Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

ΟΙ ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ ΤΟΥ ΟΙΚ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο Γ΄ (2ο ΜΕΡΟΣ)

Η σημαντικότερη συμβολή του Ιωακείμ του Γ' ήταν στον τομέα των διορθοδόξων και διαχριστιανικών σχέσεων. Ο Ιωακείμ ο Γ' επανεκλέχτηκε (Ο Ιωακείμ ο Γ' αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον πατριαρχικό θρόνο το 1884. Επανεξελέγη παμψηφεί Οικουμενικός Πατριάρχης το 1901 ύστερα από την παύση του Κωνσταντίνου του Ε'), σε μια περίοδο όπου οι διορθόδοξες εκκλησιαστικές σχέσεις περνούσαν μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της νεότερης εκκλησιαστικής ιστορίας. Το 1901 η ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν τραγικά πληγωμένη. Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης είχε το εθνικιστικό πνεύμα που επικρατούσε άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο σε μεγάλο μέρος των κοινωνιών που σχετίζονταν με την Ορθοδοξία. Η επικράτηση αυτή επιδρούσε καταλυτικά και στις ίδιες τις δομές των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, καθώς και στις σχέσεις και επαφές μεταξύ των ηγεσιών και των ποιμνίων τους. Σημαντικούς κλυδωνισμούς εξαιτίας αυτής της πραγματικότητας γνώριζαν κυρίως τρεις Εκκλησίες. Αυτές ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Αντιοχείας και η Εκκλησία της Κύπρου. Ωστόσο, και οι υπόλοιπες Εκκλησίες δεν είχαν μείνει ανεπηρέαστες απο το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής και τις απρόβλεπτες συνέπειές του.
Αναφορικά προς την εκκλησιαστική πραγματικότητα που επικρατούσε το 1901 μπορούμε να σημειώσουμε με συντομία τα εξής: το Βουλγαρικό εκκλησιπστικό σχίσμα του 1871-2 είχε πληγώσει την ενότητα του ίδιου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η Βουλγαρική Εξαρχία αποτελούσε επισήμως για τις Ορθόδόξες Εκκλησίες ένα σχισματικό σώμα. Αν και μέχρι το 1901 είχε κατά διαστήματα επιχειρηθεί από διάφορους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες να επουλωθεί το σχίσμα, ωστόσο μέxρι τότε αυτό παρέμενε ανοικτό, προεικονίζοντας συγχρόνως την τροπή που θα λάμβανε η υπόθεση τα αμέσως επόμενα χρόνια...
Το 1899 είχε εκλεγεί με πραξικοπηματικό τρόπο ως νέος Πατριάρχης Αντιοχείας ο αραβόφωνος μητροπολίτης Λαοδικείας Μελέτιος Ντουμάν. Το πρόβλημα προκλήθηκε όταν μετά από την ενεργή ανάμειξη της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ο ελληνικής καταγωγής Πατριάρχης Σπυρίδων και στη συνέχεια η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αντιοχείας εξέλεξε για πρώτη φορά μετά από αρκετούς αιώνες τον νέο Πατριάρχη της, αφού όμως ιτρώτα αποκλείσθηκαν παρανόμως από τη διαδικασία εκλογής οι μη αραβικής καταγωγής Επίσκοποι και Μητροπολίτες. Η πορεία αυτή των πραγμάτων αποτέλεσε ουσιαστικά την κορύφωση του λεγόμενου «Αραβικού Ζητήματος» που εμφανίστηκε από το 1843 και αφορούσε την απαίτηση των αραβόφωνων Ορθόδοξων να εκλέγουν οι ίδιοι τους Πατριάρχες τους. Ο Μελέτιος μέχρι το έτος της επανεκλογής του Ιωακείμ του Γ' δεν είχε τύχει αναγνώρισης ως κανονικός Πατριάρχης Αντιοχείας από το σύνολο σχεδόν των Ορθοδόςων εκκλησιών, και το όλο πρόβλημα, γνωστό κι ως «Αντιοχικό Ζήτημα», διασπούσε ακόμη περισσότερο την ενότητα της Ορθοδοξίας.
Το 1900 είχε ξεσπάσει στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου μια μεγάλη εκκλησιαστική κρίση, με σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις, με αφορμή την ανάδειξη νέου Αρχιεπισκόπου. Η Εκκλησία είχε διασπαστεί σε δύο μεγάλες θρησκευτικοπολιτικές μερίδες και κάθε μία επιζητούσε την εκλογή του δικού της υποψηφίου ως Αρχιεπισκόπου. Έτσι, το 1901 η Εκκλησία της Κύπρου παρέμενε ακέφαλη εξαιτίας της μη επίλυσης του αρχιεπισκοπικού ζητήματος.
Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας είχε έρθει στα τέλη του 19ου αιώνα αντιμέτωπο με τις ευκαιρίες που ανοίγονταν ενώπιον του εξαιτίας της νέας πολιτικής κατάστάσης στην Β. Αφρική. Ο εκλεγείς το 1900 νέος προκαθήμενος της τοπικής Εκκλησίας Φώτιος, τον οποίο είχε εκλέξει για πρώτη φορά μετά απο αρκετούς αιώνες η τοπική Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, φιλοδοξούσε να διαδραματίσει ο ίδιος και το Πατριαρχείο του έναν νέο δυναμικό και πρωταγωνιστικό ρόλο, εν πολλοίς μάλιστα ανταγωνιστικό σε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων από την πλευρά του είχε να αντιμετωπίσει την περίοδο αυτή μεγάλα προβλήματα εξαιτίας της δράσης της εκεί ρωσικής ορθόδόξης ιεραποστολής και είχε ενώπιον του τον κίνδυνο σχισμάτων από την αναστάτωση που είχε προκαλέσει η ανάδυση του αραβικού εκκλησιαστικού και μη εθνικισμού. Η θετική για τους αραβόφωνους ορθόδοξους εξέλιξη του «Αντιοχικού Ζητήματος» αποτέλεσε νέα αφορμή για την αναζωπύρωση του «Αραβικού Ζητήματος» και στο εσωτερικό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Η Εκκλησία της Ρωσίας είχε αι αυτή από την πλευρά της να αντιμετωπίσει τις δικές της προκλήσεις και αρκετά εσωτερικά προβλήματα. Παρόλα αυτά κατέβαλε εκτεταμένες προσπάθειες να διαδραματίσει τον πρωιαγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο στα πράγματα σύνολης της Ορθοδοξίας, εμφανίζοντας όμως ταυτόχρονα μια υπεροπτική και συχνά απαξιωτική στάση απέναντι στις υπόλοιπες αδελφές Εκκλησίες. Η πιστή συμμόρφωση εης στις πολιτικές επιταγές της Αγίας Πετρούπολης εξαιτίας και του ασφυκτικού πολιτειοκρατικού συστήματος λειτουργίας της, της προσέφερε μια ευκαιρία να επιτύχει τον στόχο μιας πρωτοαθεδρίας, αλλά την ίδια στιγμή η υπερόρια δράση της στα Πατριαρχεία της Ανατολής και αλλού την καθιστούσε ως τον βασικότερο παράγοντα αποσταθεροποίησης και εκκλησιολογικής διάσπασης της Ορθοδοξίας. Η υιοθέτηση και υποστήριξη από την πλευρά της της αρχής της αυτοδίκαιης ίδρυσης ή ύπαρξης Εκκλησιών με καθαρά φυλετικά κριτήρια την εμφάνιζαν ως τη νομιμοποιητική δύναμη κάθε αυτονομιστικής τάσης εντός των ορίων των υπόλοιπων Ορθόδοξων Εκκλησιών, αλλά το τίμημα της απομόνωσης και αποξένωσης από τις αδελφές Εκκλησίες της ήταν ιδιαίτερα υψηλό.
Εκτός των παραπάνω προβλημάτων η ενότητα της Ορθοδοξίας ην περίοδο αυτή είχε απειληθεί έντονα και στα Βαλκάνια. Η απειλή συνίστατο κυρίως στη συνειδητή πρόσδεση των αυτοκέφαλων Εκκλησιών στο άρμα της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής των εθνικών τους κρατών και στην αυξανόμενη εθνικοποίηση και εθνικιστικοποίησή τους....
Επιπλέον πρόβλημα σχετικό και με την ενότητα της Ορθοδοξίας ήταν η δράση των ξένων ιερατοστολών εντός των κανονικών ορίων των Ορθόδοξων Πατριαρχείων και Εκκλησιών, η οποία στις αρχές του αιώνα είχε να επιδείξει ενα μεγάλο πνευματικό, φιλανθρωπικό και εκπαιδευτικό έργο με πολλά θετικά, αλλά και αρνητικά αποτελέσματα. Η δράση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από την μία και των ποικίλων Προτεσταντικών ομολογιών από την άλλη πλευρά είχαν διογκώσει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο δημιουργιας νέων αποσχίσεων στο εσωτερικό των κατά τόπους Ορθόδοξων Εκκλησιών....



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου