4. «Ζωῆς χορηγὸς»
Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ ἔργο καὶ ἡ σημασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ τὴ θέση τους στὸν κόσμο; Θὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὴ συναφῆ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου21, ποὺ συνοψίζει τὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαιοτέρων Πατέρων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦ μα εἶναι ἡ πηγὴ (χορηγός) τῆς ζωῆς, κάθε μορφῆς ζωῆς, διότι εἶναι «ζωὴ καὶ αὐτοζωή», ὅπως καὶ ὁ Υἱός. Διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος πραγματοποιήθηκε ἡ «οὐσίωσις τῶν πάντων», ἦλθαν δηλαδὴ τὰ πάντα στὴν ὕπαρξη22. Ὁ Πατέρας δημιούργησε τὰ πάντα «διʼ Υἱοῦ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Γιʼ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζονται «βραχίονες» (χέρια) τοῦ Πατρός. Εἶ ναι χαρακτηριστική, ὅσο καὶ εὔ στοχη, ἡ φράση τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου (Ἰωσὴφ Ὑμνογράφος): «δακτύλῳ ἐγγέγραπται Πατρὸς ὁ Λόγος» στὴν ἄχραντη κοιλία τῆς Θεοτόκου. «Δάκτυλος» ἐδῶ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (πρβλ. Λουκ. 11,20), ποὺ «ἐπεσκίασε» (σκέπασε προστατευτικά), κατὰ τὸ λόγο τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, τὴν Παναγία (Λουκ. 1,35).
Τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κυρίως ἡ πηγὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς (ἁγιοπνευματικῆς, ὅπως ὀνομάζεται), διότι εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνια, ποὺ κερδίζει ὁ πιστὸς μὲ τὴ συνέργειά του μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὡς χορηγός τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ Παράκλητος εἶναι «πηγὴ τῶν χαρισμάτων»23.
Τὰ χαρίσματα, ποὺ χορηγεῖ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι «ἄπειρα, καὶ ἀπειράκις ἄπειρα», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο24, «διαιροῦνται δὲ ἀδιαιρέτως καὶ διὰ τοῦτο γίνονται χωρητὰ εἰς τὴν κτίσιν»25, «διαμοιράζονται δὲ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως»26, ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὴ δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ ἄλλου, τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ κύριος συντελεστὴς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ «θεωρία», ἡ «θεοπτία», ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τῆς Θεότητος, ποὺ φέρεται καὶ μὲ τὰ ὀνόματα «δοξασμὸς» καὶ «θέωση»27. Ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, ὁμολογεῖ ὁ Νικόδημος, εἶναι τὸ «μεγαλύτερον καὶ τελειότερον» ἀπὸ τὰ
ἀγαθά, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός. Χωρὶς αὐτὴ τὴ γνώση «ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ εἶναι οὐδὲν»28. Μένουν δηλαδὴ χωρὶς σημασία. Ἡ γνώση ὅμως τοῦ Θεοῦ (θεογνωσία) τότε εἶναι δυνατή, ὅταν ὁ πιστὸς μὲ τὸν πνευματικό του ἀγώνα (ἄσκηση τῶν ἀρετῶν) ἀναδειχθεῖ σὲ «κατοικητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος», μιμούμενος τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Ἁγίων. Αὐτὸ σημαίνει συνέργεια μὲ τὸν Θεό, ἀρχὴ τῆς ὁποίας εἶναι «ἡ κάθαρση τῆς καρδίας» ἀπὸ πάθη καὶ λογισμούς, ποὺ «ὡσὰν νέφαλα σκοτίζουσι τὸν νοῦν (=τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς, ὄχι τὴ διάνοια) καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ λάμψη εἰς αὐτὸν ἡ ἀκτὶς τοῦ φωτιστικοῦ Παναγίου Πνεύματος»29. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὡς ἀπόλυτη προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας, ἀποκτᾶται «διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, καὶ μάλιστα τῆς ἀγάπης»30. Αὐτὴ εἶναι κατὰ τὸν Νικόδημο, ἡ μοναδικὴ σωτηριολογικὴ βάση σύνολης τῆς ὀρθοδοξοπατερικῆς παράδοσης. Ἡ καρδιὰ γίνεται ἔτσι κατοικητήριο («ναός», Α΄ Κορ. 3,16) τοῦ ἁγίου Πνεύματος, «μὲ τὴν προσοχὴν καὶ τὴν ἐν καρδίᾳ ἐπιστροφὴν τοῦ νοὸς καὶ μὲ τὴν «νοεράν προσευχὴν» («Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με»). Ἡ προσευχὴ αὐτή, μὲ τὴν ἄσκηση, γίνεται «ἀδιάλειπτη», μέσα στὴν καρδιὰ (Α΄ Θεσσ. 5,17).
Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ὁ ἀκατάλυτος σύνδεσμος πνευματικότητας καὶ σωτηρίας. Χωρὶς τὴν «μυστικὴν ἐνέργειαν καὶ λατρείαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ καρδίᾳ», μένουν «ἐλλειπεῖς ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου»31. Ἡ παρουσία καὶ προσευχητικὴ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ βεβαίωση τῆς χριστιανικότητάς του. Τότε ὁ χριστιανὸς εἶναι πραγματικὰ «πιστός». Αὐτὴ εἶναι ἡ «τελεία» ἢ «ἐνδιάθετος» πίστη, διότι τὸ «ἐλπιζομένον» (ἡ ἄκτιστη χάρη) ἐνοικεῖ μέσα στὴν καρδιά, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πίστις ἐστὶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11,1). Γιʼ αὐτὸ συμπληρώνει ὁ Νικόδημος: «Ὅποιος δὲν ἔχει εἰς τὴν καρδίαν του τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐνεργητικῶς καὶ ἐμφανῶς, αὐτὸς δὲν εἶναι μαθητὴς καὶ οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ»32. Ὁ Νικόδημος ἐπαναλαμβάνει ἐδῶ τὸν Παῦλο (Ρωμ. 8,9): «Εἴ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἒχει, οὗτος οὐκ ἒστιν αὐτοῦ», δὲν ἀνήκει στὸν Χριστό.
Τὸ ὑψηλότερο καὶ πλατύτερο ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λέγει ὁ Νικόδημος, εἶναι «τὸ
χάρισμα τῆς ἱερᾶς θεολογίας»33, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «θεοπτία». Μόνον ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά του, «αὐτὸς εὐθὺς εἶναι καὶ θεολόγος, καὶ θεολόγος ἀπλανὴς καὶ ἀσφαλέστατος. Ὁ δὲ μὴ ἐνεργηθείς ἐν τῇ καρδίᾳ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, αὐτὸς ὅσα θεολογεῖ εἶναι λόγοι ἔξωθεν ἐρχόμενοι, ἐξ ἀκοῆς καὶ οὐχὶ ἐκ καρδίας ἐνεργουμένης ὑπὸ τοῦ Πνεύματος»34. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ παρατηρήσω ἐδῶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου ὡς ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου τῆς Θεολογίας, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία ἐκείνων ποὺ πιστεύουμε, ὅτι τὸ πτυχίο καὶ οἱ τίτλοι τῆς σχολικῆς παιδείας ἀναδεικνύουν κάποιον Θεολόγο καὶ ὄχι ἡ ἁγιοπνευματικὴ Χάρη, ποὺ ἀποκτᾶ ται μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Ἐμεῖς, στὴν καλύτερη περίπτωση, εἴμαστε θεολόγοι «ἀπὸ δεύτερο καὶ τρίτο χέρι», μὲ τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ σχολιάζουμε τὶς μαρτυρίες γιὰ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων, ποὺ ἔχουν κατατεθεῖ στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ παιδεία καὶ ἡ φιλοσοφία (ἡ σχολικὴ κατάρτιση) δίνουν, στὴν καλύτερη περίπτωση, τὴ δυνατότητα ἔκφρασης καὶ χρήσης τους στὴ γλώσσα τοῦ περιβάλλοντός μας, μὲ ὑπαρκτὸ πάντα τὸν κίνδυνο διολίσθησης σὲ αἵρεση ἢ ἀκόμη καὶ στὴν ἀθεΐα.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει μία βασικὴ προσευχὴ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὕμνος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Πεν τηκοστῆς. Εἶναι τὸ γνωστό: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός. Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος, καί σῶσον, Ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν». (Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶσαι βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ, παρηγορητής, πηγὴ καὶ διδάσκαλε τῆς ἀλήθειας. Σὺ ποὺ (ὡς Θεὸς) εἶσαι παντοῦ παρὼν καὶ γεμίζεις μὲ τὴν παρουσία σου τὰ πάντα· σὺ ποὺ εἶσαι ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ χαρίζεις τὴ ζωὴ· ἔλα νὰ κατοικήσεις μέσα στὴν καρδιά μας καὶ καθάρισέ μας ἀπὸ κάθε κηλίδα ἁμαρτίας, καὶ σῶσε, Ἀγαθέ, τὴν ψυχή μας). Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ προσεύχεται ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς καὶ ἀρχίζει κάθε λειτουργική του πράξη (Ἀκολουθία).
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου