ΚΑΤΑΚΡΙΣΙΣ ΥΠΟ ΤΗΣ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ο επαίσχυντος θρίαμβος των Μονοφυσιτών διά της έν Εφέσω Ληστρικής Συνόδου και του προστάτου της αιρέσεως του Διοσκόρου, όστις, όχι μόνον τον Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανόν και τον Δορυλαίου Ευσέβιον καθήρεσεν αδίκως, αλλά και τον <<Λέοντα Ρώμης, αντιδρώντα κατά της έν Εφέσω Συνόδου, ανεθεμάτισεν αξιώσας παρά του βασιλέως και την εξορίαν αυτού, δεν διήρκεσεν επί μακρόν. Διότι την 28 Ιουλίου 450 ο Βασιλεύς Θεοδόσιος Β΄ πεσών έκ του ίππου εφονεύθη>>, την δέ <<αρχήν κατέλαβεν η ευσεβής αδελφή >> τούτου <<Πουλχερία, συζευχθείσα τον Μαρκιανόν. Πρώτον δέ έργον αυτής υπήρξεν η αποκατάστασις της μνήμης του Αγίου Φλαβιανού και ή είς Κωνσταντινούπολιν ανακομιδή των λειψάνων αυτού ώς ''Μάρτυρος της πίστεως''>>. Ακολούθως, <<πεισθείς ο Βασιλεύς Μαρκιανός είς τάς πανταχόθεν υποδείξεις της Εκκλησίας, συνεκάλεσεν την Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον τή 17 Μαίου 451 διά την 1 Σεπτεμβρίου του έτους εκείνου έν Νικαία. Αλλά κατόπιν ωρίσθη η Χαλκηδών ώς τόπος συνελεύσεως αυτής και χρόνος η 8 Νοεμβρίου 451>> ( Χ. Παπαδοπούλου, Ι.Ε. ΑΛ. σ. 397-398).
Η Δ΄Οικουμενική Σύνοδος, γράφει ο Μ. Φώτιος, συνεκλήθη απο <<τον έν βασιλεύσιν ευσεβέστατον Μαρκιανόν>> (450-457) <<είς την Χαλκηδόνα, πόλιν Βιθυνίας ούσαν επίσημον>>, και συνεκροτήθη Πατράσιν, <<έν τριάκοντα δέ και εξακοσίοις τον αριθμόν>><<οίτινες Ευτυχή τε τον δυστυχή και τον προασπιστήν αυτού, τον αλαζόνα Διόσκορον>> καθήρεσαν και ανεθεμάτισαν μετά της εαυτών αιρέσεως. Ούτως, οι δυσσεβείς ούτοι αιρεσιάρχαι, <<οι των χριστομάχων>> μονοφυσιτικών <<δογμάτων εισηγηταί, αξίαν την δίκην δεδωκότες, αφηρέθησαν τε της Ιερωσύνης και απο πάσης της Εκκλησίας γεγόνασιν ΑΝΑΘΕΜΑ, συναπελαθείσης αυτοίς και της χριστομάχου αιρέσεως. Το δέ ορθόν και απαράτρωτον (αβλαβές) της Ορθοδοξίας φρόνημα έτι μάλλον ταίς γραφικαίς τε και πατρικαίς μαρτυρίαις ανεκηρύχθη και διέλαμψεν. Ένα τον Χριστόν, ήτοι μίαν αυτού την υπόστασιν, και δύο τάς φύσεις, θεότητα τε και ανθρωπότητα, ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενθεωρουμένας, των τρισμακαρίστων Αρχιερέων περιφανώς θεολογησάντων και παραδεδωκότων αδιστάκτως ομολογείν και κηρύσσειν είς πάντα της οικουμένης τα πέρατα>>. Και ότι θαύματα και πάντα <<τα μέν θεοπρεπώς, τα δέ ανθρωποπρεπώς ο αυτός Χριστός ο αληθινός Θεός ημών επιτελέσας και διαπραξάμενος, μίαν μέν αυτού και ενιαίαν την υπόστασιν, δύο δέ και διαφερούσας τάς φύσεις, έν ασυγχύτω ενώσει, σαφώς τε και αναντιρρήτω λόγω παρέστησε και επιστώσατο>> η Αγία αύτη Σύνοδος ( Μ. Φωτίου, P.G. 102, 641-644), διά των δέκα τεσσάρων πράξεων αυτής ή και διά των δέκα πέντε τοιούτων, μάλιστα διά του δογματικού αυτής Όρου.
Ο ΟΡΟΣ ΤΗΣ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ο δογματικός Όρος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου είναι καρπός της έν Χριστώ σωτηρίας, ώς και πάντες οι Όροι των επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, και θεία αλήθεια <<ταίς γραφικαίς τε και πατρικαίς μαρτυρίας>> (Μ. Φωτίου, αυτόθι) αποδεδειγμένη, προσέτι δε και θαύμασιν βεβαιωμένη, ώς το της Αγίας Ευφημίας. Επειδή αντέλεγον οι αιρετικοί, οι της Συνόδου, γράφει ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ (1669-1707), <<ήνοιξαν την λάρνακα της Αγίας Ευφημίας και έθηκαν αυτόν ( τον Όρον) επί του λειψάνου αυτής, έβαλον δε ομού και τον τόμον των αιρετικών, είτα έκλεισαν την λάρνακαν και εσφράγισαν αυτήν οι έγκριτοι της Συνόδου και ο Βασιλεύς και η Σύγκλητος, έπειτα εδέοντο μετά ύμνων και δακρύων και στάσεων παννυχίων του Θεού, ίνα αποκαλύψη αυτοίς το ορθόδοξον. Ανοίξαντες δε το μνήμα, εύρον τον μέν τόμον των αιρετικών είς τους πόδας της Αγίας ερριμμένον, τον δέ Όρον των Αγίων Πατέρων κρατούμενον υπό της δεξιάς αυτής χειρός, όν, απλώσασα την χείρα αυτής η Αγία, έδωκε τώ Βασιλεί και τή Συνόδω, είς δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος>> (Δοσιθέου Ιεροσολύμων, <<Δωδεκάβιβλος>> Β΄, 365-357).
<<Ὀρος της έν Χαλκηδόνι Συνόδου>>. <<Ο Κύριος ημών και Σωτήρ Ιησούς Χριστός, της πίστεως την γνώσιν τοίς Μαθηταίς βεβαιών, έφη· ειρήνην την εμήν αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ώστε μηδένα πρός τον πλησίον διαφωνείν έν τοίς δόγμασιν της ευσεβείας, αλλ' επίσης άπασι το της αληθείας επιδείκνυσθαι κήρυγμα. Επειδή δε ού παύεται διά των εαυτού ζιζανίων ο πονηρός τοίς της ευσεβείας επιφυόμενος σπέρμασι και τι καινόν κατά της αληθείας εφευρίσκων αεί, διά τούτο ο Δεσπότης, προνοούμενος του ανθρωπίνου γένους, τον ευσεβή τούτον και πιστότατον πρός ζήλον ανέστησε Βασιλέα και τους απανταχή της Ιερωσύνης πρός εαυτόν αρχηγούς συνεκάλεσεν· ώστε, της Χάριτος του πάντων ημών Δεσπότου Χριστού ενεργούσης, πάσαν μέν του ψεύδους των του Χριστού προβάτων αποσείσασθαι λύμην (ρύπον, βλάβην, φθοράν και όλεθρον), τοίς δέ της αληθείας αυτού καταπιαίνειν βλαστήμασιν. Ό δή και πεποιήκαμεν, κοινή ψήφω τα της πλάνης απελάσαντες δόγματα, την δέ απλανή των Πατέρων ανανεωσάμενοι πίστιν, το των τριακοσίων δεκαοκτώ Σύμβολον τοίς πάσι κηρύξαντες και ώς οικείους τους τούτο το Σύνθεμα (Σύμβολον της Πίστεως) της ευσεβείας δεξαμένους Πατέρας επιγραψάμενοι, οίπερ εισίν οι μετά ταύτα έν τή μεγάλη Κωνσταντινουπόλει συνελθόντες ρν΄ (150), και αυτοί την αυτήν επισφραγισάμενοι πίστιν. Ορίζομεν τοίνυν, την τάξιν και τους περί της πίστεως άπαντας τύπους φυλάττοντες και ημείς της κατ΄ Έφεσον πάλαι γεγενημένης Αγίας Συνόδου, ής ηγεμόνες οι αγιώτατοι την μνήμην Κελεστίνος ο της Ρωμαίων και Κύριλλος ο της Αλεξανδρέων ετύγχανον, προλάμπειν μέν της ορθής και αμωμήτου πίστεως την έκθεσιν των τιη΄ (318) Αγίων και μακαρίων Πατέρων των έν Νικαία επί του της ευσεβούς μνήμης Κωνσταντίνου του γενομένου Βασιλέως συναχθέντων· κρατείν δέ και τα παρά των ρν΄ (150) Αγίων Πατέρων έν Κωνσταντινουπόλει ορισθέντα, πρός αναίρεσιν μέν των τότε φυεισών αιρέσεων, βεβαίωσιν δέ της αυτής Καθολικής και Αποστολικής ημών πίστεως>> ( Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 108-109).
Επειδή, λοιπόν, η ειρήνη του Χριστού συνίσταται είς την συμφωνίαν <<έν τοίς δόγμασιν της ευσεβείας>> διά της απελάσεως της αιρετικής πλάνης και της εμμονής είς το κήρυγμα της αληθείας της απλανούς πίστεως των Αγίων και μακαρίων Πατέρων των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, και η παρούσα Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος θέτει ώς βάσιν αντιμετωπίσεως της μονοφυσιτικής αιρέσεως τάς προηγηθείσας ταύτης τρείς Οικουμενικάς Συνόδους, έν αίς προλάμπει η έν Νικαία Πρώτη, ακολουθεί η έν Κωνσταντινουπόλει Δευτέρα, την αυτήν επισφραγίσασα πίστιν, και έπεται η ταύτας ακολουθήσασα Τρίτη έν Εφέσω Οικουμενική. Και μετά την παράθεσιν του Συμβόλου της Πίστεως των Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, ο Όρος της Δ΄ συνεχίζει ώς εξής
<<Ήρκει μέν ούν είς εντελή της ευσεβείας επίγνωσίν τε και βεβαίωσιν το σοφόν και σωτήριον τούτο της θείας Χάριτος Σύμβολον· περί τε γάρ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εκδιδάσκει το τέλειον, και του Κυρίου την ενανθρώπησιν τοίς πιστώς δεχομένοις παρίστησιν. Αλλ΄ επειδήπερ οι της αληθείας αθετείν επιχειρούντες το κήρυγμα διά των οικείων αιρέσεων τάς κενοφωνίας απέτεκον, οι μέν (Νεστοριανοί) το της δι΄ ημάς του Κυρίου οικονομίας μυστήριον παραφθειρείν τολμώντες και την Θεοτόκον επί της Παρθένου φωνήν απαρνούμενοι, οι δέ (Μονοφυσίται) σύγχυσιν και κράσιν εισάγοντες και μίαν είναι φύσιν της σαρκός και της θεότητος ανοήτως αναπλάττοντες και παθητήν του Μονογενούς την θείαν φύσιν τή συγχύσει τερατευόμενοι· διά τούτο, πάσαν αυτοίς αποκλείσαι κατά της αληθείας μηχανήν (πολεμικόν τρόπον) βουλομένη η παρούσα νύν αύτη Αγία μεγάλη και Οικουμενική Σύνοδος, το του κηρύγματος άνωθεν ασάλευτον εκδιδάσκουσα, ώρισε προηγουμένως των τριακοσίων δεκαοκτώ Αγίων Πατέρων την πίστιν μένειν απαρεγχείρητον (απρόσβλητον και αναμφισβήτητον)· και διά μέν τους τώ Πνεύματι τώ Αγίω μαχομένους, την χρόνοις ύστερον παρά των επί της βασιλευούσης πόλεως συνελθόντων εκατόν πεντήκοντα Αγίων Πατέρων περί της του Πνεύματος ουσίας παραδοθείσαν διδασκαλίαν κυροί, ήν εκείνοι τοίς πάσιν εγνώρισαν, ούχ ώς τι λείπον τοίς προλαβούσιν επάγοντες, αλλά την περί του Αγίου Πνεύματος αυτών έννοιαν κατά των την αυτού δεσποτείαν αθετείν πειρωμένων γραφικαίς μαρτυρίαις τρανώσαντες. Διά δε τους το της οικονομίας (της σαρκώσεως του Θεού Λόγου) παραφθείρειν επιχειρούντας μυστήριον και ψιλόν άνθρωπον είναι τον έκ της Αγίας τεχθέντας Μαρίας αναιδώς ληρωδούντας (φλυαρούντας ανοήτως), τάς του μακαρίου Κυρίλλου του της Αλεξανδρέων Εκκλησίας γενομένου ποιμένος συνοδικάς επιστολάς πρός τε Νεστόριον και πρός τους της Ανατολής, αρμοδίους ούσας, εδέξατο, είς έλεγχον μέν της Νεστορίου φρενοβλαβείας, ερμηνείαν δε των ευσεβεί ζήλω του σωτηρίου Συμβόλου ποθούντων την έννοιαν· αίς και την επιστολήν του της μεγίστης Ρώμης προέδρου του μακαριωτάτου και αγιωτάτου Αρχιεπισκόπου Λέοντος, την γραφείσαν πρός τον έν Αγίοις Αρχιεπίσκοπον Φλαβιανόν έπ΄ αναιρέσει της Ευτυχούς κακονοίας, άτε δή τή του μεγάλου Πέτρου ομολογία συμβαίνουσαν και κοινήν τινα στήλην υπάρχουσαν κατά των κακοδοξούντων, εικότως συνήρμωσε πρός την των ορθοδόξων δογμάτων βεβαίωσιν. Τοίς τε γάρ είς υιών δυάδα το της οικονομίας διασπάν επιχειρούσι μυστήριον παρατάττεται, και τους παθητήν του Μονογενούς λέγειν τολμώντας την θεότητα του των ιερών απωθείται συλλόγου, και τοίς επί των δύο φύσεων του Χριστού κράσιν ή σύγχυσιν επινοούσιν ανθίσταται, και τους ουρανίου ή ετέρας τινός υπάρχειν ουσίας την έξ ημών ληφθείσαν αυτώ του δούλου μορφήν παραπαίοντας εξελαύνει· και τους δύο μέν πρό της ενώσεως φύσεις του Κυρίου μυθεύοντας, μίαν δε μετά την ένωσιν αναπλάττοντας ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙ>> (Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 113-116).
<<Επομένοι τοίνυν τοίς Αγίοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν έν θεότητι και τέλειον τον αυτόν έν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν έκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τώ Πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον τον αυτόν ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν, χωρίς αμαρτίας· πρό αιώνων μέν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ΄ εσχάτων δέ των ημερών τον αυτόν δι΄ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν έκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, Μονογενή, έκ δύο φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον· ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δέ μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ είς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ΄ ένα και τον αυτόν Υιόν και Μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν· καθάπερ άνωθεν οι Προφήται περί αυτού και αυτός ημάς ο Κύριος Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσε και το των Πατέρων ημίν παραδέδωκε Σύμβολον. Τούτων τοίνυν μετά πάσης πανταχόθεν ακριβείας τε και εμμελείας παρ' ημών διατυπωθέντων, ώρισεν η Αγία και Οικουμενική Σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι (να επιτρέπεται) προφέρειν, ή γούν συγγράφειν, ή συντιθέναι, ή φρονείν ή διδάσκειν ετέρους>> (Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 116). Διά δε τους παραβάτας του θείου τούτου όρου, η Αγία αύτη Οικουμενική Σύνοδος ώρισε
<<Τούς δέ τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γούν προκομίζειν, ή διδάσκειν ή παραδιδόναι έτερον σύμβολον τοίς εθέλουσιν επιστρέφειν είς επίγνωσιν της αληθείας εξ Ελληνισμού ή εξ Ιουδαισμού, ή γούν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν (οποιασδήποτε), τούτους, ει μέν είεν Επίσκοποι ή Κληρικοί, ΑΛΛΟΤΡΙΟΥΣ είναι τους Επισκόπους της επισκοπής και τους Κληρικούς του κλήρου· ει δέ μονάζοντες ή λαικοί είεν, ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΣΘΑΙ αυτούς>> ( Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 116-117).
Ούτω κατεκρίθη η αίρεσις του Μονοφυσιτισμού υπό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήτις συνεκροτήθη κατά των αιρεσιαρχών ταύτης <<Διοσκόρου της περιωνύμου προστατούντος Αλεξανδρείας και Ευτυχούς Αρχιμανδρίτου Κωνσταντινουπόλεως>> (Ζωναρά και Βαλσάμωνος, Σ.Ι.Κ. 2, 216). Ούτοι <<οι των χριστομάχων>> μονοφυσιτικών <<δογμάτων εισηγηταί, αξίαν την δίκην δεδωκότες, αφηρέθησάν τε της Ιερωσύνης και απο πάσης της Εκκλησίας γεγόνασιν ΑΝΑΘΕΜΑ>>, ήτοι καθηρέθησαν και ανεθεματίσθησαν, <<συναπελαθείσης αυτοίς και της χριστομάχου αιρέσεως>> του Μονοφυσιτισμού. (Μ. Φωτίου, P.G. 102, 641).
<<Ὀρος της έν Χαλκηδόνι Συνόδου>>. <<Ο Κύριος ημών και Σωτήρ Ιησούς Χριστός, της πίστεως την γνώσιν τοίς Μαθηταίς βεβαιών, έφη· ειρήνην την εμήν αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ώστε μηδένα πρός τον πλησίον διαφωνείν έν τοίς δόγμασιν της ευσεβείας, αλλ' επίσης άπασι το της αληθείας επιδείκνυσθαι κήρυγμα. Επειδή δε ού παύεται διά των εαυτού ζιζανίων ο πονηρός τοίς της ευσεβείας επιφυόμενος σπέρμασι και τι καινόν κατά της αληθείας εφευρίσκων αεί, διά τούτο ο Δεσπότης, προνοούμενος του ανθρωπίνου γένους, τον ευσεβή τούτον και πιστότατον πρός ζήλον ανέστησε Βασιλέα και τους απανταχή της Ιερωσύνης πρός εαυτόν αρχηγούς συνεκάλεσεν· ώστε, της Χάριτος του πάντων ημών Δεσπότου Χριστού ενεργούσης, πάσαν μέν του ψεύδους των του Χριστού προβάτων αποσείσασθαι λύμην (ρύπον, βλάβην, φθοράν και όλεθρον), τοίς δέ της αληθείας αυτού καταπιαίνειν βλαστήμασιν. Ό δή και πεποιήκαμεν, κοινή ψήφω τα της πλάνης απελάσαντες δόγματα, την δέ απλανή των Πατέρων ανανεωσάμενοι πίστιν, το των τριακοσίων δεκαοκτώ Σύμβολον τοίς πάσι κηρύξαντες και ώς οικείους τους τούτο το Σύνθεμα (Σύμβολον της Πίστεως) της ευσεβείας δεξαμένους Πατέρας επιγραψάμενοι, οίπερ εισίν οι μετά ταύτα έν τή μεγάλη Κωνσταντινουπόλει συνελθόντες ρν΄ (150), και αυτοί την αυτήν επισφραγισάμενοι πίστιν. Ορίζομεν τοίνυν, την τάξιν και τους περί της πίστεως άπαντας τύπους φυλάττοντες και ημείς της κατ΄ Έφεσον πάλαι γεγενημένης Αγίας Συνόδου, ής ηγεμόνες οι αγιώτατοι την μνήμην Κελεστίνος ο της Ρωμαίων και Κύριλλος ο της Αλεξανδρέων ετύγχανον, προλάμπειν μέν της ορθής και αμωμήτου πίστεως την έκθεσιν των τιη΄ (318) Αγίων και μακαρίων Πατέρων των έν Νικαία επί του της ευσεβούς μνήμης Κωνσταντίνου του γενομένου Βασιλέως συναχθέντων· κρατείν δέ και τα παρά των ρν΄ (150) Αγίων Πατέρων έν Κωνσταντινουπόλει ορισθέντα, πρός αναίρεσιν μέν των τότε φυεισών αιρέσεων, βεβαίωσιν δέ της αυτής Καθολικής και Αποστολικής ημών πίστεως>> ( Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 108-109).
Επειδή, λοιπόν, η ειρήνη του Χριστού συνίσταται είς την συμφωνίαν <<έν τοίς δόγμασιν της ευσεβείας>> διά της απελάσεως της αιρετικής πλάνης και της εμμονής είς το κήρυγμα της αληθείας της απλανούς πίστεως των Αγίων και μακαρίων Πατέρων των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, και η παρούσα Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος θέτει ώς βάσιν αντιμετωπίσεως της μονοφυσιτικής αιρέσεως τάς προηγηθείσας ταύτης τρείς Οικουμενικάς Συνόδους, έν αίς προλάμπει η έν Νικαία Πρώτη, ακολουθεί η έν Κωνσταντινουπόλει Δευτέρα, την αυτήν επισφραγίσασα πίστιν, και έπεται η ταύτας ακολουθήσασα Τρίτη έν Εφέσω Οικουμενική. Και μετά την παράθεσιν του Συμβόλου της Πίστεως των Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, ο Όρος της Δ΄ συνεχίζει ώς εξής
<<Ήρκει μέν ούν είς εντελή της ευσεβείας επίγνωσίν τε και βεβαίωσιν το σοφόν και σωτήριον τούτο της θείας Χάριτος Σύμβολον· περί τε γάρ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εκδιδάσκει το τέλειον, και του Κυρίου την ενανθρώπησιν τοίς πιστώς δεχομένοις παρίστησιν. Αλλ΄ επειδήπερ οι της αληθείας αθετείν επιχειρούντες το κήρυγμα διά των οικείων αιρέσεων τάς κενοφωνίας απέτεκον, οι μέν (Νεστοριανοί) το της δι΄ ημάς του Κυρίου οικονομίας μυστήριον παραφθειρείν τολμώντες και την Θεοτόκον επί της Παρθένου φωνήν απαρνούμενοι, οι δέ (Μονοφυσίται) σύγχυσιν και κράσιν εισάγοντες και μίαν είναι φύσιν της σαρκός και της θεότητος ανοήτως αναπλάττοντες και παθητήν του Μονογενούς την θείαν φύσιν τή συγχύσει τερατευόμενοι· διά τούτο, πάσαν αυτοίς αποκλείσαι κατά της αληθείας μηχανήν (πολεμικόν τρόπον) βουλομένη η παρούσα νύν αύτη Αγία μεγάλη και Οικουμενική Σύνοδος, το του κηρύγματος άνωθεν ασάλευτον εκδιδάσκουσα, ώρισε προηγουμένως των τριακοσίων δεκαοκτώ Αγίων Πατέρων την πίστιν μένειν απαρεγχείρητον (απρόσβλητον και αναμφισβήτητον)· και διά μέν τους τώ Πνεύματι τώ Αγίω μαχομένους, την χρόνοις ύστερον παρά των επί της βασιλευούσης πόλεως συνελθόντων εκατόν πεντήκοντα Αγίων Πατέρων περί της του Πνεύματος ουσίας παραδοθείσαν διδασκαλίαν κυροί, ήν εκείνοι τοίς πάσιν εγνώρισαν, ούχ ώς τι λείπον τοίς προλαβούσιν επάγοντες, αλλά την περί του Αγίου Πνεύματος αυτών έννοιαν κατά των την αυτού δεσποτείαν αθετείν πειρωμένων γραφικαίς μαρτυρίαις τρανώσαντες. Διά δε τους το της οικονομίας (της σαρκώσεως του Θεού Λόγου) παραφθείρειν επιχειρούντας μυστήριον και ψιλόν άνθρωπον είναι τον έκ της Αγίας τεχθέντας Μαρίας αναιδώς ληρωδούντας (φλυαρούντας ανοήτως), τάς του μακαρίου Κυρίλλου του της Αλεξανδρέων Εκκλησίας γενομένου ποιμένος συνοδικάς επιστολάς πρός τε Νεστόριον και πρός τους της Ανατολής, αρμοδίους ούσας, εδέξατο, είς έλεγχον μέν της Νεστορίου φρενοβλαβείας, ερμηνείαν δε των ευσεβεί ζήλω του σωτηρίου Συμβόλου ποθούντων την έννοιαν· αίς και την επιστολήν του της μεγίστης Ρώμης προέδρου του μακαριωτάτου και αγιωτάτου Αρχιεπισκόπου Λέοντος, την γραφείσαν πρός τον έν Αγίοις Αρχιεπίσκοπον Φλαβιανόν έπ΄ αναιρέσει της Ευτυχούς κακονοίας, άτε δή τή του μεγάλου Πέτρου ομολογία συμβαίνουσαν και κοινήν τινα στήλην υπάρχουσαν κατά των κακοδοξούντων, εικότως συνήρμωσε πρός την των ορθοδόξων δογμάτων βεβαίωσιν. Τοίς τε γάρ είς υιών δυάδα το της οικονομίας διασπάν επιχειρούσι μυστήριον παρατάττεται, και τους παθητήν του Μονογενούς λέγειν τολμώντας την θεότητα του των ιερών απωθείται συλλόγου, και τοίς επί των δύο φύσεων του Χριστού κράσιν ή σύγχυσιν επινοούσιν ανθίσταται, και τους ουρανίου ή ετέρας τινός υπάρχειν ουσίας την έξ ημών ληφθείσαν αυτώ του δούλου μορφήν παραπαίοντας εξελαύνει· και τους δύο μέν πρό της ενώσεως φύσεις του Κυρίου μυθεύοντας, μίαν δε μετά την ένωσιν αναπλάττοντας ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙ>> (Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 113-116).
<<Επομένοι τοίνυν τοίς Αγίοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν έν θεότητι και τέλειον τον αυτόν έν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν έκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τώ Πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον τον αυτόν ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν, χωρίς αμαρτίας· πρό αιώνων μέν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ΄ εσχάτων δέ των ημερών τον αυτόν δι΄ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν έκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, Μονογενή, έκ δύο φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον· ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δέ μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ είς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ΄ ένα και τον αυτόν Υιόν και Μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν· καθάπερ άνωθεν οι Προφήται περί αυτού και αυτός ημάς ο Κύριος Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσε και το των Πατέρων ημίν παραδέδωκε Σύμβολον. Τούτων τοίνυν μετά πάσης πανταχόθεν ακριβείας τε και εμμελείας παρ' ημών διατυπωθέντων, ώρισεν η Αγία και Οικουμενική Σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι (να επιτρέπεται) προφέρειν, ή γούν συγγράφειν, ή συντιθέναι, ή φρονείν ή διδάσκειν ετέρους>> (Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 116). Διά δε τους παραβάτας του θείου τούτου όρου, η Αγία αύτη Οικουμενική Σύνοδος ώρισε
<<Τούς δέ τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γούν προκομίζειν, ή διδάσκειν ή παραδιδόναι έτερον σύμβολον τοίς εθέλουσιν επιστρέφειν είς επίγνωσιν της αληθείας εξ Ελληνισμού ή εξ Ιουδαισμού, ή γούν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν (οποιασδήποτε), τούτους, ει μέν είεν Επίσκοποι ή Κληρικοί, ΑΛΛΟΤΡΙΟΥΣ είναι τους Επισκόπους της επισκοπής και τους Κληρικούς του κλήρου· ει δέ μονάζοντες ή λαικοί είεν, ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΣΘΑΙ αυτούς>> ( Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 116-117).
Ούτω κατεκρίθη η αίρεσις του Μονοφυσιτισμού υπό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήτις συνεκροτήθη κατά των αιρεσιαρχών ταύτης <<Διοσκόρου της περιωνύμου προστατούντος Αλεξανδρείας και Ευτυχούς Αρχιμανδρίτου Κωνσταντινουπόλεως>> (Ζωναρά και Βαλσάμωνος, Σ.Ι.Κ. 2, 216). Ούτοι <<οι των χριστομάχων>> μονοφυσιτικών <<δογμάτων εισηγηταί, αξίαν την δίκην δεδωκότες, αφηρέθησάν τε της Ιερωσύνης και απο πάσης της Εκκλησίας γεγόνασιν ΑΝΑΘΕΜΑ>>, ήτοι καθηρέθησαν και ανεθεματίσθησαν, <<συναπελαθείσης αυτοίς και της χριστομάχου αιρέσεως>> του Μονοφυσιτισμού. (Μ. Φωτίου, P.G. 102, 641).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου