Δύο ήσαν τα κύρια γνωρίσματα της εκκλησιαστικής καταστάσεως κατά το δεύτερον ήμισυ του τετάρτου αίώνος. Πρώτον: Ό σάλος, τον όποίον εδημιούργησεν ό ΄Αρειος με τήν αίρετικήν του διδασκαλίαν, πού είχε ταράξει τάς συνειδήσεις τών πιστών και έσεισεν έκ θεμελίων ολόκληρον τήν αύτοκρατορίαν, όχι μόνον δεν είχε κοπάσει, άλλά άπ' εναντίας συνεχίζετο με έντασιν πολλήν. Βεβαίως ό ΄Αρειος είχε πλέον αποθάνει. 'Αλλά τάς αίρετικάς του διδασκαλίας τάς συνέχιζαν αιρετικοί όμοϊδεάται του με ικανότητας παλλάς και μόρφωσιν μεγάλην, όπως ήτο ό Ευνόμιος ό Κυζίκου και ό Εύσέβιος ό Νικομηδείας. Το σπουδαιότερον όμως ήτο, ότι και ή Αυλή, επειδή έπεθύμει τήν είρήνευσιν του Κράτους, δεν έχάρασσε και δεν ήκολούθει γραμμήν όρθόδοξον, άλλά ή προσεπάθει νά συμβιβάση τά διεστώτα ή συνετάσσετο απολύτως με το μέρος τών αίρεσιαρχών και κατεδίωκεν άπηνώς τήν όρθόδοξον παράταξιν. Τότε οι αιρετικοί έπαιρναν θάρρος και ή πίστις ετίθετο έν διωγμώ. Κρίσιμος λοιπόν περίοδος διά τήν Όρθοδοξίαν. Τον όλον αγώνα διεξάγει με άνδρείαν και θάρρος άκατάβλητον ό ήρως τής 'Ορθοδοξίας, ό Μ. 'Αθανάσιος. Διώκεται, εξορίζεται, κινδυνεύει, άλλα μένει ακλόνητος εις τήν πίστιν και συνεχίζει ήρωϊκώς τους αγώνας του μέχρι της τελικής έπικρατήσεως τής πίστεως. ΄Αξιον προσοχής είναι, ότι έν τη προσπάθειά των οί Άρειανοί νά εξαπατήσουν τους 'Ορθοδόξους, εγκαταλείπουν τήν άρχικήν των θέσιν, ότι ό Κύριος ημών Ίησούς Χριστός είναι κτίσμα και όχι ομοούσιος προς τόν Πατέρα, και διδάσκουν νέαν θεωρίαν ότι ό Χριστός είναι όμοιος προς τόν Πατέρα. "Έτσι προήλθαν οί λεγόμενοι «Όμοιοι», προς αυτούς όμως διεφώνησεν άλλη ομάς, ή οποία με άρχηγόν τόν έπίσκοπον Κυζίκου Εύνόμιον παρεδέχετο ότι ό Υιός είναι όχι όμοιος, άλλα ανόμοιος προς τόν Πατέρα. Με μέθοδον δε καί ζήλον πολύν ό Εύνόμιος διέδιδε τάς αίρετικάς του πλάνας, προκαλέσας μάλιστα καί δημοσίαν συζήτησιν εις τήν Κωνσταντινούπολιν διά τήν ύποστήριξιν τών αιρετικών του δοξασιών. Εις τήν συζήτησιν αυτήν παρευρέθη καί ό Βασίλείος, προσκληθείς άπό τόν ευσεβή έπίσκοπον 'Αγκύρας.
Άλλ' ενώ ό κίνδυνος έκ τών Άρειανικών αυτών αιρετικών διδασκαλιών ήτο ακόμη σοβαρός διά τήν Όρθοδοξίαν, καί νέος τώρα κίνδυνος παρουσιάζεται. Είναι νέα αίρεσις τήν οποίαν κηρύττει νέος αίρεσιάρχης, ό Μακεδόνιος. Πατριάρχης τής Κωνςτταντινουπόλεως αύτός κηρύττει, ότι τό Πνεύμα τό Άγιον δεν είναι Θεός, δεν είναι όμοούσιον καί σύνθρονον προς τόν Πατέρα καί τόν Υίόν, άλλά κτίσμα καί κατώτερον τών δύο άλλων προσώπων. Νέος τώρα σάλος, νέοι κίνδυνοι, νέοι αγώνες διά τους ήρωϊκούς άγωνιστάς τής πίστεως. Διά νά έννοήσωμεν καλύτερον τόν κίνδυνον, πού διέτρεχεν ή 'Εκκλησία έκ τών αιρετικών αυτών δοξασιών, πρέπει νά ένθυμηθώμεν, ότι οί αίρεσιάρχαι καί οί οπαδοί των δεν παρουσιάζοντο ώς εχθροί τής πίστεως, άλλά ώς ενδιαφερόμενοι νά επικράτηση ή ορθή πίστις, τήν οποίαν όμως τόσον οίκτρώς παρεμόρφωναν, και ότι ανέπτυσσαν επιχειρήματα υπέρ τών θέσεών των, τό σφαλερόν τών οποίων δεν ήσαν όλοι είς θέσιν νά αντιληφθούν, καί δι΄ αυτό πλείστοι παρεσύροντο είς αύτάς. Άπό αυτά έννοούμεν πόσον ή πίστις είχεν άνάγκην γενναίων υπέρμαχων και υπερασπιστών και ποσόν μεγάλη θά είναι ή συμβολή τοΰ Βασιλείου είς τήν επικράτησιν τής ορθής πίστεως.
'Ιδού πώς είς έξοχους διαφωτιστικάς έπιστολάς του περιγράφει τήν κρατούσαν κατάστασιν: «Έχει κουρασθή πολύ, έχει άπαυδήσει πλέον ή Εκκλησία, αδελφοί τιμιώτατοι (απευθύνεται προς τους επισκόπους τής Δύσεως), άπό τάς συνεχείς προσβολάς, πού υφίσταται έκ μέρους τών εχθρών της. Καί ομοιάζει με πλοίον, τό όποίον ταλαιπωρείται καί βασανίζεται έν μέσω του πελάγους άπό τά συνεχή καί έπανωτά κτυπήματα τών κυμάτων. ΄Εχουν τελείως καταφρονηθή τά δόγματα τών Πατέρων· αί παραδόσεις αί ΄Αποστολικοί έχουν έξουθενωθή· νεωτερικαί ίδέαι κυβερνούν τήν Έκκλησίαν. Τεχνολογούν οι άνθρωποι, δεν θεολογούν. Εξορίζονται οί ποιμένες και τήν θέσιν των καταλαμβάνουν λύκοι βαρείς, πού δέν λυπούνται τό ποίμνιον» (Επιστολή 90ή).
Καί είς άλλην: «Δέν πρόκειται περί κινδύνου, τόν όποίον μία μόvov Εκκλησία διατρέχει... Σχεδόν άπό τών ορίων του 'Ιλλυρικού μέχρι τής Θηβαίδος τό κακόν τής αίρέσεως κατατρώγει όλας τάς ΄Εκκλησίας... 'Έχουν ανατραπή τά δόγματα τής εύσεβείας καί έχουν περιέλθει είς σύγχυσιν οί εκκλησιαστικοί θεσμοί...» (Επιστολή 92α).
Είς δραματικώτερον ακόμη τόνον άλλαχού γράφει: «Μας έχει καταλάβει διωγμός, τιμιώτατοι αδελφοί, καί διωγμός βαρύτατος. Διότι καταδιώκονται οί ποιμένες, διά νά διασκορπισθούν τά ποίμνια. 'Εξαναγκάζονται είς φυγήν οί πρεσβύτεροι καί οί διάκονοι καί λεηλατείται όλος ό κλήρος. Διότι έν έκ τών δύο θά γίνη. 'Ή νά προσκυνήσουν τήν εικόνα (δηλαδή νά συνταχθούν μέ τό μέρος τών αιρετικών) ή νά παραδοθούν είς τάς μάστιγας, πού δημιουργούν πόνον καί φλόγωσιν. Στενάζουν οί λαοί, κλαίουν συνεχώς. Παντού ακούεται ό θρήνος τών όδυρομένων καί είς τά σπίτια καί είς τά δημόσια μέρη, δι΄ όσα πάσχουν. Ήχος θρηνούντων είς τήν πόλιν, είς τους αγρούς, είς τους δρόμους, είς τάς έρημίας. Μία φωνή έκ μέρους όλων, πού ομιλούν κατά τρόπον πού σού προκαλεί τόν οίκτον καί είναι γεμάτος άπό σκυθρωπότητα. Στενάξατε λοιπόν δι΄ όσα μας συμβαίνουν, διότι ό Μονογενής Υιός του Θεού βλασφημείται, καί δέν υπάρχει έκείνος πού θά άντιλέξη. Τό Πνεύμα τό ΄Αγιον άθετείται, καί έκείνος πού είναι είς θέσιν νά απόδείξη τήν πλάνην αποδιώκεται» ("Επιστολή 243η).
Άλλ' ιδού καί τό δεύτερον γνώρισμα τής εποχής. Τό εκθέτει ό Γρηγόριος είς τόν έπιτάφιον λόγον του είς τόν Μ. Βασίλειον. ΄Ητο ή πολλή αταξία περί τήν κατάληψιν τών εκκλησιαστικών αξιωμάτων. «Δέν ανέρχονται, λέγει, είς τά εκκλησιαστικά αξιώματα οί έναρετώτεροι καί άξιώτεροι, άλλά οί ισχυρότεροι. Καί συμβαίνει, ώστε νά μή κατατάσσεται μεταξύ τών προφητών ό Σαμουήλ, ό έχων τό προφητικόν χάρισμα, καί άρα άξιος του ύπουργήματος, άλλά ό Σαούλ ό ευτελής καί απόβλητος... Ακόμη περισσότερον· ένώ κανείς δέν γίνεται ιατρός, εάν δέν σπουδάση προηγουμένως τάς ασθενείας, ούτε ζωγράφος, εάν δέν σπουδάση προτήτερα τά χρώματα καί τήν ζωγραφικήν, εδώ όλως αντιθέτως, ό επίσκοπος ευρίσκεται μέ πολλήν εύκολίαν, χωρις νά έχη κοπιάσει είς τό έργον τό ίερατικόν, χθεσινός άκόμη καί χωρίς άξίαν άνθρωπος». Καί ένώ «ό μέλλων κυβερνήτης του πλοίου εργάζεται πρώτα είς τό κουπί, και από κωπηλάτης προβιβάζεται είς τήν πρώραν», είς τά ιερατικά αξιώματα «ό άξιος τής ανωτέρας θέσεως κληρικός, ό όποίος κατέχει πλουσίαν τήν μόρφωσιν τών θείων λόγων... στέργει τήν κατωτέραν θέσιν καί μένει ταπεινώς είς αυτήν. Αντιθέτως δέ ό κατώτερος υπερηφάνως κατέχει τήν άνωτέραν θέσιν καί άλαζονεύεται ενώπιον τών καλυτέρων του».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου