Ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἤδη ἔχει
ἀναθεματισθεῖ ἀπὸ τοπικὲς συνόδους καὶ τὸ νέο ἡμερολόγιο ἀπὸ πανορθόδοξες
συνόδους.
Τὸ
Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιο ἀναθεματίσθηκε ἤδη τὸ 1583 καὶ πάλι πολλαπλὲς φορὲς
ἀργότερα, ἐνῷ ὁ Οἰκουμενισμὸς κατα-δικάσθηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας
τῆς Διασπορᾶς τὸ 1983 ὑπό τόν Ἅγιο Φιλάρετο καί ἀπό τήν Τοπική Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα.
Ἀκόμη
καὶ νὰ "ἔμεναν" οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας πρὶν
καταδικασθοῦν, οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ Νεοημερολογίτες βρίσκονται
κατ᾽ ἀνάγκην ἐκτὸς Ἐκκλησίας, καθὼς ἔχουν ἤδη ἀναθεματισθεῖ.
Ὅτι δὲν χρειάζεται ἡ
ἐπανεφαρμογὴ ἀρχαιότερου ἀναθέματος ἀπὸ σύγχρονη σύνοδο διὰ νὰ ἔχει κύρος καὶ
ἰσχύ.
Ἂν
ἀλήθευε ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπανεφαρμογῆς ἀρχαιότερου ἀναθέματος ἢ ἀφορισμοῦ,
θὰ ἔπρεπε νὰ δεχθοῦμε ὅτι, ἂν κάποιος ἀπὸ Ὀρθόδοξος γινόταν Μονοφυσίτης ἢ Λατῖνος
σήμερα, θὰ ἦταν μέλος τῆς Ἐκκλησίας μέχρι ποὺ μία σύγχρονη σύνοδος νά
ἐπανεφάρμοζε τὸν ἀρχαῖο ἀφορισμό. Τέτοια θέσις προφανῶς εἶναι ἐντελῶς ἄτοπη καὶ
γελοία. Τέτοιο πρᾶγμα θὰ ἐννοοῦσε ὅτι ἡ Ἐκκλησία θὰ ἔπρεπε νὰ συγκαλῇ
οἰκουμενικὴ σύνοδο κάθε χρόνο διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ ὅτι δὲν ὑπάρχουν αἱρετικοὶ
ἐντός της. Ἕνα ἀνάθεμα, μόλις ἐκφραστεῖ, ἰσχύει ἐξάπαντος κατὰ ὅλων αὐτῶν ποὺ
θὰ ἔπεφταν κάτω ἀπό αὐτό. Μολαταῦτα, τὸ κῦρος ἑνὸς ἀναθέματος δὲν ἐξαρτάται ἀπὸ
τὴν ἐπανεφαρμογή του ἢ τὴν ἐπανενεργοποίησίν του ἀπὸ νέα σύνοδο κάθε φορὰ ποὺ
κάποιο ἄτομο ἢ κάποια κοινότητα ἐδέχετο ἢ δίδασκε τὴν ἐν λόγῳ αἵρεσι. Ἡ
ὀρθότητα αὐτῆς τῆς θέσεως ἀποδεικύεται ἁπὸ τὰς πράξεις τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου:
«Ὅλοις τοῖς
αἱρετικοῖς ἀνάθεμα τοῖς κηρύξασι καὶ κηρύττουσι καὶ μέλλουσι διδάσκειν ἓν θέλημα καὶ μίαν
ἐνέργειαν ἐπὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἀνάθεμα». ( ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πράξεις, ed. R. Riedinger, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, volumen secundum: Concilium universale Constantinopolitanum tertium, τομ. 2 (Βερολίνο: De Gruyter, 1990): 798.20-23.)
Ἐπικυρώνεται καὶ ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ποὺ ἐπικαλέστηκε
ἡ Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος γιὰ νὰ καταδικάσῃ τὰς διδασκαλίας τῶν Θεοδώρου Μοψουεστίας,
Ὠριγένους, καὶ Ἐυαγρίου τοῦ Ποντικοῦ:
"Ἤδη μὲν γὰρ καὶ ἡ ἁγία σύνοδος ἡ κατά γε,
φημί, τῶν Ἐφεσίων συνειλεγμένη κατὰ βούλησιν Θεοῦ, τῆς Νεστορίου κακοδοξίας
ὁσίαν καὶ ἀκριβῆ κατενεγκοῦσα τὴν ψῆφον, καὶ τὰς ἑτέρων καινοφωνίας, οἵπερ ἂν ἢ γένοιτο μετ᾽ αὐτὸν ἢ καὶ πρὸ
αὐτοῦ γεγόνασι, τὰ ἴσα φρονοῦντες αὐτῷκαὶ εἰπεῖν ἢ
γράψαι
τολμήσαντες, συγκατέκρινεν ἐκείνῳ, τὴν ἴσην αὐτοῖς ἐπιθεῖσα δίκην." ( Ἁγ. Κυρίλλου, Ἐπ. 54, PG 77, 293d. Βλ. καὶ τὴν κατὰ τῶν τριῶν κεφαλαίων ἀπόφασιν τῆς Ε´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: Acta conciliorum oecumenicorum 2, 172.159-163: iam quidem et sancta synodus Ephesi secundum Dei voluntatem congregata contra Nestorianam perfidiam iusta et subtili prolata sententia et aliorum vaniloquia, qui vel postea futuri sent vel iam fuerunt eadem illi sapientes et dicere vel scribere tale aliquid praesumentes, una cum ipso condemnavit aequalem condemnationem eis imponens.)
Ὅτι οἱ ὅροι «ἀσθενῆ» καὶ «ὑγιῆ»
μέλη χρησιμοποιοῦνται καταχρηστικῶς ἀπὸ τοὺς ἀντιλέγοντας καὶ εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναίτου.
Ὅταν οἱ
πατέρες ἀναφέρονται σὲ ἀσθενῆ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοοῦν τοὺς ἐμπαθεῖς
Χριστιανούς -τοὺς βαπτισμένους, πιστοὺς Χριστιανοὺς- ποὺ πάσχουν ἀπὸ
ψυχικὰ, σαρκικὰ, καὶ ἄλλα πάθη ποὺ συνδέονται μὲ τὴν φιλαυτία καὶ
τὸν θάνατο. Δὲν ἐννοοῦν αὐτοὺς ποὺ πάσχουν ἀπὸ αἵρεσιν
οὔτε αὐτοὺς ποὺ πολὺ περισσότερο, ἐνῷ πάσχουν ἀπὸ αἵρεσιν, ἀνήκουν σὲ
ἑτερόδοξες καὶ ἐξωτερικὲς κοινότητες. Ἡ αἵρεσις δὲν παύει νὰ ἔχῃ τὴν ρίζα καὶ
προέλευσίν της εἰς τὰ πάθη, καὶ κυρίως
εἰς τὰ πάθη τῆς φιλαυτίας, τῆς ὑπερηφάνιας, καὶ τῆς οἰήσεως. Ὅμως, κάθε
πάθος δὲν ἕπεται ὅτι εἶναι καὶ αἵρεσις. Ἔτσι, ἐνῷ ἔχουν τὴν ἴδια αἰτία, δὲν
ἔχουν τὰς ἰδίας ἐνεργείας καὶ τὰ ἴδια ἀποτελέσματα. Διακρίνεται ἔτσι ἡ αἵρεσις ἀπὸ τὰ πάθη κατὰ τρόπον
θεμελιώδη. Ἡ ἐναργέστερη ἀναλογία εἶναι
ἡ διάκρισις μεταξὺ τῆς ἀπλῆς σωματικῆς ἀσθένειας καὶ τῆς βιοτρομο-κρατίας,
καθὼς οἱ μὲν ἐμπαθεῖς ἐν κρυφῇ
πάσχουν καὶ ἐν γένει περιστέλεται τὸ κακὸ μέσα τους, οἱ δὲ αἱρετικοί:
"οὐ γὰρ ἐν κρυφῇ ταῦτα πεπράχασιν οὔτ' ἐν
τόπῳ γῆς σκοτεινῷ, καθώς φησιν ὁ μακάριος Ἠσαΐας … εἴθε γὰρ ἀγνώστως εἰς
ἑαυτοὺς καὶ μόνον τὸ κακὸν περιέστειλαν, ἀλλὰ … δημοσίᾳ καὶ ἐν ἐκκλησίαις εἰς
βλάβην τῶν πολλῶν καὶ ἀνατροπὴν τῆς ἀμωμήτου πίστεως ἐγγράφως ἐκήρυξαν.'' (Ἁγ. Μαρτῖνου, Concilium Lateranense a. 649 Celebratum, Acta Conciliorum Oecumenicorum, 1.12.1-5.)
Κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἀσθενῆ μέλη, τὰ «μὴ μετέχειν ἀσθενῆ φιλανθρώπως ὡς οἰκεία» περικρατούμενα, εἶναι δύο καὶ μόνον, οἱ ἐνεργούμενοι καὶ οἱ ἐν μετανοίᾳ ὄντες κατὰ τὸν θεοφάντορα Διονύσιον, καὶ ὄχι οἱ ἄκριτοι αἰρετικοί, καθὼς οἱ μὲν ἐνεργούμενοι καὶ οἱ ἐν μετανοίᾳ ὄντες ἦσαν δεκτοὶ εἰς τὰς ἱερὰς συνάξεις μέχρι τὴν ἀνάγνωσιν τῶν γραφῶν καὶ ἀπεβάλλοντο μαζὶ μὲ τούς κατηχουμένους πρὶν τὴν «ἱερουργία». Οἱ δὲ αἱρετικοὶ οὔτε εἰς τὰς συνάξεις δὲν γίνονταν δεκτοί.
«Οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», μᾶς διδάσκει ὀ ΛΓ´ Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, ἀποκλείοντας κάθε συμμετοχὴν αἱρετικοῦ εἰς τὰς συνάξεις τῶν Ὀρθοδόξων.
"Τούτων οἱ μὲν ἀπερισάλπιγκτοι καθόλου τῶν ἱερῶν τελετῶν οὐδὲ τὰς εἰκόνας ὁρῶσιν ἀναιδῶς ἀπειπάμενοι τὴν σωτηριώδη τῆς θεογενεσίας μύησιν καὶ τοῖς λογίοις ὀλεθρίως ἀντιφθεγξάμενοι τὸ «Ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι»· τοὺς δὲ κατηχουμένους ἐνεργουμένους τε καὶ τοὺς ἐν μετανοίᾳ ὄντας ὁ τῆς ἁγίας ἱεραρχίας θεσμὸς ἐφίησι μὲν ἐπακοῦσαι τῆς ψαλμικῆς
ἱερολογίας καὶ τῆς ἐνθέου τῶν πανιέρων γραφῶν ἀναγνώσεως, εἰς δὲ τὰς ἑξῆς
ἱερουργίας καὶ θεωρίας οὐ συγκαλεῖται τούτους, ἀλλὰ τοὺς τελείους τῶν
τελεσιουργῶν ὀφθαλ-μούς. Ἔστι γὰρ ἡ θεοειδὴς ἱεραρχία δικαιοσύνης ἱερᾶς
ἀνάπλεως καὶ τὸ κατ' ἀξίαν ἑκάστῳ σωτηρίως ἀπονέμει, τὴν ἐναρμόνιον ἑκάστου τῶν
θείων μέθεξιν ἐν συμμετρίᾳ καὶ ἀναλογίᾳ κατὰ καιρὸν ἱερῶς δωρουμένη. (Ἁγ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, 3.6 (432c-d).)
Οἱ μὲν
ἐνεργούμενοι ἦσαν ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ ἔπασχαν ἀμετανόητοι ἀπὸ πάθη. Μολαταῦτα,
ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος «ἐνεργεῖται» καὶ κινεῖται ἀπὸ πονηρὲς δυνάμεις ἐκτὸς αὐτοῦ,
(δηλαδὴ ἀπὸ δαιμονικὲς ἐνέργειες). Οἱ
δὲ ἐν μετανοίᾳ ὄντες ἦσαν αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν εἰς τὸ στάδιο τῆς ἔμπρακτης
μετάνοιας καὶ καθάρσεως -αὐτοὶ ποὺ ἐκπλήρωναν ἐπιτίμια κανονισμένα ἀπὸ
πνευματικοὺς πρὸς κάθαρσιν καὶ θεραπείαν. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς ὁμάδες ἔμεναν
ἀκοινώνητοι, ἄρα νεκροὶ, ἀνενέργητοι λόγῳ τῆς ἀμελείας τους, καὶ ὑστερούμενοι
τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Πλὴν ὅμως, ὁ ἀφορισμὸς αὐτῶν ἦταν ἐν μέρει
μόνον, ἐν πλήρει διαστολῇ πρὸς τοὺς αἱρετικούς.
Συνεπῶς, οἱ ἐνεργούμενοι καὶ οἱ μετανοοῦντες καὶ
μόνον εἶναι τὰ «νενοσηκότα» ἀλλὰ μὴ «ἀπορραγὲντα» μέλη, καὶ ὄχι οἱ
αἱρετικοί.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
1. Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (1ο Μέρος)
2. Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (2ο Μέρος)
2. Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (2ο Μέρος)
3. Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (3ο Μέρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου