Επίσκοπος Ράσκας και Πριζρένης Αρτέμιος
Ο Οικουμενισμός είναι τέκνο του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στην αρχή του, στα μέσα του αιώνα μεταμορφώθηκε σε Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και στο τέλος του αιώνα μαράθηκε, επειδή τον απαρνιόταν σφοδρά. Δυστυχώς επεβίωσε και σ' αυτή την κρίσει και συνεχίζει να ενοχλεί την Εκκλησία του Θεού και κατά τον 21ο αιώνα. Αυτή η επιστημονική σύνοδος περί Οικουμενισμού, κατά την ταπεινή μας γνώμη, άργησε πολύ αλλά όχι και μάταια. Για τον λόγο αυτό ευχαριστούμε τον Θεό καθώς και όλους όσοι κατέβαλαν προσπάθειες να πραγματοποιηθεί αυτή η σπουδαία σύνοδος, ώστε το ζήτημα του Οικουμενισμού να παρατηρηθεί από διάφορες όψεις, πράγμα που θα βοηθήσει πολύ τόσο όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, όσο και το εκκλησιαστικό πλήρωμα και τον κάθε πιστό να λάβει τη σωστή θέση εναντίον αυτής, όχι μόνο της πιο πρόσφατης αλλά και της πιο επικίνδυνης εκκλησιαστικής αίρεσης, την οποία ο γνωστός μας θεολόγος π. Ιουστίνος Πόποβιτς αποκαλεί Παναίρεση, αφού μέσα της συμπεριλαμβάνει όλες τις διαμέσου της ιστορίας της Εκκλησίας γνωστές αιρέσεις. Περί της Εκκλησίας, ως «Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής» Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και περί της έννοιας του Οικουμενισμού γίνεται και θα γίνει λόγος σε αυτή την αξιότιμη συγκέντρωση. Συνεπώς στη δήλωσή μας δεν θα σταθούμε πολύ σε αυτές τις έννοιες. Αυτό για το οποίο πρέπει να μιλήσουμε είναι το εξής: Είναι, και κατά ποιο τρόπο, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κατά του Οικουμενισμού; Μέσω ποίου και κατά ποιόν τρόπο αυτή η αντίθεση εκδηλωνόταν η εκδηλώνεται και σήμερα; Προκαλεί πόνο το γεγονός ότι καμία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έμεινε άσπιλη και απείραχτη από την οικουμενιστική μόλυνση. Κάποια περισσότερο, κάποια λιγότερο. Αλλά παρηγορεί και ενθαρρύνει επίσης το γεγονός ότι σε κάθε τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρχαν και θα υπάρχουν εκείνα τα λαμπερά και Ιερά παραδείγματα, ατόμων η ομάδων, που αντιτίθενται δημοσίως, με τον προφορικό και γραπτό λόγο, κατά της διείσδυσης του Οικουμενισμού στο Ορθόδοξο πλήρωμα[1]. Ίσως τέτοιοι να μην υφίστανται πολλοί, ίσως μεταξύ τους δεν είναι αρκετά συνδεδεμένοι και ενωμένοι σε ένα κοινό αμυντικό μέτωπο, αλλά είναι βέβαιο ότι οι ίδιοι πρώτα απ' όλα είναι ενωμένοι με την Κεφαλή της Εκκλησίας, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ο πρώτος και ο πιο συνεπής αγωνιστής κατά του Οικουμενισμού ήταν και παρέμεινε ο μακάριος πατέρας Ιουστίνος Πόποβιτς, ο οποίος με το παράδειγμά του, με τα λόγια του και τα έργα του εντυπωσίασε και ενέπνευσε πολλούς να τον ακολουθήσουν. Τη θεολογική-Ορθόδοξη θέση του περί του Οικουμενισμού ο π. Ιουστίνος την εξέφρασε σύντομα στο πασίγνωστο βιβλίο του «Η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Οικουμενισμός», που εκδόθηκε πρώτα στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σ' αυτό το βιβλίο του ο π. Ιουστίνος έδωσε συνοπτικά και ολοκληρωμένα τον ορισμό του Οικουμενισμού. Κατά τον ίδιο: «Ο Οικουμενισμός είναι η κοινή ονομασία για τον ψευδο-Χριστιανισμό και τις ψευδο-Εκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης. Στον ίδιο βρίσκονται με την καρδιά τους όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί με επικεφαλής τον παπισμό. Και όλοι αυτοί οι ψευδο-Χριστιανισμοί, όλες αυτές οι ψευδο-Εκκλησίες δεν είναι παρά αιρέσεις. Όλοι τους έχουν την κοινή ονομασία του ευαγγελίου: παναίρεση»[2]. Ο π. Ιουστίνος θεωρούσε ότι θα δείξει καλύτερα την παραδοξότητα και το τερατούργημα του Οικουμενισμού, όπως εμφανίζεται στην εποχή μας, εφόσον τον καθρεφτίζουμε στον καθρέφτη της Μοναδικής αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Ο ίδιος το έκανε εκθέτοντας τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την αληθινή Εκκλησία του Χριστού, την Αποστολικής Εκκλησία, την Εκκλησία των Πατέρων μας, την αγία παραδοσιακή. Μόνο εφόσον έχουμε σωστή και πλήρη γνώση της διδασκαλίας του Χριστού, μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε και να αναγνωρίσουμε όλες τις ψεύτικες και αιρετικές διδασκαλίες. Ως προς τη γέννηση του Οικουμενισμού ως κινήματος για την ένωση των Χριστιανών, την ιστορική του πορεία και ανάπτυξη, καθώς και τις πιθανές παγίδες στις οποίες πίπτουν, και περαιτέρω θα πίπτουν, πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, καθώς και ένας σημαντικός αριθμός κληρικών, μεταξύ των οποίων και ένας σημαντικός αριθμός Επισκόπων, περιέγραψε και συστηματικά εξέθεσε ο Ιερομόναχος Σάββας Γιάνιτς, αδελφός από το μοναστήρι Ντέτσανι, στο βιβλίο του «Οικουμενισμός και περίοδος Αποστασίας» (Πρίζρεν 1995). Εκεί ο Οικουμενισμός ορίζεται ξεκάθαρα πριν από όλα ως «Εκκλησιαστική αίρεση», που έχει ως σκοπό να μετατρέψει το «Σώμα του Χριστού» (την Εκκλησία) σε μια οικουμενική οργάνωση, χτυπώντας την ίδια τη ρίζα της Ορθόδοξης πίστης την Εκκλησία της[3]. Ο Οικουμενισμός, κατά τον π. Σάββα, πράγμα θέλει να «διορθώσει» απολυταρχικά τη θεανθρώπινη διδασκαλία του Κυρίου Ιησού Χριστού, καθοδηγώντας τη σε επίπεδο κοινωνικής, ουμανιστικής και πασιφιστικής ιδέας, προσπαθώντας και τον ίδιο τον Χριστό να τον αντικαταστήσει με τον μη θεοποιημένο και λαϊκό ευρωπαίο άνθρωπο[4]. Λόγο της σαφούς αντι-οικουμενικής θέσης, το βιβλίο του π. Σάββα προσβαλλόταν από πολλούς και απαγορευόταν η πώληση του στα εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία, αλλά κανένας δεν προσπάθησε, να μην αναφέρουμε και ότι δεν επέτυχε, να αρνηθεί και αμφισβητήσει κάτι από αυτά που εκτέθηκαν στο βιβλίο του. Παρ' όλα αυτά, πρόσφατα, ο κύριος φορέας του αγώνα και της αντίστασης κατά του Οικουμενισμού στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν και παρέμεινε το περιοδικό της Επισκοπής της Ράσκα-Πρίζρεν "Άγιος Δούκας Λάζαρος, που κυκλοφορεί εδώ και 12 χρόνια. Το περιοδικό παρακολουθεί άγρυπνα όλα τα οικουμενικά γεγονότα, μεταφέρει σχόλια, άρθρα, ανασκοπήσεις και θέσεις όλων εκείνων για τους όποιους το πλήρωμα της πίστης και της Ορθοδοξίας είναι πρωταρχικό πράγμα στη ζωή τους, σημαντικότερο και από την ίδια τη ζωή. Εκεί δημοσιεύονταν κείμενα αντιδράσεων και μεταφράσεις επιστολών, αποφάσεων και μαρτυριών αγιορειτικών μοναστηριών για διάφορες αιτίες. "Όταν στον τομέα των θεολογικών διαλόγων των Ορθοδόξων με τους μη Ορθοδόξους, η στο επίπεδο του πρακτικού «Οικουμενισμού» ξεπερνιόταν τα όρια, με ενέργειες τις οποίες το πλήρωμα και η αβεβήλωτη φύση της Ορθόδοξης πίστης και της Εκκλησίας αμφισβητούσαν, η φωνή της εκκλησιαστικής συνείδησης μιλούσε, πρώτο των μοναχών του Αγίου "Όρους και μετά και ορισμένων θεολόγων από τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Το περιοδικό "Αγιος Δούκας Λάζαρος μετέφερε τέτοιες αναφορές, εκκλήσεις, διαμαρτυρίες στις σελίδες του, πράγμα που συνεισέφερε πολύ στην ενδυνάμωση της αντίστασης κατά του Οικουμενισμού, κάτω από τη σκέπη της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τέτοια κείμενα ήταν εκείνα που γράφτηκαν επ' ευκαιρία της απόφασης στο Μπάλαμαντ, τα οποία η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους στα τέλη του 1993 απηύθυνε στην Αυτού Παναγιότητα τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, καθώς και η Έκθεση της Επιτροπής της Ιερές Κοινότητας του Αγίου Όρους περί του διαλόγου μεταξύ των Ορθοδόξων και των αντι-χαλκηδονίων, που έλαβε χώρα στο Σάμπεζι της Γενεύης το Νοέμβριο του 1993, και πολλά άλλα. Παρόμοιες αναφορές και προειδοποιήσεις υπήρχαν και από άτομα και από ομάδες από την ίδια τη Σερβική Εκκλησία. Αξιοσημείωτο είναι το κείμενο του δόκιμου μοναχού Ηλία κάτω από τον τίτλο «Κάτι χειρότερο και από τον Οικουμενισμό», όπου εκθέτει τη φοβερή εμπειρία των οικουμενικών προσευχών των Ορθοδόξων, των Ρωμαιοκαθολικών και των Μουσουλμάνων στις αρχές του 1992 στη Βοσνία και Έρζεγοβίνη. Σχετική μ' αυτό είναι και η σύντομη αναφορά μας «Ο Θεός δεν επιτρέπει την ασχήμια», όπου τονίζουμε ότι τέτοιου είδους καταπατήσεις των παραδόσεων των Πατέρων μας και των κανόνων της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας οδηγούν άμεσα, με την άδεια του Θεού, σε διεθνικές συγκρούσεις και αιματοχυσίες. Το ζήτημα του Οικουμενισμού και των σχέσεων της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με αυτόν, καθώς και το ζήτημα της ιδιότητας του μέλους της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, ήταν εκείνα τα χρόνια συχνό θέμα για συζήτηση και στην Ιερά αρχιερατική Σύνοδο. Ο υποκινητής και εμπνευστής των συζητήσεων αυτών πιο συχνά ήμασταν εμείς με τις θέσεις μας, καθώς και τα άρθρα που δημοσιεύαμε στο περιοδικό μας " Άγιος Δούκας Λάζαρος. Αυτός ήταν ο λόγος που στα τέλη του 1994 λάβαμε την υπ' αριθμό 3128 απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1994 της Ιερές αρχιερατικής Συνόδου να προετοιμάσουμε και να καταθέσουμε στην Ιερά αρχιερατική Σύνοδο σύντομη ανασκόπηση της Ιστορίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών καθώς και το ζήτημα της ιδιότητας μέλους της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σ' αυτό. Εκτελώντας, λοιπόν, την απόφαση της Αγίας Συνόδου καταθέσαμε τον Μάιο του 1995 στην Ιερά Αρχιερατική Σύνοδο λεπτομερή έκθεση στην οποία εξηγήσαμε πριν απ' όλα την αβασιμότητα της ίδιας της ονομασίας «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», εφόσον οι Άγιοι Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου δογμάτισαν την Ορθόδοξη πίστη σε Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και όχι σε «Πολλές», από τις οποίες θα μπορούσε να οικοδομείται και να πραγματοποιείται κάποιο «συμβούλιο» η «ένωση» που θα ήταν κάποια «ΥΠΕΡΕΚΚΛΗΣΙΑ». Στη συνέχεια εκθέσαμε σε σύντομες γραμμές την Ιστορία της γέννησης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών το 1948, δείχνοντας ότι έχει τις ρίζες του σε μια σύγχρονη αίρεση-παναίρεση, που ονομάζεται Οικουμενισμός, ο οποίος γεννήθηκε κάτω από τη σκέπη του Προτεσταντισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και για τις ανάγκες του ιδίου. Μόνο αργότερα το κίνημα αυτό και οι αντι-Εκκλησιαστικές του ιδέες (όπως η «Θεωρία των κλάδων», Branch theory) υιοθετούνται και γίνονται αποδεκτές βαθμιαία από ορισμένες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, που γίνονται μέλη του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και καθίστανται «ΟΡΓΑΝΙΚΟ» μέρος του. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία για πολύ καιρό αντιστάθηκε σ' αυτό τον πειρασμό του Οικουμενισμού, ώστε τελικά το 1965 και η ίδια έγινε μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, προσπαθώντας να μη μείνει πίσω από το παράδειγμα των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών που έγιναν μέλη νωρίτερα, συμμετέχοντας ενεργά σε όλους τους οικουμενικούς διάλογους και δραστηριότητες, άσχετα με το πόσο αυτό ήταν σε αντίθεση με την παράδοση των Πατέρων μας και τους ορισμούς των Κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ανασκοπώντας την έκθεσή μας, στο τέλος, προτείναμε στην Αρχιερατική Σύνοδο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τη συν- εδρίασή της να λάβει ανέκκλητη απόφαση περί αποχώρησης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και από όλες τις άλλες, παρόμοιες με αυτό, διεκκλησιαστικές οργανώσεις, και σύμφωνα με αυτή την απόφαση να διακόψει την πρακτική κάθε οικουμενικής δράσης και πρακτικής συμμετοχής στις άθεες οικουμενιστικές εκδηλώσεις. Αυτό πρέπει να γίνει, το αιτιολογήσαμε, για τους εξής λόγους: 1. Λόγο υπακοής στον Άγιο Απόστολο Παύλο, ο οποίος συμβουλεύει και διατάσσει: «Τον αιρετικό άνθρωπο, μετά από την πρώτη και τη δεύτερη συμβουλή, απόφυγέ τον». 2. Επειδή είναι σε συμφωνία με όλους τους ιερούς Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τους όποιους παραβιάσαμε σφοδρά μέχρι τώρα. 3. Επειδή δεν υπάρχει κυριολεκτικά κανένας ανάμεσα στους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας ο οποίος με τη διδασκαλία, τη ζωή και τα έργα του θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα που θα δικαιολογούσε την ιδιότητα μέλους μας και την περαιτέρω παραμονή μας στη μη εκκλησιαστική οργάνωση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και σε παρόμοιες με αυτή. 4. Για τη σωτηρία των ψυχών μας, των ψυχών του ποιμνίου που μας εμπιστεύθηκε ο Θεός, το οποίο με τον Οικουμενισμό παρασύραμε και πνευματικά ζημιώσαμε, καθώς και για τη σωτηρία εκείνων που ακόμη βρίσκονται εκτός της Κιβωτού της σωτηρίας, της Μόνης, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τους όποιους θα βοηθήσει περισσότερο στην αναζήτηση και στην εξεύρεση της αλήθειας και του δρόμου της σωτηρίας μια τέτοια αποφασιστική και σαφής πράξη μας, παρά η άχρωμη και άθεη περαιτέρω φιλία μας μαζί τους. Δύο χρόνια μετά από την έκθεσή μας αυτή, η Ιερά αρχιερατική Σύνοδος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη συνεδρίασή της που έλαβε χώρα τον Μάιο-Ιούνιο 1997 πήρε την απόφαση να αποχωρήσει η Σερβική Εκκλησία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, δηλαδή αποφασίστηκε η Σερβική Εκκλησία να μην είναι πλέον οργανικό μέλος αυτής της οργάνωσης. Στην αιτιολογία της απόφασης αυτής διαπιστώθηκε ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κατέστη έκφραση επιθυμίες, ειδικά του κομματιασμένου προτεσταντικού κόσμου (άρχίζοντας από το 1910), για την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, η καθεμιά με τον τρόπο της, όπως το είδαμε, ειδικά μετά το 1920, συμμετείχε τακτικά στη λεγόμενη Οικουμενική Κίνηση, λόγο πραγματοποίησης της διαταγής του Χριστού «να είναι όλοι ένα». Στην αρχή στο πεδίο του Οικουμενισμού συμμετείχαν διακεκριμένοι θεολόγοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως ο άγιος Επίσκοπος Νικόλαος της Ζίτσας, ο Επίσκοπος της Μπάτσκας Ειρηναίος (Τσίριτς), ο Επίσκοπος της Δαλματίας Ειρηναίος (Τζόρτζεβιτς), ο πρωθιερέας Γεώργιος Φλωρόφσκι, ο Δημήτριος Στανιλοάε και άλλοι. Σε κάθε ευκαιρία αυτοί μαρτυρούσαν την αιώνια αλήθεια και θέση της Ορθόδοξης θεολογίας, ότι «χωρίς ενότητα στην πίστη δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει ενότητα στην Εκκλησία ως θεανθρώπινο οργανισμό του Χριστού». Σε όλες τις οικουμενιστικές συναντήσεις και συνεδριάσεις κατέθεταν με ξεχωριστές «Δηλώσεις» τις Ορθόδοξες θέσεις και αποφάσεις τους. Μόνο αργότερα, μετά τη σύσταση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, υπήρξε βαθμιαία παρέκκλιση από την αρχή αυτή, και οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι όλο και περισσότερο πνίγονταν σε κοινά (στην ουσία αντι-Ορθόδοξα) συμπεράσματα και αποφάσεις. Η αιτιολογία που εκτέθηκε στη Σύνοδο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με την οποία εξηγείται και αιτιολογείται η απόφαση περί αποχώρησης από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το τονίζει ειδικότερα αυτό. Η απόφαση ελήφθη: Για το λόγο ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών άρχισε να αγνοεί στη δράσει του την αρχική θέσει περί αναγκαιότητας της ενότητας στην πίστη ως προϋπόθεσης της ενότητας της Εκκλησίας. Για το λόγο ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών άρχισε να παίρνει τη φύση της «ΥΠΕΡΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με το πνεύμα αυτό, κάνοντας πρακτικά αποδεκτό τον τρόπο δράσης του για την αναπόδεικτη για την Ορθοδοξία αγγλικανική «θεωρία των κλάδων», την πρόσφατα ονομαζόμενη θεωρία των «Χριστιανικών παραδόσεων», σύμφωνα με την οποία οι «παραδόσεις» κάποιων προτεσταντικών αιρέσεων (που γεννήθηκαν π. Χ. Τον προηγούμενο αιώνα), εξισώνονται και θεωρούνται ισότιμες με τη ζωντανή Παράδοση της Εκκλησίας της ανατολής, που είναι αδιάκοπη από τους Αποστολικούς χρόνους. Για το λόγο ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών τίθεται όλο και περισσότερο κάτω από την επιρροή της λαϊκότητας. Για το λόγο ότι η ίδια η δομή του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, στην οποία τη πολύ μεγάλη πλειοψηφία κατέχουν οι προτεσταντικές κοινότητες, η Ορθόδοξη Εκκλησία μειοψηφούσε πάντα, έτσι ώστε κάτω από τέτοιες συνθήκες να μην μπορεί να έχει επιρροή σε αποφάσεις του Συμβουλίου ούτε να μπορεί να εκπροσωπηθεί κατάλληλα. Για το λόγο ότι στους επισήμους κύκλους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών όλο και περισσότερο αγνοείται το ζήτημα της πίστης, της τάξης και της ενότητας στην πίστη και στην αρχική Εκκλησία του Χριστού, προς όφελος του πραγματισμού της παγκόσμιας πολιτικής. Για το λόγο ότι στους επισήμους κύκλους της Οικουμενικής Κίνησης (ειδικά μετά από τις Γενικές Διασκέψεις στην Ουψάλα και στην Καμπέρα) επικρατεί το πνεύμα και η τάση του - πρακτικά εκδηλωμένου και εφαρμοσμένου - θρησκευτικού συγκρητισμού. Για το λόγο ότι κάποια από τα πιο σημαντικά μέλη (π.χ. Η Αγγλικανική Εκκλησία) του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, αντί -σύμφωνα με το πνεύμα του Οικουμενισμού να μειώνουν τις υπάρχουσες δογματικές και κανονικές διαφορές, εισάγουν νέα «Εκκλησιαστικά» έθιμα και πρακτικές τα οποία δικαιολογούν δογματικά, έθιμα που διακινδυνεύουν το ευαγγελικό ήθος και ολόκληρη τη Χριστιανική παράδοση της ανατολής και της Δύσης (χειροτονία γυναικών ως «επισκόπισσες» και «παστορίνες») δημιουργώντας ριζοσπαστικά μια νέα τάξει πραγμάτων, εκκλησιολογία και ηθική στην «Εκκλησία». Για το λόγο ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ανέχεται κάποιες από τις Χριστιανικές κοινότητες μέλη του, που σε αντίθεση με το ευαγγέλιο και τον Απόστολο Παύλο αποδέχονται και ευλογούν τη μη φυσική και αντίθετη στη φύση πορνεία (γάμος ομοφυλοφίλων), που είναι «ντροπή και να ακουστεί». Για το λόγο ότι το οικουμενιστικό και εκλαϊκευμένο πνεύμα μεταφέρεται και σε ορισμένους Ορθοδόξους κύκλους, ειδικά στη Διασπορά και στα μεικτά περιβάλλοντα, όπου έγιναν συχνές οι κοινές κοινωνίες και προσευχές με μη Ορθοδόξους, μια πρακτική η οποία αρνείται το ίδιο το ήθος και τους πατερικούς κανόνες γύρω από της πίστης και ζωής στην Εκκλησία (δηλαδή αντανακλώνται αρνητικά στην ίδια την Εκκλησία). Για το λόγο ότι η ΟΡΓΑΝΙΚΗ ιδιότητα μέλους στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών προκαλεί μέσα στο Ορθόδοξο πλήρωμα αποπλανήσεις και σοβαρές πολώσεις μεταξύ των τοπικών Ορθοδόξων εκκλησιών (που σημαίνει ότι δεν συμβάλλει στην παγχριστιανική ενότητα, καθώς από μία τέτοιου είδους ιδιότητα μέλους κινδυνεύει άμεσα η ενότητα μέσα στην ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία, για να μην πούμε και για την εκκλησιολογικά μη παραδεκτή τέτοιου είδους ιδιότητα μέλους!). Για όλους τους ως άνω αναφερόμενους λόγους η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, πιστός μάρτυρας και φύλακας (μαζί με τις υπόλοιπες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες) της πίστης και του ήθους της Μιας, Άγιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, προαναγγέλλει την αποχώρησή της από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, καθώς και την άρνηση να είναι ΟΡΓΑΝΙΚΟ μέλος της οργάνωσης αυτής (πράγμα που έκανε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η Εκκλησία της Γεωργίας). Ωστόσο η Σερβική Εκκλησία δεν παύει να ενεργεί και περαιτέρω για την «ενότητα όλων» και να συνεργάζεται μαζί τους, στην προσπάθεια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στον ανθρωπιστικό τομέα, καθώς και σε άλλους τομείς διαχριστια- νικής ευθύνης για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την ένωση μεταξύ λαών και κρατών στον κόσμο. Όμως αφού εδώ πρόκειται για μεγάλο βήμα που αφορά τη ζωή και την Αποστολή όχι μόνο της Σερβικής Εκκλησίας αλλά και ολόκληρης της Ορθοδοξίας και της σωτήριας Αποστολής της στον κόσμο, η Σύνοδος αρχιερέων της Σερβικής Εκκλησίας αποφάσισε να διαβιβάσει τη θέση της, πριν την τελική αποχώρηση, στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, καθώς και σε όλους τους αρχηγούς των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, με την πρόταση και αίτηση να συγκαλέσει όσο πιο σύντομα είναι δυνατό Πανορθόδοξη σύσκεψη περί του ζητήματος της περαιτέρω συμμετοχής των Ορθοδόξων Εκκλησιών γενικά στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Μόνο μετά από αυτή τη σύσκεψη η τοπική μας Εκκλησία θα πάρει τελική θέσει περί του ζητήματος αυτού και θα το ανακοινώσει δημόσια. Δυστυχώς, οι τελευταίες θέσεις της απόφασης αυτής της Συνόδου της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ακύρωσαν όλους τους ως άνω αναφερόμενους ισχυρούς λόγους για τελική και μόνιμη διακοπή της ιδιότητας μέλους και συνεργασίας με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, πράγμα που γρήγορα αποδείχθηκε. Σύντομα έλαβε χώρα η «Σύσκεψη της Θεσσαλονίκης» των εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, τα «συμπεράσματα» της οποίας εμπόδισαν τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία να κάνει πράξη την από το 1997 απόφαση της και να εγκαταλείψει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Σαν να ήταν ο σκοπός αυτής της «σύσκεψης» να αποδυναμώσει και να αποθαρρύνει την απόφαση της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και πράγμα, ήδη από το 1998 η Σύνοδος της Σερβικής Εκκλησίας πήρε νέα απόφαση στο αναφερόμενο ζήτημα. Αυτή η δεύτερη απόφαση, κατά την ερμηνεία του Ορθόδοξου κανονολόγου κ. Ζ. Κοτοράνιν, «δεν είναι θεολογική, αλλά πολιτική». Αυτή φανερώνει, πρώτο, τη μη ετοιμότητα της Συνόδου να προστατεύσει την πρότερη απόφαση από πλαστογράφηση, απάρνηση και μη εκτέλεση, και δεύτερο, την υιοθέτηση των συμπερασμάτων της Θεσσαλονίκης. Η απόφαση αυτή οδήγησε στην Αποστολή αντιπροσωπείας της Σερβικής Εκκλησίας στη Χαράρε στη συνεδρίαση της Συνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Η ουσία, δηλαδή, των συμπερασμάτων της Θεσσαλονίκης αποτελεί το ζήτημα της ριζοσπαστικής αναδιοργάνωσης του Συμβουλίου αυτού, η οποία και σήμερα, μετά από επτά χρόνια, δεν ακολούθησε. "Έτσι, αυτά τα «συμπεράσματα» έμειναν «νεκρό γράμμα στο χαρτί». Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ούτε αναδιοργανώθηκε, ούτε έγινε πλησιέστερο στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, ούτε καμία από τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες (ούτε η Σερβική) για το λόγο αυτό δεν αποχώρησε από την ιδιότητα μέλους στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Οι λόγοι για τη διακοπή ιδιότητας μέλους σ' αυτό (που εκτέθηκαν στην απόφαση της Συνόδου της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας) ισχύουν και περαιτέρω, καθώς δυστυχώς και οι βλαβερές εκκλησιολογικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτή την ιδιότητα μέλους. Με τη δεύτερη απόφαση η Σύνοδος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εγκαταλείποντας την πρότερη απόφαση της (από το 1997) και την αιτιολογία της, συνέχισε και παρέτεινε την ΟΡΓΑΝΙΚΗ της συμμετοχή ως ισότιμου μέλους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, οδηγώντας και την ίδια και το ποίμνιο της στο δρόμο της απώλειας. Τις συνέπειες τις αισθάνεται ήδη ο λαός και το κράτος. Οι πιο υπεύθυνοι στο Σώμα της Εκκλησίας (οι Επίσκοποι) παρακάμπτοντας τα δόγματα και παραβιάζοντας τους κανόνες προκαλούν την οργή του Θεού πάνω τους και στο ποίμνιο τους. Η αιρετική αντίληψη του «ευαγγελικού οικουμενισμού» - Ευαγγελίου χωρίς τον Χριστό, η σωτηρία χωρίς την Εκκλησία είναι απαράδεκτη για την Ορθόδοξη συνείδηση. Γι' αυτό η περαιτέρω ιδιότητα μέλους της Σερβικής Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών δεν μπορεί να είναι κάτι το θεάρεστο. Είναι παρήγορο το γεγονός ότι στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, μετά από τις ασυνέπειες που επέδειξε η Ιερά Αρχιερατική Σύνοδος, υπάρχουν εκείνοι που δεν συμφιλιώθηκαν, και ανοιχτά και θαρραλέα εκδηλώνονται κατά του φρικαλέου Οικουμενισμού, καθώς και κατά εκείνων που τον υποστηρίζουν, εκθέτοντας τους εαυτούς τους συχνά σε ανοιχτό διωγμό από ορισμένους επισκόπους. Αξίζει να επισημάνουμε μερικά ονόματα εδώ, που είναι γνωστά στο σερβικό λαό. Εκτός από τον προαναφερόμενο Ζιέλκο Κοτοράνιν, είναι και ο Ρόντολιουμπ Λάζιτς, Μίοντραγκ Πέτροβιτς, Βλάντιμιρ Ντιμιτρίγιεβιτς, ο Ιερέας Μπόμπα Μιλένκοβιτς και άλλοι. Αντίθετοι με τον Οικουμενισμό στην πράξη με ιδιαίτερη συνέπεια και γενναιότητα είναι οι μοναχοί σε όλες σχεδόν τις επισκοπές της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η γενική φωνή όλων των αγωνιστών για το πλήρωμα της πίστης και τη νομιμοφροσύνη στην Ορθόδοξη Εκκλησία ακούστηκε στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία από τη «Σύσκεψη του Σοπότσανι», που έλαβε χώρα το Φεβρουάριο του 2001. Από τη σύσκεψη αυτή των μοναχών, των Ιερέων και των πιστών τέκνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθοδηγημένων από τη φροντίδα και την αγάπη προς την κληρονομιά του Αγίου Σάββα της μητέρας τους Εκκλησίας, απευθύνθηκε έκκληση-αίτηση στην Ιερά Αρχιερατική Σύνοδο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας: Να εκτελέσει χωρίς αναβολή την από το 1997 απόφαση της περί αποχώρησης της Εκκλησίας μας από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, τονίζοντας ότι η κάθε τοπική Εκκλησία έχει την αρμοδιότητα να λάβει και να εκτελέσει μια τέτοια απόφαση, επειδή έγιναν μέλη χωριστά. Κανένα συμπέρασμα της Σύσκεψης της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι εμπόδιο. Να αναθεωρήσει τη σχέση της προς τον Ρωμαιοκαθολικισμό, τον οποίο όλοι οι Άγιοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, από τον Μεγάλο Φώτιο, μέσω του Μάρκου της Εφέσου μέχρι τον Ιουστίνο Τσελιίσκι (Justin Celijski) θεωρούν αίρεση, και όχι «αδελφή» Εκκλησία, και να διακόψει κάθε συμπροσευχή με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τον πάπα της Ρώμης που γίνεται με την πρόφαση της «αδελφικής αγάπης». Κάτω από κανένα όρο να μην αποδεχθεί τη συχνά προαναγγελθείσα άφιξη και επίσκεψη του πάπα στη Σερβική Εκκλησία, και να σταματήσουν ορισμένες τάσεις (που συχνά ακούγονται) για την εισαγωγή του νέου ημερολογίου στην Εκκλησία μας, επειδή μια τέτοια προσπάθεια θα προκαλούσε μεγάλο σχίσμα στην Εκκλησία μας, όπως έγινε και σε όλες τις τοπικές Εκκλησίες που εισήγαγαν το νέο ημερολόγιο. Να ξεκινήσει μέσα στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ενδοεκκλησιαστικός διάλογος για όλα τα ζητήματα της πνευματικής ζωής και θεολογίας, επειδή αυτή η έλλειψη καλοπροαίρετου διαλόγου οδηγεί σε εσωτερικούς διαχωρισμούς του λαού σε οπαδούς διαφόρων θεολογικών, λατρευτικών και ποιμαντικών ρευμάτων, από τα οποία μερικά εκπροσωπούν νεωτερισμούς ξένους προς την αγία Παράδοση. Στο τέλος, η Σύσκεψη του Σοπότσανι τελειώνει την "Έκκληση της αναφέροντας τα λόγια του Αγίου Επισκόπου Νικολάου περί της ανάγκης του ζήλου και της αγρυπνίας στον αγώνα για τη σωτηρία της ψυχής μας: «... Εφόσον κάποιος πει: χθες υπήρχε κίνδυνος για την Εκκλησία μας και σήμερα αυτός ο κίνδυνος πέρασε, ξεγελιέται φοβερά. Αυτός είναι σαλπιγκτής που παίζει για να κοιμηθούμε. Κι εμείς πρέπει να έχουμε σε αυτή την εποχή όλο και περισσότερους σαλπιγκτές που θα παίζουν για να παραμείνουμε ξύπνιοι, για ετοιμότητα, για άμυνα. Επειδή εκείνος ο "ακατονόμαστος", του οποίου ο άγιός μας λαός με τους Ιερείς του ματαίωσε "την ενσάρκωση σε μορφή νόμου" (εννοεί το Κονκορδάτο από το 1937), περπατά σε αυτή τη γη ως πνεύμα, ως φάντασμα και δρα, δρα, δρα». Τέλος, θα ολοκληρώσω αυτή την έκθεσή μου με μια προσευχή: αυτό το συμπόσιο της Θεσσαλονίκης να είναι η σύνοδος ΣΑΛΠΙΓΚΤΩΝ οι οποίοι με τη μαρτυρία τους και το ζήλο τους θα ξυπνήσουν τις κοιμισμένες συνειδήσεις των εκπροσώπων όλων των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, και όλες τους, η κάθε μία ξεχωριστά ακολουθώντας την εσωτερική της κλήση, να αποχωρήσουν από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, να διακόψουν τις συμπροσευχές και την πρακτική συμμετοχή στην αίρεση του Οικουμενισμού, και με αυτό τον τρόπο να μαρτυρήσουν ενώπιον όλου του κόσμου ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ήταν, είναι και θα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, και ότι εκτός αυτής δεν υπάρχει Εκκλησία, και χωρίς την Εκκλησία και την ενότητα με την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτό θα είναι η μοναδική αληθινή υπηρεσία στον κοντά, η αληθινή αγάπη προς όλους τους μη Ορθοδόξους η αλλόθρησκους ανθρώπους και λαούς του σύγχρονου κόσμου, επειδή κατά τον π. Ιουστίνο «μόνο η αληθινή αγάπη προς τον πλησίον εξασφαλίζει αιώνια ζωή». -------------------------------------------------------------------------------- [1] Εξαίρεση από τον κανόνα, δυστυχώς, αποτελεί μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πού είναι καί υποκινητής όλων των οικουμενιστικών γεγονότων σε παγκόσμιο επίπεδο. Από αυτή την τοπική Εκκλησία έρχονται οι επιδρομές κατά εκείνων που σε όλη την 'Ορθοδοξία προσπαθούν να διαφυλάξουν «το ενέχυρο της πίστης» καθαρό από την οικουμενιστική κακοπιστία. [2] Μνημ. έργο, σ. 145. [3] Σελ. 7. [4] Μνημ. έργο.
ΑΠΟ Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου