Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

ΣΧΟΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ''Η πλάνη της σύγχρονης Αποτείχισης (υπό την αγιοπνευματική ιεροκανονική ερμηνευτική ματιά του γέροντος Επιφανίου Θεοδωρόπουλου)''


Αναγνώσαμε το πρώτο μέρος ενός άρθρου υπό τον τίτλο ''Η πλάνη της σύγχρονης Αποτείχισης  (υπό την αγιοπνευματική ιεροκανονική ερμηνευτική ματιά του γέροντος Επιφανίου Θεοδωρόπουλου), του κ. Νούση.
Το άρθρο αυτό ακολουθεί την τακτική προγενέστερων αρθρογράφων η οποία είναι η αντιγραφή λόγων του π. Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου. Δεν μας λέγει κάτι νέο τούτο το άρθρο. Απλώς είναι μια επανάληψις παλαιών επιχειρημάτων. 

Δια να μην σας κουράσουμε όμως και εμείς με τις συνεχόμενες αντιγραφές και επαναλήψεις, δείτε την αναίρεση των επιχειρημάτων όπως τα κατωτέρω, που απαντήθηκαν λεπτομερώς από τον αείμνηστο π. Θεοδώρητο εις τα βιβλία αυτού (πατήστε δια να τα αναγνώσετε ή να τα κατεβάσετε εις τον υπολογιστή σας):




Ας αναγνώσει εις την καθ΄ ολοκληρίαν τους τα επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές ο καλός ''ερευνητής'' και ας βγάλει το συμπέρασμά του. Επίσης ας κάνει και μία σύγκριση δια το πότε εγράφησαν τα επιχειρήματα με την σημερινή χρονολογία, και επίσης ας λογιστεί εάν  αυτά τα έτη έχει αυξηθεί ο Οικουμενισμός ή έχει ελαττωθεί! 

Από τα επιχειρήματα που αναιρούνται περιλαμβάνονται και όσα αντιγράφει ο αρθρογράφος κ. Νούσης:

«όσα δήποτε και αν είπης, δεν θα δυνηθής να αποδείξης ότι ο ΙΕ’ Κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, είνε υποχρεωτικός και ουχί δυνητικός, ότι δηλαδή επιβάλλει την υποχρέωσιν της παύσεως του μνημοσύνου προ ‘Συνοδικής διαγνώμης’ και ουχί ότι παρέχει απλώς την τοιαύτην δυνατότητα» (σ. 139)..... «είτε υποχρέωσιν καθιεροί ο Κανών είτε δικαίωμα απλώς παρέχει, το βέβαιον είνε ότι ουδαμού λέγει ότι ο παύων το μνημόσυνον του εαυτού Επισκόπου, προσκολλάται εις τον πρώτον τυχόντα Επίσκοπον. Πολλώ μάλλον δεν λέγει ότι προσκολλάται εις Επισκόπους, καθ’ ων εξεγείρονται δεινώς οι ιεροί Κανόνες. Ο παύων το μνημόσυνον του οικείου Επισκόπου Κληρικός, αρκείται εις τούτο, αποφεύγει να μνημονεύση ετέρου και αναμένει εν ηρεμία συνειδήσεως την κρίσιν της Συνόδου. Αυτό, και μόνον αυτό, είνε το νόημα του Κανόνος» (σ. 95-96). 

«άρα κατεποντίσθη εις τα πελάγη της αιρέσεως η αληθινή Εκκλησία του Χριστού, καίτοι Ούτος είπεν ότι ‘καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς’ (Ματθ. 16:18); Μη γένοιτο, αδελφέ μου, να αποδεχθώμεν τοιαύτην βλασφημίαν» (εκ του βιβλίου «Τα Δύο Άκρα» του αρχιμ. Επιφάνιου, εκδ. Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, 2008, σ. 92, από το οποίο και οι υπόλοιπες παραπομπές του άρθρου μας). 

«ποία έσται η ευθύνη ημών, αν υποκαταστήσωμεν ημείς την κρίσιν της Εκκλησίας, επειδή νομίζομεν ότι γνωρίζομεν την κρίσιν του Θεού; Δεν είνε απείρως προτιμότερον, ως ταπεινότερον και ασφαλέστερον, το να επώμεθα ταις αποφάσεσι της Εκκλησίας; Αδελφέ μου, είνε εσχάτη πλάνη η γνώμη ότι ημείς είμεθα ασφαλείς γνώσται της ψήφου του Θεού. Ουαί, χιλιάκις ουαί, τη Εκκλησία, όταν τα άτομα, και μάλιστα οι λαϊκοί, κηρύττωσιν επαναστάσεις του είδους αυτού […] Εις τα πλάσματα αυτά, τα αναμφιβόλως καλοπροαίρετα, αλλά δεινώς πλανώμενα υπό του επαρθέντος και ισοθεΐαν φαντασθέντος Εωσφόρου, αρμόζουν οι λόγοι του θείου Γρηγορίου, τους οποίους επανέλαβεν ο ξδ’ Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: ‘τί σεαυτὸν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὤν; Τί γίνῃ κεφαλή, ποὺς τυγχάνων; Τί στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς τεταγμένος ἐν στρατιώταις;’ Και όμως λαϊκοί τινες εχειροτόνησαν εαυτούς ουχί απλώς Ποιμένας, αλλ’ Οικουμενικάς Συνόδους! Ο Θεός ας φανή ίλεως πάσιν ημίν!» (σ. 93). 

«αν Κληρικός τις διστάζη σήμερον να μνημονεύση Επισκόπων κοινωνούντων τω Πατριάρχη Αθηναγόρα, ένεκα του φόβου μη καταστή αιρετικός, πώς δεν διερωτάται μήπως είνε ήδη αιρετικός από του 1919, οπότε εμνημόνευεν Επισκόπων κοινωνούντων τω παρόμοια προς τον Αθηναγόραν φρονούντι και διακηρύσσοντι Καισαρείας Νικολάω; Οπότε… οπότε είμεθα πάντες αιρετικοί, αγαπητέ π. Νικόδημε. Πάντες ανεξαιρέτως. Και αυτοί, επαναλαμβάνω, οι αγαπητοί Παλαιοημερολογίται (σ.σ. οι φίλτατοι σημερινοί αντιοικουμενιστές, θα πρόσθετα με τη σειρά μου)» (σ. 91-92). 

«αν πιστεύωμεν ότι οι Επίσκοποι ημών δεν είνε προδόται, αλλ’ απλώς ανέχονται, οικονομία χρώμενοι, τότε και ημείς οφείλομεν να μη αποστώμεν απ’ αυτών. Δυνάμεθα βεβαίως να εκδηλώσωμεν πάσαν διαμαρτυρίαν […] Δεν επιτρέπεται όμως ουδαμώς ούτε να υποκαταστήσωμεν ημείς το Σώμα των Ορθοδόξων Επισκόπων και να… αποκηρύξωμεν ημείς τον Πατριάρχην ούτε να αποσπασθώμεν απ’ αυτών, επικαλούμενοι ως λόγον, την υπ’ αυτών επιδεικνυομένην οικονομικώς ανοχήν» (σ. 150).

 «φέρε μοι καταδίκην της Ελλαδικής Εκκλησίας (σ.σ. βάλε εδώ Εκκλησία Κων/πολης) παρά των άλλων Εκκλησιών (έστω και έμμεσον, δηλαδή διακοπήν της κοινωνίας) δια την ημερολογιακήν μεταβολήν (σ.σ. εν προκειμένω οικουμενιστικήν καινοτόμησιν) και τότε εγώ γίνομαι πάραυτα Παλαιοημερολογίτης (σ.σ. εδώ Τρικαμηνίτης ή Αρτεμιακός ή Αποτειχισθείς ή ό,τι άλλο θέλετε). Δεν δύνασθε τούτο υμείς οι Παλαιοημερολογίται (σ.σ. τίθει Αντιοικουμενισταί); Τότε αποδέξασθε, επόμενοι τη πράξει της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, την κανονικήν κοινωνίαν μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος (σ.σ. και του Φαναρίου), και τότε γίνομαι και εγώ Παλαιοημερολογίτης. Τούτων μη γενομένων, πώς δύναμαι να διακόψω την μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος κοινωνίαν, αποκοπτόμενος ούτω από της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτις κοινωνεί τη Εκκλησία της Ελλάδος; Όχι, αδελφέ! Εγώ δεν διενοήθην να υποκαταστήσω την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν! Ούτε επίστευσά ποτε ότι η ανά την Οικουμένην Ορθόδοξος Εκκλησία κατεπόθη υπό της πλάνης, ώστε να δύνωμαι να αδιαφορήσω δια το τι πράττει αύτη και μετά ποίων κοινωνεί» (σσ. 130-131).

«δεν είνε δυνατόν να ανέχηται η Εκκλησία ανταρσίας και αναρχίας εν τοις κόλποις αυτής. ‘Ποίος είσαι, κύριε, θα μοι είπη, ο οποίος αποκηρύττεις εκείνους τους οποίους εγώ αναγνωρίζω; Τι είσαι; Είσαι Αρχή ανωτέρα εμού; Είσαι Υπερσύνοδος; Είσαι Υπερεκκλησία; Εγώ κρίνω, εγώ αποφασίζω. Εγώ χειρίζομαι και την ακρίβειαν και την οικονομίαν […] Εγώ έχω την αυθεντίαν και όχι συ» (σ. 75); Και μάλλον θα έκλεινε με την εξής αγαπητική προτροπή προς τους εν λόγω αδελφούς: «ω αδελφέ μου, φοβού και τρέμε δια τας εκ της Εκκλησίας αποπηδήσεις…» (σ. 97). 

«είνε σφόδρα επικίνδυνον να πιστεύωμεν ότι μόνοι ημείς καί τινες ακόμη υπελείφθημεν εν όλω τω κόσμω πιστοί εις την Ορθοδοξίαν» (σ. 181).

 «αν λοιπόν γένηται δεκτόν ότι αι τυχόν άδικοι (αλλ’ έγκυροι) αποφάσεις των Συνοδικών Δικαστηρίων της Εκκλησίας δεν υποχρεώνουν εις υπακοήν και επομένως δυνάμεθα να μη αρκώμεθα μόνον εις ανάληψιν αγώνος, έστω και σκληροτάτου, προς τελικήν αποκατάστασιν του αδικηθέντος (τούτο είνε όχι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον των πιστών), αλλά να ρίπτωμεν την καταδικαστικήν απόφασιν εις το δοχείον των απορριμμάτων, τότε πού θα φθάσωμεν; Απλούστατα, αντί συντεταγμένης Εκκλησίας θα έχωμεν ‘ελευθέραν Κέρκυραν’» (σ. 251). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου