Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη από την εποχή του Σχίσματος αντιμετώπιζε θετικά μια συνεννόηση με την Εκκλησία της Ρώμης, στα πλαίσια, όμως, πάντα της τήρησης όλων όσων ίσχυαν στην ενωμένη Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας. Εντούτοις, οι σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών στην διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας γνώρισαν αρκετές διακυμάνσεις, αν και συχνότερα οι σχέσεις ήταν αρνητικές εξαιτίας του προσηλυτισμού που επιτελούσαν τα διάφορα ρωμαικαθολικά μοναχικά τάγματα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες και της συνεχιζόμενης έκκλησης της Ρώμης για επιστροφή των Ορθόδοξων Εκκλησιών στην ποίμνη του Επισκόπου Ρώμης.
Αναφορικά με τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις Εκκλησίες και τις Ομολογίες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Διαμαρτύρησης επιχειρήθηκε η σύναψη σχέσεων και τέθηκε το ζήτημα της ενότητας του χριστιανικού κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό οι πρώτες επαφές του Οικουμενικού Πατριαρχείου με Εκκλησίες και Ομολογίες της Μεταρρύθμισης εγκαινιάστηκαν στα τέλη του 16ου αιώνα. Τότε, διαμείφθηκε και η αλληλογραφία μεταξύ του Πατριαρχείου και των θεολόγων της Τυβίγγης.
Στις αρχές του επόμενου αιώνα πραγματοποιήθηκαν επαφές του Πατριαρχείου με την Αγγλικανική Εκκλησία και εκ νέου με την Λουθηρανική, με την οποία όμως οι συζητήσεις διακόπηκαν μετά τα μέσα του 17ου αιώνα εξαιτίας της καταδίκης του Καλβινισμού από την Σύνοδο των Ιεροσολύμων.
Τον επόμενο αιώνα οι σχέσεις του Πατριαρχείου με τις Εκκλησίες της Δύσης ήταν άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές.
Το φαινόμενο αυτό της διακύμανσης των σχέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις Εκκλησίες της δυτικής εκκλησιαστικής παράδοσης μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα οπωσδήποτε συνδέεται και με τον πολιτικό χαρακτήρα που μέχρι ενός σημείου αποδίδονταν σε αυτές. Ο χαρακτηρισμός αυτός επηρέασε τις διαχριστιανικές σχέσεις τόσο εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και εκτός αυτής. Ωστόσο, αυτός συνδέεται άμεσα με μια συγκεκριμένη διαδικασία που έλαβε χώρα σε όλη τη διάρκεια αυτών των αιώνων. Η συνειδητοποίηση ιπό πλευράς των ευρωπαϊκών δυνάμεων της σημασίας ύπαρξης μη Ορθόδοξων κοινοτήτων εντός της αυτοκρατορίας και του ρόλου που αυτές μπορούσαν να διαδραματίσουν στο εσωτερικό της σε σχέση με τα ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους, τις οδήγησαν στο να επιδιώκουν σταθερά την διόγκωση αυτών των κοινοτήτων, οι οποίες άλλωστε θέτονταν πολύ συχνά και κάτω από την πολιτική και οικονομική προστασία τους. Η διόγκωση αυτή επιτυγχάνονταν κατά κύριο λόγο με την ανάπτυξη ξένων ιεραποστολικών ομάδων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι η προσέλκυση μουσουλμάνων Οθωμανών υπηκόων στο χριστιανισμό επέσειε αυτομάτως την θανατική καταδίκη των προσηλυτισθέντων μωαμεθανών, οι ιεραπόστολοι στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά προς τους υπάρχοντες χριστιανούς. Ορθόδόξους και μη, προκειμένου να συγκροτήσουν ή να διογκώσουν τις κοινότητες τους. Έτσι, αυτή η κατάσταση γέννησε ένα απο τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αυτό της προσέλκυσης και προσηλυτισμού, με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, μελών του ποιμνίου του σε ετερόδοξες Εκκλησίες. Η συνεχιζόμενη, λοιπόν, ανάπτυξη και δράση των ιεραποστολικών ομάδων ίσως και να αποτέλεσε το σημαντικότερο αίτιο τόσο της ψύχρανσης των σχέσεων μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Εκκλησιών της δυτικής εκκλησιαστικής παράδοσης, όσο και της έντονης δυσπιστίας και έλλειψης εμπιστοσύνης του Πατριαρχείου απέναντι στις προθέσεις και διακηρύξεις αυτών των εκκλησιών για επίτευξη της χριστιανικής ενότητας, αφού παράλληλα αυτές απεργάζονταν την διάσπαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με όλως αντιευαγγελικό πνεύμα και ήθος. Λόγω αυτής της τακτικής, όπως θα αναφέρουμε και στη συνέχεια, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο διακήρυξε στις αρχές του 20ου αιώνα την ανάληψη πρωτοβουλίας για την επίτευξη της διαχριστιανικής ενότητας, η πορεία προς την τελευταία συνδέθηκε άμεσα από το σύνολο σχεδόν των Ορθόδοξων Εκκλησιών με την κατάπαυση των εναντίων της προσηλυτιστικών ενεργειών και επιδιώξεων....
Από πλευράς Οικουμενικού Πατριαρχείου τα πρώτα βήματα ξεκίνησαν την δεκαετία του 1860 με τις επαφές και συνομιλίες με Επισκοπελιανούς των Η.Π.Α., όπως επίσης και με Αγγλικανούς. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε και την αμέσως επόμενη δεκαετία στα συνέδρια των Παλαιοκαθολικών στη Βόννη, στα οποία συμμετείχαν επίσης Αγγλικανοί εκπρόσωποι και Ορθόδοξοι και έγιναν αποδεκτά αρκετά σημεία της ορθόδόξης δογματικής διδασκαλίας. Το νέο αυτό πνεύμα επηρέασε και την Αγγλικανική Εκκλησία, η οποία έθεσε το θέμα της ενότητας με την Ορθοδοξία στα συνέδρια του Lambeth, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1890.
Στις αρχές της ίδιας δεκαετίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ', στη διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του, εγκαινίασε την νέα πορεία στις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Αρμενική, συστήνοντας μάλιστα με συνοδική απόφαση μια επιτροπή που θα εργαζόταν για την άρση των δογματικών διαφορών μεταξύ των δύο Εκκλησιών, οι οποίες είχαν προκληθεί συμφωνά και με το σκεπτικό της σχετικής απόφασης, εξαιτίας διαφόρων παρερμηνειών. Τέλος, λίγα χρόνια πριν την ανατολή του 20ου αιώνα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε' σύναψε στενές σχέσεις με την Αγγλικανική Εκκλησία και ιδιαίτερα με τον τότε Προκαθήμενο της. Στη δημιουργία ενός περαιτέρω θετικού κλίματος μεταξύ Ορθοδόξων και Αγγλικανών συνέβαλε ιδιαίτερα και η συγκρότηση, μετά από πρωτοβουλία του ίδιου Πατριάρχη, μια μικτής επιτροπής κληρικών που θα εξέταζε το ζήτημα της ένωσης μεταξύ των δύο Εκκλησιών.
Αναφορικά με τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις Εκκλησίες και τις Ομολογίες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Διαμαρτύρησης επιχειρήθηκε η σύναψη σχέσεων και τέθηκε το ζήτημα της ενότητας του χριστιανικού κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό οι πρώτες επαφές του Οικουμενικού Πατριαρχείου με Εκκλησίες και Ομολογίες της Μεταρρύθμισης εγκαινιάστηκαν στα τέλη του 16ου αιώνα. Τότε, διαμείφθηκε και η αλληλογραφία μεταξύ του Πατριαρχείου και των θεολόγων της Τυβίγγης.
Στις αρχές του επόμενου αιώνα πραγματοποιήθηκαν επαφές του Πατριαρχείου με την Αγγλικανική Εκκλησία και εκ νέου με την Λουθηρανική, με την οποία όμως οι συζητήσεις διακόπηκαν μετά τα μέσα του 17ου αιώνα εξαιτίας της καταδίκης του Καλβινισμού από την Σύνοδο των Ιεροσολύμων.
Τον επόμενο αιώνα οι σχέσεις του Πατριαρχείου με τις Εκκλησίες της Δύσης ήταν άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές.
Το φαινόμενο αυτό της διακύμανσης των σχέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις Εκκλησίες της δυτικής εκκλησιαστικής παράδοσης μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα οπωσδήποτε συνδέεται και με τον πολιτικό χαρακτήρα που μέχρι ενός σημείου αποδίδονταν σε αυτές. Ο χαρακτηρισμός αυτός επηρέασε τις διαχριστιανικές σχέσεις τόσο εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και εκτός αυτής. Ωστόσο, αυτός συνδέεται άμεσα με μια συγκεκριμένη διαδικασία που έλαβε χώρα σε όλη τη διάρκεια αυτών των αιώνων. Η συνειδητοποίηση ιπό πλευράς των ευρωπαϊκών δυνάμεων της σημασίας ύπαρξης μη Ορθόδοξων κοινοτήτων εντός της αυτοκρατορίας και του ρόλου που αυτές μπορούσαν να διαδραματίσουν στο εσωτερικό της σε σχέση με τα ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους, τις οδήγησαν στο να επιδιώκουν σταθερά την διόγκωση αυτών των κοινοτήτων, οι οποίες άλλωστε θέτονταν πολύ συχνά και κάτω από την πολιτική και οικονομική προστασία τους. Η διόγκωση αυτή επιτυγχάνονταν κατά κύριο λόγο με την ανάπτυξη ξένων ιεραποστολικών ομάδων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι η προσέλκυση μουσουλμάνων Οθωμανών υπηκόων στο χριστιανισμό επέσειε αυτομάτως την θανατική καταδίκη των προσηλυτισθέντων μωαμεθανών, οι ιεραπόστολοι στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά προς τους υπάρχοντες χριστιανούς. Ορθόδόξους και μη, προκειμένου να συγκροτήσουν ή να διογκώσουν τις κοινότητες τους. Έτσι, αυτή η κατάσταση γέννησε ένα απο τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αυτό της προσέλκυσης και προσηλυτισμού, με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, μελών του ποιμνίου του σε ετερόδοξες Εκκλησίες. Η συνεχιζόμενη, λοιπόν, ανάπτυξη και δράση των ιεραποστολικών ομάδων ίσως και να αποτέλεσε το σημαντικότερο αίτιο τόσο της ψύχρανσης των σχέσεων μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Εκκλησιών της δυτικής εκκλησιαστικής παράδοσης, όσο και της έντονης δυσπιστίας και έλλειψης εμπιστοσύνης του Πατριαρχείου απέναντι στις προθέσεις και διακηρύξεις αυτών των εκκλησιών για επίτευξη της χριστιανικής ενότητας, αφού παράλληλα αυτές απεργάζονταν την διάσπαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με όλως αντιευαγγελικό πνεύμα και ήθος. Λόγω αυτής της τακτικής, όπως θα αναφέρουμε και στη συνέχεια, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο διακήρυξε στις αρχές του 20ου αιώνα την ανάληψη πρωτοβουλίας για την επίτευξη της διαχριστιανικής ενότητας, η πορεία προς την τελευταία συνδέθηκε άμεσα από το σύνολο σχεδόν των Ορθόδοξων Εκκλησιών με την κατάπαυση των εναντίων της προσηλυτιστικών ενεργειών και επιδιώξεων....
Από πλευράς Οικουμενικού Πατριαρχείου τα πρώτα βήματα ξεκίνησαν την δεκαετία του 1860 με τις επαφές και συνομιλίες με Επισκοπελιανούς των Η.Π.Α., όπως επίσης και με Αγγλικανούς. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε και την αμέσως επόμενη δεκαετία στα συνέδρια των Παλαιοκαθολικών στη Βόννη, στα οποία συμμετείχαν επίσης Αγγλικανοί εκπρόσωποι και Ορθόδοξοι και έγιναν αποδεκτά αρκετά σημεία της ορθόδόξης δογματικής διδασκαλίας. Το νέο αυτό πνεύμα επηρέασε και την Αγγλικανική Εκκλησία, η οποία έθεσε το θέμα της ενότητας με την Ορθοδοξία στα συνέδρια του Lambeth, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1890.
Στις αρχές της ίδιας δεκαετίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ', στη διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του, εγκαινίασε την νέα πορεία στις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Αρμενική, συστήνοντας μάλιστα με συνοδική απόφαση μια επιτροπή που θα εργαζόταν για την άρση των δογματικών διαφορών μεταξύ των δύο Εκκλησιών, οι οποίες είχαν προκληθεί συμφωνά και με το σκεπτικό της σχετικής απόφασης, εξαιτίας διαφόρων παρερμηνειών. Τέλος, λίγα χρόνια πριν την ανατολή του 20ου αιώνα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε' σύναψε στενές σχέσεις με την Αγγλικανική Εκκλησία και ιδιαίτερα με τον τότε Προκαθήμενο της. Στη δημιουργία ενός περαιτέρω θετικού κλίματος μεταξύ Ορθοδόξων και Αγγλικανών συνέβαλε ιδιαίτερα και η συγκρότηση, μετά από πρωτοβουλία του ίδιου Πατριάρχη, μια μικτής επιτροπής κληρικών που θα εξέταζε το ζήτημα της ένωσης μεταξύ των δύο Εκκλησιών.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου