Δύο βασικαί έν Χριστώ αρεταί είναι η
πίστις και η αγάπη. Εκ τούτων μείζων είναι η αγάπη. Διατί; Διότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει», ενώ
προφητείαι και γνώσις πίστεως του παρόντος αιώνος εν τω μέλλοντι
καταργηθήσονται (1 Κορ. ιγ΄ 8
και Γρηγορίου Νύσσης, PG 46, 96).
«Νυνί δέ μένει» πρώτον πίστις
και ακολούθως αγάπη (1 Κορ. ιγ΄ 13), διότι η ύπαρξις της εν Χριστώ αγάπης
προυποθέτει την γνώσιν της αποκεκαλυμμένης αληθείας της ορθής χριστιανικής
πίστεως (Ορθοδοξίας).
Όπως η «ζωή
της άνω φύσεως αγάπη εστίν, επειδή το καλόν αγαπητόν πάντως εστί τοίς
γινώσκουσιν» αυτό· «γινώσκει δέ αυτό το
Θείον· η δέ γνώσις αγάπη γίνεται»» (Γρηγορίου
Νύσσης, αυτόθι). Κατά μίμησιν
του Θείου, δύνασαι να αγαπήσης τον Θεόν, όστις είναι το όντως όν αγαθόν,
ωσαύτως και τον πλησίον, δια της θείας επιγνώσεως. «Θεού δέ επίγνωσιν
ευρών... κατορθώσεις το αγαπάν... τον πλησίον» (τού αυτού, PG 46, 300), εν θεία
Χάριτι. Διότι «την...
αληθινήν αγάπη ή του Πνεύματος δωρεά συνίστησι» (Μ. Βασιλείου, Επιστολή Πέτρω
Αρχιεπισκόπω Αλεξανδρείας) έν
τη ψυχή του ορθοδόξως πιστεύοντος. Εκ της ορθοδόξου πίστεως γίνεται η εν Χριστώ
αγάπη.
Αντιθέτως οι αιρετικοί «εναντίοι εισίν τη
γνώμη του Θεού» (Ιγνατίου
Θεοφόρου, ΒΕΠΕΣ, 2, 281) και
την πίστιν ούκ έχουσι. Διό «περί
(αληθινής) αγάπης ου μέλει αυτοίς» (αυτόθι),
ειμή καθ υπόκρισιν. Ένεκα τούτου, ο εν ονόματι της αμοιβαίας αγάπης και βάσει
της σιγής της πίστεως συναγελασμός μετά των αιρετικών, τούτων έν τη πλάνη
επιμενόντων, δεν είναι όντως αγάπη. Αλλά, ως τονίζει Μάξιμος ο Ομολογητής,
μισανθρωπία και αγάπης θείας χωρισμός (PG
91, 464-465).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου