Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο πρώτος διδάξας !!!!





Η καλλιέργεια σχέσεων με το Βατικανό

Το άνοιγμα και οι στενές σχέσεις του Πατριάρχη Αθηναγόρα με το Βατικανό ήταν κάτι το αναμενόμενο και προγραμματισμένο, καθώς «από Μητροπολίτης Κερκύρας είχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία που ως αρχιεπίσκοπος Αμερικής τις αξιοποίησε περισσότερο. Όταν μάλιστα ως Οικουμενικός Πατριάρχης διήρχετο με το προσωπικόν αεροπλάνον του Τρούμαν από το ιταλικό έδαφος, παρακάλεσε τον πιλότο να πετάξη πάνω από την Αγία Έδρα, ανταποκρινόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον στην επιθυμία πολλών φίλων του της Αμερικής να συνδεθή στενότερα με τον Καθολικισμό».(Καθηγητού Δ. Τσάκωνα, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, Αθήναι 1976, σελ. 93).

Ο πρώτος επίσημος απεσταλμένος του Φαναρίου στο Βατικανό ήταν ο μόλις εκλεγμένος τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο πρώτος ορθόδοξος Ιεράρχης που συναντήθηκε με τον πάπα μετά από αιώνες.

Στην συνάντηση που είχε με τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ κα τά το έτος 1959 ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής του μεταφέρει προσωπικό μήνυμα του Πατριάρχη Αθηναγόρα: «Αγιώτατε. Η Α. Θ. Παναγιότης ο Πατριάρχης μοι ανέθεσε την υψίστην τιμήν να επιδώσω προς την Υμετέραν Αγιότητα, όχι εν γράμμασιν αλλ’ εν τη ζώση, το εξής μήνυμα: ‘εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης’. Διότι πιστεύει ότι Υμείς είσθε ο δεύτερος Πρόδρομος, ο επιφορτισμένος παρά του Θεού με την εντολήν ευθείας να ποιήσητε τας τρίβους Αυτού». (ο.π., σελ. 94).

Στην απάντησή του ο Πάπας αποκαλύπτει τις προθέσεις του Βατικανού εν όψει της Β Βα τι κα νῆς Συνόδου που επρόκειτο να ξεκινήσει τις εργασίες της. «Σκοπός της νέας Συνόδου είναι η επανένωσις της Εκκλησίας» δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο και συμφωνούν από κοινού ότι η «ένωση των εκκλησιών» πρέπει να στηριχθεί στις αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως (βλ.σχ. Γ. Μαλούχου, Εγώ ο Ιάκωβος). «Εάν δεν επικρατήση το σύνθημα της Γαλλικής Επαναστάσεως: ελευθερία, ισότης, αδελφότης, ούτε ειρήνη θα υπάρξη μεταξύ των εθνών, ούτε ένωσις μεταξύ των Εκκλησιών». (Καθηγητού Δ. Τσάκωνα, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, σελ. 95).

Τέλος ο Πάπας ορίζει τις βασικές αρχές αυτής της «ενώσεως»: «Η ένωσις θα είναι ένωσις καρδιών. Ένωσις προσευχής. Ένωσις – καρπός αναζητήσεως του ενός υπό του άλλου» (ο.π., σελ. 95), δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο και σηματοδοτεί, έτσι, την νέα οικουμενική πολιτική του Βατικανού έναντι της Ορθοδοξίας.

Η νέα αυτή πολιτική, που θα λάβει την επίσημη μορφή της με τις αποφάσεις της Β΄ Βα τι κα νῆς Συνόδου (1963-1965) και το περίφημο «Διάταγμα περί Οικουμενισμού», θα επιβληθεί στο εξής στον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, αφού θα γίνει δεκτή και εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Πρόκειται για την γνωστή ουνιτικού τύπου «ενότητα», με τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των δύο παραδόσεων, την ενότητα εν τη ποικιλία, η οποία προπαγανδίζεται κατά κόρον και στις μέρες μας. Ενότητα, όχι στην πίστη και την αλήθεια, αλλά μία συγκρητιστικού τύπου συγχώνευση, μία απορρόφηση, ουσιαστικά, της Ορθοδοξίας στον παπισμό, χωρίς αυτός να αποβάλει καμμία από τις αιρετικές πλάνες του.

Στην υπηρεσία αυτής της νέας οικουμενικής πολιτικής ξεκινά μία κοινή εκστρατεία «ψυχολογικής προετοιμασίας» για την αποδοχή των οικουμενιστικών ανοιγμάτων που πραγματοποιούνται. Η εκστρατεία αυτή κινείται σε δύο κυρίως άξονες. Από την μία πλευρά επιχειρεί να αμβλύνει, ακόμη και να εκμηδενίσει, τις δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, αποδίδοντας το μεταξύ τους χάσμα σε προκαταλήψεις και κατάλοιπα του παρελθόντος, που έχουν πλέον ξεπεραστεί και εκλείψει. Από την άλλη δε επενδύει συστηματικά στην αδήριτη δυναμική της επικοινωνιακής τακτικής, της προβολής και της επιβολής μέσω της επαναλήψεως, στον νόμο δηλαδή της συνήθειας.

Χαρακτηριστικός όσο και άκρως αποκαλυπτικός αυτής της επιχειρούμενης ανατροπής και αντιστροφής των παραδεδομένων αρχών και της αλήθειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας μας είναι ο διάλογος του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα με τον Καρδινάλιο Willebrans, πρόεδρο του παπικού Συμβουλίου για την χριστιανική ενότητα, στο Φανάρι. Το ίδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός και αποκαλυπτικός είναι και ο σχολιασμός και η ερμηνεία του διαλόγου αυτού από τον Καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ενός από τους κορυφαίους θαυμαστές και υμνητές του Πατριάρχη Αθηναγόρα, στο βιβλίο του, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών:

«-Από τι προήλθε το Σχίσμα; ρώτησε ο Πατριάρχης τον Βιλεμπράνς.

Ο Καρδινάλιος προσπάθησε μ’ ευγένεια ν’ αναφέρη τις δογματικές διαφορές των δύο Εκκλησιών. Ο Αθηναγόρας -όπως αργότερα μου διηγήθηκε- τόλμησε να πη ολόκληρη την αλήθεια στον έκπληκτο Ολλανδό Καρδινάλιο.

-Άγιε Αδελφέ, το Σχίσμα δεν έγινε από τα ένζυμα και τα άζυμα. Αν το Άγιο Πνεύμα πνη στα ένζυμα κατά τον ίδιο τρόπο πνει και στα άζυμα. Η αντίθεσις δεν ήταν θεολογική, αλλά μόνο πολιτική. Ήταν η αντίθεσις της Ρώμης με την Αθήνα. Σεις εκπροσωπούσατε την Ρώμη κι εμείς τότε την Αθήνα.

Ο καρδινάλιος κοκκίνησε από ντροπή. Εναντίον του κατεστημένου, ο Αθηναγόρας δεν εδίστασε να διατυπώση ολόκληρη την αλήθεια, αντίθετα με την επίσημη διδασκαλία και των δύο Εκκλησιών. Δεν του άρεσε να εξαπατά τα εκατομμύρια των πιστών του με ιστορικά ψεύδη... Θε ω ροῦ σε πιο τίμιο να μην αλλαξοπιστή κανείς, αλλά μέσα στο κάστρο της Εκκλησίας του να πολεμά για οικουμενικότητα, αδελφοποιΐα και διεύρυνσι». (ο.π., σελ. 117).

Τις βασικές αρχές της νέας οικουμενικής τακτικής διετύπωσε πολύ εύστοχα και συνοπτικά το 1962 ο γνωστός ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ιωάννης Ντανιελού: «Ο λατινικός και ο βυζαντινός κόσμος, με τα συμφέροντά τους, έχουν από καιρό εκλείψει. Το δόγμα είναι σχεδόν κοινό. Η παράδοσις επίσης. Τα μυστήρια κοινά. Και κοινοί οι σημερινοί αντίπαλοι. Οι αιώνες που επέρασαν εσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, που πρέπει σιγά-σιγά να εκμηδενισθούν. Ως πρώτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία». (Καθηγητού Δ. Τσάκωνα, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών).

Για αυτή την «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας μία σειρά από κινήσεις και πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικού χαρακτήρα εκ μέρους του Βατικανού και των Ορθοδόξων Οικουμενιστών με σκοπό την σταδιακή άμβλυνση της συνειδήσεως και την εξασθένιση του αισθητηρίου του ορθοδόξου πληρώματος.

Η συνάντηση των Ιεροσολύμων

Με την αναρρίχησή του στον Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ξεκίνησε επίσημες και μυστικές επαφές με το Βατικανό. «Ο Αθηναγόρας επί συνεχή έτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακώς με το Βατικανό την συνάντησί του με τον Πάπα. Διαμεσολαβητής είναι ο Ρουμάνος Αρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, και διάφορες προσωπικότητες του καθολικού κόσμου»(Καθηγητού Δ. Τσάκωνα, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, σελ. 93).

Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 1964 στα Ιεροσόλυμα. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ , κατά την διάρκεια της λήξεως των εργασιών της Β Βα τι κα νῆς Συνόδου, προανήγγειλε την προσκυνηματική του επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας έσπευσε να δηλώσει ότι θα πάει και ο ίδιος στα Ιεροσόλυμα με σκοπό να συναντήσει τον Πάπα. Επιθυμούσε δε στην συνάντηση αυτή να συμμετάσχουν και οι ηγέτες του προτεσταντισμού με σκοπό μια παγχριστιανική προσέγγιση που θα οδηγούσε στην ένωση.

«Δεν ηρκέσθη δε μόνον εις τούτο. Επρότεινε ταυτοχρόνως, ίνα και οι Πατριάρχαι και Πρόεδροι των εκασταχού Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών πορευθώσιν όλοι ομού εις Ιεροσόλυμα, συναντηθώσι μετά του Πάπα και διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί της ενώσεως των Εκκλησιών». (Χρυσοστόμου Β , Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Τα Πεπραγμένα από 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Αθήναι 1964, σελ. 39).


Πρόκειται για πρωτόγνωρες πραγματικά αποφάσεις, που ανέτρεψαν μέσα σε μια στιγμή κάθε δεδομένο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ιερούς κανόνες, συνοδικότητα, αγιοπατερική παράδοση, δογματική και εκκλησιαστική συνείδηση και τόσα άλλα. Και να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για αποφάσεις ενός και μόνο ανδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη απόφαση ούτε καν ενημέρωση επ’ αυτών! «Αι άνω απόψεις του Οικουμενικού Πατριάρχου... ἐ δη μι ούρ γη σαν παρά τοις Ορθοδόξοις αλγεινήν εντύπωσιν... Τό αποφασιστικόν τούτο και απρόοπτον βήμα του Πατριαρχείου, έδει να καταστή αντικείμενον κοινής συσκέψεως και αποφάσεως των κατά τόπους αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών» (ο.π., σελ.39).

Η συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη στάθηκε μία υποδειγματική εφαρμογή της προαποφασισμένης οικουμενιστικής τακτικής που προαναφέραμε. Επένδυσε συστηματικά στην δύναμη της εικόνας, του συμβολισμού και των εντυπώσεων. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, άλλωστε, εξόχως πληθωρική και χαρισματική προσωπικότητα, διέθετε ιδιαίτερη ευχέρεια στην επικοινωνιακή τακτική και με τις δηλώσεις του κέρδισε αμέσως τον δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ήθελαν οι δημοσιογράφοι κι έτρεξαν ποιός πρώτος θα προλάβη να στείλει το τηλεγράφημά του. Οι άλλοι, οι πολλοί που ακολούθησαν τον Πάπα, που δεν ήταν καθόλου προσιτός και που δεν είπε ούτε λέξι, άρχισαν κι αυτοί να τρέχουν πίσω από τον Αθηναγόρα» (Καθηγητού Δ. Τσάκωνα, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, σελ. 98).


Επικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις και μια ακατάσχετη αγαπολογία κυριάρχησε στην πολύκροτη συνάντηση, έτσι όπως μας την περιγράφει ο ίδιος ο Πατριάρχης: «Κι όταν είδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις την αγκάλην του άλλου. Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900 χρόνια - Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δύο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, και είχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δύο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δύο ψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δύο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουν αισθήματα!» (Η προσλαλιά του Αθηναγόρου, Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνού, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ανάτυπο εκ του περιοδικού Παρακαταθήκη], σελ. 4).

Το μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, της «συνομιλίας των ψυχών» Πάπα-Πατριάρχη και των αισθημάτων που αντήλλαξαν δεν ανακοινώθηκε ποτέ ούτε στις Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών ούτε στο ορθόδοξο πλήρωμα. Το πληροφορούμαστε, όμως, σταδιακά από τότε, καθώς παρακολουθούμε την προδιαγεγραμμένη και προαποφασισμένη από τότε οικουμενιστική πορεία προς την «ένωση». «Τι είπαμεν; Εκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, με ισοτιμίαν απόλυτον, όχι με διαφοράν» (ο.π., σελ. 4). Αυτό το «κοινό πρόγραμμα» που καταρτίστηκε σε μία μυστική συνάντηση δύο ανδρών ήταν, όπως προκύπτει από τις αρχικές δηλώσεις και αναφορές, πολύ πιο προχωρημένο από αυτό που τελικά παρουσιάστηκε.

Επρόκειτο για σαφή συμφωνία για «ένωση στο κοινό ποτήριο», αφού εκ των πραγμάτων αποκαλύπτεται ότι αυτή ήταν η αρχική επιθυμία των δύο μερών. «Και είπαμεν ότι ήδη ευρισκόμεθα εις την οδόν εις Εμμαούς» συνεχίζει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας «και πηγαίνομεν να μας συναντήση ο Κύριος εν τω κοινώ αγίω Ποτηρίω. Ο Πάπας απαντών μου προσέφερε άγιον Ποτήριον. Δεν ήξευρεν ότι εγώ θα μιλούσα δι’ Άγιον Ποτήριον, ούτε ήξερα ότι θα μου προσέφερεν Άγιον Ποτήριον! Τι είναι; Συμβολισμός του μέλλοντος» (ο.π., σελ. 4).


Η άρση των αναθεμάτων

Αυτή η «ένωση στο κοινό Ποτήριο» επιχειρήθηκε με την περίφημη «άρση των αναθεμάτων» μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου, που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1965, με μονομερή απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία «με πολλήν δυσμένειαν επληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία». (Δήλωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, Νοέμβριος 1965).

Με την άρση των αναθεμάτων οι δύο πλευρές εννοούσαν την άρση του Σχίσματος. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, επίσημος απεσταλμένος εκείνη την περίοδο του Πατριάρχη Αθηναγόρα προς τους Ρωμαιοκαθολικούς, αποκαλύπτει το περιεχόμενο των μηνυμάτων που αντέλλασσαν Φανάρι και Βατικανό «μέχρι του τολμηρού επίσης μηνύματος που μου ανέθεσε ο Πατριάρχης να μεταβιβάσω στον πρόεδρο της Επιτροπής Σχέσεων Δύσης και Ανατολής, που ήταν ένας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ο Αυγουστίνος Μπέα».

Και συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος: «Λίγο καιρό μετά, επισκέπτομαι τον Μπέα στη Νέα Υόρκη. Τον ρώτησα: ‘Τι λέτε, σεβασμιότατε, μπορούμε να φέρουμε τις Εκκλησίες μας πιο κοντά με την άρση του Σχίσματος;’ Μου λέει: ‘Καλή ιδέα, δεν ξέρω πως θα τη δεχτούν στη Ρώμη, αλλά εγώ νομίζω ότι πρέπει να γίνει η άρση του Σχίσματος. Έτσι, δεν θα έχουμε λόγο κανέναν να μην πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο’.

Ερώτηση Γ. Μαλούχου: «Την άρση του Σχίσματος η του αναθέματος;».

Απάντηση Αρχιεπισκόπου: «Και τα δύο αυτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί όταν κατέθεσαν οι αντιπρόσωποι του Πάπα το ανάθεμα, τρόπον τινά, με το οποίο αναθεμάτιζε ο Πάπας Νικόλαος τον Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ήταν το οριστικό Σχίσμα πια. Δεν έγινε άλλη επίσημος πράξις που να καθιερώσει το Σχίσμα ως μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσεως» (Γ. Μαλούχου, Εγώ ο Ιάκωβος, σελ. 196-197). Η άρση του σχίσματος εντάσσεται, άλλωστε, και στην λογική των αποφάσεων της Β Βα τι κα νῆς Συνόδου, που πραγματοποιείτο εκείνο το διάστημα, για άρση της ακοινωνησίας και αναγνώριση των μυστηρίων των Ορθοδόξων.

Στο λατινικό μάλιστα κείμενο της «άρσεως των αναθεμάτων» υπάρχει ο όρος excommunicatio=ακοινωνησία
, ο οποίος στην επίσημη μετάφραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφράζεται ως «αναθέματα» (βλ. σχ. Τόμος Αγάπης, Vatican-Phanar (1958-1970), Rome- Istanbul 1971, σελ. 286-287). Το κείμενο, δηλαδή μιλούσε για «άρση της ακοινωνησίας». «Οι New York Times μετέδωσαν την από κοινού αγγελίαν του Βατικανού και του Φαναρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1965 δια την άρσιν του excommunicatio (της ακοινωνησίας του Λατινικού κειμένου) εις την πρώτην σελίδα, ως το τέλος του σχίσματος του 1054 και ως την επανέναρξιν της μυστηριακής κοινωνίας που είχε τότε δήθεν διακοπεί. Φαίνεται πλέον σαφώς ότι το Ελληνικόν κείμενον που αναγγέλει την ‘άρσιν των αναθεμάτων’ ήτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται είχε σκοπόν να αμβλύνη ενδεχομένας αρνητικάς αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών» (π. Ιω. Ρωμανίδου, Ορθόδοξος και βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας,http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm).


Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι ότι «ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' πρίν επισκεφθεί το Φανάρι (30-11-1979). .. εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι η ενότητα έχει αποκατασταθεί στην πράξη (In Tat war derwiederhesteung der Einheit der Christen)» (Αντ. Παπαδόπουλου, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), εκδ. οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, σελ. 40).

Το νέο οικουμενιστικό δόγμα, που διαμορφώνεται μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου στα μέσα του 20ου αιώνα, θεωρεί αμελητέες τις δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, αποδίδει το Σχίσμα και την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας σε πολιτικούς λόγους και την έλλειψη αγάπης εκατέρωθεν. Με βάση αυτή την λογική, λοιπόν, αυτό που χρειαζόταν για την αποκατάσταση της ενότητος ήταν η άρση του Σχίσματος και «να αγαπηθούμε», κατά τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, αφού «έως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς... Ἀλ λά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054 που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια και ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τώρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 1054, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον;». (Η προσλαλιά του Αθηναγόρου, Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνού, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον, σελ. 4-5).

Ο στόχος, λοιπόν, είναι δεδομένος: η πλήρης «ένωση», το κοινό Ποτήριο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου θα πρέπει να ακολουθηθεί μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Για τον Πατριάρχη Αθηναγόρα«υπάρχουν δύο δρόμοι: Ο Θεολογικός διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον ... δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε: απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα; Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε. Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθη. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δεν είναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον Ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχωνται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθη από τους λαϊκούς και από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία. Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθη αυτό το μεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού. Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θα έλθη μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος» (ο.π., σελ. 5).

«Επίθεση αγάπης» και διγλωσσία του Βατικανού

Αυτή η ακατάσχετη αγαπολογία θα κυριαρχήσει στον «διάλογο» με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Η «επίθεση της αγάπης» είναι μία τακτική που θα εφαρμόσει συστηματικά και το Βατικανό. Από τα μέσα του 20ου αιώνα το Βατικανό εγκαταλείπει φαινομενικά την παλαιά τακτική του για απαίτηση προσχωρήσεως στον Ρωμαιοκαθολικισμό των «αιρετικών ορθοδόξων».

Οι νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες δεν προσφέρονται πλέον για εχθρικές αντιπαραθέσεις και πολεμικό κλίμα και το Βατικανό σπεύδει να προσαρμοστεί παραλλάσσοντας την επικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινά, έτσι, την «επίθεση στα νώτα», κατά τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη, επίδειξη φιλίας και αγάπης, οικουμενικά ανοίγματα και διάλογος, χωρίς καμμία ουσιαστική αλλαγή στους στόχους και τις μεθόδους.

Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ταυτόχρονα με το «Διάταγμα περί Οικουμενισμού», πού τόσο έχει προπαγανδισθεί και από Ρωμαιοκαθολικής και από Ορθοδόξου πλευράς, η Β Βα τι κα νή Σύνοδος εξέδωσε, επίσης, το αντίστοιχο «Διάταγμα για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες», τίς ουνιτικές δηλαδή, τις οποίες αναγνωρίζει και προασπίζεται με κάθε επισημότητα.
Η επιμονή του Βατικανού στην Ουνία, την πιο επαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμού και πολεμικής κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλύπτει τόσο το αληθινό του πρόσωπο όσο και τον βαθμό της διγλωσσίας με την οποία δεν παύει να συμπεριφέρεται έναντι των Ορθοδόξων.

Αποκαλύπτει, όμως, και την διγλωσσία των Ορθοδόξων οικουμενιστών, που εθελοτυφλούν μπροστά στην πραγματικότητα· που αντιλαμβάνονται επιλεκτικά τις διαθέσεις του Βατικανού· που εκλαμβάνουν κατά το δοκούν τις κινήσεις και τις αποφάσεις του.

Αυτή η διγλωσσία, από ορθοδόξου πλευράς, παρακολουθεί κατά έναν παράδοξο τρόπο, αλλά με συνέπεια, την ανάλογη του Βατικανού: αυστηρή ορθόδοξη στάση στο «εσωτερικό» και διαδοχικές υποχωρήσεις έναντι των Ρωμαιοκαθολικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου