Οι αιρετικοί πού αρνούνται τήν Παλαιά Διαθήκη με διάφορα σοφίσματα και παρουσιάζονται ότι δέχονται μόνον τήν Καινή Διαθήκη, ουσιαστικά αρνούνται και καθυβρίζουν όχι όλιγώτερο και τήν Καινή Διαθήκη, παρατηρεί ό ιερός Χρυσόστομος.
1. Πρώτον μεν διότι με τό νά τήν αποκόπτουν τελείως άπό τήν Παλαιά προσβάλλουν και τήν αξιοπιστία της Καινής. Διότι είναι μεγάλη άπόδειξι της αληθείας του περιεχομένου της Καινής τό ότι οι αλήθειες πού περιέχει προεξαγγέλλονται στην Παλαιά διά των προφητειών. 'Αλλ' οι αΙρετικοι αρνούνται τις προφητείες και έτσι δέν αντιλαμβάνονται ότι με τήν άρνησί τους αυτή ατιμάζουν τους Αποστόλους περισσότερον άπό τους Προφήτες! Αυτός είναι ό ένας τρόπος με τόν όποιο καθυβρίζουν τήν Καινή Διαθήκη.
2. Ό δεύτερος είναι ότι αποκόπτουν και απορρίπτουν πολλά τμήματα τής Καινής. 'Αλλ' ή δύναμι τών αληθειών πού υπάρχουν εις αυτήν είναι τόσο μεγάλη, ώστε και άπό αυτά τά λείψανα πού απομένουν στην Καινή νά αποκαλύπτεται ολοφάνερα ή κακουργία τών αιρετικών. Πραγματικά «τά άποκοπέντα μέλη κράζει και βοά, την πρός τά οικεία μέλη συμφωνίαν έπιζητούντα» (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΡG 51,284-285) . Δηλαδή τά μέλη πού οί αιρετικοί απέκοψαν αυθαιρέτως άπό τήν Καινή Διαθήκη κράζουν δυνατά και βοούν, καθώς αναζητούν τήν συμφωνία με τά ιδικά των μέλη (πού βρίσκονται στην Παλαιά Διαθήκη)!
3. Ό τρίτος λόγος είναι ότι, όταν άπορρίψωμε τό περιεχόμενο τής Καινής Διαθήκης, κλονίζομε τό κύρος και τήν αξιοπιστία τής Παλαιάς Διαθήκης. Λέγει ό Ιερός Χρυσόστομος απευθυνόμενος προς τους Ιουδαίους: Ιουδαίε, αν συμβή νά άπορρίψης τά ιδικά μας (δηλαδή τό περιεχόμενο τής Καινής Διαθήκης), πώς θά άπολογηθής «υπέρ τής Παλαιάς»; Κι αν κάποιος σε ερώτηση· «άπό που συμπεραίνεις ότι είναι αληθινά όσα γράφει ό Μωϋσής, τί θά απάντήσης;» Θά απάντησης· «ότι έπιστεύσαμεν εις αυτά». Λοιπόν, πολύ περισσότερον είναι αληθινά και τά ίδικά μας. Διότι και εμείς (οι Χριστιαοί) έπιστεύσαμεν είς αυτά. Και σεις μέν οί Ιουδαίοι είσθε «εν έθνος», ένώ «ήμείς (οί Χριστιανοί) πάσα ή οικουμένη». Και σας δέν σας έπεισε τόσο ό Μωϋσής, όσο έπεισε εμάς ό Χριστός. Και τά μέν ίδικά σας έπαυσαν πλέον νά ισχύουν, ένώ τά ιδικά μας συνεχίζουν νά μένουν άπαρασάλευτα.
Μήπως όμως (θά τού απάντησης. Ιουδαίε, ότι είναι αληθινά τά ίδικά σας) άπό τις προφητείες; 'Αλλά τά ίδικά μας είναι περισσότερα. Έάν λοιπόν άρνηθής τά ίδικά μας (τό περιεχόμενο τής Καινής Διαθήκης), συσκοτίζεις και τά ίδικά σας. Μήπως όμως άπό τά θαύματα; Σεις όμως δέν έχετε (τώρα) νά δείξετε κανένα θαύμα τού Μωϋσέως· διότι έγιναν και πέρασαν. Έμείς όμως έχομε νά δείξωμε «πολλά και διάφορα», τά όποια ακόμη και σήμερα γίνονται, και τις «προρρήσεις» πού λάμπουν περισσότερον άπό τόν ήλιο. Μήπως όμως (θά απάντησης ότι είναι αληθινά τά ίδικά σας) άπό τους νόμους και τίς διατάξεις; 'Αλλά τά ίδικά μας (ή διδασκαλία τού Ευαγγελίου) είναι «φιλοσοφώτερα» (= βαθύτερα και ανώτερα σέ γνώσι και αρετή). «Αλλά τί (= τί άλλο επιχείρημα έχεις);» Μήπως τό ότι εξήλθατε άπό τήν Αίγυπτο, ένώ σας εμπόδιζαν οί Αιγύπτιοι; Δέν είναι όμως τό ίδιο νά υπερίσχυση κανείς, ένω πολεμείται άπό τήν οικουμένη (όπως υπερισχύσαμε οί Χριστιανοί πολέμούμενοι άπό όλο τόν ειδωλολατρικό κόσμο), και τό νά νικήση μόνον τους Αιγυπτίους. Αυτά τά λέγω, συνεχίζει ό θεοφώτιστος Χρυσόστομος, όχι γιά νά προκαλέσω διαμάχη και πόλεμο μεταξύ τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης· μακριά άπό τέτοια σκέψι· άλλά επειδή θέλω νά άποστομώσω τήν άγνωμοσύνη τών Ιουδαίων. Διότι και εκείνα και αυτά εδόθησαν και έγιναν άπό τόν Θεόν. Θέλω όμως νά δείξω τούτο· ότι δηλαδή ό Ίουδαΐος, αφού απέρριψε τις προφητείες περί τού Χριστού, καταστρέφει τό μεγαλύτερο μέρος τών προφητειών και δέν θά μπορούσε νά προβάλη και νά απόδειξη μέ καθαρότητα «την εύγένειαν τής Παλαιάς» Διαθήκης, έάν δέν παραδεχθή τήν Καινή (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Είς Ψαλ. ρθ' [109] 2 ΡG 55, 266-267).
4. Ό τέταρτος λόγος είναι ότι, έάν άπορρίψωμε τόν νόμο τής Παλαιάς Διαθήκης, δέν μπορούμε νά γνωρίσωμε τόν Χριστόν. Τήν θέσι αυτή υποστηρίζει ό Τίτος, επίσκοπος Βόστρων, πού έζησε τό 2ο ήμισυ τού Δ' αιώνος. Ό Επίσκοπος αυτός, πού έγραψε τέσσερα βιβλία κατά τών αιρετικών Μανιχαίων, οί όποιοι απέρριπταν τήν Παλαιά Διαθήκη και έδέχοντο μόνον τήν Καινή, παρατηρεί:
Οί Μανιχαίοι έχουν διαβάλει όλη την Παλαιά Διαθήκη, νομίζοντας ότι τιμούν τά Ευαγγέλια. Έάν όμως έτιμούσαν τά Ευαγγέλια, δέν θά έπρεπε νά αφαιρούν ή νά προσθέτουν είς αυτά. Εάν πράγματι έγνώριζαν τό Ευαγγέλιο, δέν θά αγνοούσαν τόν Νόμο τής Παλαιάς Διαθήκης. Έάν πάλι αγνοούν τόν Νόμο, πώς παραδέχονται τόν Ίησούν; Διότι «δίχα νόμου Ίησούς ού παραλαμβάνεται»· διότι εκείνος πού ποθεί «τό τέλος τήν αρχήν περιεργάζεται»· αυτός δε πού καταφρονεί τήν αρχή «κενοπαθεί» (= έχει αισθήματα μάταια, πού δέν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα), φλυαρεί καί άερολογεί, καί δέν φθάνει ποτέ στό τέλος. Έάν δέ «τέλος νόμου Χριστός» (Ρωμ. ι' [10] 4), έάν δηλαδή ό Χριστός έδωκε τέλος στην αποστολή και τήν ισχύ τού Νόμου, τότε οί αιρετικοί ματαιοπονούν, διότι, ένώ είναι «νόμου φυγάδες», παρουσιάζονται ότι γνωρίζουν τόν Ίησούν. Έάν (όμως) δέν όμιλήση ό νόμος τής Παλαιάς Διαθήκης, ό Κύριος δέν γνωρίζεται μέ ακρίβεια· «ή γάρ σιωπή του νόμου, άγνοια του κηρύττομένου- ή δέ του νόμου μάθησις έπίγνωσις του προκαταγγελλομένου» (= είναι ακριβής γνώσι αυτού ό όποίος προαναγγέλλεται). Διότι, έάν ήκουαν τά όσα λέγει ό Μωϋσής, θά έπίστευαν σ' αυτόν πού ήλθε (τόν Χριστόν) (ΤΙΤΟΥ Βόστρων, Κατά Μανιχαίων, Γ', Ι, II ΒΕΠΕΣ 19, 83 (6-13, 28-38).
Καί συνεχίζει ό πολέμιος τών αιρετικών Μανιχαίων Τίτος, έπίσκοπος Βόστρων: «'Έχουσι Μωσέα και τους προφήτας» (Λουκ. ις' [16] 29) (...). Ό Ιησούς χωρίς τή συνάντησι καί συνομιλία μέ τόν Μωϋσή καί τόν Ήλίαν, δέν ηθέλησε νά παρουσιασθή καί σ' αυτούς τους Αποστόλους. Καί ένώ μπορούσε νά έχη τήν μαρτυρία και τήν βεβαίωσι τού ουρανίου Πατρός του, δέν έπεριφρόνησε τήν συνάντησι και συνομιλία μέ τους άγίους. 'Αλλά θέλοντας νά προσφέρη στά βλέμαατα τών Αποστόλων «πίστιν άκριβεστάτην», όταν άνέβη στό όρος και μετεμορφώνετο ενώπιόν των, «έδείκνυε Μωϋσέα και Ήλίαν», ώστε ή συνάντησις και συνομιλία νά άποτελέση μαρτυρία τής άγιότητος τών δύο αυτών προσώπων· ώστε εκείνος πού δέχεται τόν Ιησούν νά «μή άτιμάση» αυτούς πού ευρίσκονται μαζί του, και περιφρονώντας «τους δορυφόρους και ύπηρέτας» (δηλαδή τόν Μωϋσήν καί τόν Ήλίαν) φανή ότι ατιμάζει τόν βασιλέα Χριστόν (...). Εάν δέ ό ευαγγελιστής Μάρκος λέγη· «Αρχή του ευαγγελίου Ίησού Χριστοϋ, υίού του Θεού. Ώς γέγραπται έν τοίς προφήταις» (Μάρκ. α' 1) (εννοεί τόν προφήτην Μαλαχίαν καί τόν προφήτην Ήσαίαν), ό δέ Ματθαίος «Βίβλος γενέσεως Ίησού Χριστού, υίού Δαυίδ, υίού Αβραάμ» (Ματθ. α' 1), «καί ό μέν προπάτορα τής κατά σάρκα γεννήσεως οίδε (= γνωρίζει) τόν Αβραάμ, καί τιμά τόν Δαυίδ· ό δέ συνάπτει τό Εύαγγέλιον τω (Μωσαικώ) νόμω· καί του Ευαγγελίου αρχήν τόν νόμον νενόηκεν· (τότε) αληθεύει (= επαληθεύεται) ό Σωτήρ λέγων "ό άθετών υμάς έμέ άθετεί" (Λουκ. ι' [10] 16)», εκείνος πού παρακούει είς σάς παρακούει είς έμέ. Διότι ή περιφρόνησι δέν άφορά μόνο στόν Μωσαϊκό νόμο, «άλλ' έπ΄ αυτόν αναβαίνει τόν Σωτήρα». ΚαΙ οί μέν Ιουδαίοι ας ακούσουν τόν Κύριον, ό Όποίος τους είπε: Έάν έπιστεύατε στόν Μωϋσήν, θά έπιστεύατε καί είς έμέ· διότι περί εμού εκείνος έγραψε προφητικώς σέ πολλά μέρη τών συγγραμμάτων του (Ίω. ε' 46). Οί άρνηταί τής Παλαιάς Διαθήκης Μανιχαίοι ας ακούσουν: Έάν έπιστεύατε στό Ευαγγέλιο (στην Καινή Διαθήκη), θά έπιστεύατε στόν (Μωσαϊκό) Νόμο· διότι «περί του νόμου τό Εύαγγέλιον γέγραφε». ΚαΙ προτρέπει ό επίσκοπος Τίτος: «Θαυμάσωμεν τόν νόμον, καί Θεού νόμον όμολογήσωμεν· καί Πατρός όμιλίαν φήσωμεν (...). Καθαρός μέν ό νόμος και άγιος, καί Θεού νόμος, ο Παύλος βοά· ώστε "ό μέν νόμος άγιος, καί ή εντολή αγία, καί δικαία, και αγαθή" (Ρωμ. ζ 12)' και οίδαμεν γαρ οτι ο νομός πνευματικός έστιν" (Ρωμ. ζ 14) (...). Πνευματικός δέ ών ό νόμος, τήν προς Θεόν όμιλίαν παρασκευάζει» (ΤΙΤΟΥ Βόστρων, ένθ' άνωτ., II, IV, VIII ΒΕΠΕΣ 19, 84 (3-10), 85 (1-14), 91 (7-15, 20-21).
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (1ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (2ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (3ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (4ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (5ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (6ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (7ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (8ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (9ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (10ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (11ο ΜΕΡΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου