ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΘΑ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ θέρους. Τὴν περίοδον αὐτὴν ἐπέλεξεν ὁ Πάπας, διὰ νὰ ἀπευθύνη μηνύματα πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους. Καὶ τὰ μηνύματα εἶναι πολλὰ καὶ συγκλονιστικά. Τὰ ἀποστέλλει διὰ τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ ὑπευθύνου τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν» Καρδιναλλίου Βάλτερ Κάσπερ ὑπὸ ἑνὸς σκληροπυρηνικοῦ διδασκάλου τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἰδικευμένου εἰς θέματα ἀφορῶντα τὸν θεολογικὸν διάλογον Ὀρθοδόξων–Παπικῶν καὶ εἰς θέματα ἀφορῶντα τὸν Ἑβραϊσμόν.Ὁ ἀντικαταστάτης τοῦ Καρδιναλίου Βάλτερ Κάσπερ «ἐπίσκοπος» τῆς Βασιλείας τῆς Ἑλβετίας κ. Κούρτ Κόχ, ὁ ὁποῖος προεβιβάσθη εἰς «Ἀρχιεπίσκοπον» ἔχει θεοποιήσει τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ ὅλας τὰς ἀποφάσεις τῆς Β´ Βατικανίου Συνόδου, ἡ ὁποία διεκήρυξεν (1964–1965) ὅτι μὲ σημαίαν τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ τὴν διπλωματίαν τῆς «ἀγάπης» θὰ προχωρήση εἰς τὴν μεγάλην προσπάθειαν διὰ τὴνἝνωσιν τῶν «Ἐκκλησιῶν», ἄνευ παραιτήσεως τοῦ Παπισμοῦ ἐκ τῶν αἱρέσεων τοῦ Φιλιόκβε, τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα (ἐπίγειος θεὸς) καὶ τοῦ Πρωτείου. Ἡ τοποθέτησις τοῦ Κοὺρτ Κὸχ εἰς τὴν σημαντικὴν αὐτὴν θέσιν τοῦ Βατικανοῦ γίνεται εἰς μίαν περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι, ἀλλὰ καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης χαρακτηρίζουν τὸ Βατικανὸν ἀδελφὴ Ἐκκλησία μετὰ τῆς ὁποίας ὑπῆρξε διαίρεσις. Δὲν ὁμιλοῦν διὰ αἵρεσιν, ἀλλὰ διὰ κανονικὴν Ἐκκλησίαν, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡμίλουν περὶ αἱρέσεως.
Συμβαίνει δὲ τὰς ἀπόψεις αὐτὰς νὰ καταθέτουν δημοσίως καὶ Ἱεράρχαι τῆς ἙλλαδικῆςἘκκλησίας, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς τὸν διάλογον Ὀρθοδόξων – Παπικῶν. Δὲν ὁμιλοῦμεν διὰ τὸν Μητροπολίτην Περγάμου, ὁ ὁποῖος στερεῖται Ποιμνίου, ἔχει πρωταγωνιστικὸν ρόλον εἰς τοὺς διαλόγους μετὰ τῶν ἑτεροδόξων καὶ ἀποτελεῖ τὴν «χαρὰν» τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν Παπικῶν εἰς τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ διὰ Ἱεράρχας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ πιστὸς λαὸς ἔχει ἀποδείξει τόσον μὲ τὴν στάσιν του ὅσον καὶ μὲ τὸν θερμὸν ἐναγκαλισμὸν τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως» ὅτι δὲν ἐμπιστεύεται τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τοὺς διαλόγους. Ὁ πιστὸς λαὸς εἶναι πολλαπλασίως περισσότερον ἀνήσυχος μετὰ τὸν διορισμὸν τοῦ Κοὺρτ Κὸχ εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὑπευθύνου τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἑνότητα τῶν «ἐκκλησιῶν». Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀφείλει νὰ ἀφουγκρασθῆ τὴν ἀνησυχίαν τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ νὰ τὸ ἀποδείξη ἐμπράκτως μὲ ἐνεργείας καὶ ἀποφάσεις, αἱ ὁποῖαι θὰ καθησυχάζουν τὸν λαόν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔντιμον κλῆρον. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ὀφείλει, ἐν ὄψει τοῦ ἐπικειμένου θεολογικοῦ Διαλόγου διὰ τὸ πρωτεῖον τοῦ Πάπα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐν γένει θεολογικοὺς διαλόγους μετὰ τῶν Παπικῶν, νὰ καθορίση τὸ πλαίσιον τοῦ Διαλόγου καὶ νὰ θέση «κόκκινας γραμμάς» εἰς αὐτόν. Δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ Ἱεράρχαι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ αὐτοσχεδιάζουν εἰς τοὺς Διαλόγους ἢ νὰ συνταυτίζωνται μὲ θέσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Φαναρίου, αἱ ὁποῖαι προκαλοῦν ἀντιδράσεις Ἱεραρχῶν, Κληρικῶν, Ἱερομονάχων, Θεολόγων καὶ τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπενθυμίζομεν ὅτι τὸν καθορισμὸν Πλαισίου, ὑπὸ τῆς Ἱεραρχίας, εἰς τὸν Διάλογον εἶχον ζητήσει Μητροπολῖται (καὶ τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) ὅταν ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρὸς Χριστόδουλος εἶχεν ἀνατρέψει τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας καὶ μὲ ἀπόφασιν τῆς ΔΙΣ εἶχε μεταβῆ, ἕξ μῆνας πρὸ τῆς ἀσθενείας του, εἰς τὸ Βατικανόν. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ὀφείλει, ἐπίσης, νὰ ἀντικαταστήση τὴν παροῦσαν ἀντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τοὺς θεολογικοὺς Διαλόγους, διότι κάποια μέλη της ἔχουν κλονίσει τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ Ἱεραρχῶν. Ὡς ἐκ τούτου τοιαῦτα πρόσωπα δὲν δύνανται νὰ ἐκπροσωποῦν τὴν Ἐκκλησίαν. Αὐτὰ τὰ πρόσωπα τῶν Μητροπολιτῶν ἠμπορεῖ νὰ ἱκανοποιοῦν μὲ τὰς θέσεις καὶ τὰς δηλώσεις των τὸ Φανάρι ἢ τοὺς Παπικούς, ἀλλὰ προκαλοῦν τὴν ἀντίδρασιν Ἱεραρχῶν, κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν τὰς
καλυτέρας τῶν προθέσεων καὶ νὰ ἔχουν παρεξηγηθῆ ἀπὸ τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον ἀπαντοῦν ἐπὶ διαφόρων Ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Ἔχουν κλονίσει ὅμως τὴν ἐμπιστοσύνην κλήρου καὶ λαοῦ καὶ πρέπει νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ ἄλλα μέλη τῆς Ἱεραρχίας, τὰ ὁποῖα ἔχουν γενναῖον Ὀρθόδοξον φρόνημα (ἀνεξαρτήτως ἐὰν δὲν ὡμίλουν περὶ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δημοσίως), ἔχουν ἀκεραίαν τὴν Πίστιν, γνωρίζουν τὰς μεθοδεύσεις, τὰς πανουργίας καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν Παπικῶν, δοξάζουν τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας σεβόμενοι καὶ ἐφαρμόζοντες τὰς παρακαταθήκας των ἔναντι τῶν πλανεμένων Χριστιανῶν καὶ ἔχουν βαθεῖαν θεολογικὴν γνῶσιν περὶ τοῦ σχίσματος καὶ τῶν Παπικῶν. Εἰς τὴν ἀντιπροσωπείαν τῶν θεολογικῶν διαλόγων (Δι᾽ ἡμᾶς δὲν ἔπρεπε νὰ γίνωνται, ἀφοῦ οἱ Παπικοὶ εἶναι ἀμετανόητοι εἰς τὴν αἵρεσιν καὶ ἀμετακίνητοι εἰς τὰς θέσεις των) δὲν πρέπει νὰ συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι εἰς θέματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι σημαιοφόροι τοῦ νέου ὑπευθύνου τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν «ἐκκλησιῶν».
Ὅταν εἰς τὴν μεικτὴν ἐπιτροπὴν τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου Παπικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι συναγωνίζωνται νὰ ἀποδείξουν ποῖος εἶναι «Βασιλικώτερος τοῦ Πάπα καὶ τῆς Β´ Βατικανίου Συνόδου» τότε γνωρίζομεν ὅτι τὰ ἀποτελέσματα θὰ εἶναι εἰς Βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅταν ὁ νέος ὑπεύθυνος τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἀπευθύνη «θερμὸν ἀγωνιστικὸν χαιρετισμὸν» εἰς τὴν Ἑλληνορθόδοξον ἀντιπροσωπείαν τοῦ Διαλόγου καὶ ὁμιλεῖ πολὺ κολακευτικῶς διὰ τὸ Οἰκουμενιστικὸν φρόνημα κάποιων διακεκριμένων μελῶν της, τότε ὁ κλονισμὸς τῆς ἐμπιστοσύνης πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον ἀντιπροσωπείαν μεγαλώνει καὶ ἡ διαμορφωθεῖσα ἄποψις περὶ προδοσίας τῆς Πίστεως ἑδραιώνεται. Τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας ἀπεδέχθησαν τὸν κολακευτικὸν λόγον τοῦ «ἐκλαμπροτάτου ἀρχιεπισκόπου» τοῦ Βατικανοῦ καὶ δὲν τοῦ ἀπήντησαν.
Ὅπως δὲν ἐσχολίασαν καὶ μίαν συνέντευξιν τοῦ «ἐκλαμπροτάτου ἀρχιεπισκόπου», συμφώνως μὲ τὴν ὁποίαν οὐσιαστικὴ «κεφαλὴ» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὅταν ὅλοι γνωρίζωμεν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν κεφαλὴ τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ . Διὰ αὐτὸ καλοῦμεν τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας εἰς ἀφύπνησιν, ἐγρήγορσιν καὶ εἰς τὴν χάραξιν στρατηγικῆς ἔναντι τοῦ Βατικανοῦ.
Συμβαίνει δὲ τὰς ἀπόψεις αὐτὰς νὰ καταθέτουν δημοσίως καὶ Ἱεράρχαι τῆς ἙλλαδικῆςἘκκλησίας, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς τὸν διάλογον Ὀρθοδόξων – Παπικῶν. Δὲν ὁμιλοῦμεν διὰ τὸν Μητροπολίτην Περγάμου, ὁ ὁποῖος στερεῖται Ποιμνίου, ἔχει πρωταγωνιστικὸν ρόλον εἰς τοὺς διαλόγους μετὰ τῶν ἑτεροδόξων καὶ ἀποτελεῖ τὴν «χαρὰν» τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν Παπικῶν εἰς τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ διὰ Ἱεράρχας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ πιστὸς λαὸς ἔχει ἀποδείξει τόσον μὲ τὴν στάσιν του ὅσον καὶ μὲ τὸν θερμὸν ἐναγκαλισμὸν τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως» ὅτι δὲν ἐμπιστεύεται τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τοὺς διαλόγους. Ὁ πιστὸς λαὸς εἶναι πολλαπλασίως περισσότερον ἀνήσυχος μετὰ τὸν διορισμὸν τοῦ Κοὺρτ Κὸχ εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὑπευθύνου τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἑνότητα τῶν «ἐκκλησιῶν». Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀφείλει νὰ ἀφουγκρασθῆ τὴν ἀνησυχίαν τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ νὰ τὸ ἀποδείξη ἐμπράκτως μὲ ἐνεργείας καὶ ἀποφάσεις, αἱ ὁποῖαι θὰ καθησυχάζουν τὸν λαόν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔντιμον κλῆρον. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ὀφείλει, ἐν ὄψει τοῦ ἐπικειμένου θεολογικοῦ Διαλόγου διὰ τὸ πρωτεῖον τοῦ Πάπα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐν γένει θεολογικοὺς διαλόγους μετὰ τῶν Παπικῶν, νὰ καθορίση τὸ πλαίσιον τοῦ Διαλόγου καὶ νὰ θέση «κόκκινας γραμμάς» εἰς αὐτόν. Δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ Ἱεράρχαι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ αὐτοσχεδιάζουν εἰς τοὺς Διαλόγους ἢ νὰ συνταυτίζωνται μὲ θέσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Φαναρίου, αἱ ὁποῖαι προκαλοῦν ἀντιδράσεις Ἱεραρχῶν, Κληρικῶν, Ἱερομονάχων, Θεολόγων καὶ τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπενθυμίζομεν ὅτι τὸν καθορισμὸν Πλαισίου, ὑπὸ τῆς Ἱεραρχίας, εἰς τὸν Διάλογον εἶχον ζητήσει Μητροπολῖται (καὶ τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) ὅταν ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρὸς Χριστόδουλος εἶχεν ἀνατρέψει τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας καὶ μὲ ἀπόφασιν τῆς ΔΙΣ εἶχε μεταβῆ, ἕξ μῆνας πρὸ τῆς ἀσθενείας του, εἰς τὸ Βατικανόν. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ὀφείλει, ἐπίσης, νὰ ἀντικαταστήση τὴν παροῦσαν ἀντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τοὺς θεολογικοὺς Διαλόγους, διότι κάποια μέλη της ἔχουν κλονίσει τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ Ἱεραρχῶν. Ὡς ἐκ τούτου τοιαῦτα πρόσωπα δὲν δύνανται νὰ ἐκπροσωποῦν τὴν Ἐκκλησίαν. Αὐτὰ τὰ πρόσωπα τῶν Μητροπολιτῶν ἠμπορεῖ νὰ ἱκανοποιοῦν μὲ τὰς θέσεις καὶ τὰς δηλώσεις των τὸ Φανάρι ἢ τοὺς Παπικούς, ἀλλὰ προκαλοῦν τὴν ἀντίδρασιν Ἱεραρχῶν, κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν τὰς
καλυτέρας τῶν προθέσεων καὶ νὰ ἔχουν παρεξηγηθῆ ἀπὸ τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον ἀπαντοῦν ἐπὶ διαφόρων Ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Ἔχουν κλονίσει ὅμως τὴν ἐμπιστοσύνην κλήρου καὶ λαοῦ καὶ πρέπει νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ ἄλλα μέλη τῆς Ἱεραρχίας, τὰ ὁποῖα ἔχουν γενναῖον Ὀρθόδοξον φρόνημα (ἀνεξαρτήτως ἐὰν δὲν ὡμίλουν περὶ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δημοσίως), ἔχουν ἀκεραίαν τὴν Πίστιν, γνωρίζουν τὰς μεθοδεύσεις, τὰς πανουργίας καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν Παπικῶν, δοξάζουν τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας σεβόμενοι καὶ ἐφαρμόζοντες τὰς παρακαταθήκας των ἔναντι τῶν πλανεμένων Χριστιανῶν καὶ ἔχουν βαθεῖαν θεολογικὴν γνῶσιν περὶ τοῦ σχίσματος καὶ τῶν Παπικῶν. Εἰς τὴν ἀντιπροσωπείαν τῶν θεολογικῶν διαλόγων (Δι᾽ ἡμᾶς δὲν ἔπρεπε νὰ γίνωνται, ἀφοῦ οἱ Παπικοὶ εἶναι ἀμετανόητοι εἰς τὴν αἵρεσιν καὶ ἀμετακίνητοι εἰς τὰς θέσεις των) δὲν πρέπει νὰ συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι εἰς θέματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι σημαιοφόροι τοῦ νέου ὑπευθύνου τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν «ἐκκλησιῶν».
Ὅταν εἰς τὴν μεικτὴν ἐπιτροπὴν τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου Παπικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι συναγωνίζωνται νὰ ἀποδείξουν ποῖος εἶναι «Βασιλικώτερος τοῦ Πάπα καὶ τῆς Β´ Βατικανίου Συνόδου» τότε γνωρίζομεν ὅτι τὰ ἀποτελέσματα θὰ εἶναι εἰς Βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅταν ὁ νέος ὑπεύθυνος τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἀπευθύνη «θερμὸν ἀγωνιστικὸν χαιρετισμὸν» εἰς τὴν Ἑλληνορθόδοξον ἀντιπροσωπείαν τοῦ Διαλόγου καὶ ὁμιλεῖ πολὺ κολακευτικῶς διὰ τὸ Οἰκουμενιστικὸν φρόνημα κάποιων διακεκριμένων μελῶν της, τότε ὁ κλονισμὸς τῆς ἐμπιστοσύνης πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον ἀντιπροσωπείαν μεγαλώνει καὶ ἡ διαμορφωθεῖσα ἄποψις περὶ προδοσίας τῆς Πίστεως ἑδραιώνεται. Τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας ἀπεδέχθησαν τὸν κολακευτικὸν λόγον τοῦ «ἐκλαμπροτάτου ἀρχιεπισκόπου» τοῦ Βατικανοῦ καὶ δὲν τοῦ ἀπήντησαν.
Ὅπως δὲν ἐσχολίασαν καὶ μίαν συνέντευξιν τοῦ «ἐκλαμπροτάτου ἀρχιεπισκόπου», συμφώνως μὲ τὴν ὁποίαν οὐσιαστικὴ «κεφαλὴ» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὅταν ὅλοι γνωρίζωμεν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν κεφαλὴ τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ . Διὰ αὐτὸ καλοῦμεν τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας εἰς ἀφύπνησιν, ἐγρήγορσιν καὶ εἰς τὴν χάραξιν στρατηγικῆς ἔναντι τοῦ Βατικανοῦ.
Γ. Ζερβὸς
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ. ΦΥΛ. 1841
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου