Ὑπάρχει μιά διαφορά μεγάλη ἀνάμεσα στούς χριστιανούς καί σ' αὐτούς πού δέν πιστεύουν στόν Χριστό. Οἱ μέν χριστιανοί ἔχουν ὡς νόμο τήν θεία δικαιοσύνη, ἐνῶ οἱ ἄπιστοι ἔχουν τό ἀνθρώπινο δίκαιο.
Ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων εἶναι μηδέν μπροστά στήν θεία δικαιοσύνη. Ὁ Κύριός μας ἐφάρμοσε πρῶτος τήν θεία αὐτή δικαιοσύνη. "Οὔτε ὅταν τόν κατηγοροῦσαν δικαιολογοῦσε τόν ἑαυτό του, οὔτε ὅταν τόν ἔφτυναν διαμαρτυρόταν, οὔτε ὅταν ἔπασχε ἀπειλοῦσε", ἀλλά ὅλα τά ὑπέμεινε καρτερικά καί σιωπηλά, χωρίς ν' ἀντιδράσει καθόλου. Ἄφησε ἀκόμη καί τά ἐνδύματά Του νά Τοῦ ἀφαιρέσουν κι ἔτσι νά διαπομπευτεῖ ὁ Θεάνθρωπος μπροστά στά κτίσματά Του γυμνός. Τό σπουδαιότερο ὅμως ὅλων ἦταν ὅτι Ἐκεῖνος ὄχι μόνο δέ ζητοῦσε βοήθεια ἀπό τούς ἀνθρώπινους νόμους, ἀλλά ἀντίθετα δικαιολογοῦσε τούς διῶκτες του στόν Πατέρα Του κι εὐχόταν γι' αὐτούς, ὥστε νά συγχωρεθοῦν λέγοντας "... πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι."
Ἐμεῖς ὅμως δέν κυττᾶμε τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ μας κι ἔτσι δέν παύουμε νά δικάζουμε τούς ἄλλους, ἄν δέν πάρουμε πίσω τά διεκδικούμενα εἴτε πράγματα εἶναι αὐτά, εἴτε τήν ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων δικαίωσή μας, ὅταν πιστεύουμε ὅτι ἔχουμε ἀδικηθεῖ! Ὅταν μάλιστα πρίν ἀπό τό χρέος εἰσπράττουμε καί τούς "τόκους" τῆς χαιρεκακίας τῆς ἀνθρώπινης δικαίωσης!
Τό ἀποτέλεσμα εἶναι τότε νά γίνεται τό δίκαιό μας ἀρχή μεγάλης ἀδικίας!
Γιατί, ἄν ἐγκαταλείψουμε τήν προσευχή καί τήν φροντίδα τῆς καρδιᾶς μας κι ἀρχίσουμε νά τρέχουμε ἀπό 'δῶ κι ἀπό κεῖ, ἐξηγῶντας, γράφοντας συνεχῶς, δικαιολογῶντας τόν ἑαυτό μας καί κατηγορῶντας αὐτούς, πού πιστεύουμε ὄτι μᾶς ἀδίκησαν, θεωροῦμε ἀνώτερη τήν "δικαίωσή" μας ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους, ἀπό τήν δικαίωσή μας, πού θά ἔλθει ὁπωσδήποτε ἀπό τόν Θεό, ἄν ἐμεῖς ὑπομείνουμε καί σιωπήσουμε καί ἄν πραγματικά ἀδικούμαστε, γιατί ὁ ἐγωισμός μᾶς τυφλώνει σχεδόν πάντοτε καί πιστεύουμε ὅτι πάντα ἔχουμε δίκαιο!
"Ἀπό τοῦ αἴροντος τά σά μή ἀπαίτει" μᾶς διδάσκει ὁ γλυκύτατος καί πρᾶγμα καί ὄνομα Χριστός μας, (Λουκ. Στ΄, 30), εἴτε αὐτά εἶναι πράγματα πού σοῦ ἀφαιρέθηκαν, εἴτε τό δίκαιό σου πού πιστεύεις ὅτι ἔχεις, τίς περισσότερες φορές τυφλωμένος ἀπό τήν ἔπαρσή σου.
Ἡ θεία δικαιοσύνη εἶναι ἀντίθετη στό ἀνθρώπινο δίκαιο. Τό ἀνθρώπινο δίκαιο εἶναι τό δίκαιο τῆς ἰσότητας τοῦ μέτρου, γιατί ἀπονέμει στόν καθένα τό δίκαιο καί δέν παρεκκλίνει πρός τό ἕνα ἤ τό ἄλλο μέρος, οὔτε προσωποληπτεῖ, ὅταν πρόκειται νά ἀποδώσει τό δίκαιο.
Ἡ θεία δικαιοσύνη, ὅμως, παρεκκλίνει καί χαρίζεται μετά συμπαθείας σέ ὅλουςû καί τόν μέν ἄξιο τιμωρίας δέν τόν παιδεύει, τόν δέ ἄξιον ἐπαίνου τόν γεμίζει μέ κάθε ἀγαθό.
Ἡ μέν, λοιπόν, θεία δικαιοσύνη καί ἐλεημοσύνη κλίνει πρός τό μέρος τῆς συμπαθείας καί τῆς φιλοτιμίας τοῦ Δεσπότου, τό δέ ἀνθρώπινο δίκαιο καί ἡ δικαιοκρισία κλίνουν πρός τό μέρος τῆς κακίας.
Τό ἀνθρώπινο δίκαιο μπῆκε, γιά νά βάζει κάποιο φρένο στούς κακούς ἀνθρώπους.
Αὐτός πού ἐμπιστεύεται τά πάντα στή θεία δικαιοσύνη δέν ταράσσεται, ὅταν ἀδικεῖται, οὔτε ζητεῖ νά δικαιωθεῖ γιά τό πρᾶγμα ἐκεῖνο, γιά τό ὁποῖο ἀδικήθηκε, ἀλλά δέχεται ὡς ἀληθινές τίς ψευδεῖς συκοφαντίες καί δέν φροντίζει νά καταπείσει τούς ἀνθρώπους ὅτι συκοφαντήθηκε, ἀλλά ἀντίθετα ζητάει συγχώρεση.
Μερικοί Ἅγιοί μας, ἐπειδή ἐμπιστευόντουσαν, οἱ εὐλογημένοι, καί ἤλπιζαν στήν θεία δικαιοσύνη, μόνοι τους ὀνόμασαν τούς ἑαυτούς τους ἀκόλαστους, χωρίς καθόλου νά εἶναι τέτοιοι.
Ἄλλοι πάλι ὑπέμειναν τήν κατηγορία τῆς μοιχείας, ἐνῶ ἀπεχθανόντουσαν αὐτό τό ἔργο, καί ἀναλάμβαναν νά ὑποστοῦν τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅλα αὐτά τά ὑπέμειναν, γιατί ἀκράδαντα πίστευαν στήν θεία δικαιοσύνηû ὅτι δηλ., ἄν καί ἀνθρωπίνως ἀδικοῦνταν, ἐκείνη οὔτε λανθάνει, οὔτε ξεχνάει, ἀλλά στόν κατάλληλο καιρό θεϊκά δικαιώνει.
Ἡ δικαιοσύνη μοιάζει μέ τό ἄσηπο ἐλαφρόξυλο, πού ὅσο κι ἄν τό πιέσεις νά πάει στόν βυθό τῆς θάλασσας, αὐτό ἐκ φύσεως, ἀμέσως ἀνέρχεται στήν ἐπιφάνεια.
Γιαὐτό κι ἐμεῖς πρέπει νά ὑπομένουμε ὅποια ἀδικία καί ἄν μᾶς γίνεται, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ μας, πού μᾶς εἶπε νά ζητᾶμε πρῶτα τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ "καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν". Εἶναι ἀδύνατο νά μή δικαιωθοῦν ὅσοι ἔχουν καί ἐφαρμόζουν τήν θεία δικαιοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου