Τὰ ὅσα προδοτικὰ εἰς βάρος τῆς Πίστεώς μας ἀπεκάλυψεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, μὲ ἀφορμὴν τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Πάπα, προβληματίζουν ἐντόνως διὰ τὸ ὀρθόδοξον φρόνημα τῶν συγχρόνων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ συνέντευξις (βλέπε σχετικῶς εἰς τὸ προηγούμενον φύλλον τοῦ «Ο.Τ.») ἀποκαλύπτει ὅτι αἱ κεφαλαὶ τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναγνωρίζουν τὸν Πάπαν ὡς κανονικὸν Ἐπίσκοπον, τὸ Βατικανὸν ὡς κανονικὴν ἀδελφὴν Ἐκκλησίαν μὴ ἔχουσαν οὐδεμίαν σχέσιν μὲ αἵρεσιν.
Ὅλας αὐτὰς τὰς ἐξελίξεις τὰς εἶχε προβλέψει ὁ καθηγητὴς Πανεπιστημίου κ. Κων. Καβαρνὸς εἰς τὸ βιβλίον του: «Νίκαι τῆς Ὀρθοδοξίας», τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐκδοθῆ ὑπο τοῦ «Ὀρθ. Τύπου». Ὁ κ. Καβαρνὸς ἐτόνιζεν ὅτι δὲν πρέπει νὰ φθάσωμεν εἰς ὅσα ἀποκαλύπτει σήμερον ὁ Κύπρου, διότι τότε ἡ Ὀρθοδοξία θὰ καταστῆ δούλη τοῦ Παπισμοῦ.
Τί ἔγραφε
Εἰς τὸ κεφάλαιον: «Πρὸς νίκην ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» καὶ εἰς τὰς σελίδας 53 – 60 γράφει:
«Ὁ Ὀρθόδοξος Οἰκουμενισμός, ὅπως αὐτὸς εἰσήχθη ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου ΚΠόλεως Ἀθηναγόρου Α´ τῷ 1963, εἶναι μία αἵρεσις, ἡ ὁποία θίγει τὰ θεῖα δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθὼς καὶ τοὺς Ἱ. Κανόνας της. Συνίσταται εἰς τὴν συμμετοχὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν γενικὴν Οἰκουμενιστικὴν Κίνησιν, κατὰ τρόπον, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει δογματικὴν ἐλαχιστοποίησιν (μινιμαλισμόν) καὶ σχετικοποίησιν, καθὼς καὶ τὴν παραθεώρησιν τῶν σπουδαίων Ἱερῶν Κανόνων. Οἱ κανόνες εἶναι γενικῶς ὑποχρεωτικοὶ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγόμενοι εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Ὁ Ἀθηναγόρας ἤθελε νὰ προχωρήσῃ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸ Βατικανόν, τοῦ Παπισμοῦ, καί, ὡς φαίνεται, μετὰ εἰς ἕνωσιν μὲ τοὺς Διαμαρτυρομένους, μὴ ἐμποδιζόμενος ἀπὸ δογματικὰς συζητήσεις καὶ διαφωνίας. Συνεβούλευε: “Νὰ βάλωμε τὰ δόγματα εἰς τὴν ἀποθήκην”, “θεολογία ἴσον ἀγάπη”. Τοῦτο ἐσήμαινε: “Ἂς μὴ λάβωμεν ὑπ᾽ ὄψιν τὴν Ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν ὁμολογεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καὶ ἂς μὴ ἐλέγξωμεν τὰς αἱρετικὰς καινοτομίας τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης”.
Μέγα λάθος
Αὐτὸς ὁ προσανατολισμὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου ἀπετέλει μέγα λάθος, διότι ἦτο ἕνα σύνθημα νὰ ἐκτοπισθῆ ἡ Ὀρθοδοξία εἰς τὸ περιθώριον, ν᾽ ἀγνοηθῆ. Παρεγνώριζε τὸ γεγονός, ὅτι διὰ τοὺς εἰλικρινεῖς, πιστοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι τὸ μέγιστον (maximum) τοῦ Χριστιανισμοῦ —κατὰ τὴν φράσιν τοῦ διασήμου Ρώσσου θεολόγου π.
Γεωργίου Φλορόβσκυ, καὶ συνεπῶς τὸ κριτήριον. Διότι εἰς αὐτὴν ἐνεπιστεύθη ἡ διαφύλαξις “ὁλοκλήρου τῆς Ἀληθείας, τῆς ἀπολύτου Ἀληθείας”, καὶ αὐτὴ ἀποτελεῖ αὐτὴν ταύτην τὴν οὐσίαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δι᾽ αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καλεῖ ἑαυ τὴν “Ὀρθόδοξον”. Λαμβάνει τὴν ὀνομασίαν αὐτὴν ἀπὸ τὴν φράσιν “ὀρθὴ δόξα” μὲ τὴν κλασσικήν της ἔννοιαν, ποὺ σημαίνει “ἀληθὴς πίστις”.
Εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Ἀθηναγόραν, ὁ ὁποῖος ἔστρεψε τὴν “ἀγάπην” εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Ἀλήθειαν, ἡ παραδοσιακὴ Ὀρθοδοξία ἀνέκαθεν ἐβάσισεν εἰς τὴν Ἀλήθειαν τὴν αὐθεντικὴν Χριστιανικὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία εἶναι κάτι οὐσιωδῶς διαφορετικὸν ἀπὸ τὴν κίβδηλον ἀγάπην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ “ἀγάπη” τῶν Οἰκουμενι στῶν συνίσταται ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τοὺς Οἰκουμενιστὰς καὶ μῖσος πρὸς τοὺς Ἀντι–οἰκουμενιστάς. Ἡ παραδοσιακὴ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει ὅλην τὴν πνευματικὴν Ἀλήθειαν, ὁμολογεῖ αὐτὴν εὐθαρσῶς, μὲ τὴν φωνὴν μυριάδων ἁγίων Μαρτύρων καὶ ἀναριθμήτων ἐξόχως σοφῶν καὶ ἡρωϊκῶν Ὁμολογητῶν, ὅπως ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Μᾶρκος Ἐφέσου καὶ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πράτ τει τοῦτο ὡς κάτοχος, ὡς φύλαξ καὶ ὡς διδάσκαλος τῆς Ἀληθείας, τῆς Ἀληθείας, ποὺ εἶναι ἐλευθέρα ἀπὸ ἀνάμιξιν μὲ ψευδῆ διδάγματα.
Οἱ διάδοχοί του
Ἡ Ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι τὰ “Καλὰ Νέα”, τὸ Εὐαγγέλιον, περὶ τοῦ ἀληθοῦς καὶ παναγάθου Θεοῦ – Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι ἐπίσης ἡ διδασκαλία περὶ τῆς ὑψηλῆς καταγωγῆς καὶ τοῦ ὑψηλοῦ προορισμοῦ τοῦ Ἀνθρώπου.
Τὰ καλὰ αὐτὰ νέα τὰ ἔφερεν ὁ Χριστὸς εἰς τὴν ἀνθρωπότητα καὶ εἶπε “Γνώσεσθε τὴν Ἀλήθειαν καὶ ἡ Ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς”1 (Ἰωάν. 8:32). Ἡ Ἀλήθεια ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἄγνοιαν, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἀπώλειαν.
Καὶ ὅμως, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐπροχώρησε καὶ ἐζήτησε οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ θέσουν εἰς τὴν ἀποθήκην τὰ θεῖα δόγματα τῆς ἀμωμήτου ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Εἰς τὰ δόγματα αὐτὰ ἐνυπάρχουν τὰ “Καλὰ Νέα”, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔφερεν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα.
Οἱ διάδοχοι τοῦ Ἀθηναγόρου εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον ΚΠόλεως ἠκολούθησαν τὰς ὑποδείξεις του περὶ τῆς ἀδιαφορίας πρὸς τὰ θεῖα Δόγματα τῆς Πίστεως, “τοῦ ἐγκλεισμοῦ των εἰς τὴν ἀποθήκην”, ὁμοῦ μετὰ τῶν Ἱ. Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ τονισθῆ ὅτι ὑπάρχουν Κανόνες, οἱ ὁποῖοι εἰ δι κῶς διετυπώθησαν, διὰ νὰ προστατεύουν τὰ Δόγματα ἀπὸ οἱανδήποτε σχετικοκρατικὴν ἢ ὑποκειμενικὴν παρανόησιν, ἡ ὁποία τὰ ὑποβιβάζει εἰς ἁπλὰς προσωπικὰς γνώμας.
Ἡ παραθεώρησις τῶν θείων τῆς Πίστεως δογμάτων καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐσχεδιάσθη διὰ ν᾽ ἀνοίξῃ ὁ δρόμος πρὸς μίαν ἄλλην ψευδῆ, ἕνωσιν μὲ τὴν Ρώμην. Μία τοιαύτη ἕνωσις θὰ ἐσήμαινε τὴν ἀποδοχὴν τοῦ Πάπα, ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὴν ἀδιαμφισβήτητον κεφαλὴν ὅλων τῶν Χριστιανῶν, καὶ ὑποταγὴν εἰς τὴν θέλησιν αὐτοῦ, εἰς ὁ,τιδήποτε αὐτὴ ἡ θέλησις θὰ διέτασσεν. Καὶ ποῖον θὰ ἦτο τὸ κέρδος ἀπὸ μίαν τοιαύτην ὁλοκληρωτικὴν προδοσίαν τοῦ πλέον πολυτίμου θησαυροῦ μας, τῆς ἀληθοῦς Χριστιανικῆς Πίστεως; Ὅπως ἐτονίσθη ἐνωρίτερα, οἱ Βυζαντινοὶ Αὐτοκράτορες Ἰωάννης Παλαιολόγος καὶ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ἤθελον, μὲ μεγάλον δισταγμόν, νὰ θυσιάσουν τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ σώσουν τὸ Βυζαντινὸν Κράτος. Ἀλλὰ τί ἀνέμεναν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ οἱ διάδοχοί του νὰ κερδίσουν διὰ τῆς θυσίας τῆς Ἐκκλησίας; Καθ᾽ ὅσον δύναμαι νὰ συμπεράνω, ἡ προσδοκία ἦτο νὰ διασωθῆ τὸ Πατριαρχεῖον ἀπὸ ἐκδίωξιν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως. Διότι ὁ Πάπας, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ἀρχηγὸς ἑνὸς Κράτους, τοῦ Βατικανοῦ, τὸ ὁ ποῖον ἔχει ἐπιρροὴν καὶ δύναται νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν τουρκικὴν κυβέρνησιν ν᾽ ἀφήση τὸ Πατριαρχεῖον νὰ παραμένη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξις τοῦ Πατριαρχείου δὲν θὰ ἦτο πλέον ὕπαρξις ἐνὸς Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου, ἀλλ᾽ ἑνὸς «Οὐνίτικου», Ρωμαιοκαθολικοῦ Πατριαρχείου. Καὶ αὐτὴ φαίνεται εἶναι ἤδη ἡ κατάστασίς του, κρίνοντες ἀπὸ τ᾽ ἀποτελέσματα μιᾶς προσφάτου Ψευδο–Συνόδου, ἡ ὁποία ἠ μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μ᾽ ἐκείνην ποὺ συνῆλθεν εἰς τὴν Φερράραν καὶ Φλωρεντίαν τῆς Ἰταλίας. Ἡ νέα Ψευδο– Σύνοδος ἔλαβε χώραν τῷ 1993 εἰς τὴν πόλιν Μπαλαμάντ τοῦ Λιβάνου.
Γράφων περὶ αὐτῆς τῆς Συνόδου ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης, λόγιος ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παρετήρησεν εἰς τὸ βιβλίον του «Ὀρθοδοξία καὶ Οὑμανισμός, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός», τὸ ὁποῖον ἐξεδόθη τῷ 1995: «Ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι τελείως ἀπαράδεκτος ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως… Μετὰ τὴν Ψευδῆ Σύνοδον Φερράρας — Φλωρεντίας, εἶναι ἡ δευτέρα φορὰ ποὺ ὡρισμένοι Ὀρθόδοξοι δὲν ἤγειραν ἀντιρρήσεις κατὰ τῶν αἱρέσεων τοῦ «Φιλιόκβε», τοῦ Ἀλαθήτου καὶ τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα ἐφ᾽ ὅλων τῶν Χριστιανῶν καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς.2 Ἐπίσης παρατηρεῖ ὅτι αὐτοὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκπρόσωποι ἐννέα Ἐκκλησιῶν, ἐπισήμως ἀνεγνώρισαν τὰ Μυστήρια τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ὅτι ἔχουν ἴσον κῦρος μὲ τὰ Θεῖα Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὁ καλούμενος διάλογος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀδιαφορίας πρὸς τὰς δογματικὰς διαφοράς,
τὸν ὁποῖον εἰσήγαγεν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, καὶ ὁ ὁποῖος υἱοθετήθη ὑπὸ τῶν διαδόχων του εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν —Πατριαρχῶν Δημητρίου καὶ Βαρθολομαίου— ἔληξε πολὺ ἐπιτυχῶς διὰ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμόν, ἀλλὰ λίαν ἀδόξως διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Ὄχι ἀδελφαί Ἐκκλησίαι
Ἀπὸ ἄλλας πηγὰς ἐπληροφορήθην ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ θεωροῦνται ὡς «Ἀδελφαὶ Ἐκκλησίαι».3 Αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός, ἐὰν υἱοθετεῖτο ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων, λογικῶς θὰ ὡδηγήση εἰς μίαν τροποποίησιν τοῦ
Ὀρθοδόξου Πιστεύω —πρᾶγμα αὐστηρῶς ἀπηγορευμένον ὑπὸ τῶν Μεγάλων Ἁγίων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκολουθοῦν τες τὴν Διάταξιν τῆς Ψευδοῦς Συνόδου τοῦ Μπαλαμάντ, δὲν πρέπει πλέον νὰ λέγωμεν: «Πιστεύω εἰς μίαν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν», ἀλλὰ πρέπει νὰ λέγωμεν: «Πιστεύω εἰς δύο Ἀδελφὰς Ἐκκλησίας»!
Ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα: Ποῖος θὰ ἐπικυρώσῃ αὐτὴν τὴν Σύνοδον; Τὸ διάταγμα τῆς Ψευδοῦς Συνόδου Φερράρας — Φλωρεντίας παρέμεινεν ἀκύρωτον ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια ἐκυρώθη τῷ 1453 ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ἀλλὰ συντόμως ἡ ἐπικύρωσις ἐξανεμίσθη εἰς τὸ μηδέν, διότι ἦτο ἀντίθετος πρὸς τὴν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ συνείδησις ὑπάρχει εἰς τοὺς πιστοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, «τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ»: κληρικούς, μοναχούς, μοναχάς, λαϊκούς. Αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὴν ὑπερτάτην ἐξουσίαν εἰς τοιαῦτα ζητήματα, ἀνωτέραν Πατριαρχῶν καὶ Αὐτοκρατόρων.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἡμεῖς ποὺ εἴμεθα συγκεντρωμένοι εἰς τοῦτον τὸν μεγαλοπρεπῆ ναόν,
κατ᾽ αὐτὴν τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν, τὴν Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀποτελοῦμεν μέρος αὐτῆς
τῆς ἀπολύτου ἐξουσίας «τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ». Πρέπει ν᾽ ἀναλάβωμεν τὰς εὐθύνας μας ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἁγίαν Ὀρθόδοξον Πίστιν μας, καὶ νὰ διακηρύξωμεν ὅτι δὲν ἀποδεχόμεθα τὴν Διάταξιν τῆς προσφάτου Συνόδου τοῦ Μπαλαμάντ, καὶ ὅτι δὲν θὰ δεχθοῦμεν τὰς Διατάξεις κάποιας ἄλλης Ψευδοῦς Συνόδου, ἡ ὁποία πιθανὸν νὰ συγκληθῆ κατὰ τὰ ἐπερχόμενα ἔτη. Ἡ γενναία στάσις τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, καὶ τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, πρὸς τὴν Ψευδῆ Σύνοδον Φερράρας – Φλωρεντίας, πρέπει νὰ ἀποτελῆ διὰ ἡμᾶς παράδειγμα κατὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον.
Ἔφθασεν ὁ καιρὸς δι᾽ ὅλους τοὺς πιστοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς νὰ ἐκφρασθοῦν εὐθαρσῶς καὶ νὰ τερματίσουν τὸ κίβδηλον εἶδος Ὀρθοδοξίας, ποὺ καλεῖται Οἰκουμενιστικὴ Ὀρθοδοξία. Διότι εἶναι μία προδοσία τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μία ἄρνησις αὐτῆς ταύτης τῆς οὐσίας της. Εἶναι πλέον καιρὸς νὰ βγάλωμεν «ἀπὸ τὴν ἀποθήκην» τὰ Θεῖα τῆς Πίστεως Δόγματα, ὅπου τὰ ἐξώρισεν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, νὰ τὰ φέρωμεν εἰς τὸ φῶς, καὶ νὰ τὰ διακηρύξωμεν μὲ κάθε μέσον, εἰς κάθε χώραν. Ἔχομεν ἀνάγκην αὐτῶν ἡμεῖς, ἔχουν ἀνάγκην αὐτῶν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάνται. Ἂς μὴ προσφέρωμεν εἰς τὸν κόσμον τὴν Ψευδῆ
Ὀρθοδοξίαν, ἡ ὁποία καλεῖται. «Ὀρθόδοξος» Οἰκουμενισμός. Αὐτὸς ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐξισώνει τὴν πλάνην μὲ τὴν ἀλήθειαν. Ἂς προσφέρωμεν, ἀντιθέτως, ἀκεραίαν τὴν παραδοσιακήν, αὐθεντικὴν Ὀρθοδοξίαν, ἡ ὁποία μόνη ὁδηγεῖ εἰς τὴν σωτηρίαν. Ἡ προσφορὰ αὐτῆς θὰ εἶναι μία πρᾶξις ἀληθινῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης, μία ἐκδήλωσις τῆς ἐντολῆς τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ περὶ ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον μας. Ὁ Χριστὸς λέγει:
«Ποῖος ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς, ποὺ θὰ τοῦ ζητήσῃ ὁ υἱός του ἄρτον, εἶναι δυνατὸν νὰ τοῦ δώσῃ λίθον ἀντὶ ἄρτου;» (Ματθ. 7:9). Ὁ «Ὀρθόδοξος» Οἰκουμενισμὸς πράττει ἀκριβῶς τὸ δεύτερον.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα παντοῦ ψάχνουν διὰ τὴν Ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει, τὴν Ἀλήθειαν, ἡ ὁποία σώζει. Καὶ ὅμως, οἱ Οἰκουμενισταὶ ἔθεσαν τὸν Ἄρτον τῆς Ἀληθείας εἰς τὴν ἀποθήκην καὶ ἀντὶ αὐτοῦ προσφέρουν τὴν πέτραν τῆς ἀναληθείας, τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀπώλειαν. Ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ἐπιτάσσει νὰ βγάλωμεν εἰς τὸ φῶς τὸν ζωοποιὸν Ἄρτον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁλόκληρον τὴν σωτηριώδη Ἀλήθειαν, καὶ μὲ ἀγάπην νὰ τὴν προσφέρωμεν εἰς ὅλους, ποὺ πεινοῦν καὶ διψοῦν διὰ τὴν Ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει καὶ σώζει.
Σημειώσεις:
1. Ἰωάν. 8:32.
2. Ὀρθοδοξία καὶ Οὑμανισμός, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, Ἅγιον Ὄρος, 1995, σελ. 8.
3. Ἴδε π.χ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια» (Ἐπίσημος ἔκδοσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), Μαρτίου 3 ἕως Μαΐου 5, 1994.
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ. ΦΥΛ. 1836
Ὅλας αὐτὰς τὰς ἐξελίξεις τὰς εἶχε προβλέψει ὁ καθηγητὴς Πανεπιστημίου κ. Κων. Καβαρνὸς εἰς τὸ βιβλίον του: «Νίκαι τῆς Ὀρθοδοξίας», τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐκδοθῆ ὑπο τοῦ «Ὀρθ. Τύπου». Ὁ κ. Καβαρνὸς ἐτόνιζεν ὅτι δὲν πρέπει νὰ φθάσωμεν εἰς ὅσα ἀποκαλύπτει σήμερον ὁ Κύπρου, διότι τότε ἡ Ὀρθοδοξία θὰ καταστῆ δούλη τοῦ Παπισμοῦ.
Τί ἔγραφε
Εἰς τὸ κεφάλαιον: «Πρὸς νίκην ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» καὶ εἰς τὰς σελίδας 53 – 60 γράφει:
«Ὁ Ὀρθόδοξος Οἰκουμενισμός, ὅπως αὐτὸς εἰσήχθη ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου ΚΠόλεως Ἀθηναγόρου Α´ τῷ 1963, εἶναι μία αἵρεσις, ἡ ὁποία θίγει τὰ θεῖα δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθὼς καὶ τοὺς Ἱ. Κανόνας της. Συνίσταται εἰς τὴν συμμετοχὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν γενικὴν Οἰκουμενιστικὴν Κίνησιν, κατὰ τρόπον, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει δογματικὴν ἐλαχιστοποίησιν (μινιμαλισμόν) καὶ σχετικοποίησιν, καθὼς καὶ τὴν παραθεώρησιν τῶν σπουδαίων Ἱερῶν Κανόνων. Οἱ κανόνες εἶναι γενικῶς ὑποχρεωτικοὶ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγόμενοι εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Ὁ Ἀθηναγόρας ἤθελε νὰ προχωρήσῃ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸ Βατικανόν, τοῦ Παπισμοῦ, καί, ὡς φαίνεται, μετὰ εἰς ἕνωσιν μὲ τοὺς Διαμαρτυρομένους, μὴ ἐμποδιζόμενος ἀπὸ δογματικὰς συζητήσεις καὶ διαφωνίας. Συνεβούλευε: “Νὰ βάλωμε τὰ δόγματα εἰς τὴν ἀποθήκην”, “θεολογία ἴσον ἀγάπη”. Τοῦτο ἐσήμαινε: “Ἂς μὴ λάβωμεν ὑπ᾽ ὄψιν τὴν Ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν ὁμολογεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καὶ ἂς μὴ ἐλέγξωμεν τὰς αἱρετικὰς καινοτομίας τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης”.
Μέγα λάθος
Αὐτὸς ὁ προσανατολισμὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου ἀπετέλει μέγα λάθος, διότι ἦτο ἕνα σύνθημα νὰ ἐκτοπισθῆ ἡ Ὀρθοδοξία εἰς τὸ περιθώριον, ν᾽ ἀγνοηθῆ. Παρεγνώριζε τὸ γεγονός, ὅτι διὰ τοὺς εἰλικρινεῖς, πιστοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι τὸ μέγιστον (maximum) τοῦ Χριστιανισμοῦ —κατὰ τὴν φράσιν τοῦ διασήμου Ρώσσου θεολόγου π.
Γεωργίου Φλορόβσκυ, καὶ συνεπῶς τὸ κριτήριον. Διότι εἰς αὐτὴν ἐνεπιστεύθη ἡ διαφύλαξις “ὁλοκλήρου τῆς Ἀληθείας, τῆς ἀπολύτου Ἀληθείας”, καὶ αὐτὴ ἀποτελεῖ αὐτὴν ταύτην τὴν οὐσίαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δι᾽ αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καλεῖ ἑαυ τὴν “Ὀρθόδοξον”. Λαμβάνει τὴν ὀνομασίαν αὐτὴν ἀπὸ τὴν φράσιν “ὀρθὴ δόξα” μὲ τὴν κλασσικήν της ἔννοιαν, ποὺ σημαίνει “ἀληθὴς πίστις”.
Εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Ἀθηναγόραν, ὁ ὁποῖος ἔστρεψε τὴν “ἀγάπην” εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Ἀλήθειαν, ἡ παραδοσιακὴ Ὀρθοδοξία ἀνέκαθεν ἐβάσισεν εἰς τὴν Ἀλήθειαν τὴν αὐθεντικὴν Χριστιανικὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία εἶναι κάτι οὐσιωδῶς διαφορετικὸν ἀπὸ τὴν κίβδηλον ἀγάπην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ “ἀγάπη” τῶν Οἰκουμενι στῶν συνίσταται ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τοὺς Οἰκουμενιστὰς καὶ μῖσος πρὸς τοὺς Ἀντι–οἰκουμενιστάς. Ἡ παραδοσιακὴ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει ὅλην τὴν πνευματικὴν Ἀλήθειαν, ὁμολογεῖ αὐτὴν εὐθαρσῶς, μὲ τὴν φωνὴν μυριάδων ἁγίων Μαρτύρων καὶ ἀναριθμήτων ἐξόχως σοφῶν καὶ ἡρωϊκῶν Ὁμολογητῶν, ὅπως ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Μᾶρκος Ἐφέσου καὶ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πράτ τει τοῦτο ὡς κάτοχος, ὡς φύλαξ καὶ ὡς διδάσκαλος τῆς Ἀληθείας, τῆς Ἀληθείας, ποὺ εἶναι ἐλευθέρα ἀπὸ ἀνάμιξιν μὲ ψευδῆ διδάγματα.
Οἱ διάδοχοί του
Ἡ Ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι τὰ “Καλὰ Νέα”, τὸ Εὐαγγέλιον, περὶ τοῦ ἀληθοῦς καὶ παναγάθου Θεοῦ – Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι ἐπίσης ἡ διδασκαλία περὶ τῆς ὑψηλῆς καταγωγῆς καὶ τοῦ ὑψηλοῦ προορισμοῦ τοῦ Ἀνθρώπου.
Τὰ καλὰ αὐτὰ νέα τὰ ἔφερεν ὁ Χριστὸς εἰς τὴν ἀνθρωπότητα καὶ εἶπε “Γνώσεσθε τὴν Ἀλήθειαν καὶ ἡ Ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς”1 (Ἰωάν. 8:32). Ἡ Ἀλήθεια ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἄγνοιαν, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἀπώλειαν.
Καὶ ὅμως, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐπροχώρησε καὶ ἐζήτησε οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ θέσουν εἰς τὴν ἀποθήκην τὰ θεῖα δόγματα τῆς ἀμωμήτου ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Εἰς τὰ δόγματα αὐτὰ ἐνυπάρχουν τὰ “Καλὰ Νέα”, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔφερεν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα.
Οἱ διάδοχοι τοῦ Ἀθηναγόρου εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον ΚΠόλεως ἠκολούθησαν τὰς ὑποδείξεις του περὶ τῆς ἀδιαφορίας πρὸς τὰ θεῖα Δόγματα τῆς Πίστεως, “τοῦ ἐγκλεισμοῦ των εἰς τὴν ἀποθήκην”, ὁμοῦ μετὰ τῶν Ἱ. Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ τονισθῆ ὅτι ὑπάρχουν Κανόνες, οἱ ὁποῖοι εἰ δι κῶς διετυπώθησαν, διὰ νὰ προστατεύουν τὰ Δόγματα ἀπὸ οἱανδήποτε σχετικοκρατικὴν ἢ ὑποκειμενικὴν παρανόησιν, ἡ ὁποία τὰ ὑποβιβάζει εἰς ἁπλὰς προσωπικὰς γνώμας.
Τί θά ἐσήμαινε
Ἡ παραθεώρησις τῶν θείων τῆς Πίστεως δογμάτων καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐσχεδιάσθη διὰ ν᾽ ἀνοίξῃ ὁ δρόμος πρὸς μίαν ἄλλην ψευδῆ, ἕνωσιν μὲ τὴν Ρώμην. Μία τοιαύτη ἕνωσις θὰ ἐσήμαινε τὴν ἀποδοχὴν τοῦ Πάπα, ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὴν ἀδιαμφισβήτητον κεφαλὴν ὅλων τῶν Χριστιανῶν, καὶ ὑποταγὴν εἰς τὴν θέλησιν αὐτοῦ, εἰς ὁ,τιδήποτε αὐτὴ ἡ θέλησις θὰ διέτασσεν. Καὶ ποῖον θὰ ἦτο τὸ κέρδος ἀπὸ μίαν τοιαύτην ὁλοκληρωτικὴν προδοσίαν τοῦ πλέον πολυτίμου θησαυροῦ μας, τῆς ἀληθοῦς Χριστιανικῆς Πίστεως; Ὅπως ἐτονίσθη ἐνωρίτερα, οἱ Βυζαντινοὶ Αὐτοκράτορες Ἰωάννης Παλαιολόγος καὶ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ἤθελον, μὲ μεγάλον δισταγμόν, νὰ θυσιάσουν τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ σώσουν τὸ Βυζαντινὸν Κράτος. Ἀλλὰ τί ἀνέμεναν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ οἱ διάδοχοί του νὰ κερδίσουν διὰ τῆς θυσίας τῆς Ἐκκλησίας; Καθ᾽ ὅσον δύναμαι νὰ συμπεράνω, ἡ προσδοκία ἦτο νὰ διασωθῆ τὸ Πατριαρχεῖον ἀπὸ ἐκδίωξιν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως. Διότι ὁ Πάπας, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ἀρχηγὸς ἑνὸς Κράτους, τοῦ Βατικανοῦ, τὸ ὁ ποῖον ἔχει ἐπιρροὴν καὶ δύναται νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν τουρκικὴν κυβέρνησιν ν᾽ ἀφήση τὸ Πατριαρχεῖον νὰ παραμένη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξις τοῦ Πατριαρχείου δὲν θὰ ἦτο πλέον ὕπαρξις ἐνὸς Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου, ἀλλ᾽ ἑνὸς «Οὐνίτικου», Ρωμαιοκαθολικοῦ Πατριαρχείου. Καὶ αὐτὴ φαίνεται εἶναι ἤδη ἡ κατάστασίς του, κρίνοντες ἀπὸ τ᾽ ἀποτελέσματα μιᾶς προσφάτου Ψευδο–Συνόδου, ἡ ὁποία ἠ μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μ᾽ ἐκείνην ποὺ συνῆλθεν εἰς τὴν Φερράραν καὶ Φλωρεντίαν τῆς Ἰταλίας. Ἡ νέα Ψευδο– Σύνοδος ἔλαβε χώραν τῷ 1993 εἰς τὴν πόλιν Μπαλαμάντ τοῦ Λιβάνου.
Γράφων περὶ αὐτῆς τῆς Συνόδου ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης, λόγιος ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παρετήρησεν εἰς τὸ βιβλίον του «Ὀρθοδοξία καὶ Οὑμανισμός, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός», τὸ ὁποῖον ἐξεδόθη τῷ 1995: «Ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι τελείως ἀπαράδεκτος ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως… Μετὰ τὴν Ψευδῆ Σύνοδον Φερράρας — Φλωρεντίας, εἶναι ἡ δευτέρα φορὰ ποὺ ὡρισμένοι Ὀρθόδοξοι δὲν ἤγειραν ἀντιρρήσεις κατὰ τῶν αἱρέσεων τοῦ «Φιλιόκβε», τοῦ Ἀλαθήτου καὶ τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα ἐφ᾽ ὅλων τῶν Χριστιανῶν καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς.2 Ἐπίσης παρατηρεῖ ὅτι αὐτοὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκπρόσωποι ἐννέα Ἐκκλησιῶν, ἐπισήμως ἀνεγνώρισαν τὰ Μυστήρια τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ὅτι ἔχουν ἴσον κῦρος μὲ τὰ Θεῖα Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὁ καλούμενος διάλογος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀδιαφορίας πρὸς τὰς δογματικὰς διαφοράς,
τὸν ὁποῖον εἰσήγαγεν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, καὶ ὁ ὁποῖος υἱοθετήθη ὑπὸ τῶν διαδόχων του εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν —Πατριαρχῶν Δημητρίου καὶ Βαρθολομαίου— ἔληξε πολὺ ἐπιτυχῶς διὰ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμόν, ἀλλὰ λίαν ἀδόξως διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Ὄχι ἀδελφαί Ἐκκλησίαι
Ἀπὸ ἄλλας πηγὰς ἐπληροφορήθην ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ θεωροῦνται ὡς «Ἀδελφαὶ Ἐκκλησίαι».3 Αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός, ἐὰν υἱοθετεῖτο ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων, λογικῶς θὰ ὡδηγήση εἰς μίαν τροποποίησιν τοῦ
Ὀρθοδόξου Πιστεύω —πρᾶγμα αὐστηρῶς ἀπηγορευμένον ὑπὸ τῶν Μεγάλων Ἁγίων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκολουθοῦν τες τὴν Διάταξιν τῆς Ψευδοῦς Συνόδου τοῦ Μπαλαμάντ, δὲν πρέπει πλέον νὰ λέγωμεν: «Πιστεύω εἰς μίαν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν», ἀλλὰ πρέπει νὰ λέγωμεν: «Πιστεύω εἰς δύο Ἀδελφὰς Ἐκκλησίας»!
Ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα: Ποῖος θὰ ἐπικυρώσῃ αὐτὴν τὴν Σύνοδον; Τὸ διάταγμα τῆς Ψευδοῦς Συνόδου Φερράρας — Φλωρεντίας παρέμεινεν ἀκύρωτον ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια ἐκυρώθη τῷ 1453 ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ἀλλὰ συντόμως ἡ ἐπικύρωσις ἐξανεμίσθη εἰς τὸ μηδέν, διότι ἦτο ἀντίθετος πρὸς τὴν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ συνείδησις ὑπάρχει εἰς τοὺς πιστοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, «τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ»: κληρικούς, μοναχούς, μοναχάς, λαϊκούς. Αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὴν ὑπερτάτην ἐξουσίαν εἰς τοιαῦτα ζητήματα, ἀνωτέραν Πατριαρχῶν καὶ Αὐτοκρατόρων.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἡμεῖς ποὺ εἴμεθα συγκεντρωμένοι εἰς τοῦτον τὸν μεγαλοπρεπῆ ναόν,
κατ᾽ αὐτὴν τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν, τὴν Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀποτελοῦμεν μέρος αὐτῆς
τῆς ἀπολύτου ἐξουσίας «τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ». Πρέπει ν᾽ ἀναλάβωμεν τὰς εὐθύνας μας ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἁγίαν Ὀρθόδοξον Πίστιν μας, καὶ νὰ διακηρύξωμεν ὅτι δὲν ἀποδεχόμεθα τὴν Διάταξιν τῆς προσφάτου Συνόδου τοῦ Μπαλαμάντ, καὶ ὅτι δὲν θὰ δεχθοῦμεν τὰς Διατάξεις κάποιας ἄλλης Ψευδοῦς Συνόδου, ἡ ὁποία πιθανὸν νὰ συγκληθῆ κατὰ τὰ ἐπερχόμενα ἔτη. Ἡ γενναία στάσις τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, καὶ τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, πρὸς τὴν Ψευδῆ Σύνοδον Φερράρας – Φλωρεντίας, πρέπει νὰ ἀποτελῆ διὰ ἡμᾶς παράδειγμα κατὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον.
Ἔφθασεν ὁ καιρὸς δι᾽ ὅλους τοὺς πιστοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς νὰ ἐκφρασθοῦν εὐθαρσῶς καὶ νὰ τερματίσουν τὸ κίβδηλον εἶδος Ὀρθοδοξίας, ποὺ καλεῖται Οἰκουμενιστικὴ Ὀρθοδοξία. Διότι εἶναι μία προδοσία τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μία ἄρνησις αὐτῆς ταύτης τῆς οὐσίας της. Εἶναι πλέον καιρὸς νὰ βγάλωμεν «ἀπὸ τὴν ἀποθήκην» τὰ Θεῖα τῆς Πίστεως Δόγματα, ὅπου τὰ ἐξώρισεν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, νὰ τὰ φέρωμεν εἰς τὸ φῶς, καὶ νὰ τὰ διακηρύξωμεν μὲ κάθε μέσον, εἰς κάθε χώραν. Ἔχομεν ἀνάγκην αὐτῶν ἡμεῖς, ἔχουν ἀνάγκην αὐτῶν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάνται. Ἂς μὴ προσφέρωμεν εἰς τὸν κόσμον τὴν Ψευδῆ
Ὀρθοδοξίαν, ἡ ὁποία καλεῖται. «Ὀρθόδοξος» Οἰκουμενισμός. Αὐτὸς ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐξισώνει τὴν πλάνην μὲ τὴν ἀλήθειαν. Ἂς προσφέρωμεν, ἀντιθέτως, ἀκεραίαν τὴν παραδοσιακήν, αὐθεντικὴν Ὀρθοδοξίαν, ἡ ὁποία μόνη ὁδηγεῖ εἰς τὴν σωτηρίαν. Ἡ προσφορὰ αὐτῆς θὰ εἶναι μία πρᾶξις ἀληθινῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης, μία ἐκδήλωσις τῆς ἐντολῆς τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ περὶ ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον μας. Ὁ Χριστὸς λέγει:
«Ποῖος ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς, ποὺ θὰ τοῦ ζητήσῃ ὁ υἱός του ἄρτον, εἶναι δυνατὸν νὰ τοῦ δώσῃ λίθον ἀντὶ ἄρτου;» (Ματθ. 7:9). Ὁ «Ὀρθόδοξος» Οἰκουμενισμὸς πράττει ἀκριβῶς τὸ δεύτερον.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα παντοῦ ψάχνουν διὰ τὴν Ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει, τὴν Ἀλήθειαν, ἡ ὁποία σώζει. Καὶ ὅμως, οἱ Οἰκουμενισταὶ ἔθεσαν τὸν Ἄρτον τῆς Ἀληθείας εἰς τὴν ἀποθήκην καὶ ἀντὶ αὐτοῦ προσφέρουν τὴν πέτραν τῆς ἀναληθείας, τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀπώλειαν. Ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ἐπιτάσσει νὰ βγάλωμεν εἰς τὸ φῶς τὸν ζωοποιὸν Ἄρτον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁλόκληρον τὴν σωτηριώδη Ἀλήθειαν, καὶ μὲ ἀγάπην νὰ τὴν προσφέρωμεν εἰς ὅλους, ποὺ πεινοῦν καὶ διψοῦν διὰ τὴν Ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει καὶ σώζει.
Σημειώσεις:
1. Ἰωάν. 8:32.
2. Ὀρθοδοξία καὶ Οὑμανισμός, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, Ἅγιον Ὄρος, 1995, σελ. 8.
3. Ἴδε π.χ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια» (Ἐπίσημος ἔκδοσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), Μαρτίου 3 ἕως Μαΐου 5, 1994.
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ. ΦΥΛ. 1836
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου