Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ (3ο ΜΕΡΟΣ)

Στά Πρακτικά της Ε' Οικ. Συνόδου υπάρχει ένα περιστατικό, πού αποδεικνύει περίτρανα πόσο μεγάλη είναι ή βλάβη πού επιφέρουν οι επαμφοτερίζοντες ή οι αίρετίζοντες Ποιμένες στο ποίμνιο. Μας λέγει, δηλ. πως οί πιστοί της Αντιοχείας, αντέδρασαν δυναμικά, όταν αντελήφθησαν την αίρεση στά κηρύγματα του Θεοδώρου Μοψουεστίας. 'Ηταν -σχολιάζει ό Νικοπόλεως Μελέτιος- ή υγιής «άντίδρασις του αδιαστρόφου ορθοδόξου φρονήματος. Συν τώ χρόνω όμως το ορθόδοξον αυτό φρόνημα διέστρεψαν αί αίρετίζουσαι διδασκαλίαι των "ποιμένων"τους» (Μελετίου Νικοπόλεως, Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, σελ. 355, υποσ. 77).
Νά πώς το παρουσιάζει ό άγιος Κύριλλος: οί προσκείμενοι στον Θεόδωρο, διηγείται, με συμβούλευαν νά μη κατηγορώ τις αίρετικές του διδασκαλίες, γιατί έτσι διαβάλλω τους Μ. Αθανάσιο, Μ. Βασίλειο και άγιο Γρηγόριο, αφού κι αυτοί τά ίδια με τον Θεόδωρο κήρυτταν. Έγώ όμως, πού γνώριζα τήν αγιότητα τών διαπρεπών αυτών διδασκάλων, με παρρησία καυτηρίαζα τις αιρετικές διδασκαλίες του Θεόδωρου. Στην συνέχεια, οί αιρετίζοντες ποιμένες τών Όρθοδόξων επηρέασαν τόσο τους πιστούς -αυτούς πού κάποτε παραλίγο νά λιθοβολήσουν τον Θεόδώρο γιά τά αιρετικά του φρονήματα-, ώστε τους έπεισαν νά πάρουν, τώρα, το μέρος του αίρετικού Θεοδώρου. Κι αυτό, γιατί ή ισχυρή προσωπικότητα ενός φιλο-αιρετικού ποιμένος, παρασύρει στα φρονήματά του τους πιστούς (γιά τούτο είναι και εξαιρετικά επικίνδυνος) (Μελετίου Νικοπόλεως, οπ. παρ. σελ. 355).
Οι αιρετικοί «γράφουσιν..., προς απάτην τών ανθρώπων ίνα... έχωσι χώραν επεκτείναι τήν αίρεσιν, ώς γάγγραιναν, έχουσαν νομήν πανταχού» (Μ. Αθανασίου, Επιστολή προς Επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης, Κατά Άρειανών, Εργα 10, Πατερικαί Έκδόσεις «Γρηγόριος ό Παλαμάς», κεφ. 5 σελ. 34 στ. 16-28 και σελ. 36 στ. 3-5).
Και ό Μ. Αθανάσιος θεωρεί τήν αίρεση ώς νόσο μολυσματική: «Εί δε δια τήν Μακεδονίου αίρεσιν απολογούμενοι γράφειν επιχειρούσιν, έδει τών κακών φυτών τά σπέρματα προανελείν και τους αυτά παρασχόντας στηλιτεύσαι, και ούτως τά άντ' εκείνων γράφειν ορθώς, ή εκδικείν φανερώς τά Μακεδονίου, ίνα μή κεκρυμμένοι, αλλά φανερώς πνευματομάχοι δεικνύωνται, και πάντες αυτούς φεύγωσιν ώς άπό προσώπου όφεως. Νύν δε κακείνα κρύπτουσι και περί άλλων προσποιούμενοι γράφουσιν· ώσπερ οί τών σεσηπότων μελών παρατρέχοντες ιατροί περί τών υγιαινόντων διαλέγονται, ή αγνοούντες ή τέχνη πανούργως χρώμενοι. Ουδείς γάρ, εγκαλούμενος περί μοιχείας, απολογείται περί κλοπής· ουδέ φόνου τις έγκλημα διώκων, ανέχεται τών κατηγορουμένων εί απολογοίντο λέγοντες, Ούκ επιωρκήσαμεν, αλλά και τήν παρακαταθήκην εφυλάξαμεν. Μάλλον γάρ εστι τούτο παίγνιον, ή λύσις εγκλήματος καί αληθείας απόδειξις» (Μ. Αθανασίου, Fragmenta varia, ν. 26, ρ. 1313» I· 44).

Άλλο ένα κείμενο, από τά πολλά τού Μ. Βασιλείου πού απαντά στην ερώτηση: «Εί χρή τον έν άμαρτίαις έξετασθέντα φεύγειν τήν προς τους έτεροδόξους κοινωνίαν, ή καί προς τους κακώς ζώντας διακρίνεσθαι». Γράφει: Γενικά είναι επιβλαβές και επικίνδυνο γιά κάθε άνθρωπο κάθε σχέση με απαγορευμένα πράγματα. Αυτοί όμως, πού έζησαν έν άμαρτίαις, πρέπει νά είναι περισσότερο προσεκτικοί, γιατί, έφ' όσον ή ψυχή τους έσυνήθισε στην αμαρτία, είναι περισσότερον επιρρεπείς προς αυτήν και ή επικοινωνία με αμαρτωλούς τους βλάπτει.Έάν λοιπόν, είναι τόσο μεγάλη ή βλάβη πού προκαλεί ή κοινωνία με αμαρτωλούς στά ηθικά, τί πρέπει νά πούμε γιά τήν βλάβη πού προέρχεται άπό τήν επικοινωνία με αιρετικούς; (Μ. Βασιλείου, ΄Οροι κατ' Έπιτομήν,'Ερώτησις κ, ν. 31, Ρ· 1096, 1. 25-47).
Και στή συνέχεια τονίζει, πώς ή μεγαλύτερη βλάβη προέρχεται όχι τόσο άπό κάποιες αμαρτίες ηθικής υφής, όσο απο τήν αμαρτία της αιρέσεως, της κατά πρόσωπον δηλαδή εναντιώσεως προς τον Θεόν τών κακοδοξούντων: «Εί δε έπί τών έν τοις ηθικοίς σφαλλομένων τοσαύτη εστίν ή βλάβη, τί χρή λέγειν περί τών περί Θεού κακοδοξούντων, ούς ή κακοδοξία ουδέ έν τοις άλλοις υγιαίνειν εά, παραδιδομένους άπαξ δι' αυτήν τοις της ατιμίας πάθεσιν;» (Στο ίδιο).

Αυτά όμως, ίσχυαν γιά τους αίρετικούς εκείνων τών εποχών ή ισχύουν και γιά τους σύγχρονους αιρετικούς; Ασφαλώς ίσχύουν και γιά τους Παπικούς και Προτεστάντες, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό άπ' ό,τι τότε, και λόγο τού μεγάλου αριθμού τους και λόγω της μεγάλης «Αποστασίας» πού διακρίνει τις σύγχρονες «χριστιανικές» κοινωνίες και, ακόμα, γιατί οι σύγχρονοι αίρετικοί, ενώ δικαιολογούν (ή κρύβουν) τις ίδιες ή παρόμοιες αιρετικές δοξασίες, παρουσιάζονται -με τήν ανοχή τών ποιμένων μας- με καλλωπισμένο και ευγενικό προσωπείο, ώς μή έχοντες τίποτα φοβερό, απλώς ώς εκφράζοντες τήν ίδια πίστη με διαφορετικό τρόπο· και έτσι μας εξαπατούν και μεταδίδουν τήν αίρεση ευκολότερα, όχι απαραίτητα στο θεωρητικό επίπεδο, αλλά ώς στάση ζωής.

Οί μέχρι τώρα αναφορές μας σε πατερικά κείμενα, αφορούσαν Πατέρες, κυρίως, τών πρώτων χριστιανικών αιώνων. Άς δούμε τί λέγουν και Σύνοδοι και Πατέρες τού 19ου αιώνος:

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου