να καθαιρήται. Ο Ζωναράς λέγει τα εξής «Τούς αιρετικούς, και τάς εκείνων τελετάς υπό των Ορθοδόξων βδελύττεσθαι χρή... Εί δέ τις Επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, τον υπ΄ εκείνων (των αιρετικών) βαπτισθέντα δέξοιτο, ή προσαγωγήν τινα παρ΄ εκείνων εις θυσίαν προσαγομένην λάβοι, καθαιρεθήσεται» (Αυτόθι. Βλ. Οσίου Νικοδήμου, Ιερόν Πηδάλιον, σελ. 51).
Και τούτο γιατί η αποδοχή των μυστηρίων των αιρετικών εξαντλεί την αλήθεια στην στατικότητα της υποκειμενικής αγάπης και δεν περνά στην αντικειμενικότητα, εκεί όπου υπάρχει η αγάπη «έν αληθεία». Έτσι με την στάση αποδοχής υπονοείται ότι γίνεται δεκτή η αίρεση, δηλαδή η καθυπόταξη της Βιβλικής και Πατερικής αληθείας στην υποκειμενική και άρα στην αποσπασματική κατανόηση και βίωσή της. Ακόμη, καθίσταται φανερή η προσωπική εκτίμηση των ούτως φρονούντων κληρικών ότι δεν είναι απαραίτητο να αγωνισθούν για την διόρθωση των κακοδοξιών των αιρετικών. Χαρακτηριστικά εξηγεί ο Ζωναράς «ώς υπόνοιαν διδούς, ή τα όμοια εκείνοις φρονείν, ή τέως μή σπεύδειν πρός διόρθωσιν της εκείνων κακοδοξίας» (Αυτόθι). Ο Όσιος Νικόδημος, ερειδόμενος επί του χωρίου του Αποστόλου των Εθνών Παύλου «...είς κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα» (Εφ. Δ΄, 4) και μεταφέροντας την άποψη της εν Καρχηδόνι Συνόδου υπογραμμίζει τα εξής «Εί γάρ φησι, μία είναι η Καθολική Εκκλησία, και έν είναι το αληθές βάπτισμα, πως ημπορεί να είναι αληθές βάπτισμα το των αιρετικών και σχισματικών, εις καιρόν όπου αυτοί δεν είναι μέσα εις την Καθολική Εκκλησίαν, αλλ΄ εξεκόπησαν απο αυτήν διά της αιρέσεως. Εί δέ αληθές είναι το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών, αληθές δέ είναι και το της ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, λοιπόν δεν είναι έν βάπτισμα, καθώς ο Παύλος βοά, αλλά δύο ''όπερ εστιν ατοπώτατον» (Ιερόν Πηδάλιον, ένθ. ανωτ..).
Δεν είναι δυνατόν κατά τον προαναφερθέντα κανόνα να συνυπάρχη το βάπτισμα το Θεανθρώπινο με το βάπτισμα το δαιμονικό. Πως θα δυνηθή να ταυτισθή ο πιστός με τον απίστο; Ή πως θα αποδείξει ο Ορθόδοξος κληρικός ότι τα μυστήρια των αιρετικών είναι άμοιρα χάριτος, όταν τα αποδέχεται; Για τον λόγο αυτό αποφαίνεται ο Αριστηνός «Βάπτισμα και θυσίαν αιρετικών δεξάμενος ιερεύς, ανίερος» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ.).
Η συμπροσευχή και η μυστηριακή κοινωνία συμβαίνουν μέσα στο σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, η οποία δεν είναι νομοκανονική οργάνωση. Σε αντίθεση με τον Παπισμό όπου η προσευχή είναι δυνατόν να υφίσταται ως νομοκανονική σχέση κάθε πιστού με τον Θεό, ακόμη κι αν απουσιάζη η ενότητα πίστεως μεταξύ των μελών. Για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να υπάρξη συμπροσευχή μετά των αποκομμένων μελών απο το σώμα της Εκκλησίας ή μυστηριακή κοινωνία μετ΄ αυτών («Και κατά ταύτα, όχι μόνον η συλλειτουργία και συνιερουργία αλλά και αυτή η είσοδος εις ετεροδόξους ναούς, χάριν προσευχής, απαγορεύεται ''κατ΄ ακρίβειαν''. '''Κατ΄ οικονομίαν'' δέ... επιτρέπεται ή εις ετεροδόξους ναούς ''χάριν προσκυνήσεως'' είσοδος, όχι όμως και το συνεύχεσθαι, πολλώ δέ μάλλον το συνεργείν ή συλλειτουργείν μετά των ετεροδόξων κληρικών», Ιερ. Ί. Κοτσώνη (Αρχ.) Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (Intercommunio), Αθήναις 1957, σελ. 191).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου